
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε62/21)
4 Ιουνίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
1. Χριστόδουλος Έλληνας
2. Φίλιππος Λάρκος
3. Sharelink Financial Servises Ltd
Εφεσείοντες
ν.
1. Νίκος Αλεξάνδρου και 60 άλλοι εφεσίβλητοι
Εφεσίβλητοι
Για εφεσείοντες 2 και 3: κος Άδωνις Πετρίδης για Πολύκαρπος Δ. Πετρίδης & Σία.
Για εφεσίβλητους 1 - 6, 8, 10 - 18, 20 - 31, 33 - 42, 44, 45, 47 - 56, 58 και 59: κος Γεώργιος Κ. Κτωρίδης για Άθως Δημητρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των εφεσειόντων, για παράταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης, για ακύρωση διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς. Το εν λόγω μονομερές διάταγμα, εκδόθηκε κατόπιν Γενικής Αίτησης των εφεσιβλήτων και προνοούσε την εγγραφή για σκοπούς εκτέλεσης στην Κύπρο, αλλοδαπής απόφασης του Εφετείου Αθηνών ημ. 31/10/2013, δυνάμει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΕ) 44/2001. Ο Κανονισμός (ΕΕ) 44/2001 αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012. Εντούτοις, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του Κανονισμού 1215/2012 και συγκεκριμένα το Άρθρο 66.2, ο Κανονισμός 44/2001 εξακολουθεί να ισχύει και να διέπει τις αποφάσεις που εκδίδονται σε όλες τις υποθέσεις και αγωγές που καταχωρήθηκαν πριν από την 10η Ιανουαρίου 2015, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η παρούσα.
Σημειώνεται ότι η παρούσα έφεση, συνεχίζει να προωθείται μόνο από τους εφεσείοντες 2 και 3, καθ’ ότι ο εφεσείοντας 1 έχει μετά την καταχώρισή της, κηρυχθεί σε πτώχευση. Στις 12/12/2024, εκπρόσωπος του Τμήματος Αφερεγγυότητας, δήλωσε ενώπιον του Εφετείου ότι δεν ενδιαφέρεται να προωθήσει την παρούσα έφεση εκ μέρους της περιουσίας του πτωχεύσαντος. Έτσι, η ακρόαση της έφεσης προωθήθηκε μόνο από τους εφεσείοντες 2 και 3.
Για να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα της παρούσας, χρήζει στο στάδιο αυτό μια συνοπτική παράθεση του δικονομικού ιστορικού της υπόθεσης.
Το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε στις 31/10/2013, τελεσίδικη απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων. Στην συνέχεια, κατόπιν μονομερούς αίτησης των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε στις 25/02/2016 δυνάμει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 44/2001 (ο Κανονισμός), διάταγμα αναγνώρισης και εγγραφής στην Κύπρο, της πιο πάνω απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Εξασφαλίστηκε επίσης διάταγμα, με το οποίο επιτράπηκε στους εφεσίβλητους, όπως εκτελέσουν την πιο πάνω απόφαση στην Κύπρο σε σχέση μόνο με το μέρος της απόφασης που αφορά στα έξοδα, τα οποία καθορίσθηκαν στο ποσό των €188.000,00.
Είναι παραδεκτό πως οι εφεσείοντες στην παρούσα, καταχώρισαν εναντίον της απόφασης του Εφετείου Αθηνών, το ένδικο μέσο της Αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, διαδικασία η οποία εκκρεμούσε κατά την έκδοση της υπό κρίση πρωτόδικης απόφασης. Στην συνέχεια, με αίτηση των εφεσειόντων ημερ. 27/04/2016, επιδιώχθηκε από τους εφεσείοντες η αναστολή εκτέλεσης του πιο πάνω διατάγματος. Κατόπιν ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 21/06/2018, απέρριψε την εν λόγω αίτηση. Ακολούθησε η καταχώριση της υπό κρίση αίτησης, με την οποία οι εφεσείοντες επεδίωξαν την παράταση της προθεσμίας καταχώρισης εκ νέου αίτησης, για ακύρωση του διατάγματος εγγραφής της αλλοδαπής απόφασης.
Υποστηρίχθηκε πρωτοδίκως από τους εφεσείοντες ότι η ανάγκη για διάταγμα παράτασης χρόνου, προέκυψε από το γεγονός ότι έχει παρέλθει η προθεσμία του ενός μηνός, η οποία προνοείτο στο Άρθρο 43.5 του Κανονισμού για την καταχώριση αίτησης ακύρωσης του διατάγματος, με το οποίο έχει αναγνωριστεί και επιτραπεί η εκτέλεση της απόφασης.
Επί της ουσίας, οι εφεσείοντες υποστήριξαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η απόφαση του Εφετείου Αθηνών δεν είναι δεκτική εκτέλεσης στην Ελλάδα, γεγονός που αποτελεί καλό λόγο για την ακύρωση του διατάγματος με το οποίο έχει επιτραπεί να εκτελεστεί στην Κύπρο. Στην περίπτωση δε που γίνει αποδεκτή η Αίτηση Αναιρέσεως από τον Άρειο Πάγο, θα ακυρωθεί η απόφαση του Εφετείου Αθηνών και θα δοθούν οδηγίες για την επανεκδίκαση της υπόθεσης, από άλλο Εφετείο.
Αναφορά έγινε στην αίτηση των εφεσειόντων και σε ποινικές διαδικασίες που ασκήθηκαν εναντίον τους στην Ελλάδα, σε σχέση με τα ίδια γεγονότα που αφορούν την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Υποστηρίχθηκε ότι το πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, ακύρωσε τις καταδικαστικές αποφάσεις για όλους τους εκπροσώπους της εφεσείουσας 3, πλην της καταδίκης του εφεσείοντα 1. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η ανατροπή των ευρημάτων σε σχέση με την αρχική καταδίκη από το πενταμελές Εφετείο Αθηνών, επηρεάζει και τις οποιεσδήποτε αστικές διεκδικήσεις των εφεσιβλήτων στην παρούσα υπόθεση, αφού κατά τον χρόνο που το πολιτικό τμήμα του Εφετείου Αθηνών εξέδιδε την υπό κρίση απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων, δεν είχε ακόμα ανατραπεί η καταδίκη των εφεσειόντων από το πενταμελές Εφετείο Αθηνών.
Οι εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος παράτασης χρόνου, υποστηρίζοντας ότι συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και προσκρούει στο δόγμα του δεδικασμένου. Ανέφεραν επίσης ότι η αίτηση αποτελεί συγκεκαλυμένη έφεση, κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 21/06/2018, με την οποία απορρίφθηκε προηγούμενο αίτημα για αναστολή της εγγραφής, ενώ σε κάθε περίπτωση, δεν έχει καταδειχθεί καλός λόγος ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Ισχυρίστηκαν ακόμη ότι με την υπό κρίση αίτηση, οι εφεσείοντες επεδίωκαν να διορθώσουν τα λάθη και τις παραλείψεις τους που επισημάνθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, με την οποία απέρριψε την προηγηθείσα αίτησή τους για αναστολή του διατάγματος εγγραφής.
Στην ένορκη δήλωση της ένστασης, οι εφεσίβλητοι επισύναψαν νομική γνωμάτευση δικηγορικού οίκου της Ελλάδας, στην οποία αναφέρεται ότι η απόφαση του Εφετείου Αθηνών είναι τελεσίδικη και εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου κατά το ελληνικό δίκαιο και ότι η αίτηση αναίρεσης δεν συνιστά τακτικό, αλλά έκτακτο ένδικο μέσο. Ως εκ τούτου, η απόφαση του Εφετείου Αθηνών, είναι εκτελεστή με βάση το ελληνικό δίκαιο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, αφού αναφέρθηκε στις νομολογιακές αρχές που καθορίζουν την διακριτική ευχέρεια για παράταση προθεσμίας άσκησης δικονομικού διαβήματος, υπέδειξε ότι επί του προκειμένου, δεν ετίθετο ζήτημα αμέλειας ή αδράνειας στην προώθησή του. Η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση περίπτωσης, έγκειτο στο γεγονός ότι οι εφεσείοντες άσκησαν εμπρόθεσμα το δικονομικό διάβημα, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 45(5) του (ΕΚ) 44/2001, ζητώντας έγκαιρα την αναστολή του διατάγματος εγγραφής και εκτέλεσης στην Κύπρο, της απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Όμως, η αρχική τους αίτηση απορρίφθηκε κατόπιν ακρόασης, με την αιτιολογημένη προηγηθείσα απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 21/06/2018.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η προώθηση της νέας αίτησης, με την οποία επιδιωκόταν να δοθεί άδεια προκειμένου να ζητηθεί η ίδια ουσιαστικά θεραπεία, προσκρούει στο δόγμα του δεδικασμένου. Όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι δυνατόν, να επιτραπεί η αίτηση για επαναφορά προς εκδίκαση για δεύτερη φορά, του ίδιου ακριβώς ζητήματος. Το γεγονός ότι η αίτηση καταχωρίστηκε σχετικά σύντομα, ήτοι 4 περίπου βδομάδες μετά από την απόρριψη της προηγηθείσας αίτησης, δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα.
Όσον αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι προέκυψαν νέα στοιχεία μετά την ενημέρωση που είχαν από τον δικηγόρο τους στην Ελλάδα, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι πρόκειται για νομικά ζητήματα, που είχαν απασχολήσει και στην προηγηθείσα διαδικασία. Το κατά πόσο δηλαδή η αίτηση αναίρεσης συνιστά τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο, με βάση το ελληνικό δίκαιο. Αυτό, εξάλλου, ήταν το κυρίαρχο ζήτημα της υπόθεσης, αφού δυνάμει του Άρθρου 46(1) του Κανονισμού, η εκκρεμότητα τακτικού ένδικου μέσου κατά της υπό εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης, είναι ο κυριότερος λόγος για τη χορήγηση αναστολής της διαδικασίας εκτέλεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας σε νομολογία, τόνισε ότι το δεδικασμένο δημιουργείται, όχι μόνο για τις αξιώσεις που ηγέρθηκαν στην πρώτη διαδικασία, αλλά και για όσες θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί εάν ασκείτο εύλογη επιμέλεια. Ήταν η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπό κρίση υπόθεση, συνιστούσε κλασσική περίπτωση εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου, αφού πληρούνταν και τα τέσσερα προαπαιτούμενα, ήτοι, τελεσίδικη απόφαση, ταύτιση διαδίκων, ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και ταύτιση επιδίκων θεμάτων. Στη βάση του πιο πάνω σκεπτικού, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητούν την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εγείρει με την απόφασή του ζήτημα δεδικασμένου, από τη στιγμή που δεν είχε ενώπιον του αίτηση ακύρωσης εγγραφής αλλοδαπής απόφασης, για να μπορούσε να την αντιπαραβάλει με την προηγούμενη αίτηση, η οποία απορρίφθηκε.
Επεξηγείται στην αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης, ότι πρωτοδίκως, αντικείμενο προς εξέταση ήταν μόνο το κατά πόσο οι εφεσείοντες δικαιούνται, για τους λόγους που εξέθεσαν στην αίτηση τους, να λάβουν παράταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης παραμερισμού, του διατάγματος εγγραφής και εκτέλεσης στην Κύπρο, της απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Συνεπώς, δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς αξιολόγηση οποιαδήποτε αίτηση παραμερισμού, ώστε να μπορούσε να εξεταστεί επί της ουσίας και αποφασιστεί ζήτημα δεδικασμένου. Τέτοιο θέμα θα μπορούσε, κατά τους εφεσείοντες, να εξεταστεί μόνο στην περίπτωση που πετύχαιναν στην αίτησή τους και εξασφάλιζαν την επιδιωκόμενη παράταση χρόνου και στη συνέχεια καταχωρούσαν την αίτησή τους για παραμερισμό του διατάγματος εγγραφής της αλλοδαπής απόφασης.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση. Είναι νομολογημένο ότι η άδεια παράτασης του χρόνου για την άσκηση δικονομικού διαβήματος δυνάμει της Δ.57 θ.2, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Στην άσκηση της πιο πάνω διακριτικής ευχέρειας, το Δικαστήριο δεν εξετάζει μόνο τους λόγους για τους οποίους ο αιτητής επικαλείται για τη μη συμμόρφωση του στις προθεσμίες, όπως π.χ. την αμέλεια του δικηγόρου του. Αντιθέτως, λαμβάνονται υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, με κριτήριο το συμφέρον της δικαιοσύνης (βλ. μεταξύ άλλων (2000) 1(Α) Α.Α.Δ 364). Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται κατά την κρίση μου, και η φύση του δικονομικού διαβήματος, αλλά και τυχόν κατάχρηση των διαδικασιών και οι αρχές του δεδικασμένου.
Στην υπόθεση (1993) 1 Α.Α.Δ, η οποία αφορούσε παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης, επαναλήφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι αποκλειστικός οδηγός για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε αίτημα για παράταση χρόνου, είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Οι λόγοι καθυστέρησης του αιτητή, πρέπει να αντισταθμίζονται με τις δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του αντιδίκου, στο θεσμικό πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης και στην αρχή της τελεσιδικίας. Τονίστηκε δε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης, είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του Δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.
Ενόψει των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, δεν εντοπίζω, στην παρούσα περίπτωση, τίποτε το μεμπτό στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να εξετάσει την υπό κρίση αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, σε συνάρτηση με τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης και διερευνώντας, ειδικά, ενδεχόμενη κατάχρηση της διαδικασίας και την ύπαρξη δεδικασμένου.
Ειδικά ως προς την κατάχρηση, η γενικότερη νομολογιακή αρχή είναι ότι το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να διερευνά, ακόμη και αυτεπάγγελτα, τυχόν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, ιδιαίτερα σε αιτήματα δικονομικής φύσης, στα οποία ασκεί διακριτική εξουσία. Σχετική είναι η υπόθεση (1983) 1 C.L.R, στην οποία επισημαίνεται ότι κάθε Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να παρεμποδίζει κατάχρηση οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας. Η εξουσία αυτή, αποβλέπει στην αποτροπή υπονόμευσης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Πρέπει, επιπλέον, να σημειωθεί ότι στην παρούσα περίπτωση, είναι οι ίδιοι οι εφεσείοντες, υποστηρίζοντας το αίτημα να τους δοθεί άδεια για παραμερισμό της εγγραφής της αλλοδαπής απόφασης, που επικαλέστηκαν λόγους, οι οποίοι, κατά την άποψή τους, δεν μπορούσαν να τεθούν στην προηγηθείσα αίτηση αναστολής. Οι ίδιοι δηλαδή οι εφεσείοντες κατέστησαν ως επίδικα, τα ζητήματα κατάχρησης και δεδικασμένου, και για τα οποία θα έπρεπε να αποφασίσει το Δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει αν δικαιολογείτο η αίτηση τους για παράταση χρόνου. Δεν είναι ως εκ τούτου λογικό, να παραπονούνται σήμερα γιατί τα θέματα αυτά εξετάστηκαν από το Δικαστήριο, κατά το στάδιο της αίτησης για παράταση του χρόνου.
Ούτε είναι ορθή η θέση ότι το ζήτημα του δεδικασμένου θα μπορούσε να εξεταστεί μόνον στην περίπτωση που δινόταν άδεια παράτασης του χρόνου καταχώρισης νέας αίτησης, οπόταν θα υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προς αξιολόγηση, η νέα αίτηση παραμερισμού. Είναι σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε επαρκές υλικό ενώπιον του ως προς το ποιο ήταν το δικονομικό διάβημα που οι εφεσείοντες ήθελαν να προβάλουν, αν τους δινόταν παράταση χρόνου. Οι ίδιοι, άλλωστε, οι εφεσείοντες, παρέθεσαν με λεπτομέρεια στην αίτησή τους για παράταση χρόνου, τι επεδίωκαν να καταχωρίσουν αν τους δινόταν η άδεια και δεν ήταν αναγκαίο να καταχωριστεί η αίτηση παραμερισμού για να εξεταστούν τα ζητήματα κατάχρησης και δεδικασμένου. Υπό τας περιστάσεις, η εξέταση του αιτήματος παράτασης του χρόνου δεν θα μπορούσε να γίνει από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να διερευνήσει τα εν λόγω ζητήματα, τα οποία κατέστησαν επίδικα και από τους δύο διαδίκους.
Εν κατακλείδι, όλο το αναγκαίο υλικό ως προς τα ζητήματα της κατάχρησης και του δεδικασμένου, ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα εν λόγω θέματα κατέστησαν επίδικα, τόσο με την αίτηση των εφεσειόντων, όσο και με την ένσταση των εφεσιβλήτων, στην εξέταση δε του αιτήματος παράτασης, ήταν αναγκαίο να διερευνηθούν από το Δικαστήριο. Πολύ ορθά, ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο τα εξέτασε σε εκείνο το στάδιο.
Ενόψει των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 είναι πανομοιότυποι. Με αυτούς, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι παρά τη διαπίστωση για την ανυπαρξία βεβαίωσης του Πρωτοκολλητή και έλλειψης όρκου στην ένορκη δήλωση της μονομερούς αίτησης, με βάση την οποία εκδόθηκε το διάταγμα εγγραφής της αλλοδαπής απόφασης, γεγονός το οποίο αποκαλύφθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν το θεώρησε «καλό λόγο» έγκρισης του αιτήματος για παράταση χρόνου.
Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Εν πρώτοις, δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για το πότε ήρθε σε γνώση των εφεσειόντων το ζήτημα αυτό. Είναι δε σαφές σύμφωνα με την νομολογία, ότι το δεδικασμένο δημιουργείται, όχι μόνο για τις αξιώσεις που ηγέρθηκαν στην πρώτη διαδικασία, αλλά και για όσες θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί, εάν ασκείτο εύλογη επιμέλεια (βλ. (1995) 1 Α.Α.Δ. 309)
Πέραν τούτου, είναι ορθή η θέση του συνηγόρου για τους εφεσίβλητους όπως αναφέρεται στο περίγραμμα αγόρευσής του, ότι στην παρούσα, δεν εφαρμόζεται ο περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμος του 2000 (121 (Ι)/2000), στον οποίο η αίτηση εγγραφής είναι αναγκαίο να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση. Η υπό κρίση αίτηση εγγραφής, εξετάστηκε στη βάση των εξουσιών που παρέχονται στο Δικαστήριο από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 44/2001, το Άρθρο 33.1 του οποίου, προνοεί ότι «Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος, αναγνωρίζεται στα λοιπά μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία».
Υπό τας περιστάσεις, οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων για ανυπαρξία όρκου και σχετικής βεβαίωσης του Πρωτοκολλητή, δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την απόρριψη της αίτησης.
Θα πρέπει εδώ να αναφέρω, ότι τους ίδιους ισχυρισμούς περί ανυπαρξίας ένορκης δήλωσης στην αίτηση εγγραφής, προέβαλαν οι εφεσείοντες και σε αίτηση προνομιακού εντάλματος που υπέβαλαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία επίσης ζήτησαν την ακύρωση του διατάγματος εγγραφής της αλλοδαπής απόφασης.
Η αίτηση για προνομιακό ένταλμα Certiorari, απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, πριν την εκδίκαση της πρωτόδικης διαδικασίας της παρούσας έφεσης. Στην έφεση που ακολούθησε, το Ανώτατο Δικαστήριο με πενταμελή σύνθεση, έκρινε ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί για την παράτυπη ένορκη δήλωση, δεν ευσταθούν. Κρίθηκε συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εγγραφή της απόφασης, ενήργησε στην βάση του Άρθρου 33.1 του Κανονισμού 44/2001, σύμφωνα με το οποίο δεν απαιτείται οποιαδήποτε ιδιαίτερη διαδικασία για την εγγραφή της απόφασης (βλ. Πολ. Έφεση 247/2019, ημ. 10/11/2020). Τονίστηκε επίσης στην πιο πάνω απόφαση ότι δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία για το πότε έγινε αντιληπτό στους εφεσείοντες, το γεγονός της παράλειψης της βεβαίωσης του Πρωτοκολλητή και του όρκου, και ότι οι εφεσείοντες όφειλαν να ελέγξουν όλα τα δεδομένα, προτού προχωρήσουν σε διαβήματα για προσβολή της εγγραφής της αλλοδαπής απόφασης. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής: ,
«Πέραν τούτου, ο τότε συνήγορος των Εφεσειόντων, προχωρώντας σε διαδικαστικά διαβήματα, είχε κάθε δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση, να ελέγξει όλα τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένης και της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αρχική, Γενική Αίτηση, προκειμένου, έχοντας σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων, να προετοιμάσει την όποια δικονομική αντίδραση των πελατών του. Συνεπώς, οι Εφεσείοντες δεν μπορούν να επικαλούνται τη δική τους πλημμέλεια, προκειμένου να δικαιολογήσουν την καθυστέρηση με την οποία προσέφυγαν για αναζήτηση προνομιακής θεραπείας. Όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όφειλαν να γνωρίζουν από τον Απρίλιο του 2016 το πλήρες φάσμα των γεγονότων και ανάλογα να ενεργήσουν.»
Να σημειώσω εδώ ότι στην πιο πάνω απόφαση, παραπέμπει μόνον ο συνήγορος των εφεσιβλήτων στην αγόρευσή του, ενώ δεν γίνεται καμία μνεία στην αγόρευση του συνηγόρου για τους εφεσείοντες, ο οποίος επιμένει στη θέση του για αντικανονικότητα της διαδικασίας εγγραφής, λόγω ανυπαρξίας ένορκης δήλωσης στην αρχική αίτηση.
Ενόψει των ανωτέρω, και οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, η αίτηση των εφεσειόντων θα έπρεπε κατά την κρίση μου, να απορριφθεί για έναν επιπρόσθετο λόγο. Προκύπτει από τον πρωτόδικο φάκελο ότι το αίτημα για παράταση χρόνου, στηρίχθηκε στην Δ.57 θ.2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Σύμφωνα όμως με πάγια νομολογία, οι πρόνοιες της εν λόγω διαταγής περιορίζονται σε παράταση του χρόνου των προθεσμιών που καθορίζονται αποκλειστικά από τους Θεσμούς και δεν παρέχουν τη δυνατότητα παράτασης προθεσμιών που καθορίζονται νομοθετικά ή από άλλες διατάξεις.
Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο δύναται στο πλαίσιο της σύμφυτης του εξουσίας να παρατείνει προθεσμίες σε ενδιάμεσες διαδικασίες, πέραν αυτών που καθορίζονται αυστηρά στους Θεσμούς, όπως π.χ., η επέκταση του χρόνου συμμόρφωσης με δικαστικό διάταγμα. Σχετική είναι μεταξύ άλλων η απόφαση Αυξεντίου ν. Σάββα (2003) 1Γ Α.Α.Δ 1963 που αφορούσε παράταση του χρόνου συμμόρφωσης σε δικαστικό διάταγμα παροχής λογαριασμού καθώς και η Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής της K.S.S Trading Ltd ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ 146, στην οποία αποφασίστηκε ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να παρατείνει τον χρόνο που καθορίστηκε σε εκ συμφώνου διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων.
Είναι εντούτοις σαφές ότι οι πιο πάνω περιπτώσεις, σχετίζονται άμεσα με ενδιάμεσες διαδικασίες και προθεσμίες που καθορίστηκαν από το Δικαστήριο δυνάμει των Θεσμών και δεν αφορούν προθεσμίες που καθορίζουν το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο. Από το ίδιο το λεκτικό της Δ.57 θ.2, προκύπτει σαφώς ότι η εφαρμογή της, αφορά προθεσμίες που καθορίζονται ή σχετίζονται με τους Θεσμούς και δεν επεκτείνεται σε άλλες περιπτώσεις, όπως η νομοθετική ρύθμιση προθεσμιών προσφυγής στο Δικαστήριο όπως είναι η παρούσα περίπτωση (βλ. (1997) 1Γ Α.Α.Δ 1715 (2002) 1 Α.Α.Δ 1498 και Annual Practice 1958 σελ. 1813).
Στην παρούσα περίπτωση, η προθεσμία του Άρθρου 43.5 του Κανονισμού, αφορά το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο για αναζήτηση δικαστικής θεραπείας, ήτοι αυτής του παραμερισμού διατάγματος εγγραφής και εκτέλεσης απόφασης, από ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ένα άλλο. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, η εν λόγω προθεσμία δεν θα μπορούσε να παραταθεί δυνάμει της Δ.57 θ.2, η οποία αφορά αποκλειστικά προθεσμίες που καθορίζουν οι Θεσμοί και δικαστικά διατάγματα στο πλαίσιο ενδιάμεσων αποφάσεων.
Στην υπόθεση (2010) 1 Α.Α.Δ 452, γίνεται αναφορά στην εμβέλεια του Ευρωπαϊκού δικαίου στο Κυπριακό Δικαιϊκό σύστημα μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα στην άμεση εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Κανονισμών, όπως ο Κανονισμός 44/2001. Λέχθηκε συγκεκριμένα ότι οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, υπερισχύουν των κανόνων του ημεδαπού δικαίου. Ειδικότερα για τον Κανονισμό 44/2001, αναφέρεται ότι ως Ευρωπαϊκός Κανονισμός έχει κατευθείαν εφαρμογή στην κυπριακή έννομη τάξη, χωρίς την υποχρέωση ενσωμάτωσής του. Παραθέτω το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση :
«Αλλά και ο περί της Συνθήκης Προσχώρησης Νόμος του 2003 (Ν. 35(ΙΙΙ)/2003), που δημοσιεύθηκε την 25.7.2003, επίσης ρητώς προνοεί ότι «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η Συνθήκη έχουν άμεση ισχύ στη Δημοκρατία και υπερισχύουν κάθε αντίθετης νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης.» Εξ άλλου, ο Κανονισμός 44/2001, ως Κανονισμός, σύμφωνα και με τη νομολογία, έχει απ' ευθείας εφαρμογή («directly applicable») χωρίς την ανάγκη ενσωμάτωσής του.»
Είναι σαφές από τα πιο πάνω, ότι η υπό κρίση αίτηση δεν θα μπορούσε να εξεταστεί δυνάμει της Δ.57 θ.2 αφού εφαρμόζονται απευθείας οι διατάξεις του Κανονισμού 44/2001 και ειδικότερα το Άρθρο 43.5, που καθορίζει τις προθεσμίες προσβολής της εγγραφής της αλλοδαπής απόφασης.
Σύμφωνα δε με το Άρθρο 43.5 του Κανονισμού, η εν λόγω προθεσμία καθορίζεται σε ένα μήνα από την επίδοση του διατάγματος εγγραφής, η οποία επεκτείνεται σε δύο μήνες αν ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, άλλο από εκείνο στο οποίο κηρύχθηκε η εκτελεστότητα. Αναφέρεται μάλιστα ότι η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να επεκταθεί επιπλέον, λόγω επίκλησης απόστασης. Είναι επίσης σημαντικό να λεχθεί ότι σύμφωνα με το Άρθρο 45 του Κανονισμού, η εκτελεστότητα της αλλοδαπής απόφασης ανακαλείται μόνο για λόγους που αναφέρονται εξαντλητικά στα Άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού, και ότι αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρησή της.
Αλλά πέραν του καθορισμού προθεσμιών, δεν εντοπίζεται στο Άρθρο 43.5 ούτε σε οιονδήποτε άλλο άρθρο του Κανονισμού, οιαδήποτε ευχέρεια για παράταση του χρόνου προσβολής, της εγγραφής και εκτελεστότητας της αλλοδαπής απόφασης. Αντιθέτως, αναφέρεται ότι οι προθεσμίες που καθορίζονται στο Άρθρο 43.5 δεν επεκτείνονται λόγω απόστασης. Ω εκ τούτου, δεν παρεχόταν ευχέρεια για ικανοποίηση του πρωτόδικου αιτήματος των εφεσειόντων ούτε δυνάμει της Δ.57 θ.2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που δεν εφαρμόζονταν στην περίπτωση, ούτε και δυνάμει του Κανονισμού 44/2001, στον οποίο δεν υπάρχει καμία πρόνοια παράτασης του πιο πάνω χρόνου.
Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα δεν θα με απασχολήσει περαιτέρω αφού δεν υπήρξε αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας.
Για τους λόγους που έχω προαναφέρει, η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.500,00 έξοδα της παρούσας έφεσης, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων 2 και 3.
Αλ. Παναγιώτου, Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο