ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ κ.α. v. ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΣ ΚΟΡΝΙΩΤΗ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 262/2018, 15/9/2025
print
Τίτλος:
ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ κ.α. v. ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΣ ΚΟΡΝΙΩΤΗ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 262/2018, 15/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 262/2018)

 

15 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.    ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

2.    ΠΑΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ,

3.    ΛΟΥΗΣ ΜΑΚΡΗ,

Εφεσείοντες,

v.

 

ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΣ ΚΟΡΝΙΩΤΗ,

Εφεσίβλητος.

___________________________

Στ. Βασιλακκάς για Ε. Φλουρέντζου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Θ. Ανδρέου με Στ. Ανδρέου (κα) για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες, για τον Εφεσίβλητο. 

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.:  Αντικείμενο της παρούσας έφεσης και αντέφεσης αποτελεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 29.06.2018, να επιδικάσει υπέρ του εφεσίβλητου, στην εγειρόμενη από αυτόν αγωγή, αποζημίωση για δυσφήμιση ύψους €8.000,00 εναντίον της εφεσείουσας 1 και αποζημίωση ύψους €2.000,00 για έκαστο των εφεσειόντων 2 και 3, κεχωρισμένα και/ή αλληλέγγυα με τους λοιπούς εφεσείοντες.  Το Δικαστήριο απέρριψε τις άλλες δύο βάσεις αγωγής που επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος, ήτοι της συνωμοσίας για πρόκληση ζημιάς και της επιζήμιας ψευδολογίας.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση με τρεις λόγους έφεσης.  Με τον λόγο έφεσης 1, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε εξ ακοής μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι πελάτες του, επικοινώνησαν μαζί του και τον κατηγόρησαν ότι έκλεψε τα χρήματα τους, αποδεχόμενο, μέσω αυτής της μαρτυρίας, ότι στο περιεχόμενο των επίδικων επιστολών αποδίδεται το νόημα που ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται. Με τον λόγο έφεσης 2, προβάλλεται ότι εσφαλμένα και/ή καθ’ υπέρβαση των εξουσιών του και/ή του ρόλου του στη διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε ως ο μέσος συνετός αναγνώστης που έχει εις γνώση του συγκεκριμένα γεγονότα και απέδωσε συγκεκριμένο νόημα στις επίδικες επιστολές.  Με τον λόγο έφεσης 3 προβάλλεται ότι εσφαλμένα και/ή αδικαιολόγητα και/ή αντινομικά και/ή κατά παράβαση του Νόμου και/ή νομολογίας και/ή του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης και/ή της άσκησης εμπορικών συναλλαγών, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι το περιεχόμενο των επίδικων επιστολών είναι δυσφημιστικό λόγω υπαινιγμού. 

 

Ο εφεσίβλητος καταχώρισε αντέφεση, προβάλλοντας δύο λόγους έφεσης. Με τον λόγο 1 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη διαζευκτική αιτία αγωγής της επιζήμιας ψευδολογίας, ενώ με τον λόγο 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε πρόδηλα ανεπαρκείς αποζημιώσεις, οι οποίες δεν αποκαθιστούν τις ζημιές που υπέστη ο εφεσίβλητος από τις δυσφημιστικές επίδικες επιστολές.

 

Τα αναμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι τα ακόλουθα:

 

«Η εναγομένη 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και έχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών γενικού κλάδου, δηλαδή οχημάτων, κλοπής, πυρός κλπ, όχι όμως ασφαλειών ζωής.  

……………………………………………………………………………………………

Γεγονός είναι ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο ενάγων ήταν ασφαλιστικός σύμβουλος.  Μάλιστα από την 30.10.2006 μέχρι και την 15.07.2010, συνεργαζόταν με την Εθνική.  Η εν λόγω συνεργασία διέπετο από συμφωνία τιτλοφορούμενη «Σύμβαση Ασφαλιστικού Συμβούλου».    Τούτη η συμφωνία είναι το τεκμήριο 1 στο δικαστήριο.

…………………………………………………………………………………………... 

Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο μεν εναγόμενος 2 ήταν διευθυντής του γενικού κλάδου, ο δε εναγόμενος 3 ήταν διευθυντής του κλάδου οχημάτων.

Τώρα, η ουσία της όλης υπόθεσης εντοπίζεται σε τέσσερις τύπους  επιστολής.   Αυτές οι επιστολές είναι που έδωσαν αφορμή  για την υπό κρίση δικαστική διαμάχη.  Και εξηγώ∙  Όπως προαναφέρθηκε ο ενάγων αποχώρησε από την Εθνική την 15.7.2010.  Μετά την αποχώρησή του, συγκεκριμένα ένα και πλέον μήνα μετά, η Εθνική απέστειλε αριθμό επιστολών σε πελάτες του χαρτοφυλακίου του.. Τούτες τις επιστολές υπέγραψαν οι εναγόμενοι 2 και 3 ως εξής∙   Ο εναγόμενος 2 υπέγραψε 11, αρχικά, επιστολές, που άλλες έφεραν ημερομηνία 13.8.2010 και άλλες  27.8.2010.  Τούτες οι επιστολές είναι το τεκμήριο 3 στο δικαστήριο.   Το δε περιεχόμενο τους είναι το ίδιο, πλην των ιδιαίτερων στοιχείων του κάθε πελάτη,  και ανέφερνε  τα ακόλουθα:

 

« Αγαπητοί κύριοι

Θέμα: Αρ. Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου .....

Αναφερόμαστε στο πιο πάνω θέμα και σας αναφέρουμε ότι με βάση τα στοιχεία της Εταιρείας μας, τα ασφάλιστρα του πιο πάνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου σας είναι απλήρωτα.

Προς αποφυγή περαιτέρω ενεργειών και εξόδων, παρακαλούμε όπως εντός 5 ημερών από την λήψη της παρούσας επιστολής εξοφλήσετε το λογαριασμό σας προς την εταιρεία μας.   Εάν έχετε ήδη προβεί στην εξόφλησή του παρακαλούμε όπως μας αποστείλετε την πρωτότυπη εξοφλητική απόδειξη.

Στην περίπτωση κατά την οποία αμελήσετε να ενεργήσετε ως ανωτέρω μετά λύπη μας σας πληροφορούμε ότι θα προχωρήσουμε σε ακύρωση του συμβολαίου σας.

Δια οποιεσδήποτε επιπλέον διευκρινήσεις παρακαλώ όπως αποταθείτε στον Κον. Χριστόφορο Γεωργίου στο τηλ.22841032.

Με εκτίμηση

Πανίκος Νικολαϊδης

Διευθυντής Γενικού Κλάδου

 

Κοιν. Αθηνόδωρος Κορνιώτης»

Το τεκμήριο 3 ήταν ο πρώτος τύπος επιστολής που υπόγραψε ο εναγόμενος 2 και  στάληκε στους Νίκος Λαζάρου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ, Michalis & Xenia Neophytou Ltd, Ευανθία Μιχαήλ, Κούσιος Κυριάκος, Μαρία, Κλειώ, Λούκας και Έλενα, Χριστόφορος Χριστοφόρου & Συνεργάτες, Χριστόφορος Χριστοφόρου,  Antonios Magnitis Commercial Ltd, Αγλαϊα Κατσουνάρου, Αικατερίνη Αντωνάκου, Σπυρούλλα Γεωργίου Χριστοδούλου, Μαρία Μαυραντώνη και Στέλιο Κυπριανού.

 

Στη συνέχεια ακολούθησε ο δεύτερος τύπος επιστολών που υπέγραψε ο εναγόμενος 2.  Αυτή η δεύτερη σειρά επιστολών στάληκε στις ημερομηνίες 27.8.2010 και 3.9.2010 και αποτελείται από 4 επιστολές.  Οι εν λόγω επιστολές είναι το τεκμήριο 4.   Το δε περιεχόμενο τούτων είχε ως εξής∙

 

« Αγαπητοί κύριοι

Θέμα: Αρ. Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου .....

Αναφερόμαστε στο πιο πάνω θέμα και σας αναφέρουμε ότι με βάση τα στοιχεία της Εταιρείας μας, τα ασφάλιστρα του πιο πάνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου σας είναι απλήρωτα.

Ως εκ τούτου σας αναφέρουμε ότι σε (7) μέρες από σήμερα το πιο πάνω Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο θα ακυρωθεί.

Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση.

Με εκτίμηση

 

Πανίκος Νικολαϊδης

Διευθυντής Γενικού Κλάδου

 

Κοιν. κ. Αθηνόδωρος Κορνιώτης»

 

Το τεκμήριο 4 στάληκε στους Νίκος Λαζάρου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ, Κούσιος Κυριάκος, Μαρία, Κλειώ, Λούκας και Έλενα, Νικολαϊδου Μόνικα και Σπυρούλλα Γεωργίου Χριστοδούλου.

 

Πέραν του εναγομένου 2 επιστολές της Εθνικής υπόγραψε και έστειλε και ο εναγόμενος 3.   Και σε αυτή την περίπτωση στάλησαν δυο τύποι επιστολών.  Ο πρώτος αποτελείται από 6 επιστολές που στάληκαν την 17.8.2010 και είναι το τεκμήριο 5.  Το περιεχόμενο τούτων  είχε  ως ακολούθως:

 

« Κύριε/α

Θέμα: Αρ. Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου .....

          Όχημα υπ΄ αριθμό εγγραφής

Αναφερόμαστε στο πιο πάνω θέμα και σας αναφέρουμε ότι με βάση τα στοιχεία της Εταιρείας μας, τα ασφάλιστρα του πιο πάνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου σας είναι απλήρωτα.

Προς αποφυγή περαιτέρω ενεργειών και εξόδων, παρακαλούμε όπως εντός  5 ημερών από την λήψη της παρούσας επιστολής εξοφλήσετε το λογαριασμό σας προς την εταιρεία μας.    Εάν έχετε ήδη προβεί στην εξόφλησή του παρακαλούμε όπως μας αποστείλετε αντίγραφο της εξοφλητικής απόδειξης.

Στην περίπτωση κατά την οποία αμελήσετε ή ενεργήσετε ως ανωτέρω μετά λύπη μας σας πληροφορούμε ότι θα προχωρήσουμε σε ακύρωση του συμβολαίου σας.

Δια οποιεσδήποτε επιπλέον διευκρινήσεις παρακαλώ όπως αποταθείτε στον Κον. Χριστόφορο Γεωργίου στο τηλ.22841032.

Λούης Μακρής

Διευθυντής  Κλάδου Οχημάτων»

 

Αυτός ο τύπος επιστολής στάληκε στους Μάριος Χρυσάνθου, Unitrade Industrial Supplies Limited, IMC Business Global Ltd, Εργοληπτική Κ.Ν.Δ Χριστοφόρου, Μνάσωνας Μνάσωνος και Δήμητρα Εγκωμίτη.

 

Στη συνέχεια την 26.8.2010 ο εναγόμενος 3 υπέγραψε  κα απέστειλε άλλες 3 επιστολές.  Τούτες είναι το τεκμήριο 6.   Το δε περιεχόμενο τούτων είχε  ως εξής:

 

« Κύριε/α

Θέμα: Αρ. Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου .....

          Όχημα υπ΄ αριθμό εγγραφής

Σύμφωνα με τον όρο οκτώ (8) του Ασφαλιστικού μας Συμβολαίου θα θέλαμε να σας αναφέρουμε ότι σε εφτά (7) μέρες από σήμερα το πιο πάνω Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο θα ακυρωθεί.

Συνεπώς σας παρακαλούμε όπως επιστρέψετε άμεσα το πρωτότυπο πιστοποιητικό ασφάλισης χωρίς καμιά καθυστέρηση.

Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση.

Με εκτίμηση,

Λούης Μακρής

Διευθυντής Κλάδου Οχημάτων

 

Κοιν. Κ.κ. Αρχηγό Αστυνομίας

          Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων

          ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΣ ΚΟΡΝΙΩΤΗΣ»

 

Το τεκμήριο 6 ταχυδρομήθηκε στους∙ Αλέξανδρο Παππά Παναγιώτα  Ηρακλέους και Σάββα Ανδρέου.

 

Ας λεχθεί εδώ ότι οι επιστολές  που αποτελούν τα τεκμήρια 3,4,5 και 6, φέρουν  συνημμένες διάφορες αποδείξεις.   Ναι μεν οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν τα αναφερόμενα στις εν λόγω αποδείξεις, είναι όμως η θέση τους ότι δεν σημαίνει πως τούτες, δηλαδή οι αποδείξεις, εξόφλησαν το συμβόλαιο που καθεμία αφορά.   Συνεπώς η μη αμφισβήτηση των τεκμηρίων 3,4,5 και 6, είναι με αυτό τον τρόπο που εκτιμάται.  Κατά τα λοιπά, γεγονός είναι ότι οι εν λόγω επιστολές (τεκμήρια 3,4,5 και 6) είναι εκείνες που απέστειλαν οι εναγόμενοι προς όσους εκεί αναφέρονται.

 

Επιπλέον, αναμφισβήτητο είναι και το περιεχόμενο τεσσάρων βεβαιώσεων που αποδίδουν τις προμήθειες του ενάγοντα  καθ΄ ον χρόνο συνεργαζόταν με την Εθνική.   Τούτες οι βεβαιώσεις είναι τα τεκμήρια 20Α, 20Β, 20Γ και 20Δ.   Όπως εκεί αναφέρεται οι προμήθειες  του ενάγοντα για το έτος 2007 ήταν Λ.Κ.291,80 (τεκμήριο 20Α), για το έτος 2008 ήταν €2.6679,16 (τεκμήριο 20Β), για το έτος 2009 ήταν €4.638,01 (τεκμήριο 20Γ) και τέλος, για το έτος 2010 ήταν €6.415,82 (τεκμήριο 20Δ).

 

Τέλος, παραδεκτό γεγονός είναι και το ότι η σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου (τεκμήριο 1), η οποία διείπε τη συνεργασία του ενάγοντα με την Εθνική, ρητά προέβλεπε ότι ο ασφαλιστής,  εν προκειμένω ο ενάγων,  είχε στη διάθεσή του χρονικό περιθώριο 90 ημερών από την ημερομηνία ανανέωσης ή έκδοσης οποιουδήποτε συμβολαίου, δια να καταβάλει το οφειλόμενο ασφάλιστρο στην Εθνική.

 

Όλα τα πιο πάνω συνιστούν παραδεκτά ή αναμφισβήτητα γεγονότα και ως εκ τούτου υιοθετούνται και καθίστανται ευρήματα του δικαστηρίου.  Απομένει  πλέον να συνοψισθεί το λοιπό μαρτυρικό υλικό.»

 

Η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι ελάμβανε τα ασφάλιστρα των συμβολαίων των πελατών του ο ίδιος και είναι εκείνον που γνώριζαν.  Ουδέποτε έκανε χρήση της πίστωσης των 90 ημερών που είχε με βάση τη σύμβαση του με την εφεσίβλητη 1, για να καταβάλει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους.  Το σύνολο των συμβολαίων που τον αφορούσαν ήταν εξοφλημένο και υπήρχαν και σχετικές αποδείξεις (Τεκμήρια 3, 4, 5 και 6) όταν αποχώρησε από την εφεσίβλητη 1, δηλαδή στις 15.7.2010 και όταν στη συνέχεια στάληκαν οι επίδικες επιστολές. Μετά όμως την αποστολή των επίδικων επιστολών, αριθμός πελατών του επικοινώνησε μαζί του και τον κατηγόρησε ότι έκλεψε τα χρήματά τους και ότι δεν εξηγείτο διαφορετικά το γεγονός ότι έλαβαν τέτοιες επιστολές από την ασφάλεια, ενώ είχαν καταβάλει το ασφάλιστρο. Κατ΄ επέκταση, η  αποστολή των επίδικων επιστολών στους πελάτες του, δηλαδή τα πρόσωπα που είχαν ήδη καταβάλει το ασφάλιστρο του συμβολαίου τους στον ίδιο, με περιεχόμενο ότι διαπιστώθηκε πως  το εν λόγω ασφάλιστρο ήταν οφειλόμενο,  τον παρουσίαζε ως πρόσωπο που οικειοποιήθηκε και/ή έκλεψε και/ή δεν κατέβαλε τα χρήματα των πελατών του και έπληττε την εντιμότητα και αξιοπρέπεια του, σε σχέση με την εργασία του και στην κοινωνία, γεικότερα.   Η δε κακοβουλία των εφεσειόντων, σύμφωνα πάντα με τον εφεσίβλητο, φάνηκε από το γεγονός ότι γνώριζαν πως κανένα συμβόλαιο που τον αφορούσε ήταν οφειλόμενο και εν τούτοις προχώρησαν σε αποστολή των σχετικών επιστολών.   Στις 7.9.2010, απευθύνθηκε σε δικηγόρο και απέστειλε επιστολή στους εφεσείοντες με την οποία απαίτησε γραπτή απολογία.   Η εφεσίβλητη 1 απέρριψε το περιεχόμενο της επιστολής του εφεσίβλητου.  Ήταν, περαιτέρω, η θέση του εφεσείοντα πως, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν ασφαλιστικός σύμβουλος με καριέρα πέραν των 20 ετών και είχε τη φήμη  έντιμου και αξιόπιστου επαγγελματία.  Είχε δε αριθμό πελατών των οποίων τα συμβόλαια ανέρχονταν σε ετήσια αξία €52.000,00, ενώ οι ετήσιες προμήθειες που λάμβανε ήταν €9.100,00 περίπου (Τεκμήριο 2).  Συνεπεία των δυσφημιστικών επιστολών απώλεσε το χαρτοφυλάκιο του και συνεπώς απώλεσε την ευκαιρία να εισπράττει οποιαδήποτε εισοδήματα ως προμήθειες που θα μπορούσε να κερδίζει από την απόδοση του χαρτοφυλακίου του εκ €9.100,00 περίπου.

 

Οι εφεσείοντες αντέτειναν ότι ο εφεσίβλητος δεν κατέβαλλε αμέσως τα οφειλόμενα ασφάλιστρα.   Τα κείμενα των επιστολών αποτελούσαν τυπικές επιστολές, οι οποίες στέλλονταν στους ασφαλισμένους ως πάγια πρακτική, μετά τη διακοπή της συνεργασίας με ασφαλιστικό σύμβουλο που τους εξυπηρετούσε, όταν τα σχετικά ασφάλιστρα δεν είχαν εισπραχθεί ακόμη από την εφεσίβλητη 1. Δέχθηκαν, όμως, ότι στάλησαν επιστολές, στην προκειμένη περίπτωση, και σε μη οφειλέτες και επεξήγησαν πως μετά την αποστολή των επίδικων επιστολών, επανήλθαν και απέστειλαν επιστολή προς όλους όσους τελικά είχαν καταβάλει τα ασφάλιστρα, με την οποία απολογήθηκαν και/ή απέσυραν την προηγούμενη επιστολή.

 

Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ότι τα αναφερόμενα στις επίδικες επιστολές δυσφημούσαν τον εφεσίβλητο και απέρριψαν την αποδιδόμενη από αυτόν σημασία.    Υποστήριξαν ότι ουδέποτε συνωμότησαν για να του προκαλέσουν ζημιά και πως η όποια ενέργεια τους δεν είχε κακοβουλία.   Σύμφωνα δε με τη θέση τους, ουδέν ασφαλιστικό συμβόλαιο που είχε εκδοθεί με τη διαμεσολάβηση του εφεσίβλητου, το οποίο ήταν πληρωμένο, τερμάτισαν.  Ούτε και ο εφεσίβλητος υπέστη ζημιά.

 

Το Δικαστήριο αξιολόγησε, κατ’ αρχάς, τη μαρτυρία του ΜΕ2, προϊσταμένου του εφεσίβλητου, ο οποίος κατέθεσε πως ο εφεσίβλητος δεν εξάντλησε ποτέ την πίστωση χρόνου των 90 ημερών που είχε για να παραδώσει το ασφάλιστρο στους εφεσείοντες και πως οι εφεσείοντες θα μπορούσαν να πληροφορηθούν το εκάστοτε υπόλοιπο του εφεσίβλητου.  Το Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του, παρατηρώντας ότι αυτή επιβεβαιώθηκε από τη μαρτυρία του εφεσείοντα 3, ο οποίος ανέφερε πως τα υποκαταστήματα μπορούσαν να δουν τη συνολική εικόνα του ασφαλιστή, και τη μαρτυρία του ΜΥ3, υπαλλήλου της εφεσείουσας 1, επιφορτισμένου με την είσπραξη των οφειλών των ασφαλιστών και καταχώριση των αποδείξεων στο σύστημα, ο οποίος ανέφερε πως ο εφεσίβλητος χρησιμοποιούσε τον χρόνο πίστωσης, στη συνέχεια όμως όχι.  Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του ΜΥ3 ότι κάποια από τα ασφάλιστρα που κατέβαλαν πελάτες του εφεσίβλητου, μετά την αποχώρηση του από την Εθνική (Τεκμήριο 13), αφορούσαν καθυστερημένα ή ληξιπρόθεσμα ασφάλιστρα.  Σημειώνουμε πως ο ΜΥ3 ανέφερε ότι μετά την αποστολή των επιστολών και την επικοινωνία που είχε με τους ασφαλιζόμενους, κατάρτισε λίστες με τα ονόματα των πελατών του εφεσίβλητου που δεν όφειλαν οποιοδήποτε ποσό και εισηγήθηκε όπως αποσταλούν προς αυτούς απολογητικές επιστολές (Τεκμήρια 14 και 17).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επίσης, κατέληξε στο εύρημα πως αντιπαραβολή των τεκμηρίων (Τεκμήρια 14 και 17 και 3 έως 6) αποκάλυπτε πως αριθμός επιστολών που απέστειλαν οι εφεσείοντες 2 και 3, στάληκαν πριν ακόμα εξακριβωθεί ποιοι εκ των πελατών του εφεσίβλητου όφειλαν κάποιο ποσό. Το Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου πως λόγω των επιστολών, οι ασφαλιζόμενοι του τηλεφώνησαν, διαμαρτυρόμενοι.  Ταυτόχρονα, απέρριψε τη θέση του πως οι εφεσίβλητοι 2 και 3 ενήργησαν κακόβουλα και με σκοπό να υφαρπάξουν τους πελάτες του.  Κατέληξε δε στο συμπέρασμα πως οι εφεσείοντες 2 και 3 ενήργησαν κατόπιν οδηγιών της εφεσείουσας 1, για να προστατεύσουν τα συμφέροντα της, μη αντιλαμβανόμενοι ότι με αυτό τον τρόπο έπλητταν τα συμφέροντα του εφεσίβλητου.  Το Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα πως, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κανένα από τα συμβόλαια του εφεσίβλητου είχε οφειλόμενο ασφάλιστρο.  Αφού ανέλυσε την αρχή του innuendo (υπαινιγμός), κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο ασφαλιζόμενος που παραλάμβανε επιστολή τέτοιου περιεχομένου, με δεδομένο ότι κατέβαλε τα ασφάλιστρα, ως ο μέσος συνετός αναγνώστης, εύλογα θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως ο εφεσίβλητος, είτε καταχράστηκε τα χρήματα που έλαβε, ή αμέλησε να ασκήσει το καθήκον του και να τα παραδώσει στην ασφαλιστική εταιρεία.  Κατέληξε δε πως το περιεχόμενο των επιστολών, που απέστειλαν οι εφεσείοντες, ήταν δυσφημιστικό, ότι οι εφεσείοντες ήταν ένοχοι του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης, και επεδίκασε εναντίον τους αποζημιώσεις. 

 

Θα ξεκινήσουμε με τον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο οι εφεσείοντες διατείνονται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε την εξ ακοής μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι πελάτες του επικοινώνησαν μαζί του και ότι τον κατηγόρησαν ότι έκλεψε τα χρήματα τους, ότι βασίστηκε σ’ αυτή και κατέληξε πως οι επιστολές που στάληκαν προς τους πελάτες της εφεσείουσας 1 είχαν δυσφημιστικό περιεχόμενο.  Στην αιτιολογία αυτού, προβάλλεται πως ο εφεσίβλητος δεν κλήτευσε τους παραλήπτες των επίδικων επιστολών για να δώσουν μαρτυρία αναφορικά με τα γεγονότα και το νόημα που απέδωσαν οι ίδιοι στις επιστολές, αλλά ούτε έδωσε εξηγήσεις για τη μη προσέλευση τους στο Δικαστήριο.  Οι εφεσείοντες επιχειρηματολόγησαν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε δύο μέτρα και δύο σταθμά, εφόσον, στην πιο πάνω περίπτωση, αποδέχθηκε την εξ ακοής μαρτυρία του εφεσίβλητου σε σχέση με τον τρόπο που οι πελάτες του αντιλήφθηκαν τις επιστολές και με ποιο τρόπο τις αντιμετώπισαν, ενώ σε άλλο μέρος της απόφασης δεν έλαβε υπόψη και απέρριψε άλλες συνομιλίες του εφεσίβλητου με τους πελάτες του, σε σχέση με το κατά πόσο αυτοί έλαβαν απολογητικές επιστολές που οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι απέστειλαν.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι μετά την παραλαβή των επίδικων επιστολών από τους πελάτες του, αρκετοί από αυτούς του τηλεφώνησαν και είτε τον ύβρισαν, είτε τον κατηγόρησαν, είτε ζητούσαν εξηγήσεις, επισημαίνοντας πως η θέση αυτή του εφεσιβλήτου ενισχύετο και με τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες και συγκεκριμένα με τη μαρτυρία του ΜΥ3. 

 

Παραπέμπουμε στο σχετικό απόσπασμα:

 

«Εν κατακλείδι η μαρτυρία  του ΜΥ3  υποστηρίζει,  έστω εμμέσως, μια άλλη ουσιώδη πτυχή της μαρτυρίας του ενάγοντα.   Η πτυχή αυτή έχει να κάνει με τον ισχυρισμό του τελευταίου ότι μετά την παραλαβή των επίδικων επιστολών από τους πελάτες του, αρκετοί εξ΄ αυτών του τηλεφώνησαν και είτε τον έβρισαν είτε τον κατηγόρησαν, είτε ακόμη ζητούσαν εξηγήσεις.   Εν προκειμένω η υποστήριξη που τυγχάνει τούτη η θέση από τη μαρτυρία του ΜΥ3, εντοπίζεται στο τεκμήριο 17 και τις συναφείς επεξηγήσεις. Όπως έχει υποδειχθεί,  στο εν λόγω τεκμήριο ο ΜΥ3 κατέγραψε εκ νέου τα ονόματα όσων το συμβόλαιο τους κρίθηκε εξοφλημένο και ζήτησε από τους εναγόμενους 2 και 3 να στείλουν απολογητικές επιστολές.   Η γραπτή αυτή απαίτηση του στο τεκμήριο 17  διερευνήθηκε από την πλευρά του ενάγοντα.   Ερωτήθηκε συγκεκριμένα  γιατί ζήτησε κάτι τέτοιο και απάντησε ότι «Για να γράψω εκείνο που έγραψα ήταν αίτημα ή απαίτηση του πελάτη που τηλεφώνησε».  Πιο κάτω ανάφερε∙ «Τι εννοώ τώρα, το πιο λογικό μιλώντας με τον πελάτη ο οποίος φαντάζομαι έχει πληρώσει, απαιτούσε μια απολογητική επιστολή να τους στείλουμε σαν Εθνική Ασφαλιστική και το πράξαμε».

 

Υιοθετώντας τούτη τη θέση του ΜΥ3 δέχομαι ότι αυτή ήταν η αντίδραση των ασφαλιζομένων του ενάγοντος.  Γλαφυρή και γνήσια είναι η σχετική αναφορά του ΜΥ3.  Προσθέτω όμως ότι η κοινή λογική θέλει το πρόσωπο που αντιδρά, δηλαδή αυτούς ακριβώς τους πελάτες που σύμφωνα με τον ΜΥ3 απαίτησαν απολογητική επιστολή από την Εθνική, πρώτα να στρέφουν τα πυρά τους προς το δικό τους διαμεσολαβητή, δηλαδή τον ασφαλιστή.   Αυτός είναι ο οικείος τους,  ο δικός τους άνθρωπος, το πρόσωπο που εμπιστεύθηκαν και  στο οποίο έδωσαν τα χρήματά τους.   Ως εκ των ανωτέρω, ειλικρινής κρίνεται η θέση του ενάγοντα, συνεπικουρούμενη μάλιστα από τη μαρτυρία του ΜΥ3, ότι λόγω των επίδικων επιστολών οι ασφαλιζόμενοι  επικοινώνησαν μαζί του και του καταφέρθηκαν με τον τρόπο που ο ίδιος ανάφερε.»

 

Σε σχέση με την αναφορά του εφεσίβλητου ότι του ανέφεραν οι πελάτες του ότι δεν πήραν απολογητικές επιστολές από τους εφεσείοντες, το Δικαστήριο απεφάνθη τα ακόλουθα:

 

«Πέραν των πιο πάνω ισχυρισμών του ενάγοντα κάτω από το μικροσκόπιο τίθεται και η άλλη θέση του, δηλαδή κατά πόσο επικοινώνησε με τα πρόσωπα που ανέφερε στην επανακλήτευσή του και περαιτέρω, ότι οι εν λόγω του ανέφεραν όσα ισχυρίστηκε, δηλαδή ότι∙ είτε δεν έλαβαν απολογητική επιστολή, είτε δεν θυμούνται κάτι τέτοιο.

 

Πριν οτιδήποτε άλλο σημειώνεται ότι ο ενάγων δεν αμφισβητήθηκε μόνο για τη δήλωση, δηλαδή εκείνο που  κατ΄ ισχυρισμό του ειπώθηκε, αμφισβητήθηκε και για τις δικές του ενέργειες, δηλαδή ότι  επικοινώνησε με τα εν λόγω πρόσωπα.    Δια αυτό το τελευταίο και παρά την αμφισβήτηση που έτυχε,  δεν έχω αμφιβολία ότι προέβη στην εν λόγω επικοινωνία.    Αυτό γιατί απάντησε σταθερά και κατά τρόπο λογικό και δίδοντας  αναγκαίες λεπτομέρειες που κατέστησαν  τον ισχυρισμό ευλογοφανή.   Απομένει λοιπόν να εξεταστεί η ουσία, εν προκειμένω το περιεχόμενο, όσων ο ενάγων μετέφερε στο δικαστήριο.

 

Δεν χωρεί βεβαίως αμφιβολία ότι όσα ο ενάγων μετέφερε στο δικαστήριο αποτελούν εξ΄ ακοής μαρτυρία.   Το τι τρίτο πρόσωπο ανέφερε στον ενάγοντα εκτός δικαστηρίου, δήλωση η οποία  προσφέρεται για την αλήθεια του περιεχομένου της, είναι αυτός ακριβώς ο ορισμός της εξ΄ ακοής  μαρτυρίας (βλ. άρθρο 23 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9).  Συνεπώς εφαρμογής τυγχάνει  το  άρθρο 27 του Κεφ. 9 και οι εκεί αναφερόμενες διατάξεις  που λαμβάνονται υπόψη δια την αποτίμηση εξ΄ ακοής μαρτυρίας.   Με γνώμονα τα πιο πάνω παρατηρώ ότι η  υπό κρίση εξ΄ ακοής μαρτυρία, ήτοι η δήλωση που μεταφέρθηκε στο δικαστήριο από τον ενάγοντα, έλαβε προφορική μορφή και απέχει κάποια χρόνια από το συμβάν που αφορά, δηλαδή το 2010 όταν, σύμφωνα με τα ισχυριζόμενα,  στάλθηκαν οι απολογητικές επιστολές.   Μπορεί μεν η εν λόγω μαρτυρία να είναι πρώτου βαθμού εξ΄ ακοής, εν τούτοις το σύνολο των περιστάσεων που προανέφερα και το γεγονός ότι θα μπορούσε να προσκομιστεί γραπτή, τουλάχιστον, δήλωση, καταλήγω ότι στην προκείμενη περίπτωση ορθό είναι να μην αποδοθεί οιαδήποτε βαρύτητα στην εξ΄ ακοής μαρτυρία.   Συνεπώς αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του ενάγοντα δεν λαμβάνεται υπόψη.»

 

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση των εφεσειόντων πως η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι επίδικες επιστολές ήταν δυσφημιστικές, στηρίχθηκε στην εξ’ ακοής μαρτυρία των όσων οι πελάτες του εφεσίβλητου του ανέφεραν δια τηλεφώνου.  Το Δικαστήριο επεξήγησε με σαφήνεια πως κατέληξε στο συμπέρασμα πως κάποιοι πελάτες του εφεσίβλητου πράγματι του τηλεφώνησαν και αντέδρασαν εναντίον του, μετά την αποστολή των επίδικων επιστολών. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου επί του σημείου, ως ειλικρινή και ως υποστηριζόμενη και από μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες και συγκεκριμένα τη μαρτυρία του ΜΥ3, ο οποίος ανέφερε ότι ζήτησε από τους εφεσείοντες 2 και 3 να αποστείλουν απολογητικές επιστολές στους πελάτες που είχαν ήδη καταβάλει το ασφάλιστρο, επειδή αυτοί (οι πελάτες), τηλεφώνησαν και το απαίτησαν.  Το Δικαστήριο, επομένως, στηρίχθηκε στη μαρτυρία και των δύο πλευρών, ότι οι πελάτες του εφεσίβλητου, οι οποίοι είχαν αποπληρώσει το ασφάλιστρο, μετά την αποστολή των επιστολών, αντέδρασαν και τηλεφωνούσαν, διαμαρτυρόμενοι.   

 

Συναφώς, κρίνουμε ότι το Δικαστήριο ορθά προσέγγισε τη μαρτυρία στο σημείο αυτό και οι ισχυρισμοί περί διαφορετικής προσέγγισης με άλλο σημείο της μαρτυρίας δεν ευσταθούν, εφόσον το περιεχόμενο της μαρτυρίας ήτο διαφορετικό και έτυχε ξεχωριστής αξιολόγησης.

 

Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης δύο και τρία θα συνεξεταστούν, λόγω της συνάφειας τους.  Οι λόγοι αυτοί περιστρέφονται γύρω από τη θέση πως εσφαλμένα το Δικαστήριο λειτούργησε ως ο μέσος συνετός αναγνώστης που έχει στη γνώση του συγκεκριμένα γεγονότα, αντικαθιστώντας μαρτυρία και μάρτυρες που θα έπρεπε να παρουσιαστούν και ότι εσφαλμένα προέβη σε εύρημα ότι το περιεχόμενο των επίδικων επιστολών ήταν δυσφημιστικό, λόγω υπαινιγμού.

 

Το Δικαστήριο, αναλύοντας τη νομική πτυχή του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης, ανέφερε πως αυτό διαπιστώνεται εκεί όπου ο ενάγων αποδεικνύει ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό, ότι αναφερόταν στον ίδιο και, τέλος, ότι δημοσιεύτηκε (βλ. τα συγγράμματα των Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, Κεφάλαιο 148, Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, σελ. 62, Π. Πολυβίου, Η Δυσφήμιση στο Κυπριακό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σελ. 15-16).

 

Αντλώντας καθοδήγηση από την  Κωνσταντίνου κ.α. ν. Καραμεσίνη (2011) 1 Α.Α.Δ. 715, και την υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε πως κατά την εξέταση υποθέσεων όπως την παρούσα, πρέπει να εξισορροπείται το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, με εκείνο της αξιοπρέπειας και της φήμης του ανθρώπου.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε πως οι τρεις τύποι επιστολών, δηλαδή τα δυο είδη επιστολών που απέστειλε ο εφεσείοντας 2 και ο πρώτος τύπος επιστολής που απέστειλε ο εφεσείοντας 3, ανέφεραν ότι  τα ασφάλιστρα του συμβολαίου του ασφαλιζομένου στον οποίο απευθυνόταν η επιστολή, ήταν απλήρωτα και γι΄ αυτό καλείτο να τα καταβάλει, αλλιώς το συμβόλαιο θα ακυρωνόταν.  Κατά τα λοιπά, οι επιστολές δεν αφορούσαν αυτόν καθ΄ εαυτόν τον εφεσίβλητο, υπό την έννοια ότι δεν σχολιάζοντο εκεί δικές του ενέργειες.  Εξήγησε όμως, πως στο δίκαιο της δυσφήμισης υπάρχουν περιπτώσεις όπου το κείμενο, εκ πρώτης όψεως, έχει αθώο ή ουδέτερο περιεχόμενο, όμως υπάρχει το innuendo, δηλαδή ο υπαινιγμός.  Για τη στοιχειοθέτηση του innuendo χρειάζεται μαρτυρία άλλων εξωτερικών παραγόντων.  Άντλησε δε καθοδήγηση από την   Εκδοτική Εταιρεία “Θεμέλιο” Λτδ & Άλλοι v. Καζολίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 607, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Αναφορικά με το θέμα του innuendo σχετικά είναι και τα πιο κάτω αποσπάσματα από την υπόθεση Grubb ν. Bristol United Press Limited [1962] 2 All E.R. 380:

"... an innuendo properly so called which is an allegation that words were used in a defamatory sense other than their ordinary meaning and which provides a separate cause of action must be supported by extrinsic facts or matters and cannot be founded only on interpretation, because if the words bear the interpretation imputed to them they are defamatory in their natural and ordinary meaning...."»

 

Κατέληξε δε πως το περιεχόμενο των επιστολών που απέστειλαν οι εφεσείοντες είναι δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο και αυτό το νόημα θα απέδιδε  σε αυτό κάθε συνετός αναγνώστης που έχει  γνώση των εξωγενών γεγονότων που αναφέρθηκαν.   Με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αντιμετωπίστηκε και από τους πελάτες του εφεσίβλητου, οι οποίοι επικοινώνησαν μαζί του για να του παραπονεθούν και να τον επικρίνουν. Παραπέμπουμε στο σκεπτικό του Δικαστηρίου:

 

«Περιττό  να προστεθεί ότι οι αρχές του innuendo τυγχάνουν εφαρμογής και σε σχέση με την ταυτότητα του προσώπου που θίγεται, εφόσον υπάρχουν περιπτώσεις που ο προσβαλλόμενος δεν αναφέρεται καν στο κείμενο (βλ. Gatley πιο πάνωπαράγραφο 28.25 με τίτλο Identification of the Claimant).   Εδώ λοιπόν, είναι κατανοητό ότι οι όποιες επιπτώσεις από τα αναφερόμενα στα τεκμήρια 3 έως 6, βαρύνουν τον ασφαλιστή που ενώ παρέλαβε τα ποσά από τους πελάτες του, δεν τα κατέβαλε.   Τούτο το πρόσωπο είναι ο ενάγων και όλα τα μέρη της διαδικασίας συμφωνούν δια αυτό.

 

Τι είναι λοιπόν  εκείνο που ξεπροβάλλει από τα εν λόγω  δεδομένα.   Είμαι της γνώμης ότι ο ασφαλιζόμενος που παραλαμβάνει επιστολή τέτοιου περιεχομένου και μάλιστα με απειλή ακύρωσης του συμβολαίου του, ενώ γνωρίζει ότι έχει εξοφλήσει κάθε οφειλόμενο ποσό, εφόσον δεδομένο είναι  ότι κατέβαλε τούτο στον ασφαλιστή του, εδώ τον ενάγοντα, θολώνει το μυαλό του και αριθμός σκέψεων κυριεύει το νου.   Εύλογα ο μέσος άνθρωπος που γνωρίζει τα εξωγενή γεγονότα διερωτάται τι απέγιναν τα χρήματα που κατέβαλε στον ασφαλιστή.  Η δε άμυνα του μυαλού τίθεται σε λειτουργία και αρχίζει να πιθανολογεί περιπτώσεις που δικαιολογούν τον οργανισμό, εν προκειμένω  την Εθνική, να αποστείλει  τέτοια επιστολή.

 

Η πιθανολόγηση όμως δεν είναι απεριόριστη.   Δυο είναι τα σενάρια που διερωτάται ο μέσος συνετός αναγνώστης, δηλαδή  κατά πόσο ο ασφαλιστής καταχράστηκε τα χρήματα που έλαβε, εφόσον δεδομένο είναι ότι τα έλαβε, ή κατά πόσο  αμέλησε να ασκήσει το καθήκον του και να παραδώσει τούτα στην ασφαλιστική εταιρεία.   Από όποια σκοπιά και αν εξετάσει κανείς το περιεχόμενο των τεσσάρων αυτών επιστολών, ο ασφαλιστής είναι εκτεθειμένος.  Λέγω των τεσσάρων επιστολών εφόσον και ο δεύτερος τύπος επιστολής που έστειλε ο εναγόμενος 3, προειδοποιεί για ακύρωση του συμβολαίου, παρ΄ ότι δεν αναφέρει ότι οφείλονται ασφάλιστρα.  Εν πάση όμως περιπτώσει, σύμφωνα με τη μαρτυρία της υπεράσπισης, ο δεύτερος τύπος επιστολής ακολούθησε τον πρώτο.   Δηλαδή αποτελούσε συνέχεια της επιστολής που είχε προηγηθεί.   Υπό αυτή την έννοια ίδια είναι τα αποτελέσματα που και αυτή προάγει.

 

Τα εξωγενή λοιπόν γεγονότα της υπόθεσης δακτυλοδείχνουν τον ενάγοντα.   Αυτός είναι που εισέπραξε το σύνολο των ασφαλίστρων και συνεπώς αυτός είναι που όφειλε να το καταβάλει στην Εθνική, ώστε  να μην καταστεί υπερήμερο και να μην επηρεαστούν τα συμβόλαια.  Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα και παρ΄ ότι οι εναγόμενοι δεν ονομάτισαν τον ενάγοντα, όποιος γνωρίζει τα πιο πάνω γεγονότα αυτόν  είναι που σκέφτεται και μάλιστα με αρνητικές σκέψεις.  Άλλωστε τα τεκμήρια 5 και 6 αναγράφουν ότι κοινοποιήθηκαν στον ενάγοντα, στοιχείο ανεξάρτητο που δαχτυλοδείχνει τούτον ως τον υπαίτιο της όλης κατάστασης που οδήγησε στην επιστολή της Εθνικής και την προειδοποίηση για ακύρωση της συμφωνίας.   Συνεπώς θεωρώ δεδομένο ότι υπό τις περιστάσεις οι τέσσερις τύποι επιστολών δαχτυλοδείχνουν τον ενάγοντα.

 

Περαιτέρω, αν ο μέσος συνετός αναγνώστης γνώριζε τούτα τα εξωγενή δεδομένα,  θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως είτε ο ασφαλιστής καταχράστηκε το ασφάλιστρο, είτε απλώς παρέλειψε να το καταβάλει και γι΄ αυτό η Εθνική προέβη σε τούτο το δραστικό μέτρο, δηλαδή να  προειδοποιήσει για ακύρωση της συμφωνίας.»

 

Εξετάσαμε με προσοχή τις επιστολές και τα εξωτερικά γεγονότα στα οποία αναφέρθηκε το Δικαστήριο και συμφωνούμε με τα ευρήματα και την κατάληξη του.  Σύμφωνα με τη νομολογία, το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι η αντίληψη του μέσου συνετού ανθρώπου.  Όπως, συναφώς, λέχθηκε στην Sigma Radio Television Ltd v. Γεωργιάδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 349/2009, ημερομηνίας 08.06.2021, ECLI:CY:AD:2021:A230:

 

«Το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος προς τον οποίο απευθύνεται το κείμενο θα μπορούσε να το αντιληφθεί κατά δυσφημιστικό τρόπο και όχι να αποδώσει απλώς ο ίδιος ο ενάγων ένα δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα θεωρώντας τον εαυτό του θιγμένο, ενώ το κείμενο μπορεί να είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών.»

 

Κρίνουμε πως, στην υπό κρίση υπόθεση το περιεχόμενο των επίδικων επιστολών και τα εξωγενή γεγονότα που αναφέρθηκαν, σίγουρα θα δημιουργούσαν σε κάθε συνετό αναγνώστη την εντύπωση που ανέφερε το Δικαστήριο, ότι δηλαδή ο εφεσίβλητος, είτε καταχράστηκε το ασφάλιστρο, είτε ότι απλά παρέλειψε να το καταβάλει.  Οι επιστολές και τα εξωγενή γεγονότα οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα που κατέληξε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ότι αποτελούσαν δυσφήμιση για τον εφεσίβλητο.

 

Επιπρόσθετα, σημειώνουμε πως ήταν κοινό έδαφος ότι οι ασφαλιζόμενοι κατέβαλλαν το ασφάλιστρο απευθείας στον εφεσίβλητο και επιπλέον, ότι όταν αυτοί έλαβαν τις αντίστοιχες επιστολές, αντέδρασαν διαμαρτυρόμενοι.  Συνεπώς, θα είχε ουδέτερη σημασία στη στοιχειοθέτηση ή μη του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης, η κλήση των ασφαλιζόμενων στο Δικαστήριο για να καταθέσουν, δια ζώσης και με λεπτομέρεια, τι ανέφεραν τηλεφωνικώς στον εφεσίβλητο, ως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, και οι λόγοι έφεσης δύο και τρία, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Όλα τα πιο πάνω οδηγούν στην απόρριψη της έφεσης.

 

Θα προχωρήσουμε με την εξέταση της αντέφεσης, με την οποία προβάλλονται δύο λόγοι.

 

Με τον πρώτο λόγο αντέφεσης, ο εφεσίβλητος παραπονείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη διαζευκτική αιτία αγωγής της επιζήμιας ψευδολογίας.  Στην αιτιολογία αυτού, ο εφεσίβλητος διατείνεται πως ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι αποδείχθηκε το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, στη βάση ότι οι επίδικες επιστολές ήταν δυσφημιστικές για τον εφεσίβλητο και ότι έπληξαν άμεσα τη φήμη και την υπόληψη του στον επαγγελματικό του χώρο, απέρριψε τη βάση αγωγής της επιζήμιας ψευδολογίας.

 

Το Άρθρο 25(1) του Κεφ. 148 προνοεί ότι:

 

«25.-(1) Επιζήμια ψευδoλoγία συvίσταται στηv κακόβoυλη δημoσίευση ψευδoύς δήλωσης, πρoφoρικά ή άλλως πως πoυ αφoρά-

(α) Τo επάγγελμα, τo επιτήδευμα, τηv εργασία, εvασχόληση ή τη θέση άλλoυ͘ ή

(β) τα αγαθά άλλoυ͘  ή

(γ) τov τίτλo κυριότητας άλλoυ:

Νoείται ότι, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (2), καvέvας δεv τυγχάvει απoζημίωσης για επιζήμια ψευδoλoγία, εκτός αv εξαιτίας αυτής υπέστη ειδική ζημιά.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στα πιο πάνω συστατικά στοιχεία της επιζήμιας ψευδολογίας, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Έχω ήδη αναφέρει ότι δέχομαι τη μαρτυρία των εναγομένων 2 και 3 ως ορθή και αληθή.   Υπεδείχθη ακόμη, βάσει της μαρτυρίας των εναγομένων 2 και 3, ότι ουδεμία κακοβουλία διαπιστώνεται στις ενέργειες των εναγομένων.   Αν είναι κάτι που προστίθεται τώρα, είναι πως ούτε πρόθεση πρόκλησης βλάβης διαπιστώνεται.   Οι ενέργειες των εναγομένων δεν είχαν στόχο τον ενάγοντα, αλλά σκοπούσαν σε διαφύλαξη  των συμφερόντων της Εθνικής.   Έστω και αν οι ενέργειες τους εν τέλει έβλαψαν τον ενάγοντα, εφόσον έπληξαν την υπόληψή του.  Οι πιο πάνω διαπιστώσεις όμως δεν αφήνουν τις άλλες δυο βάσεις αγωγής να καρποφορήσουν και ως εκ τούτου απορρίπτονται.»

 

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσειόντων 2 και 3 πως σκοπός τους ήταν η διαφύλαξη των συμφερόντων της εφεσίβλητης 1, και όχι να πλήξουν τον εφεσίβλητο και να του προκαλέσουν ζημιά και απέρριψε την αντίθετη μαρτυρία του εφεσίβλητου περί τούτου.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έχει εφεσιβληθεί με την αντέφεση.  Συνεπώς, με βάση την πιο πάνω αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο κατέληξε στο εύλογο συμπέρασμα πως δεν έχει τεκμηριωθεί το αστικό αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης, ο εφεσίβλητος προβάλλει πως το Δικαστήριο επεδίκασε ανεπαρκείς αποζημιώσεις, οι οποίες δεν αποκαθιστούν τις ζημιές που υπέστη από τις δυσφημιστικές επίδικες επιστολές. Στην αιτιολογία αυτού, ο εφεσίβλητος διατείνεται πως εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε πως €8.000,00 ως αποζημιώσεις ήταν ικανοποιητικό ποσό για να αποκαταστήσει τη ζημιά του.  Ισχυρίζεται, ακόμα, πως το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι λόγω των δυσφημιστικών επιστολών, απώλεσε το χαρτοφυλάκιο του, το οποίο του απέδιδε προμήθειες €9.100,00 περίπου ετησίως, γεγονός που παρέμεινε αδιαμφισβήτητο.  Στο περίγραμμα αγόρευσης του, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε πως εκτός από τις γενικές αποζημιώσεις, το Δικαστήριο δεν επεδίκασε ως ειδικές αποζημιώσεις την απώλεια του χαρτοφυλακίου του εφεσίβλητου ύψους €9.100,00 το χρόνο.  Αντίθετα, ο  ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων, υποστήριξε πως το ποσό των αποζημιώσεων ήταν επαρκές έως και υπερβολικό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε, σε σχέση με τις αρχές που διέπουν το θέμα των αποζημιώσεων, μεταξύ άλλων, από την Χατζηπαναγιώτου v. Δρουσιώτη κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1321, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ο σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι η αποκατάσταση του ενάγοντα από τα αποτελέσματα της δυσφημιστικής δήλωσης.   Οι γενικές αποζημιώσεις, στην περίπτωση της δυσφήμισης, εξυπηρετούν τρεις βασικούς στόχους:  (α) τη θεραπεία του ενάγοντα από τη βλάβη που υπέστη εξαιτίας της δημοσίευσης της δήλωσης, (β)  την αποκατάσταση της ζημιάς στην πληγείσα φήμη του ενάγοντα και (γ) τη δικαίωσή του.  Οι αποζημιώσεις, σε περιπτώσεις δυσφήμισης όπως η παρούσα, δεν υπολογίζονται με αναφορά σε οποιοδήποτε μαθηματικό τύπο.  Το δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων, τη συμπεριφορά του ενάγοντα, τη θέση και την υπόληψή του, τη φύση της δυσφήμισης, τον τρόπο και το βαθμό της δημοσίευσης, την απουσία ή την άρνηση του εναγομένου να απολογηθεί και να αποκαταστήσει τη φήμη του ενάγοντα και τη συμπεριφορά του εναγόμενου από το χρόνο της δημοσίευσης της δυσφήμισης μέχρι την απόφαση.»

 

(βλ. επίσης Α.Ι. κ.ά. v. Π.Φ. κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 283/2012, ημερομηνίας 27.09.2019, ECLI:CY:AD:2019:D402, Κωνσταντίνου v. Κωνσταντίνου, Πολιτική Έφεση Αρ. 256/2015, ημερομηνίας 5.7.2024, Ιωάννου κ.ά. v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Πολιτική Έφεση Αρ. 214/2015, ημερομηνίας 15.07.2024).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε εναντίον της εφεσείουσας το ποσό των €8.000,00 και εναντίον των εφεσειόντων 2 και 3 το ποσό των €2.000,00 έκαστος, κεχωρισμένα και/ή αλληλέγγυα με τους λοιπούς εφεσείοντες, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση  η δημοσίευση είναι περιορισμένη μεταξύ των πελατών του  ενάγοντα.  Ο αριθμός τούτων ανέρχεται σε περίπου 40. Ενδεικτική είναι η παραδοχή της υπεράσπισης στο Παράρτημα Α, δηλαδή τα πρόσωπα στα οποία στάληκε απολογητική επιστολή και ως εκ τούτου συνάγεται ότι στα εν λόγω πρόσωπα  προηγήθηκε  αποστολή τουλάχιστον μιας επιστολής εκ των τεκμηρίων 3 έως 6.  Υπόψη λαμβάνονται και τα τεκμήρια 3 έως 6, εφόσον κάποια ονόματα δεν συμπεριλαμβάνονται  στο Παράρτημα Α, αλλά και το γεγονός ότι κάποιες εκ των επιστολών κοινοποιήθηκαν και στον Αρχηγό Αστυνομίας και το Τμήμα Ασφαλιστών Μηχανοκίνητων Οχημάτων.   Από την άλλη δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι το περιεχόμενο των δυσφημιστικών επιστολών άφησε σοβαρές αιχμές εναντίον του ενάγοντα, όπως ακόμη και αυτό το αδίκημα της κατάχρησης περιουσίας ή έστω αμελούς συμπεριφοράς στο επάγγελμα.   Και όλα αυτά χωρίς πραγματικό έρεισμα, δοθέντος ότι στο τέλος της ημέρας ο ισχυρισμός ότι κάποιοι εκ των πελατών του ενάγοντα χρωστούσαν ασφάλιστρα, απορρίφθηκε.

 

Προτού όμως καθοριστεί το ύψος του ποσού επισημαίνω κάτι ακόμη.  Η Εθνική είναι υπαίτια για το σύνολο των επιστολών.  Όχι όμως και οι εναγόμενοι 2 και 3, εφόσον έκαστος εξ΄ αυτών κρίνεται για τις επιστολές που ο ίδιος δημοσίευσε  και όχι για το σύνολο. Οι δυο τους, εναγόμενοι 2 και 3, έστειλαν ισάριθμο, περίπου, αριθμό επιστολών.  Ο πρώτος έστειλε 15 και ο δεύτερος 12.   Συνεπώς καταλήγω ότι η ευθύνη των εναγομένων 2 και 3 είναι μικρότερη από εκείνη της Εθνικής, αλλά ίση μεταξύ τους.

 

Με αυτά κατά νου, υπέρ του ενάγοντα επιδικάζεται αποζημίωση ύψους €8.000 δια το οποίο η εναγομένη 1 είναι υπεύθυνη στο ακέραιο, ενώ οι εναγόμενοι 2 και 3  δια  ποσό ύψους  €2.000, έκαστος, κεχωρισμένα και/ή αλληλέγγυα με τους λοιπούς εναγομένους.»

 

 

Ως προς το ρόλο του Εφετείου σε υποθέσεις επιδίκασης αποζημιώσεων για δυσφήμιση, παραπέμπουμε στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ v. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Βάσει της νομολογίας παρέχεται πεδίο στο Εφετείο να επέμβει με τον καθορισμό των αποζημιώσεων από το πρωτόδικο δικαστήριο μόνο σε δύο περιπτώσεις:-

 

(α) Όπου διαπιστώνεται εσφαλμένη καθοδήγηση (του πρωτόδικου δικαστηρίου) ως προς τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων, θέμα που δεν εγείρεται σ' αυτή την έφεση

…………………………………………………………………………………………

(β) Όταν το ποσό των αποζημιώσεων είναι έκδηλα υπερβολικό ή ανεπαρκές υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης ώστε βάσιμα να καταφαίνεται ότι δεν μπορούσε να επιδικασθεί από οποιοδήποτε πρωτόδικο δικαστήριο επιφορτισμένο με τον καθορισμό του. (Βλ. Constantinides v. Koureas (1978) 1 C.L.R., 139, General Press Agency v. Christofides (1981) 1 C.L.R., 190, και Saveriades & Others v. Georghiades (1982) 1 CL.R.,574).

 

Η προσέγγιση των αγγλικών δικαστηρίων ως προς την αναθεώρηση από το Εφετείο των αποζημιώσεων για δυσφήμιση που επιδικάζονται από Δικαστή χωρίς τη συμμετοχή ενόρκων είναι ακόμα πιό περιοριστική. Δικαιολογείται ο παραμερισμός του ποσού το οποίο απονεμήθηκε μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις όπου κρίνεται ότι το ποσό συνιστά καθ' ολοκληρία εσφαλμένη εκτίμηση της ζημιάς την οποία υπέστη ο δυσφημισθείς. (Βλ. GATLEY ON LIBEL AND SLANDER, 8th Ed., p. 624, para. 1521 - Davies v. Powell Duffryn [1942] AC. 601, Nance v. British Columbia Electric Ry. [1951] A.C. 601, και Associated Newspapers v. Dingle [1964] A.C. at p. 393). Ακόμα πιό περιοριστική είναι η προσέγγιση του Εφετείου στην αναθεώρηση της αποζημίωσης για δυσφήμιση όπου αυτή καθορίζεται από του ενόρκους. (Βλ. GATLEY (ανωτέρω), para. 1515).»

 

Παραπέμπουμε επίσης, στην Χατζηπαναγιώτου v. Δρουσιώτη κ.ά. (ανωτέρω), όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ο ρόλος του Εφετείου, σε υποθέσεις επιδίκασης αποζημιώσεων για δυσφήμιση, περιορίζεται ουσιαστικά στην εξέταση του θέματος του κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε εύλογα κατά την επιδίκαση τέτοιας αποζημίωσης έτσι ώστε να αποζημιώνεται ο ενάγων και να αποκαθίσταται η φήμη του. Οι γενικές αποζημιώσεις, στην περίπτωση της δυσφήμισης, είναι πρωταρχικά ζήτημα εντυπώσεως του πρωτοδίκου δικαστηρίου και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα ανατρέποντας την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός αν διαπιστώσει κάποιο λάθος. Το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρέχει εξουσία στο Εφετείο να αντικαθιστά τη λανθασμένη επιδίκαση αποζημιώσεων με την ορθή επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων και με αυτόν τον τρόπο να μην είναι απαραίτητη η επανεκδίκαση της υπόθεσης.». 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, καταλήγοντας στο ύψος των αποζημιώσεων, έλαβε υπόψη ότι το περιεχόμενο των επιστολών άφηνε σοβαρές αιχμές για τον εφεσίβλητο.  Ταυτόχρονα, όμως, έλαβε υπόψη ότι η δημοσίευση ήταν περιορισμένη στους πελάτες του εφεσίβλητου, δηλαδή δεν απευθυνόταν στο ευρύ κοινό.

 

Μελετήσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις αρχές που προσδιορίζουν το ύψος των αποζημιώσεων στις υποθέσεις δυσφήμισης και ενήργησε εύλογα ώστε να αποζημιωθεί ο εφεσίβλητος και να αποκατασταθεί η φήμη του.  Το αποδοθέν ποσό αποζημίωσης δεν μπορεί να κριθεί ως εκτός των ορθών πλαισίων έτσι ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση μας.   

 

Περαιτέρω, η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν απεδείχθη οποιαδήποτε ειδική ζημιά δεν έχει εφεσιβληθεί, επομένως δεν μπορεί να εξεταστεί.  Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης αναφέρεται στις αποζημιώσεις που το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τις οποίες χαρακτηρίζει ως «πρόδηλα ανεπαρκείς».  Οι αποζημιώσεις που καθόρισε το Δικαστήριο αφορούσαν γενικές αποζημιώσεις.  Η αναφορά στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου αντέφεσης ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ενόψει των δυσφημιστικών επιστολών, ο εφεσίβλητος απώλεσε το χαρτοφυλάκιο του που του απέδιδε ετήσιο εισόδημα €9.100,00 ως προμήθειες, δεν μπορεί να καλύψει το κενό.

 

Ως εκ των ανωτέρω, και ο δεύτερος λόγος αντέφεσης, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται.  Λόγω της κοινής κατάληξης, θεωρούμε ορθό όπως μη επιδικάσουμε έξοδα υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου.  Συνεπώς, κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της τόσο στην έφεση όσο και στην αντέφεση.

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο