
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε169/2022)
4 Ιουνίου 2025
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]
GENNADII BAKOTIN
Εφεσείοντα/Εναγόμενου
v.
SCANALLOYS LTD
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
-----------------------------
Μ. Γιωρκάτζη (κα), για Αντρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα.
Α. Καραμανώλης, Γ. Καραμανώλης, Μ. Λοΐζου (κα) και Ε. Δημητρίου (κα), για Καραμανώλης & Καραμανώλης Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσίβλητη.
Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του εφεσείοντα για παραμερισμό των διαταγμάτων σφράγισης και επίδοσης εκτός της δικαιοδοσίας, του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής που καταχωρίστηκε εναντίον του από την εφεσίβλητη. Ο εφεσείων είναι κάτοικος της Ρωσίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι θεμέλιο της αγωγής της εφεσείουσας συνίσταται στο δικαίωμα αποζημίωσης που παρέχεται από το Άρθρο 32(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960. Στη συνέχεια αποφάσισε ότι η εγειρόμενη αιτία αγωγής δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις που καθορίζονται εξαντλητικά στη Δ.6, θ.1. των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Παρότι αναφέρθηκε στην υπόθεση Ans Secretaries Ltd ν. Orianda Management FZ LLC και Άλλης (2014) 1 ΑΑΔ 1348, στην οποία λέχθηκε ότι «Όπου υπάρχουν και εναγόμενοι εκτός Κύπρου, μόνο μετά από εξασφάλιση άδειας του δικαστηρίου δυνάμει της Δ.6 θ.1, μπορούν να υποβληθούν στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων», εντούτοις, ακολουθώντας το πιο κάτω σκεπτικό, απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό του κλητηρίου και της επίδοσης αυτού.
«Όμως το Διάταγμα από το οποίο προκλήθηκε η ζημιά της Ενάγουσας – Καθ΄ης η αίτηση εκδόθηκε στη Κύπρο, μετά από αίτηση του Εναγόμενου καταχωρισθείσα στο πλαίσιο της ανταπαίτησής του στην Αγ. Αρ. 298/2018 Ε. Δ. Λάρνακας. Το συγκεκριμένο Διάταγμα εκδόθηκε στις 23/07/2018 και ακυρώθηκε, με δικαστική απόφαση, στις 24/07/2019 λόγω του ότι είχε εκδοθεί επι ανεπαρκούς λόγου. Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε. Δέον να σημειωθεί ότι στην Αγ. Αρ.298/2018 ο Εναγόμενος – Αιτητής δεν έθεσε θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμπίπτει στις αριθμημένες περιπτώσεις της Δ.6 θ.1, δεν σημαίνει ότι κακώς εκδόθηκαν τα διατάγματα έχοντας υπόψη το περιεχόμενο τόσο του Κλητηρίου Εντάλματος καθώς και των γεγονότων όπως παρατέθηκαν στην ΄Ενορκη Δήλωση της κας Κεφαλωνίτη, ημερομηνίας 21/07/202 που συνόδευε την αίτηση για την παροχή άδειας η οποία είχε τη δική της δυναμική αφού παρατέθηκαν με λεπτομέρεια όλες οι πτυχές που αφορούν την υπόθεση.
Στο Annual Practice 1956 και συγκεκριμένα στη σελίδα 121, με αναφορά στην επίδοση εκτός δικαιοδοσίας καταγράφεται ότι:
«Service out of the jurisdiction may be allowed by the Court or Judge of the following processes or notice .... that is to say: -
a) ..................................................................................
(2) Any originating summons, petition, notice of motion or other originating proceedings (1) in relation to any infant or lunatic or person of unsound mind or (2) under any statute under which proceedings can be commenced otherwise than by a writ of summons or (3) under any Rule of Court or Practice where under proceedings can be commenced otherwise than by writ of summons».
(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Επιτρέπεται δηλαδή, σύμφωνα με την Αγγλική Πρακτική, σε ορισμένες περιπτώσεις η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ακόμη και εκεί που δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αγγλικής διαταγής, Ο.11 r.1. που είναι πανομοιότυπη με τη δική μας Δ.6 θ.1.
Συνεπακόλουθα των όσων έχουν επεξηγηθεί πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν προτίθεται να ακυρώσει το διάταγμα με το οποίο επιτράπηκε η σφράγιση του Κλητηρίου Εντάλματος και το διάταγμα με το οποίο επιτράπηκε η επίδοσή του εκτός δικαιοδοσίας. Η Ενάγουσα εταιρεία – Καθ΄ης η αίτηση έχει αγώγιμο δικαίωμα το οποίο γεννάται από τις ίδιες τις πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου, άρθρο 32(3) και η ακύρωση των διαταγμάτων σφράγισης και επίδοσης θα οδηγούσε στο παράλογο αποτέλεσμα κυπριακή εταιρεία με αναγνωρισμένο από το Ν.14/1960 αγώγιμο δικαίωμα, για γεγονότα που εξελίχθηκαν στην Κύπρο, να μην μπορεί να το προωθήσει στο Δικαστήριο.»
Το πιο πάνω σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης, με τους οποίους ουσιαστικά υποστηρίζεται ότι όλες οι πτυχές του, στερούνται νομικού ερείσματος.
Εν πρώτοις, επισημαίνω ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το γεγονός ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις της Δ.6., θ.1 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν σημαίνει ότι κακώς εκδόθηκαν τα διατάγματα, αντιστρατεύεται τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Ans, ανωτέρω, και ως εκ τούτου, με κάθε σεβασμό, κρίνεται εσφαλμένη.
Δεύτερον, το γεγονός ότι ο εφεσείοντας, όντας εναγόμενος σε άλλη αγωγή (ήτοι στην αγωγή στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το απαγορευτικό διάταγμα το οποίο επικαλείται η εφεσίβλητη) δεν έθεσε θέμα δικαιοδοσίας, αποτελεί παράγοντα άσχετο με το κατά πόσον το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία στην παρούσα αγωγή. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε ενώπιον του Εφετείου, επικαλούμενος τα λεχθέντα στην υπόθεση Greenock Navigation Co. Ltd ν. Tradax Ocean Transportation S.A. (1999) 1 ΑΑΔ 852, ότι η εφεσίβλητη θα μπορούσε να εγείρει την απαίτηση της με αίτηση στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, στην οποία ο εφεσείοντας δεν είχε αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του κυπριακού Δικαστηρίου. Εν όψει τούτου, υποστήριξε ότι συνακόλουθα, ο εφεσείοντας κωλύεται να ισχυρίζεται στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής ότι τα κυπριακά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας.
Χωρίς να τοποθετούμαι επί της ορθότητας του επιχειρήματος του συνηγόρου περί της δυνατότητας της εφεσίβλητης να προωθήσει το διάβημα στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής, σημειώνω ότι προκύπτει από τα πιο κάτω λεχθέντα στην υπόθεση Ans, ανωτέρω, ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα στην εν λόγω αγωγή, δεν αποτελεί παράγοντα που δύναται να ληφθεί υπόψη στην παρούσα υπόθεση. Στην παρούσα, το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το ζήτημα της δικαιοδοσίας αποκλειστικά εντός των ορίων που τίθενται από την Δ.6. των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Στην υπόθεση Ans, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, οι πρόνοιες της Δ.6 θ.1 που αφορούν στην επίδοση εκτός δικαιοδοσίας είναι ουσιαστικότατες. Δεν αποτελούν απλό διαδικαστικό θέμα που αφορά μόνο την επίδοση, αλλά συνδέονται με την ανάληψη δικαιοδοσίας ή καλύτερα με την επέκταση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου ώστε να καλύπτει και εναγομένους που βρίσκονται εκτός Κύπρου, νοουμένου βέβαια ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη Δ.6 θ.1. Στην υπόθεση Philippou v. Philippou a.o., ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο εξήγησε τη διασύνδεση της πράξης της επίδοσης με την ανάληψη δικαιοδοσίας. Όπως αναφέρθηκε:-
«The Court can exercise jurisdiction only when the writ or summons is served on the defendant within the jurisdiction or by the "assumed" jurisdiction which gave the Courts a discretionary circumscribed power to summon absent defendants whether Cypriots or foreign. The service of the writ or summons was something equivalent thereto. The summons is essential as the foundation of the Court's jurisdiction. When a writ cannot legally be served upon a defendant, the Court can exercise no jurisdiction over him. Jurisdiction, according to the English Law and the system of law obtaining in this country, is based on the act of personal service. It is far otherwise in other systems where service is in no sense a foundation of jurisdiction, but merely a sine qua non before effective action is allowed. Now service being the foundation of jurisdiction, it follows that that service naturally and normally would be service within the jurisdiction. But there is an exception to this normal rule, and that is service out of the jurisdiction. This, however, is not allowed as a right but is granted in the discretion of the Judge as a privilege, and the rule in question here prescribes the limits within which that discretion should be exercised—See Johnson v. Taylor Bras. and Company Ltd., [1920] A. C. 144).»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Τρίτον, κατά την άποψή μου, το Annual Practice του 1956, δεν παρέχει νομικό έρεισμα για την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι με βάση την αγγλική πρακτική, σε ορισμένες περιπτώσεις επιτρέπεται η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, ακόμη και εκεί που δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αγγλικής O.11, r.1. η οποία είναι πανομοιότυπη με τη Δ.6, θ.1 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Με κάθε σεβασμό, θεωρώ ότι η άποψη αυτή δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίσθηκε στην αγγλική O.11, r.8A (b) (2). Όπως σημειώνεται στο σχολιασμό της αγγλικής O.11, r.1., στη σελίδα 116 του Annual Practice του 1956, ο r.1 εφαρμόζεται mutatis mutandis και σε διαδικασίες που αναφέρονται στη r.8A. Εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας αντίστοιχος θεσμός του r.8A, οπότε η όποια ερμηνεία του αγγλικού εν λόγω θεσμού, δεν παρέχει νομικό έρεισμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Τέλος, η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο, κατά την άποψή του, παράλογο αποτέλεσμα να μην μπορεί κυπριακή εταιρεία να προωθήσει αγώγιμο δικαίωμα που της παρέχεται από Νόμο, εναντίον προσώπου που βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δεν αποτελεί αναγνωρισμένο από τη νομολογία λόγο για τη μη εφαρμογή των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, με κάθε σεβασμό, το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε κατά την αγόρευσή του, ότι το Εφετείο δύναται να επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση, υιοθετώντας διαφορετικό σκεπτικό, παρότι δεν υπάρχει αντέφεση από πλευράς εφεσίβλητης.
Σημειώνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία, το Εφετείο δύναται να εξετάσει ζητήματα που δεν εγείρονται με έφεση ή αντέφεση σε περιπτώσεις που κρίνει ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης το απαιτεί και ότι είναι απαραίτητη η επέμβαση του, βλ. Holiday Tours ν. Κούτα κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 766.
Πιο πρόσφατα, στην υπόθεση ΜΑΡΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α. v. Α/ΦΟΙ Μ & Κ ΜΙΧΑΗΛ, Πολιτική Έφεση Αρ. 203/2015, 1/2/2024, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δύναται να ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει το Άρθρο 25(3) του Ν. 14/1960, όταν κρίνει ότι οι περιστάσεις το δικαιολογούν.
Στην πιο πρόσφατη υπόθεση ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΕΚΕΡΣΑΒΒΑΣ κ.α. v. ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Πολιτική Έφεση Αρ. 415/2019, 31/10/2024, το Εφετείο, ανέφερε ότι η παλαιότερη νομολογία εφαρμόζεται και από το Εφετείο, ιδωμένη στο πλαίσιο των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και σημείωσε τα εξής σχετικά με το ζήτημα:
«Επί της δυνατότητας του Εφετείου να επεμβαίνει σε πρωτόδικη απόφαση ακόμα και όταν δεν προσβάλλεται, αναφοράς αξίζει η υπόθεση Λιμνατίτης κ.α. v. Farao Estates Ltd, Πολ. Έφεση 334/12 ημερ.8.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A243, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε ότι,
«Έχει όμως αναγνωριστεί η δυνατότητα του Εφετείου να επεμβαίνει σε σημείο της πρωτόδικης απόφασης που δεν προσβλήθηκε είτε με την έφεση, είτε με αντέφεση, για επίλυση των πραγματικών επίδικων ζητημάτων προς τον σκοπό ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης.»
Στην παρούσα υπόθεση, ο συνήγορος της εφεσίβλητης προώθησε δύο επιχειρήματα στη βάση των οποίων θεωρεί ότι το Εφετείο δύναται να επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση, παρότι αυτά δεν προωθούνται με αντέφεση.
Το πρώτο σημείο αφορά την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 («ο Κανονισμός»). O συνήγορος υποστήριξε ότι το κυπριακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή βάσει του Άρθρου 7(2) του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας. Υποστήριξε με αναφορά στην υπόθεση Ironhold Estates Ltd, T/A Henipa Hotel ν. Travelworld Vacation Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 452, ότι η έννοια της αδικοπραξίας θα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Ως εκ τούτου, υποστήριξε ότι το αγώγιμο δικαίωμα το οποίο επικαλείται η εφεσίβλητη δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της Δ.6 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αλλά στο πλαίσιο του Κανονισμού. Σημειώνω ότι στην υπόθεση Aerocandia Aviation Services Cy Ltd v. Παναγιώτης Σπανός, Πολιτική Έφεση αρ. Ε210/2021, 8/4/2025, λέχθηκε ότι η ερμηνεία των όρων οι οποίοι αναφέρονται στον Κανονισμό, γίνεται δυνάμει του ενωσιακού και όχι του εθνικού δικαίου.
Εντούτοις, στην παρούσα υπόθεση δεν τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 7(2) του Κανονισμού. Ο συνήγορος παραγνωρίζει ότι το Άρθρο 7(2) του Κανονισμού εφαρμόζεται σε σχέση με εναγόμενο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος. Εν προκειμένω, δεν προκύπτει ότι ο εφεσείοντας είναι κάτοικος χώρας μέλους. Αντιθέτως, προκύπτει από το ενώπιον του Εφετείου υλικό ότι ο εφεσείοντας είναι κάτοικος της Ρωσίας. Συνεπώς, τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 6 του Κανονισμού, το οποίο προβλέπει:
«1. Αν ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 1, του άρθρου 21 παράγραφος 2, και των άρθρων 24 και 25.
2. Κατά του εναγομένου αυτού, κάθε πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, μπορεί να επικαλεσθεί στο κράτος μέλος αυτό, όπως και οι ημεδαποί, τους εκεί ισχύοντες κανόνες δικαιοδοσίας, και ιδίως εκείνους που κοινοποιήθηκαν από το κράτος μέλος στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 76 παράγραφος 1 στοιχείο α).»
Είναι εμφανές ότι το αγώγιμο δικαίωμα το οποίο επικαλείται η εφεσίβλητη, δεν ρυθμίζεται από κανένα εκ των άρθρων που αναφέρονται στο Άρθρο 6 (1) του Κανονισμού. Το Άρθρο 18 αφορά αγωγές καταναλωτών, το Άρθρο 21 αφορά αγωγές στη βάση συμβάσεων εργασίας, το Άρθρο 24 αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις αποκλειστικής δικαιοδοσίας, άσχετες με τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, και το Άρθρο 25 αφορά την παρέκταση της δικαιοδοσίας, βάσει συμφωνίας των διαδίκων. Εν όψει τούτου, εφαρμόζονται εν προκειμένω, οι κανόνες δικαιοδοσίας του κυπριακού δικαίου.
Με το δεύτερο επιχείρημα του, ο συνήγορος του εφεσείοντα υποστηρίζει ότι αντίθετα με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το αγώγιμο δικαίωμα το οποίο επικαλείται η εφεσείουσα εμπίπτει στην κατηγορία των αστικών αδικημάτων (torts), εφόσον εμπίπτει εντός του ορισμού του αστικού αδικήματος της παράβασης θέσμιου καθήκοντος και συνεπώς καλύπτεται από τη Δ.6, θ.1 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το εν λόγω αστικό αδίκημα αναγνωρίζεται από το κοινοδίκαιο. Αν και δεν αναφέρεται ρητώς στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, αποτελεί μέρος του κυπριακού δικαίου, εφόσον το Κεφ.148 δεν κωδικοποιεί εξαντλητικά το κοινοδίκαιο, (βλ. ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑΣ v. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. E264/2016, 17/10/2023 και Κουππαρή ν. Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης (1997) 1 Α.Α.Δ. 1780).
Δεν θα επεκταθώ σε σχέση με το εν λόγω επιχείρημα επειδή δεν θεωρώ ότι οι περιστάσεις της παρούσας δικαιολογούν την εξέτασή του. Επισημαίνω συναφώς ότι, κατά την άποψη μου, δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως κατά πόσον η εφεσίβλητη αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα εν τη εννοία του Άρθρου 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 ώστε να μπορεί να στοιχειοθετήσει εκ πρώτης όψεως καλή βάση αγωγής.
Όπως έχει νομολογηθεί στην υπόθεση G.C.C. Computers Ltd v. Pendril Datacom Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1584, στο πλαίσιο της διαδικασίας παραμερισμού του κλητηρίου εντάλματος, το βάρος απόδειξης παρέμεινε στους ώμους της εφεσίβλητης να αποδείξει ότι είχε εκ πρώτης όψεως καλή ή συζητήσιμη υπόθεση.
Όπως προαναφέρθηκε, η εφεσίβλητη-ενάγουσα αξιώνει με την αγωγή της εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου, αποζημιώσεις για ζημιές οι οποίες, σύμφωνα με ισχυρισμό της, προέκυψαν από την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος το οποίο αυτός εξασφάλισε και εν τέλει ακυρώθηκε λόγω του ότι είχε βασισθεί επί ανεπαρκών λόγων. Το επίδικο απαγορευτικό διάταγμα εκδόθηκε στο πλαίσιο άλλης αγωγής με ενάγοντα άλλο φυσικό πρόσωπο και εναγόμενους τρίτο φυσικό πρόσωπο, τον Έφορο Εταιρειών και τον εφεσείοντα. Με το επίδικο απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εξασφάλισε ο εφεσείοντας-εναγόμενος στην άλλη αγωγή, ο κατ’ ισχυρισμόν ωφέλιμος μέτοχος (beneficial owner) της εφεσίβλητης (ο ενάγοντας στην εν λόγω αγωγή) διατάχθηκε όπως μη τροποποιήσει, αποξενώσει ή επιβαρύνει το μετοχικό κεφάλαιο της εφεσίβλητης εταιρείας. Η εφεσίβλητη δεν ήταν διάδικος στην εν λόγω αγωγή ούτε και αιτήθηκε όπως παρέμβει στη διαδικασία αναφορικά με το απαγορευτικό διάταγμα.
Το Άρθρο 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, προβλέπει:
«(3) Εάv ήθελε φαvή εις τo δικαστήριov ότι oιovδήπoτε εκδoθέv ενδιάμεσο διάταγμα δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1) εβασίσθη επί αvεπαρκώv λόγωv, ή εάν η απαίτηση του αιτητή με αίτηση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα αποτύχει ή έχει εκδοθεί απόφαση εναντιόν του συνεπεία παραλείψεως ή άλλως και φανεί στο δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της απαίτησής του, το δικαστήριο δύναται, εάν νομίζει τούτο πρέπον, με αίτηση του διαδίκου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα να διατάξει την καταβολή σ’ αυτόν εύλογης αποζημίωσης για τις δαπάνες και τηv βλάβηv ήτις πρoσεγέvετo εις αυτό διά της εκτελέσεως τoυ διατάγματoς…»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Είμαι της άποψης, ότι από το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό, προκύπτει ότι το επίδικο διάταγμα δεν εκδόθηκε εναντίον της εφεσίβλητης, αλλά εναντίον του μετόχου της. Ουσιαστικά, απαγορεύτηκε στον κατ’ ισχυρισμό μέτοχο της εφεσίβλητης να αποξενώσει τις μετοχές που κατείχε σε αυτή. Το γεγονός ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε εναντίον του κατ’ ισχυρισμό μετόχου της εφεσίβλητης και αφορούσε τις μετοχές που αυτός κατείχε σε αυτή, δεν καθιστά αυτόματα την εφεσίβλητη, πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα εν τη εννοία του Άρθρου 32 (3). Ένα τέτοιο συμπέρασμα αντίκειται εξάλλου στην καλά εδραιωμένη αρχή της ξεχωριστής νομικής προσωπικότητας εταιρείας, όπως περιγράφεται στην υπόθεση N. M. Michaelides v. Hickman (1988) 1 C.L.R. 98:
«A registered Company is a legal entity distinct from its members. As such it enjoys right and is subject to duties which are not the same as those enjoyed or borne by its members; it has as it is frequently put a legal personality of its own. Admittedly there are exceptions to this general rule, and the veil of incorporation is in circumstances lifted but it has neither been claimed nor are there such circumstances that have any bearing on the issue before us.»
Στη μεταγενέστερη υπόθεση AIAS (Advanced Intelligent Automatic Systems) Ltd ν. Δήμητρα Επενδυτική Δημόσια Λίμιτεδ (2016) 1 ΑΑΔ 2200, λέχθηκαν τα εξής:
«Στη βάση δε της αρχής που όρισε η Salomon v. Salomon [1897] 2 A.C. 22, ότι μια εγγεγραμμένη εταιρεία αποτελεί διαφορετική νομική οντότητα από τα μέλη της, N. M. Michaelides v. Hickman (1988) 1 C.L.R. 98, 100.»
Η εφεσίβλητη διατηρεί στο στάδιο της εξέτασης αίτησης παραμερισμού της σφράγισης και επίδοσης, το βάρος απόδειξης, να στοιχειοθετήσει ότι ακόμη και αν οι ισχυρισμοί της αποδειχτούν κατά την εξέταση της ουσίας της αγωγής της, έχει αγώγιμο δικαίωμα βάσει του Άρθρου 32 (3). Το ζήτημα αυτό, δεν αποτελεί ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας που θα προσαχθεί στη δίκη, ώστε να ξεφεύγει του ελέγχου που διενεργείται στο στάδιο της εξέτασης αίτησης για παραμερισμό.
Λαμβάνω υπόψη συναφώς, τα λεχθέντα στην υπόθεση ΑEROCANDIA AVIATION SERVICES CY LTD κ.α. v. ΓΚΙΟΚΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε136/2020, 24/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:A21:
«Υπενθυμίζουμε πως σε διαδικασίες αιτήσεων για άδεια επίδοσης κλητηρίου εντάλματος αγωγής εκτός δικαιοδοσίας (ως και στις αιτήσεις παραμερισμού των όποιων σχετικών διαταγμάτων ακολουθούν) και όσα τις συναποτελούν κατά βάσιν, το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιείται (δίχως να εξετάζει εις βάθος την ουσία της υπόθεσης στην πραγματική και νομική της διάσταση ή και να προχωρεί σε ευρήματα), για τη συνύπαρξη καθορισμένων κανονιστικών και νομολογιακών προϋποθέσεων ως τούτες αναφέρονται στην Δ.6 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών (βλ. Τηλέτυπος Α.Ε. v. Mega Channel Management Ltd (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863, 1865). Ανάμεσα στα προαπαιτούμενα, είναι και το καθήκον του αιτούντος να καταδείξει αντικειμενικώς - κατά τους αναφερόμενους στο κλητήριο ένταλμα ισχυρισμούς και κατά την προτασσόμενη μαρτυρία στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση (ή και την όποια ένσταση) - ότι τούτος/τούτη έχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση (καλή αιτία αγωγής) εναντίον του εναγόμενου και πως το Δικαστήριο είναι δικαιοδοτικώς αρμόδιο να επιληφθεί την επίμαχη διαφορά (βλ. Tlais Enterprises Ltd v. Her Majesty's Revenue & Customs (2015) 1(Α) A.A.Δ. 616, 631, Powertools Electro SRL v. Black & Decker (Ελλάς) ΑΕ (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2182, 2192-2194, Digimed Communications Ltd v. Asa και Άλλων (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 625, 637, SPP Projects Limited v. Integral Equipment Sarl (1993) 1 A.A.Δ. 762, 764, Sekavin S.A. v. The Ship «Platon Ch» και Άλλων (1987) 1 C.L.R 297, 300).»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Λαμβάνω επίσης υπόψη, τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση A. P. Lanitis Investments Ltd, Her Brittanic Majesty’s Secretary of State for Defence (1999) 1 ΑΑΔ 995:
«Χρειάζεται πάντως εύλογη μαρτυρία από την οποία να προκύπτει η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος: βλ. Hemelryck v. William Lyall Shipbuilding Co Ltd [1921] 1 A.C. 698, στη σελ. 701. Και μάλιστα με πληρότητα. Όπως επεσήμανε ο Ιωσηφίδης, Δ. στη George D. Counnas and Sons Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd and Another (1963) 2 C.L.R. 266, 268: "the plaintiff has to state in the affidavit or affidavits in support of his application the entire set of facts founding the enforceable right". Το κριτήριο είναι αντικειμενικό, με την έννοια ότι δεν αποφαίνεται το Δικαστήριο αναφορικά με την αξία της μαρτυρίας. Όπως λέχθηκε στη Sekavin S.A. v. Ship "Platon Ch" (1987) 1 C.L.R. 297, 300:
"..... the disclosure of a cause of action is solely dependent on the objective implications of the facts set forth in the affidavit and not on the examination on the merits of the factual situation. Belief in the existence of a cause of action is not of itself sufficient. The facts must give rise to the existence of a prima facie or arguable case in order for the Court to exercise its discretion in favour of the proponent of service outside jurisdiction”. »
Θεωρώ ότι το ζήτημα αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως απόδειξη του αγώγιμου δικαιώματος της εφεσίβλητης είναι αμιγώς νομικό και δεν εξαρτάται από την απόδειξη ή όχι της ζημιάς την οποία επικαλείται η εφεσίβλητη, ή από το κατά πόσον αυτή προκλήθηκε από το επίδικο απαγορευτικό διάταγμα που ακυρώθηκε. Άπτεται του κατά πόσον η εφεσείουσα, ακόμη και αν οι ισχυρισμοί της ήθελαν πετύχουν, έχει αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του Άρθρου 32(3).
Επισημαίνω επίσης, ότι το κατά πόσο αντίστοιχο αγώγιμο δικαίωμα το οποίο προβλέπεται από το αγγλικό δίκαιο, μπορεί να ασκηθεί από «τρίτα πρόσωπα» τα οποία ενδεχομένως να επηρεάστηκαν από διάταγμα, χωρίς να ήταν όμως διάδικοι στη διαδικασία έκδοσής του, έχει απασχολήσει το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση SmithKline Beecham plc v Apotex Europe Ltd [2006] 1 W.L.R. 872, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
«Until this case, it has always been assumed that an outsider (as I will call a legal entity which is not a party to the proceedings) does not have a claim as of right against a person against party who obtained a ‘wrongful’ interim injunction which caused him expense or damage. The only possible exception to that is Lord Denning MR’s statement that a party who gives notice of a freezing injunction to a bank or innocent third party enters into an implied contract whereby he will pay for the costs of that party complying with the order …»
Θεωρώ τέλος χρήσιμο, για σκοπούς πληρότητας, να σημειώσω ότι στην κυπριακή νομολογία έχουν λεχθεί τα πιο κάτω σχετικά με τη φύση του αγώγιμου δικαιώματος βάσει του Άρθρου 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου. Στην υπόθεση ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ ν. GKINIS PETROL STATION LIMITED κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 109/2012, 20/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A257, λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Το άρθρο 32(3) έχει κωδικοποιήσει τη διακριτική εξουσία που αναγνώρισε το δίκαιο της επιείκειας στα δικαστήρια να επιδικάζουν αποζημίωση ως αντίτιμο και αντιστάθμισμα για την έκδοση ενδιαμέσου διατάγματος και του κινδύνου πρόκλησης αδικίας, ιδιαίτερα στην περίπτωση ενδιαμέσων διαταγμάτων ex parte. Η διακριτική ευχέρεια είναι εν προκειμένω ευρεία και ασκείται με βάση τις συνήθεις αρχές της επιείκειας.»
Στην αγωγή ναυτοδικείου GRANDEST SHIPPING COMPANY LTD v. TOY ΠΛΟΙΟΥ "MARVIN INDEPENDENCE" ΠΡΩΗΝ "NASIR" ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΤΩΡΑ ΦΕΡΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ "AGIOS NIKOLAOS" (IMO9820283), Αγωγή Ναυτοδικείου αρ.9/21, 20/6/2022, λέχθηκε ότι η εκεί διαδικασία βάσει του Άρθρου 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, αφορούσε μια «sui generis αίτηση διεκδίκησης αποζημιώσεων».
Εν όψει όλων των πιο πάνω δεδομένων, θεωρώ ότι στην παρούσα υπόθεση, δεν ενδείκνυται η εξέταση του δεύτερου πιο πάνω επιχειρήματος, το οποίο ήγειρε ο συνήγορος του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται συμπεριλαμβανομένης της διαταγής για τα έξοδα. Επιδικάζονται επίσης τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θα εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.
Δυνάμει του Μέρους 41.12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Για τους λόγους που παρατίθενται ανωτέρω, η αίτηση του εφεσείοντα επιτυγχάνει και συνεπώς εκδίδεται διάταγμα με το οποίο παραμερίζεται το διάταγμα ημερομηνίας 01.06.2021 με το οποίο παραχωρήθηκε άδεια για σφράγιση και καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή 901/21 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, καθώς και το διάταγμα ημερομηνίας 29.09.2021 με το οποίο επετράπη η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, και η εν λόγω αγωγή 901/21 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας απορρίπτεται.
Τα έξοδα της παρούσας έφεσης, ύψους €3.000 πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο