
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2019)
17 Ιουνίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες
v.
1. ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΥΡΙΜΟΥ
2. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
3. A. L. VASILIOU MOTORS LTD,
Εφεσιβλήτων
Αίτηση για εξασφάλιση άδειας για υποβολή αίτησης για επανάνοιγμα έφεσης, ημερομηνίας 13.5.2025
Θ. Ιωαννίδης για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 1/Αιτητή
Καμία εμφάνιση για Εφεσείοντες/Καθ’ ων η αίτηση 1
Μ. Ξιαρής με Ε. Σούπερμαν (κα) (ασκούμενη δικηγόρο) για Λέλλος Π. Δημητριάδης Δικηγορικό Γραφείο ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 2/Καθ’ ου η αίτηση 2
Λ. Διομήδους για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους 3/Καθ’ ων η αίτηση 3
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Υπό τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, ως αναλύονται και εξηγούνται κατωτέρω, η παρούσα αίτηση ενδιαφέρει μόνο τον εφεσίβλητο 2/καθ’ ου η αίτηση 2. Για καλύτερη αντίληψη του υπό κρίση θέματος, χρήσιμη είναι σκιαγράφηση των όσων προηγήθηκαν και αφορούν την παρούσα υπόθεση.
Ως αναφέραμε στην απόφαση μας, ημερομηνίας 29.4.2025, τροχαίο δυστύχημα, στο οποίο ενεπλάκησαν όχημα και μοτοσυκλέτα, είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του οδηγού της τελευταίας. Με αγωγή του, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο οδηγός της μοτοσυκλέτας, ως ενάγων (αιτητής στην παρούσα αίτηση), αξίωσε αποζημιώσεις για υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες, αποδίδοντας αποκλειστική αμέλεια στον οδηγό του οχήματος, ως εναγόμενου 1 (καθ’ ου η αίτηση 2 στην παρούσα αίτηση). Στράφηκε, όμως, εναντίον και των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών του οχήματος, ως εναγομένων 2, για, κατ’ ισχυρισμόν του, εκ προστήσεως ευθύνη τους, αλλά και εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας στην οποία είχε ασφαλιστεί το όχημα, ως εναγομένων 3. Το εν λόγω όχημα είχε πωληθεί από τους εναγόμενους 2 στον εναγόμενο 1, με πρόβλεψη καταβολής του τιμήματος διά μηνιαίων δόσεων, παρέμεινε εγγεγραμμένο επ’ ονόματι των εναγομένων 2 και ασφαλίστηκε από αυτούς στους εναγόμενους 3 για ευθύνη έναντι τρίτου.
Πρωτοδίκως, επίδικα θέματα, πέραν της ευθύνης των εμπλεκομένων οδηγών και των ζημιών που ο ενάγων υπέστη και, κατ’ επέκταση, των αποζημιώσεων που δικαιούτο, είχαν αποτελέσει το κατά πόσο οι εναγόμενοι 2 ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνοι για τυχόν αμέλεια του εναγομένου 1, αλλά και το κατά πόσο το εκδοθέν ασφαλιστήριο έγγραφο κάλυπτε τον εναγόμενο 1, εφόσον, σύμφωνα με τους εναγόμενους 3, αυτός, ως εκ της πώλησης του οχήματος σ’ αυτόν, απέκτησε την κυριότητα του οχήματος, ανεξαρτήτως του ότι το όχημα παρέμεινε εγγεγραμμένο στο όνομα των εναγομένων 2.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, κατέληξε ότι η ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα θα έπρεπε να καταμεριστεί σε ποσοστό 80% εναντίον του εναγομένου 1 και 20% εναντίον του ενάγοντα. Κατέληξε, περαιτέρω, ότι οι εναγόμενοι 3 ήσαν υπεύθυνοι, καθότι, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ο εναγόμενος 1 καλύπτετο από έγκυρη και σε ισχύ ασφάλεια. Στη βάση αυτής της κατάληξης, έκρινε ότι οι αξιώσεις του ενάγοντα εναντίον του εναγομένου 1 ήταν αβάσιμες και απέρριψε την αγωγή εναντίον του. Απέρριψε, επίσης, την αγωγή εναντίον των εναγομένων 2, αφού έκρινε ότι δεν υφίστατο εκ προστήσεως ευθύνη από μέρους τους. Συνακόλουθα, εξέδωσε απόφαση, αποδίδοντας, υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων 3, διάφορες θεραπείες, ενώ απέρριψε την αγωγή εναντίον των εναγομένων 1 και 2. Με βάση το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εναγόμενοι 3 επωμίστηκαν όλα τα έξοδα της διαδικασίας.
Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε, με την παρούσα έφεση, από τους εναγόμενους 3 πρωτοδίκως (εφεσείοντες). Ως εφεσίβλητοι είχαν καταστεί οι ενάγοντας, ως εφεσίβλητος 1, εναγόμενος 1, ως εφεσίβλητος 2 και εναγόμενοι 2, ως εφεσίβλητοι 3. Με την έφεση, εγείρονταν συνολικά δέκα λόγοι έφεσης, οι πρώτοι έξι των οποίων αφορούσαν θέματα ουσίας της αξίωσης του εφεσίβλητου 1, ενώ οι λόγοι έφεσης 7 έως 9 αφορούσαν την εγειρόμενη υπεράσπιση των εφεσειόντων περί μη ασφαλιστικής κάλυψης του εφεσίβλητου 2. Ο δέκατος λόγος έφεσης αφορούσε την πρωτόδικη κρίση ως προς την επιδίκαση των εξόδων.
Από την πλευρά του, ο εφεσίβλητος 1/αιτητής είχε καταχωρήσει ειδοποίηση αντέφεσης, εγείροντας τρεις λόγους που αφορούσαν, ο πρώτος, το καταμερισθέν ποσοστό ευθύνης προς 20% εις βάρος του, ο δεύτερος, την απόρριψη της αγωγής εναντίον του εφεσίβλητου 2, και ο τρίτος, τις γενικές αποζημιώσεις που είχαν επιδικαστεί.
Οι εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει περίγραμμα αγόρευσης αναφορικά με την έφεση τους και έτερο περίγραμμα αγόρευσης αναφορικά με την αντέφεση του εφεσίβλητου 1, ενώ ο εφεσίβλητος 1 είχε καταχωρήσει περίγραμμα αγόρευσης αναφορικά με την έφεση και την αντέφεση. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3, καταχώρησαν το περίγραμμα αγόρευσης τους αναφορικά με την έφεση.
Το Εφετείο έκρινε βάσιμους τους λόγους έφεσης που αφορούσαν τη διαπίστωση ύπαρξης έγκυρης ασφαλιστικής κάλυψης από μέρους των εφεσειόντων. Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου 1/αιτητή και εναντίον των εφεσειόντων παραμερίστηκε. Αυτό συμπαρέσυρε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Επιλαμβανόμενοι της αντέφεσης, εξηγήσαμε τα ακόλουθα:
«Παραμένουν προς εξέταση τα όσα αφορούν την αντέφεση μεταξύ εφεσιβλήτου 1 και εφεσειόντων. Ως λέχθηκε στην αρχή της παρούσας απόφασης, ο εφεσίβλητος 1 έκρινε ορθό να αμφισβητήσει τα όσα αμφισβητεί από την πρωτόδικη απόφαση μέσω αντέφεσης. Στο πλαίσιο αυτό, περιορίστηκε εναντίον των εφεσειόντων, χωρίς να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε άλλου διαδίκου στην παρούσα υπόθεση. Σύμφωνα με τη Δ.35 Θ.10 των σε ισχύ κατά την καταχώριση της αντέφεσης Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας «10. It shall not under any circumstances be necessary for a respondent to make a cross-appeal; but if he intends upon the hearing of the appeal to contend that the decision of the Court below should be varied, he shall give a written notice of his intention, specifying in what respects he contends that the decision should be varied, to any parties or person who may be affected by his contention, and to the Registrar of the Court of Appeal. Such notice shall set forth fully the respondent's grounds and reasons therefor for seeking to have the decision varied on appeal. …»
Ο εφεσίβλητος 1 δεν έδωσε τέτοια ειδοποίηση προς τον εφεσίβλητο 2 ή τους εφεσίβλητους 3.
Διαπιστώνεται από τους λόγους αντέφεσης ότι ο πρώτος και τρίτος λόγος αντέφεσης, θα μπορούσε να κριθεί ότι αφορούν τους εφεσείοντες, αφού, εφόσον η απόφαση περί ύπαρξης ευθύνης τους επικυρωνόταν, θα υπήρχε ενδεχόμενος επηρεασμός τους από την ενδεχόμενη ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης επί της ευθύνης του εφεσίβλητου 1 (πρώτος λόγος αντέφεσης) ή του ποσού των αποζημιώσεων (τρίτος λόγος αντέφεσης). Οι λόγοι αυτοί, όμως, έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου ως εκ της ως άνω κρίσης μας επί των λόγων έφεσης επτά και οκτώ. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων απορρίπτονται.
Όσον αφορά το δεύτερο λόγο αντέφεσης, ο οποίος προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση να απορρίψει την αγωγή εναντίον του εφεσιβλήτου 2 ενώ αυτός είχε ευθύνη για το δυστύχημα, παρατηρείται ότι ο λόγος αυτός δεν αφορά τους εφεσείοντες υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Αντιθέτως, τον μόνο που αφορά είναι τον εφεσίβλητο 2, ο οποίος, όμως, δεν έχει καταστεί από τον εφεσίβλητο 1 διάδικο μέρος στην αντέφεση.
Υπό αυτά τα δεδομένα, κρίνουμε ότι δεν μας παρέχεται ευχέρεια να εξετάσουμε τον εν λόγω λόγο αντέφεσης, μη έχοντας, ο εφεσίβλητος 2, που είναι το μόνο διάδικο μέρος το οποίο ο λόγος έφεσης αφορά, καταστεί μέρος της αντέφεσης, ώστε να έχει την ευκαιρία να ακουστεί και τοποθετηθεί επ’ αυτού. Κρίνουμε ότι κάτι τέτοιο θα παραβίαζε όχι μόνο τον ως άνω διαδικαστικό κανονισμό, αλλά και κάθε αρχή φυσικής δικαιοσύνης.
Κατά συνέπεια, απορρίπτουμε και τον τρίτο λόγο αντέφεσης.»
Με την παρούσα αίτηση του, ο εφεσίβλητος 1/αιτητής ζητά «εξασφάλιση άδειας από το Εφετείο μετά την έκδοση τελικής απόφασης την 29/04/2019, στην Έφεση 87/2019 για επανάνοιγμα της Έφεσης ώστε να εκδοθεί απόφαση εναντίον του ανασφάλιστου καθ’ ου η αίτηση 2.». Την αίτηση αυτή, ο αιτητής βασίζει, μεταξύ άλλων, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023, Μέρος 41.15(1)-(6).
Ως πραγματικό υπόβαθρο, τίθεται ότι η αντέφεση είχε επιδοθεί σε όλους τους εφεσίβλητους, ως φαίνεται στο φάκελο του Δικαστηρίου. Τίθεται, επίσης, ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ο εφεσίβλητος 2 ευθύνεται κατά 80% για το επίδικο ατύχημα, δεν εξέδωσε απόφαση εναντίον του, αλλά εξέδωσε απόφαση εναντίον του ασφαλιστή του. Στην ένορκη δήλωση του αιτητή, η οποία υποστηρίζει την αίτηση, αναφέρεται ότι το Εφετείο δεν προχώρησε να εξετάσει την αντέφεση του για έκδοση απόφασης εναντίον του οδηγού του οχήματος, εφεσίβλητου 2, καθότι αποφάσισε ότι δεν επιδόθηκε ειδοποίηση στους εφεσίβλητους 2 και 3. Ενώ είχε επιδοθεί και αυτοί δεν τοποθετήθηκαν επί της αντέφεσης του, αν και τους επιδόθηκε και ήταν παρόντες κατά την ακρόαση της έφεσης. Ως ο ενόρκως δηλών προβάλλει, το αποτέλεσμα της απόφασης είναι άδικο για αυτόν διότι ο αδικοπραγήσας έχει απαλλαγεί, ενώ αυτός καλείται να πληρώσει τα έξοδα της διαδικασίας και να μην αποζημιωθεί.
Ως δηλώθηκε και από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, το αίτημα περιορίζεται στον λόγο αντέφεσης 2. Για ευνόητο λόγο, ήτοι ότι το θέμα πλέον δεν τους αφορά, οι εφεσείοντες και εφεσίβλητοι 3 δεν ενεπλάκησαν στην παρούσα αίτηση. Ο εφεσίβλητος 2 έφερε ένσταση στο αίτημα του εφεσίβλητου 1, προβάλλοντας τρεις λόγους ένστασης. Ο πρώτος λόγος ένστασης βασίζεται στο ότι το τι ζητείται είναι το επανάνοιγμα της έφεσης, ενώ θα έπρεπε πρώτα να αναζητηθεί και εξασφαλιστεί άδεια για υποβολή τέτοιας αίτησης. Οι λόγοι ένστασης 2 και 3 προβάλλουν ότι τυχόν έγκριση της αίτησης (δηλαδή επανάνοιγμα της έφεσης) παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, ενώ δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τέτοιο επανάνοιγμα, αντιστοίχως.
Το Μέρος 41.15 των περί Πολιτική Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 προνοεί για το επανάνοιγμα τελικών εφέσεων. Προβλέπεται ότι:
«(1) Το Εφετείο δεν επανανοίγει έφεση μετά την έκδοση της τελικής απόφασης εκτός αν:
(α) είναι αναγκαίο να το πράξει προκειμένου να αποφευχθεί πραγματική αδικία·
(β) οι περιστάσεις είναι εξαιρετικές και καθιστούν κατάλληλο το επανάνοιγμα της έφεσης· και
(γ) δεν υπάρχει εναλλακτική αποτελεσματική θεραπεία.
(2) Για την υποβολή αίτησης, δυνάμει του παρόντος κανονισμού για επανάνοιγμα έφεσης μετά την έκδοση τελικής απόφασης είναι αναγκαία η εξασφάλιση άδειας από το Εφετείο.
(3) Δεν υπάρχει δικαίωμα προφορικής ακρόασης αίτησης για άδεια εκτός αν, κατ’ εξαίρεση, δώσει σχετικές οδηγίες ο δικαστής.
(4) Ο δικαστής δεν χορηγεί άδεια χωρίς να δώσει οδηγίες για επίδοση της αίτησης στον άλλο διάδικο στην αρχική έφεση και χωρίς να δώσει την ευκαιρία στον διάδικο αυτό να προβεί σε παραστάσεις.
(5) Δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης ή αναθεώρησης της απόφασης τού δικαστή επί της αίτησης για άδεια η οποία είναι τελεσίδικη.
(6) Η διαδικασία υποβολής αίτησης για άδεια καθορίζεται στο Μέρος 23.»
Είναι γεγονός ότι το λεκτικό του αιτήματος, ως τίθεται στην αίτηση, δεν είναι ξεκάθαρο ως προς το ότι το τι αναζητείται είναι άδεια για υποβολή αίτησης για επανάνοιγμα της έφεσης. Όμως, ξεκάθαρες ήταν οι σχετικές τοποθετήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή επί τούτου, αλλά και η συνεπακόλουθη, από μέρους μας, διευκρίνιση του τι κρίνεται ότι είναι προς εξέταση. Επομένως, σοφή κρίνεται η, από μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση 2, απόσυρση του λόγου ένστασης 1.
Έχουμε εξετάσει κάθε τι σχετικό με το υπό κρίση θέμα. Από τα ενώπιον μας στοιχεία, μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι, κατά την έκδοση της απόφασης μας στην έφεση, όλα τα μέλη του Εφετείου θεωρήσαμε ως δεδομένο ότι η αντέφεση του εφεσίβλητου 1 δεν επιδόθηκε στους εφεσίβλητους 2 και 3. Σ’ αυτό το συμπέρασμα οδήγησε αφενός, το περιεχόμενο του ενώπιον του κάθε μέλους του Εφετείου φακέλου, στον οποίο δεν περιλαμβανόταν η όποια επίδοση εγγράφων, και, αφετέρου, οι τοποθετήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων κατά την ακρόαση της έφεσης. Επισημαίνεται ότι, ως εμφαίνεται και στο πρακτικό της ακρόασης της έφεσης, ο μεν κ. Ξιαρής αναφέρθηκε στο ότι δεν είχε ευκαιρία να ακουστεί και τοποθετηθεί επί του λόγου αντέφεσης, χωρίς αναφορά περί προηγούμενης επίδοσης της αντέφεσης στην πλευρά του, ενώ ο κ. Ιωαννίδης αναφέρθηκε, προφανώς εκ παραδρομής, σε επίδοση της έφεσης στους εφεσίβλητους, αντί της αντέφεσης. Μπορεί, παράλληλα, να επιβεβαιωθεί, ως είναι πλέον κοινώς αποδεκτό, ότι η αντέφεση επιδόθηκε στους συνηγόρους των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων 2 και 3. Σύμφωνα με τον κυρίως φάκελο της έφεσης, ο οποίος τηρείται από το Πρωτοκολλητείο, αυτό έγινε στις 17.4.2019, 8.4,2019 και 3.4.2019, αντιστοίχως. Η έφεση, επί της πρωτόδικης απόφασης, ημερομηνίας 22.2.2019, είχε καταχωρηθεί στις 15.3.2019, ενώ η αντέφεση, στις 2.4.2019.
Καθίσταται προφανές ότι, αν το γεγονός της επίδοσης της αντέφεσης στον εφεσίβλητο 2 δεν διελάνθανε της προσοχής του Εφετείου, η ουσία του θέματος, ήτοι κατά πόσο ο λόγος αντέφεσης 2, στον οποίο το αίτημα περιορίζεται, είναι βάσιμος ουσιαστικά αλλά και δεδομένης της καταχώρησης αντέφεσης αντί ξεχωριστής έφεσης, θα εξεταζόταν. Κάτι το οποίο, εκ των πραγμάτων, δεν έγινε. Εξ ου και η προβαλλόμενη θέση περί πραγματικής αδικίας, αποφυγή της οποίας παρέχει ευχέρεια στο Εφετείο να επανανοίξει έφεση μετά την έκδοση τελικής απόφασης.
Υπό αυτά τα δεδομένα, κρίνεται ότι το αν θα πρέπει, τελικώς, να αποφασιστεί επανάνοιγμα της έφεσης, ερώτημα το οποίο αφορούν οι λόγοι ένστασης 2 και 3, δεν θα πρέπει να αποφασιστεί στο πλαίσιο αυτής της αίτησης, με την οποία ζητείται άδεια για υποβολή αίτησης για επανάνοιγμα. Διαφορετική προσέγγιση θα καθιστούσε αχρείαστη την πρόβλεψη για αναγκαιότητα εξασφάλισης άδειας για υποβολή αίτησης. Σ’ αυτό το στάδιο και σ’ αυτή τη διαδικασία, δεν αποφασίζεται αν θα διαταχθεί επανάνοιγμα της έφεσης, ούτε η ουσία των όσων θα εξεταστούν, εφόσον διαταχθεί τέτοιο επανάνοιγμα.
Στη βάση των όσων εξηγούνται ανωτέρω, κρίνουμε ότι θα πρέπει να δοθεί η αιτούμενη άδεια, ώστε ο εφεσίβλητος 2 να υποβάλει την αίτηση του για επανάνοιγμα της αντέφεσης, μετά την έκδοση τελικής απόφασης, δυνάμει του Μέρους 41.15.
Συνακόλουθα, η αίτηση επιτυγχάνει. Παρέχεται, στον εφεσίβλητο 1/αιτητή άδεια για υποβολή αίτησης για επανάνοιγμα της παρούσας αντέφεσης, δυνάμει του Μέρους 41.15 των περί Πολιτικής δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, εντός δέκα ημερών από σήμερα.
Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου 1/αιτητή και εναντίον του εφεσίβλητου 2/καθ’ ου η αίτηση 2 €2.400.- πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας αίτησης. Λόγω μη εμπλοκής των καθ’ ων η αίτηση 1 και 3 στην αίτηση, καμία διαταγή για έξοδα, όσον αφορά αυτούς.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο