
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 88/2019)
4 Ιουνίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣTEΣ]
ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑ
Εφεσείουσα/Ενάγουσα
και
P.S.T. CONTRACTORS & DEVELOPERS LIMITED
Εφεσίβλητη/Εναγόμενη
------------------------------
Ν. Θεοδώρου για Nicholas A. Theodorou & Co LLC, για Eφεσείουσα.
Μ. Πουλλικκάς για Πολύκαρπος Δ. Πετρίδης & Σία, για Eφεσίβλητη.
------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από τον Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 25.1.2019, με την οποία απέρριψε την αγωγή αρ. 4081/2011 με έξοδα υπέρ της εναγόμενης/εφεσίβλητης εταιρείας και εναντίον της ενάγουσας/ εφεσείουσας ως επίσης την ανταπαίτηση με έξοδα υπέρ της ενάγουσας/ εφεσείουσας και εναντίον της εναγόμενης/εφεσίβλητης.
Η εφεσείουσα μέσω της αγωγής της αξίωνε εναντίον της εφεσίβλητης αποζημιώσεις για παράβαση γραπτής συμφωνίας ανέγερσης ή και πώλησης οικίας ημερομηνίας 6.3.2004 ή και αποζημιώσεις για κακοτεχνίες ή και ελλείψεις ή και παραλείψεις ή και ατέλειες ή και ζημιές που παρουσίαζε ή και υφίστατο η ανεγερθείσα ή και πωλούμενη οικία. Συγκεκριμένα αξίωνε εναντίον της εφεσίβλητης αποζημιώσεις εκ ποσού €25.340 πλέον Φ.Π.Α. και €2.150,50 πλέον νόμιμο τόκο, έξοδα και Φ.Π.Α.
Η εφεσίβλητη καταχώρισε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση αρνούμενη τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας και ανταπαιτώντας από αυτήν το συνολικό ποσό των €30.754,83 λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού της εφεσείουσας εις βάρος της και ως αξία για επιπλέον εργασία που εκτέλεσε και παρέδωσε προς την εφεσείουσα.
Κατά την ακρόαση της αγωγής η πλευρά της εφεσείουσας παρουσίασε τρεις συνολικά μάρτυρες, την ίδια την εφεσείουσα (Μ.Ε.1), τον Μ.Ε.2, εγγεγραμμένο αρχιτέκτονα ‑ πολιτικό μηχανικό ο οποίος ετοίμασε έκθεση πραγματογνωμοσύνης η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο 7 στη διαδικασία και τον Μ.Ε.3, τεχνολόγο πολιτικό μηχανικό και διευθυντή ιδιωτικής εταιρείας. Η πλευρά της εφεσίβλητης κάλεσε ως μάρτυρα τον Μ.Υ.1, διευθυντή της εφεσίβλητης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του ως επίσης τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία δηλώθηκαν από τα μέρη, προχώρησε στην καταγραφή των εισηγήσεων των δύο πλευρών κατά το στάδιο των αγορεύσεων και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε σε σχέση με την εφεσείουσα ότι του έκανε καλή εντύπωση αφού αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στην κατάσταση την οποία παρουσίαζε η επίδικη κατοικία στην οποία διέμενε για πολλά χρόνια ως επίσης λόγω του ότι οι κρίσιμοι ισχυρισμοί της αναφορικά με την ύπαρξη υγρασίας σε μεγάλο μέρος των εσωτερικών και εξωτερικών τοίχων της επίδικης κατοικίας, καθώς και οι άλλες κατ΄ ισχυρισμό κακοτεχνίες επιβεβαιώθηκαν από τους Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 οι οποίοι επίσης επισκέφθηκαν την εν λόγω κατοικία και ήταν σε καλή θέση να διαμορφώσουν και εκείνοι ιδίαν άποψη για την πραγματική κατάσταση και άφησαν και αυτοί καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν του διέφυγε ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας σε κάποια σημεία της, τα οποία παραθέτει αναλυτικά, δεν ήταν πειστική και δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή στην ολότητα της. Παρά όμως τη διαπίστωση του αυτή, έκρινε ότι η μαρτυρία της ήταν αξιόπιστη και μπορούσε να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή των συμπερασμάτων του. Έτσι πέραν των πιο πάνω σημείων, η μαρτυρία της έγινε αποδεκτή.
Όσον αφορά τον Μ.Ε.2 το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η εμπειρογνωμοσύνη του δεν αμφισβητήθηκε και έκρινε ότι λόγω των προσόντων του μπορούσε να θεωρηθεί ως εμπειρογνώμονας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του τη σχετική νομολογία η οποία καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων και αξιολογώντας τη μαρτυρία του έκρινε ότι ο Μ.Ε.2, ο οποίος δεν είχε οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, ήταν μάρτυρας της αλήθειας και ότι η μαρτυρία του αποτελούσε ασφαλές υπόβαθρο για να στηριχτεί το Δικαστήριο σε αυτή. Σε σχέση με τον Μ.Ε.3 το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι και αυτός έδωσε μαρτυρία υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα και τον χαρακτήρισε ως ανεξάρτητο μάρτυρα που επίσης δεν είχε οποιοδήποτε συμφέρον από την κατάληξη της αντιδικίας. Ο Μ.Ε.3 άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο για τον οποίο ανέφερε ότι σκοπός του ήταν να μεταφέρει στο Δικαστήριο την αλήθεια και ότι η μαρτυρία του μπορούσε να γίνει αποδεκτή από αυτό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ειδικότερα ότι τα ποσά τα οποία συμπεριέλαβε στην εκτίμηση του (Τεκμήριο 8.2) δεν αμφισβητήθηκαν από πλευράς εφεσίβλητης παρά μόνο ο ισχυρισμός του ότι προέβη σε εργασίες επιδιόρθωσης της κατοικίας της εφεσείουσας και ότι πληρώθηκε από αυτήν. Αποδέχθηκε στον ισχυρισμό του ότι το συνολικό κόστος επιδιόρθωσης των όσων αναφέρονται στην προσφορά της εταιρείας του ανερχόταν στο ποσό των €23.240. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το μέρος της μαρτυρίας του σε σχέση με τις εργασίες τις οποίες ανέφερε ότι εκτέλεσε, ερχόταν σε αντίθεση με τη σχετική μαρτυρία της εφεσείουσας. Έκρινε όμως ότι επί του σημείου αυτού έπρεπε να γίνει αποδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός του Μ.Ε.3 αντί της εφεσείουσας. Συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Δεν μου διαφεύγει βεβαίως ότι ο Μ.Ε.3 ισχυρίστηκε πως εκτέλεσε τις εργασίες οι οποίες στο τεκμήριο 8.2 το οποίο ο ίδιος ετοίμασε καλύπτονται από τους αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5 (μέρος), 6 (μέρος) και 7 σε αντίθεση με την ενάγουσα η οποία ισχυρίστηκε ότι εκτελέστηκαν οι εργασίες οι οποίες καλύπτονται από τους αριθμούς 2, 3 και 7. Κρίνω ότι επί του συγκεκριμένου πρέπει να γίνει αποδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός του Μ.Ε.3 αντί της ενάγουσας αφού ο ίδιος ως εμπειρογνώμονας κρίνω ότι βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την ενάγουσα, η οποία δεν έχει εξειδικευμένες γνώσεις, να γνωρίζει επακριβώς και να μεταφέρει καλύτερη εικόνα στο Δικαστήριο για τις εργασίες οι οποίες εκτέλεσε.»
Όσον αφορά τον Μ.Υ.1, αυτός δεν άφησε καλή εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που αναφέρει αναλυτικά στην εκκαλούμενη απόφαση.
Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στα ακόλουθα ευρήματα:
«Στη βάση των δικογραφημένων θέσεων των μερών, των κατά καιρούς δηλώσεων των συνηγόρων τους ενώπιον του Δικαστηρίου, της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη καθώς και της αποδεκτής από το Δικαστήριο μαρτυρίας τα ακόλουθα αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση με τα επίδικα θέματα της παρούσας αγωγής: στις 6.3.2004 υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων γραπτή συμφωνία με την οποία η ενάγουσα αγόρασε από τους εναγόμενους μία κατοικία στο Γέρι της επαρχίας Λευκωσίας. Η εν λόγω συμφωνία προνοούσε, μεταξύ άλλων, ότι το τίμημα αγοράς ύψους ΛΚ94.000 θα καταβαλλόταν με 6 δόσεις οι οποίες θα πληρώνονταν με την πρόοδο των εργασιών. Στην εν λόγω συμφωνία δεν προσδιορίστηκε χρόνος παράδοσης της κατοικίας στην ενάγουσα καθότι τέτοιος όρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχε στο κείμενό της και προνοούσε για παράδοση μέχρι τις 31.12.2004, διαγράφηκε από τα μέρη. Η ενάγουσα κατέβαλε τμηματικά το συμφωνηθέν τίμημα αγοράς και οι εναγόμενοι τ(η)ς παρέδιδαν με κάθε πληρωμή σχετική απόδειξη είσπραξης. Στις 12.10.2006 η ενάγουσα κατέβαλε στους εναγόμενους την τελευταία χρονικά δόση για το ποσό των ΛΚ4.000 και οι τελευταίοι της παρέδωσαν σχετική απόδειξη με αριθμό 0477 στην οποία βεβαίωσαν ότι το εν λόγω ποσό παραλήφθηκε «για εξόφληση συμβολαίου». Η ενάγουσα ανέλαβε την κατοχή της επίδικης κατοικίας το έτος 2006 και της μεταβιβάστηκε το ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου στις 5.11.2008. Λόγω προβλημάτων που παρουσιάστηκαν στην κατοικία μετά τον πρώτο χρόνο που η ενάγουσα κατοίκησε σε αυτή, η τελευταία περί το έτος 2010 ανέθεσε μέσω του Ε.Τ.Ε.Κ. προς τον κ. Δημήτρη Έλληνα την ετοιμασία σχετικής έκθεσης. Διαπιστώθηκε από αυτόν ότι υπήρχαν οι κακοτεχνίες οι οποίες αναφέρονται στην έκθεση την οποία ο ίδιος συνέταξε και ότι την επιδιόρθωση των εν λόγω ζημιών η ενάγουσα την ανέθεσε στην εταιρεία του Μ.Ε.3 κ. Χαραλάμπους. Ο κ. Χαραλάμπους εκτέλεσε τις εργασίες οι οποίες αναφέρονται στην προσφορά την οποία ο ίδιος ετοίμασε και συγκεκριμένα αυτές που καλύπτονται από τους αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5 (μέρος), 6 (μέρος) και 7. Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί αναγκαιότητας κατασκευής αντλιοστασίου η οποία αναφέρεται στο σημείο αρ. 8 της έκθεσής του για την άντληση των όμβριων υδάτων κρίνω ότι δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία ότι στην αυλή της επίδικης κατοικίας λιμνάζουν ύδατα και ότι για αυτό ευθύνονται καθ' οιονδήποτε τρόπο οι εναγόμενοι.»
Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τη νομική πτυχή που διέπει το θέμα, κατέληξε στα ακόλουθα:
«Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνω ότι στην κατοικία της ενάγουσας παρατηρήθηκαν υγρασίες τόσο μεγάλης έκτασης οι οποίες συνιστούσαν κακοτεχνίες. Οι εν λόγω κακοτεχνίες προκλήθηκαν από τη μη τοποθέτηση μεμβράνης στο κάτω μέρος της τοιχοποιίας για να εμποδίζει την υγρασία από το να ανέλθει σε αυτή καθώς και από το γεγονός ότι κάτω από τα κεραμικά τοποθετήθηκε στρώμα άμμου η οποία συγκρατούσε την υγρασία και την μετέδιδε στην τοιχοποιία. Κακοτεχνία επίσης συνιστά και το γεγονός ότι η αποχέτευση με την οποία τα λύματα του ισογείου της κατοικίας της ενάγουσα(ς) κατευθύνονται στον αποχετευτικό λάκκο της γειτονικής της κατοικίας αντί σε αυτό της δικής της. Η διάβρωση των θυρών του ισογείου της κατοικίας σε βαθμό που σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσιάζεται μερική παραμόρφωσή τους κρίνω ότι αυτή, ως απότοκο της υγρασίας η οποία παρατηρήθηκε, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως κακοτεχνία.
Παρά ταύτα όμως η ενάγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει με την αυστηρότητα η οποία απαιτείται τα ποσά τα οποία ισχυρίζεται ότι κατέβαλε για τη μερική έστω, επιδιόρθωση των ζημιών που αφορούσαν την κατοικία της και προκλήθηκαν από τις ως άνω κακοτεχνίες και συνεπώς δεν δικαιούται να της αποδοθεί το ποσό το οποίο ισχυρίζεται ότι κατέβαλε. Ειδικότερα σε σχέση με τις εργασίες οι οποίες αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 4 και 7 της προσφοράς του Μ.Ε.3 οι οποίες εκτελέστηκαν στην ολότητά τους και για τις οποίες πληρώθηκε ο εν λόγω μάρτυρας διαπιστώνω ότι δεν έχει προσκομισθεί μαρτυρία ικανή να αποδείξει με την απαιτούμενη αυστηρότητα την καταβολή των εν λόγω ποσών από την ενάγουσα στην εταιρεία του Μ.Ε.3.
Σε σχέση με τις εργασίες οι οποίες εκτελέστηκαν μερικώς (σημεία 5 και 6) κρίνω ότι δεν μπορεί να επιδικασθεί οποιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα ως έξοδα τα οποία θα υποστεί για την επιδιόρθωση τους γιατί δεν έχει προσκομισθεί συγκεκριμένη μαρτυρία ούτε για την αξία του μέρους εκείνου το οποίο εκτελέστηκε ούτε για την αξία της εργασίας η οποία παρέμεινε να εκτελεστεί.
Αναφορικά τέλος με το ποσό των €2.150,50 το οποίο η ενάγουσα αξιώνει από τους εναγόμενους ως ποσό το οποίο κατέβαλε προς τον πραγματογνώμονα για να της ετοιμάσει την έκθεσή του η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο 7 στη διαδικασία(,) κρίνω ότι η παρουσία του εν λόγω μάρτυρα στο Δικαστήριο ήταν μεν αναγκαία (CYBARCO LIMITED v. SILVIAS KOVASCIK) αλλά όμως αυτή η κρίση δεν επαρκεί για να επιδικασθεί στην ενάγουσα το εν λόγω ποσό. Κρίνω ότι αυτό δεν έχει αποδειχθεί με την αυστηρότητα με την οποία πρέπει να αποδεικνύονται τα ποσά τα οποία διεκδικούνται ως ειδικές αποζημιώσεις. Η μαρτυρία την οποία παρουσίασε η ενάγουσα δεν επαρκεί αφού αφενός τα σχετικά τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν στη διαδικασία (τεκμήρια 9.1 και 9.2) αφορούν σε «πώληση επί πιστώσει» και δεν είναι αποδείξεις πληρωμής, αφετέρου εκδόθηκαν για το ποσό των €1.230,50 αντί για το αξιούμενο με την παρούσα αγωγή. Κρίνω επίσης ότι από τη δήλωση η οποία έγινε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 18.4.2018 δεν προκύπτει παραδοχή από τους εναγόμενους ότι η ενάγουσα κατέβαλε το εν λόγω ποσό αφού η σχετική δήλωση αναφέρει ότι η ενάγουσα κλήθηκε να καταβάλει προς το Ε.Τ.Ε.Κ. το συνολικό ποσό των €2.150,50 ως έξοδα που αφορούσαν την ετοιμασία του τεκμηρίου 7 και όχι ότι πράγματι το κατέβαλε.
Ερχόμενος τώρα στην ανταπαίτηση των εναγομένων κρίνω ότι αυτοί δεν μπόρεσαν να αποσείσουν το αποδεικτικό βάρος το οποίο έφεραν για να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους σε σχέση με τα ποσά τα οποία αξιώνουν με την ανταπαίτησή τους αφού δεν προσκόμισαν ικανή προς τούτο μαρτυρία. Λόγω των ως άνω κρίνω ότι η ανταπαίτηση πρέπει να απορριφθεί.»
Συνεπεία των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη τόσο της αγωγής όσο και της ανταπαίτησης εκδίδοντας σχετικές διαταγές για έξοδα ως ανωτέρω αναφέρεται.
Η πλευρά της εφεσείουσας η οποία προφανώς δεν έμεινε ικανοποιημένη με την πρωτόδικη απόφαση, την προσβάλλει με δύο λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις αρχές που διέπουν την επιδίκαση αποζημιώσεων για επαγγελματική αμέλεια ή και παράβαση συμφωνίας ή και επιδίκαση αποζημιώσεων για ζημιές ή και έξοδα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των κακοτεχνιών. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αναφέρεται από πλευράς εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα ότι υπήρχαν υγρασίες που συνιστούν κακοτεχνίες ή και οι οποίες προκλήθηκαν συνεπεία αμέλειας της εφεσίβλητης ή και παράβασης συμφωνίας εκ μέρους της. Αναφέρεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Τεκμήριο 8.1 παρουσίαζε τις κακοτεχνίες ή και οι ζημιές που προκλήθηκαν συνεπεία αμέλειας της εφεσίβλητης ή και παράβασης συμφωνίας εκ μέρους της ή και το συνολικό κόστος επιδιόρθωσης των κακοτεχνιών ανερχόταν στο ποσό των €23.340. Αναφέρεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Μ.Ε.3 εκτέλεσε στην ολότητα του συγκεκριμένες εργασίες που αναφέρονται στην προσφορά, Τεκμήριο 8.1, ενώ συγκεκριμένες εργασίες που αναφέρονται στην προσφορά δεν εκτελέστηκαν. Υποβάλλεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε λανθασμένα ότι απαιτείτο η προσκόμιση μαρτυρίας για την καταβολή ποσών που αφορούσαν ατελώς εκτελεσθείσες εργασίες ή και κακοτεχνίες ή και απαιτείτο η επιδιόρθωση των ζημιών ή και κακοτεχνιών που προκλήθηκαν συνεπεία της αμέλειας ή και παράβασης συμφωνίας από την εφεσίβλητη για να δικαιούτο σε αποζημίωση η εφεσείουσα. Τέλος υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι απαιτείτο η καταβολή των ποσών που αφορούσαν τις ζημιές ή και κακοτεχνίες που προκλήθηκαν συνεπεία αμέλειας της εφεσίβλητης ή και παράβασης της συμφωνίας εκ μέρους της ή και ότι απαιτείτο η επιδιόρθωση των ζημιών ή και κακοτεχνιών αυτών για να δικαιούται η εφεσείουσα στην επιδίκαση αποζημιώσεων.
Υποδεικνύουμε στο σημείο αυτό ότι η αναφορά σε Τεκμήριο 8.1 αποτελεί τυπογραφικό λάθος αφού η προσφορά που υπέβαλε η εταιρεία στην οποία διευθυντής ήταν ο Μ.Ε.3 είναι το Τεκμήριο 8.2.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε όταν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε αποδειχθεί το ποσό των €2.150,50 το οποίο αξίωνε η εφεσείουσα ως έξοδα τα οποία κατέβαλε προς τον πραγματογνώμονα ή και το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν ανέφερε στην απόφασή του ότι η μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσείουσα δεν ήταν επαρκής για να δικαιούται στην επιδίκαση αποζημίωσης γι' αυτό το ποσό. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης υποβάλλεται από πλευράς εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ή και παρερμήνευσε τα παραδεκτά γεγονότα καθώς και τα Τεκμήρια 9.1, 9.2 τα οποία κατέθεσε η εφεσείουσα κατά την ακροαματική διαδικασία και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την εφεσίβλητη.
Κατά την ακρόαση της έφεσης ενώπιόν μας οι δύο πλευρές υιοθέτησαν το περιεχόμενο των περιγραμμάτων τους τα οποία έχουμε μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή.
Θα πρέπει πάντως να υποδείξουμε ότι οι αναφορές/εισηγήσεις της πλευράς της εφεσίβλητης που εκφεύγουν των παραμέτρων των λόγων έφεσης δεν θα εξεταστούν αφού δεν έχει καταχωρηθεί αντέφεση εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης η πλευρά της εφεσείουσας υποδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Cypra Ltd v. Α. Γιάπας Λτδ (2015) 1(B) Α.Α.Δ. 1017:
«Οι αρχές που διέπουν την απόδειξη κονδυλίων όπως τα υπό εκδίκαση παρατίθενται στο σύγγραμμα Hudson's Building and Engineering Contracts ‑ Eleventh edition, volume 1. Εντοπίζονται τα ακόλουθα στην παράγραφο 8‑137:
«Consideration of the cases illustrated above shows that, in the case of defective work (that is, work not in accordance with the contract) there are in fact three possible bases of assessing damages, namely:
(A) the cost of reinstatement;
(B) the difference in cost to the builder of the actual work done and the work specified; or
(C) the diminution in value of the work due to the breach of contract.»
Η απουσία ανάλογης μαρτυρίας προς απόδειξη με αυστηρότητα και σαφήνεια και με παροχή συγκεκριμένων στοιχείων, οδήγησε, αναπόδραστα, το πρωτόδικο δικαστήριο στην κατάληξη ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης των αξιούμενων ανταπαιτητικά ποσών.»
Αποτελεί εισήγηση της πλευράς της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε το πιο πάνω απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση και το εφάρμοσε λανθασμένα στα γεγονότα που αφορούσαν την αγωγή της εφεσείουσας. Η εν λόγω απόφαση αφορούσε τις τρεις πιθανές βάσεις για την εκτίμηση των ζημιών σε υπόθεση κακοτεχνιών. Η εφεσείουσα δεν αξίωσε αποζημιώσεις για τη διαφορά του κόστους της πραγματικής αξίας που εκτελέστηκε και αυτής που καθορίστηκε ούτε αξίωνε μείωση της αξίας της κατοικίας της λόγω της αθέτησης της σύμβασης. Τόσο η δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας όσο και η μαρτυρία που παρουσιάστηκε αναφέρονται στο κόστος αποκατάστασης (the cost of reinstatement of defective work) των κακοτεχνιών. Η εφεσείουσα με τη μαρτυρία που παρουσίασε, προσδιόρισε τις κακοτεχνίες και απέδειξε το αναγκαίο κόστος για τις εργασίες επιδιόρθωσης και αποκατάστασης των κακοτεχνιών στην κατοικία της. Σύμφωνα πάντα με την πλευρά της εφεσείουσας, αυτή απέδειξε το ύψος των ζημιών της δηλαδή το κόστος επιδιόρθωσής και αποκατάστασης των κακοτεχνιών και δικαιούτο σε απόφαση, ανεξαρτήτως εάν, μετά την καταχώριση της αγωγής της, πλήρωσε κάποια ή όλα τα ποσά που αναφέρονται στην προσφορά - Τεκμήριο 8.2 προς επιδιόρθωση ή αποκατάσταση των κακοτεχνιών. Δεν ώφειλε η εφεσείουσα να καταβάλει τα ποσά που αφορούσαν στις κακοτεχνίες όπως λανθασμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να δικαιούται σε αποζημίωση.
Οι αποζημιώσεις του διεκδικούσε η εφεσείουσα, σύμφωνα πάντα με την πλευρά της, εξειδικεύονταν στην Έκθεση Απαίτησης και αποδείχθηκαν με σαφήνεια και αυστηρότητα κατά την ακροαματική διαδικασία. Παρουσιάστηκε μαρτυρία για την κοστολόγηση των κακοτεχνιών η οποία συνάδει με τη σχετική δικογράφηση ως προνοεί η νομολογία. Υπέδειξε επίσης ότι η εφεσείουσα δεν ισχυρίστηκε στο δικόγραφο της ότι επιδιορθώθηκαν οι κακοτεχνίες και ότι αυτή κατέβαλε τα ποσά που διεκδικούσε με την αγωγή της. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του ότι με αξιόπιστη μαρτυρία αποδείχθηκαν οι κακοτεχνίες που αναγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης, για τις οποίες ευθύνεται η εφεσίβλητη και το κόστος επιδιόρθωσής τους (προσφορά ‑ Τεκμήριο 8.2), η εφεσείουσα δικαιούτο σε αποζημίωση για την ύπαρξη των κακοτεχνιών και δεν ώφειλε να παρουσιάσει επιπρόσθετη μαρτυρία πέραν από αυτήν που παρουσίασε και κρίθηκε αξιόπιστη. Το γεγονός ότι κάποιες από τις κακοτεχνίες επιδιορθώθηκαν στην πορεία από την εταιρεία στην οποία ήταν διευθυντής ο Μ.Ε.3, δεν απάλλασσε την εφεσίβλητη από την υποχρέωση να αποζημιώσει την εφεσείουσα για ζημιές ή και έξοδα που «υπέστη και/ή θα υποστεί» ένεκα της «πλημμελούς εκτέλεσης και της μη αποπεράτωσης εργασιών και/ή των πιο πάνω παραβιάσεων της Συμφωνίας και/ή παραλείψεων και/ή ατελειών και/ή κακοτεχνιών» από την εφεσίβλητη, ως αναφέρεται στην παράγραφο 8 της Έκθεσης Απαίτησης. Έτσι, σύμφωνα με την πλευρά της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε λανθασμένα ότι απαιτείτο η καταβολή σε χρήμα από την εφεσείουσα των αξιούμενων ποσών και παρουσίασης αποδείξεων πληρωμής, αφού η εφεσείουσα διεκδικούσε με την αγωγή της αποζημίωση ίση με το κόστος αποκατάστασης των κακοτεχνιών και όχι αποζημίωση για ποσά που κατέβαλε για την επιδιόρθωση των κακοτεχνιών.
Αντίθετη ήταν η θέση της πλευράς της εφεσίβλητης η οποία θεωρεί ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα αυτό ήταν ορθή.
Έχουμε μελετήσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και κρίνουμε ότι οι εισηγήσεις της πλευράς της εφεσείουσας είναι βάσιμες. Σύμφωνα με τη νομολογία ειδικές ζημιές θα πρέπει να δικογραφούνται και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, δηλαδή με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία (βλ. British Transport Commission v. Gourley [1956] A.C. 185, 206, Demetrios Emmanuel and Another v. Andronicos Nicolaou and Another (1977) 1 C.L.R. 15, Σπύρου ν. Χ" Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396, Πίριλλος v. Κονναρή (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1153, Μεταξάκης v. Δήμου Λευκωσίας (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 467, Ζαβρού κ.ά v. Καριτζή κ.ά. (2006) 1 (Β) Α.Α.Δ. 977 και Χρυσοστόμου v. Cyprialife Ltd (2011) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1490).
Όπως αναφέρθηκε στην Ηρακλέους v. Πίτρου (ανωτέρω):
«Απόκειται στον ενάγοντα σε κάθε περίπτωση να αποδείξει με κατάλληλη μαρτυρία τα κονδύλια που συνιστούν ειδική ζημιά. Kαι τα οποία έχει προηγουμένως συμπεριλάβει στο δικόγραφο του. Tι ακριβώς είναι η ζημιά αυτή και πως διαφοροποιείται από την γενική ζημιά μας διευκρινίζει η κλασσική απόφαση του Λόρδου Goddard στην British Transport Commission v. Gourley [1956] A.C. 185, 206. H απόδειξη ειδικών ζημιών κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια. O ίδιος δικαστής στην Bonham‑Carter v. Hyde Park Hotel Ltd. (1948) 64 T.L.R. 177, 178 είπε:
"Plaintiffs must understand that if they bring actions for damages it is for them to prove their damage; it is not enough to write down the particulars, and, so to speak, throw them at the head of the court, saying "This is what I have lost, I ask you to give me these damages".
They have to prove it."
H παρατήρηση αυτή αναφέρθηκε επιδοκιμαστικά στην κατοπινή υπόθεση Domsalla v. Barr [1969] 3 All E.R. 487.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσείουσας αναφορικά με την ύπαρξη υγρασίας σε μεγάλο μέρος των εσωτερικών και εξωτερικών τοίχων της επίδικης κατοικίας καθώς και άλλες κατ' ισχυρισμό κακοτεχνίες που επιβεβαιώθηκαν από τους Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3. Αποδέχθηκε επίσης τη σχετική μαρτυρία του Μ.Ε.2 ότι η επίδικη κατοικία κατά το έτος 2010 παρουσίαζε υγρασίες τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική τοιχοποιία της, είχε διάφορες ρωγμές και προβλήματα σε κάποια πατώματα και τσεκουλατούρες που είχαν αποκολληθεί. Αποδέχθηκε τέλος τη μαρτυρία του Μ.Ε.3 και ειδικότερα τον ισχυρισμό του ότι το συνολικό κόστος επιδιόρθωσης των όσων αναφέρονται στην προσφορά της εταιρείας του - Τεκμήριο 8.2 ανερχόταν στο ποσό των €23.340 πλην του σημείου 8 που αφορούσε την κατασκευή αντλιοστασίου στην αυλή της οικίας για άντληση ομβρίων υδάτων και του οποίου το κόστος ανέρχετο σε €1.600 το οποίο έπρεπε να αφαιρεθεί από το ποσό των €23.340. Aπό τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την πιο πάνω μαρτυρία θα έπρεπε να προχωρήσει στην επιδίκαση του ποσού των €21.740 (€23.340-€1.600) πλέον Φ.Π.Α. προς όφελος της εφεσείουσας αφού η εφεσείουσα κατάφερε να αποδείξει τα κονδύλια που συνιστούσαν την ειδική ζημιά και τα οποία εξειδικεύονταν στην Έκθεση Απαίτησής της. Το Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιοδήποτε σχόλιο ότι οι αξιούμενες ειδικές ζημιές δεν ήταν σε συμφωνία με την Έκθεση Απαίτησης, κάτι που διαπιστώνουμε και εμείς από την πλευρά μας.
Κρίνουμε επομένως ότι το Δικαστήριο παρά το ότι έθεσε τη σωστή νομολογία που διέπει το ζήτημα των ειδικών ζημιών, εντούτοις καθοδηγήθηκε λανθασμένα από αυτήν αναμένοντας από την εφεσείουσα να παρουσιάσει μαρτυρία για ποσά που κατέβαλε για την επιδιόρθωση των κακοτεχνιών, ενώ η εφεσείουσα με την αγωγή της ζητούσε αποζημίωση ίση με το κόστος αποκατάστασης των κακοτεχνιών.
Με βάση τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Για τους ίδιους λόγους βάσιμος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης. Κρίνουμε ότι το παραδεκτό γεγονός που δηλώθηκε από μέρους των δικηγόρων των διαδίκων ότι η εφεσείουσα κλήθηκε να καταβάλει προς το ΕΤΕΚ το συνολικό ποσό των €2.150,50 ως έξοδα που αφορούσαν την ετοιμασία του Τεκμηρίου 7 από τον Μ.Ε.2, αποτελούσε επαρκή μαρτυρία για επιδίκαση του πιο πάνω ποσού, από τη στιγμή που κρίθηκε η παρουσία του Μ.Ε.2 στο Δικαστήριο ως αναγκαία (βλ. Cybarco Ltd v. Kovascik (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2013) και δεν απαιτείτο μαρτυρία εκ μέρους της ότι πράγματι κατέβαλε το πιο πάνω ποσό, όπως λανθασμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου επαρκής μαρτυρία για επιδίκαση του πιο πάνω ποσού με βάση τα όσα αναφέρονται στην υπόθεση Bonham‑Carter (ανωτέρω), αφού ακριβώς η εφεσείουσα απέδειξε τη ζημιά της την οποία είχε υποστεί.
Περαιτέρω το σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα σχετικά τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν στη διαδικασία (Τεκμήριο 9.1 και 9.2) και τα οποία εκδόθηκαν από το ΕΤΕΚ στο όνομα της εφεσείουσας, αφορούν σε πωλήσεις επί πιστώσει και δεν είναι αποδείξεις πληρωμής ως επίσης εκδόθηκαν για το ποσό των €1.230,50 αντί για το αξιούμενο με την αγωγή ποσό, είναι λανθασμένο, αφού έγινε λανθασμένη αξιολόγηση των Τεκμηρίων 9.1 και 9.2 ως επίσης δεν λήφθηκε υπ' όψιν άλλη μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Υποδεικνύουμε κατ' αρχάς ότι στο Τεκμήριο 9.2 που φέρει ημερομηνία 17.11.2010, αναφέρεται ότι εκδόθηκε σε αντικατάσταση του τιμολογίου - Τεκμήριο 9.1 που φέρει ημερομηνία 15.11.2010. Πράγματι στο Τεκμήριο 9.2 αναγράφεται με κεφάλαια γράμματα η φράση «ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΠΙΣΤΩΣΗ». Αυτό όμως δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα αφού ακριβώς καταδεικνύεται το οφειλόμενο ποσό της εφεσείουσας για την πραγματογνωμοσύνη στην οποία προέβηκε ο Μ.Ε.2. Αναφέρεται επίσης στο Τεκμήριο 9.2: «ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ, ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΓΙΑ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ, ΚΑΚΟΤΕΧΝΙΕΣ, ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ ΚΑΙ ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑ ΣΤΟ ΓΕΡΙ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ». Είναι φανερό από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9.2 ότι το ποσό των €1.230,50 που αναγράφεται σ΄αυτό, αποτελούσε το υπόλοιπο της οφειλής της και όχι τη συνολική αρχική οφειλή της. Το Τεκμήριο 6.2 αποτελεί επιστολή του δικηγόρου της εφεσείουσας προς το ΕΤΕΚ ημερομηνίας 15.3.2010 στην οποία αναφέρεται ότι, σε σχέση με την επιστολή που αποστάληκε εκ μέρους του ΕΤΕΚ ημερομηνίας 8.3.2010 (Τεκμήριο 6.1), οι όροι οι οποίοι αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή έγιναν αποδεκτοί από την πελάτιδά του ‑ εφεσείουσα και ότι η εφεσείουσα θα προέβαινε σε άμεση καταβολή του ποσού της προκαταβολής στο ταμείο του ΕΤΕΚ. Περαιτέρω στην επιστολή του ΕΤΕΚ προς τον δικηγόρο της εφεσείουσας ημερομηνίας 23.6.2010, (περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 7) επιβεβαιώνεται ο διορισμός του Μ.Ε.2 ως πραγματογνώμονα και αναφέρονται οι όροι εντολής και η αμοιβή του. Τα τεκμήρια 6.1 και 6.2 επίσης περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 7 που αποτελεί την έκθεση πραγματογνωμοσύνης που ετοίμασε ο Μ.Ε.2. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν την πρόθεση καταβολής προκαταβολής εκ μέρους της εφεσείουσας στο ταμείο του ΕΤΕΚ πριν από την έκδοση του Τεκμηρίου 9.2. Τα πιο πάνω διέλαθαν την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Διέλαθε επίσης την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναφορά της εφεσείουσας κατά την κυρίως εξέτασή της ότι για την πραγματογνωμοσύνη του Μ.Ε.2 κατέβαλε στο ΕΤΕΚ το συνολικό ποσό των €2.150,50 (€920 και €1.230,50), δεν αμφισβητήθηκε εκ μέρους της πλευράς της εφεσίβλητης αφού η εφεσείουσα δεν αντεξετάστηκε σε σχέση με την αναφορά της αυτή.
Όπως αναφέρουμε και στην πολύ πρόσφατη απόφαση μας Λουκαΐδης ν. Asepa Trading Co. Ltd κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.106/2018 σχετ. με 190/2018 ημερ. 30/4/2025:
«Συγκεκριμένα κριτήρια απόδειξης δεν υπάρχουν. Μπορεί να διαφέρουν από υπόθεση σε υπόθεση και από αξίωση σε αξίωση. Τηρουμένων των ιδιαιτεροτήτων της κάθε αξίωσης, θα πρέπει πάντοτε να πληρείται η προϋπόθεση της αυστηρής απόδειξης.»
Στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν όλα τα αναγκαία στοιχεία τα οποία καταδείκνυαν ότι πληρείτο ο κανόνας της αυστηρότητας.
Έχοντας υπ' όψιν όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι δεν απαιτείτο να παρουσιαστεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία εκ μέρους της εφεσείουσας προς απόδειξη της αξίωσής της αυτής και επομένως ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης επιτυγχάνει.
Συνακόλουθα η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά την αγωγή, παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των €21.740 πλέον Φ.Π.Α., ως επίσης για το ποσό των €2.150,50 πλέον νόμιμο τόκο επί αμφοτέρων των ποσών από την καταχώριση της αγωγής (10.6.2011).
Επιδικάζονται επίσης υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας τα οποία ανέρχονται σε €2.500 πλέον Φ.Π.Α.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο