
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 85/2021)
3 Ioυνίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΔΗΜΗΤΡΑ ΖΑΧΑΡΙΟΥ
Εφεσείουσα,
v.
ΔΗΜΟY ΛΕΜΕΣΟΥ
Εφεσίβλητου.
--------------------
Ρ. Ευγενίου (κα), για Μ. ΗΛΙΑΔΗΣ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα.
Ξ. Ευγενίου(κα), για Α. Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο.
Α. Νικολάου, για ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΙΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Καμιά Εμφάνιση για Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Με την Προσφυγή Αρ. 541/2019 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Εφεσείουσα προσέβαλε την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λεμεσού (εφεξής «ο Δήμος») να προάξει (από 1.2.2019) δύο άλλα πρόσωπα (εφεξής «τα Ενδιαφερόμενα Μέρη») αντ’ αυτής στη θέση Πρώτου Τεχνικού Επιθεωρητή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε τους εκ της Εφεσείουσας προβληθέντες λόγους ακύρωσης, ως εξής:
Πρώτον, παράνομα το Δημοτικό Συμβούλιο υιοθέτησε την υπέρ των Ενδιαφερόμενων Μερών παράνομη σύσταση του Αναπληρωτή Δημοτικού Γραμματέα, διότι η τελευταία ήταν ανακριβής, αόριστη και συγκρουόμενη με τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων.
Δεύτερον, κατά την επίδικη συνεδρία ημερ. 31.1.2019 του Δημοτικού Συμβουλίου, δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά αφού δεν καταγράφονται οι θέσεις και/ή απόψεις των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου και, ιδιαίτερα, παρατηρείται ελλιπής αιτιολογία ως προς την επιλογή των δύο Ενδιαφερόμενων Μερών, ιδίως σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου.
Κατά την πρωτόδικη κρίση, αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός, τον οποίο το Δικαστήριο εξέτασε κατά προτεραιότητα, στοιχειοθετούσε τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών και περί ανεπαρκούς αιτιολογίας, στη βάση των οποίων αποδέχτηκε την Προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών, με την εφεσιβαλλόμενη απόφασή του ημερ. 25.5.2021.
Με την παρούσα έφεση, η Εφεσείουσα (ως επιτυχούσα διάδικος) αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο διότι δεν εξέτασε πρόσθετους λόγους ακύρωσης τους οποίους προέβαλε ενώπιόν του, ήτοι ότι ήταν παράνομη η σύσταση του Αναπληρωτή Δημοτικού Γραμματέα διότι συγκρουόταν με τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων και, συνεπώς, παράνομα λήφθηκε υπόψη από το Δημοτικό Συμβούλιο (πρώτος λόγος έφεσης) και ότι η τελική κρίση του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν αναιτιολόγητη, αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, σε παράβαση της Αρχής της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου (δεύτερος λόγος έφεσης).
Ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας της Εφεσείουσας είναι ότι, χωρίς την από πλευράς της έφεση για παραμερισμό της κατ’ ισχυρισμό πρωτόδικης παράλειψης, η μη εξέταση πρωτοδίκως προβληθέντων λόγων ακύρωσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο δημιουργεί δεδικασμένο εναντίον της, υπό την έννοια ότι θεωρείται ότι εγκαταλείπει αυτούς τους λόγους ακύρωσης και, συνεπώς, κωλύεται δικονομικά να τους εγείρει εκ νέου στην Προσφυγή της Αρ. 301/2022 που προσβάλλει την εκ νέου πλήρωση των επίδικων θέσεων από το Δημοτικό Συμβούλιο, η οποία έγινε μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης (αρχικής) απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 541/2019 κατόπιν διενέργειας επανεξέτασης.
Από πλευράς του, ο Δήμος επιχειρηματολόγησε στο περίγραμμά του ότι η Εφεσείουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να προωθεί την παρούσα έφεση, καθότι ο Δήμος -μετά το πρωτόδικο ακυρωτικό αποτέλεσμα- επανεξέτασε την πλήρωση των επίδικων θέσεων προάγοντας εκ νέου τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, η δε Εφεσείουσα προσέβαλε το αποτέλεσμα της επανεξέτασης διά της Προσφυγής Αρ. 301/2022 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην οποία προβάλλει ακριβώς τους ίδιους λόγους ακύρωσης που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας έφεσης (αυτούς, δηλαδή που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. 541/2019).
Kατά τις ενώπιόν μας διευκρινίσεις, ο Δήμος μας ενημέρωσε ότι, στη νέα Προσφυγή Αρ. 301/2022 όπου ο άνωθεν λόγος ακύρωσης επαναλαμβάνεται (αφού κατά την επανεξέταση, ο Δήμος υιοθέτησε εκ νέου την αρχική σύσταση), ήγειρε προδικαστική ένσταση ως προς το δικονομικά απαράδεκτο της προβολής αυτού του λόγου ακύρωσης.
Οι παρατηρήσεις μας επί τούτου έχουν ως εξής:
Στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 128/2019 Χατζηγεωργίου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 6.3.2024, λέχθηκε -παραπέμποντας (μεταξύ άλλων) στη Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 A.A.Δ. 38- ότι ο πρωτοδίκως επιτυχών διάδικος έχει δικαίωμα έφεσης για να διαπιστωθεί κατ’ έφεση αν υπάρχει επίδικο ζήτημα το οποίο δεν έτυχε εξέτασης και προηγείται του λόγου ακύρωσης που έγινε δεκτός (εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του Εφεσείοντα), ώστε να κριθεί αν τα εναπομείνοντα θέματα πρέπει να παραπεμφθούν στο πρωτόδικο Δικαστήριο προς απόφανση.
Στην δε Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ 49/2021 Χατζηγεωργίου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 27.2.2025, λέχθηκαν τα εξής:
«Καταρχάς, είχαμε την ευκαιρία ήδη στην απόφαση μας ημερομηνίας 19.9.2024 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 3/2021 ΔΡ. ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ να παραθέσουμε το σχετικό νομολογιακό πλαίσιο, το οποίο, κατά την αντίληψη μας, αφορά στο ζήτημα. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:
«Αναφορικά με τη δυνατότητα άσκησης αναθεωρητικής έφεσης από πρωτοδίκως επιτυχόντα διάδικο, στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Δρ. Σωτήρης Χατζηγεωργίου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 128/2018, ημερομηνίας 6/3/2024, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Κατά πάγια και σταθερή νομολογία, η άσκηση αναθεωρητικής έφεσης από πρωτοδίκως επιτυχόντα διάδικο (όπως ο Εφεσείων) είναι, υπό προϋποθέσεις, επιτρεπτή. Αυτό, όχι ασφαλώς για να αμφισβητηθεί η ακύρωση της απόφασης την οποία ο όποιος εφεσείων ή εφεσείουσα εξασφάλισε, αλλά για να διαπιστωθεί, όπου υφίσταται επίδικο ζήτημα το οποίο δεν έτυχε εξέτασης και προηγείται του λόγου ακύρωσης που έγινε δεκτός (και εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του εφεσείοντα ή της εφεσείουσας), να κριθεί αν τα όποια εναπομείναντα προς απόφανση θέματα θα πρέπει να παραπεμφθούν στο πρωτόδικο δικαστήριο για τα σχετικά (Ιακώβου και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Δημοκρατία και Άλλων ν. Γεωργίου και Άλλων (2017) 3 Α.Α.Δ. 410, 416, Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, 84, Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, 45, Θεοδούλου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796, 800-803).»
Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε λόγω έλλειψης άρτιου πρακτικού, και έτσι η επανεξέταση όφειλε να λάβει χώραν εξ υπαρχής, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που είχαν προβληθεί. Διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας που, εκ της φύσεως του, ανατρέχει στην ρίζα της αφορώσας διοικητικής διαδικασίας. Ο Εφεσείων δεν κατέδειξε ότι υπέστηκε οποιαδήποτε βλάβη ως εκ της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου αναφορικώς προς λόγους ακύρωσης που προηγούνταν του λόγου για τον οποίο η Προσφυγή έγινε δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε. Εκ του λόγου αυτού, δεν υπάρχει αντικείμενο προς εφετειακή αναθεώρηση.».».
Στη Χατζηγεωργίου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ανωτέρω, δεδομένης της εκεί πρωτόδικης κρίσης περί του ότι απουσίαζε το πρακτικό της συνεδρίας της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αυτή η διαπιστωθείσα παρανομία ανέτρεχε στη ρίζα της όλης διοικητικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα η επανεξέταση να έπρεπε να διεξαχθεί εξ υπαρχής, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης τους οποίους ο εκεί εφεσείων προέβαλε πρωτόδικα χωρίς να εξεταστούν. Έτσι, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την εκεί έφεση επειδή ο εκεί εφεσείων δεν κατέδειξε ότι υπέστη βλάβη ως εκ της πρωτόδικης απόφασης, αναφορικά προς λόγο ακύρωσης που προηγείτο του λόγου ακύρωσης για τον οποίο η προσφυγή έγινε δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε, οπότε δεν υπήρχε αντικείμενο για αναθεώρηση.
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές στην παρούσα υπόθεση, παρατηρούμε ότι, η ενώπιόν μας εφεσιβαλλόμενη απόφαση ακύρωσε την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση λόγω έλλειψης άρτιου πρακτικού και ανεπαρκούς αιτιολογίας, όχι εφ’ όλης της ύλης, αλλά μόνο σε σχέση με την εντύπωση και γενική εικόνα την οποία αποκόμισε το Δημοτικό Συμβούλιο από την προφορική απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν του προφορική εξέταση.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει λόγος ακύρωσης που δεν εξετάστηκε, περί παράνομης σύστασης δοθείσας από τον Αναπληρωτή Δημοτικό Γραμματέα και υιοθετηθείσας από το Δημοτικό Συμβούλιο, που ήταν ανεξάρτητος και προηγείτο του λόγου ακύρωσης που έγινε δεκτός πρωτόδικα. Ο Αναπληρωτής Δημοτικός Γραμματέας παρείχε στο Δημοτικό Συμβούλιο γραπτώς τη σύστασή του, ως διακριτό κείμενο το οποίο επισυνάφθηκε στα πρακτικά, τα οποία αναφέρουν ότι «[ο] Αναπλ. Δημοτικός Γραμματέας εισηγήθηκε την προαγωγή των δύο [ΕΜ], με βάση την επισυνημμένη σύσταση [….]».
Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αυτός κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Το Μέρος Γ.2 της πρωτόδικης γραπτής αγόρευσης της Εφεσείουσας αφορά την κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη του Δημοτικού Συμβουλίου να αιτιολογήσει επαρκώς την επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών, ενόψει της κατ’ ισχυρισμόν υπεροχής της Εφεσείουσας, αφενός, σε αρχαιότητα και πείρα (η οποία επαυξάνει την αξία της) έναντι όλων των Ενδιαφερομένων Μερών και, αφετέρου, σε προσόντα έναντι ενός Ενδιαφερομένου Μέρους.
Tο κατ’ ισχυρισμό αναιτιολόγητο όμως της προσβαλλόμενης απόφασης -ως λόγος ακύρωσης- δεν προηγείται του λόγου ακύρωσης που έγινε πρωτόδικα αποδεκτός, αντίθετα μπορεί να θεωρηθεί ότι, αν δεν συνταυτίζεται, τουλάχιστον συντρέχει με τον τελευταίο, με αποτέλεσμα η αποδοχή του τελευταίου να καθιστά αχρείαστη την εξέταση του πρώτου.
Θεωρούμε ότι συναφής με τον δεύτερο λόγο έφεσης είναι η Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 3/2021 Χατζηγαβριήλ ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, απόφαση Εφετείου ημερ. 19.9.2024, όπου απορρίφθηκε λόγος έφεσης του εφεσείοντα περί της μη εξέτασης λόγου ακύρωσης τον οποίο προέβαλε πρωτόδικα. Κατά την εκεί κρίση του Εφετείου, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τους προσβαλλόμενους διορισμούς λόγω του ότι το διορίζον όργανο δεν έλαβε δεόντως υπόψη πρόσθετα προσόντα κάποιων εκ των προσφευγόντων, με αποτέλεσμα να καθίσταται ελλιπής η αξιολόγηση, στάθμιση και συλλογισμός του διορίζοντος οργάνου, παρείλκε η εξέταση συναρτώμενων λόγων ακύρωσης που αφορούσαν και πάλι το σκεπτικό και την αιτιολογία με την οποία το διορίζον όργανο επέλεξε προς διορισμό τα εκεί ενδιαφερόμενα μέρη.
Το Εφετείο επεσήμανε ότι:
«τα όσα ο Εφεσείων προβάλλει ως Λόγους Έφεσης, οι οποίοι όπως έχει αναφερθεί άπτονται της συγκριτικής αξίας των διαδίκων, δύνανται να εγερθούν, με τον κατάλληλο δικονομικό τρόπο και να τύχουν εξέτασης, μέσα στα πλαίσια εκδίκασης της προσφυγής που ο Εφεσείων κατεχώρησε εναντίον της νέας απόφασης του διορίζοντος οργάνου για επαναδιορισμό των Ε/Μ».
Έτσι και εν προκειμένω, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε λόγο ακύρωσης που πλήττει την εκ του Δημοτικού Συμβουλίου στάθμιση των κριτηρίων που είχε υπόψη του για να επιλέξει τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, η εξέταση των λόγων ακύρωσης τους οποίους αφορά ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ήταν δυνατόν εκ των πραγμάτων να γίνει στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. 541/2019 και μπορεί να γίνει στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. 301/2022 (εφόσον βέβαια κριθούν δικονομικά παραδεκτοί).
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Η Έφεση επιτυγχάνει μερικώς, χωρίς να παραμερίζεται η εφεσιβαλλόμενη απόφαση ημερ. 25.5.2021 (περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα) επί της Προσφυγής Αρ. 541/2019, αφού προσβάλλεται μερικώς λόγω των παραλείψεών της και όχι στη βάση των αποφάνσεων ή του αποτελέσματός της.
Επιδικάζεται το ποσό των 3000 ευρώ, ως κατ’ έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσείουσας και κατά του Εφεσίβλητου.
Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να εξεταστούν (από τον ίδιο Δικαστή: Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 122/2020 Δημοκρατίας ν. Κορδάλη, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 26.3.2025) ο εκ της Εφεσείουσας προβληθείς λόγος ακύρωσης τον οποίο αφορά ο επιτυχής πρώτος λόγος έφεσης (εννοείται, εφόσον δεν κριθεί δικονομικά απαράδεκτος από το πρωτόδικο Δικαστήριο), αφού το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάζει πρωτογενώς λόγους ακύρωσης (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 63/2019 Χρίστου ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 8.12.2023).
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο