
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
15 Σεπτεμβρίου 2025
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 379/2019)
(Σχ. με Αρ. 380/2019)
ΠΕΤΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,
Εφεσείοντας,
v.
ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσίβλητη.
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 380/2019)
(Σχ. με Αρ. 379/2019)
ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΠΕΤΡΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,
Εφεσίβλητος.
_______________________________________
Στην Πολιτική Έφεση Αρ. 379/2019:
Ν. Χαραλαμπίδης για Γιώργος Χαραλαμπίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Α. Γλυκής για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
Στην Πολιτική Έφεση Αρ. 380/2019:
Α. Γλυκής για κ.κ. Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Ν. Χαραλαμπίδης για Γιώργος Χαραλαμπίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Οι παρούσες εφέσεις είναι μεταξύ τους άμεσα σχετιζόμενες, αφορούν στην αμφισβήτηση της ορθότητας ίδιας απόφασης, εκκαλούμενης, ημερομηνίας 06.09.2019 με την οποία επιδικάστηκαν, προς όφελος του εφεσείοντα, στην έφεση 379/2019, αποζημιώσεις για τραυματισμούς που αυτός υπέστη λόγω τροχαίου ατυχήματος στο οποίο ενεπλάκη. Με την εκκαλούμενη απόφαση, κρίθηκε ότι ο προαναφερόμενος εφεσείοντας, ο οποίος επέβαινε και οδηγούσε μοτοσυκλέτα, δεν έφερε ευθύνη για το δυστύχημα αλλά υπεύθυνη, αποκλειστικά, γι’ αυτό, κρίθηκε η εφεσίβλητη, στην έφεση 379/2019 (εφεσείουσα στην 380/2019). Σε ουδεμία από τις δύο εφέσεις προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση ως προς το θέμα της ευθύνης.
Οι λόγοι έφεσης, στην 379/2019, αφορούν στη διαφωνία του εφεσείοντα με το ύψος των επιδικασμένων αποζημιώσεων, τις οποίες θεωρεί έκδηλα ανεπαρκείς και/ή υπέρμετρα χαμηλές (πρώτος λόγος έφεσης), και με τον πολλαπλασιαστή που χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου για τον καθορισμό του ποσού της απώλειας μελλοντικών του απολαβών (δεύτερος λόγος έφεσης). Αφορούν, επίσης, στην επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να περικόψει ποσοστό 25% από το ακαθάριστο ποσό του συνόλου των αποδοχών του εφεσείοντα, προκειμένου να καταλήξει στο καθαρό μηνιαίο εισόδημα του (τρίτος λόγος έφεσης), και στην επιδίκαση τόκου, επί του ποσού των €153.298,00, ως απώλεια απολαβών του, από την ημέρα της απόφασης και όχι ενωρίτερα (τέταρτος λόγος έφεσης).
Οι λόγοι έφεσης, στην 380/2019, αφορούν στη διαφωνία της εφεσείουσας (εφεσίβλητης στην 379/2019) με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τους μάρτυρες της υπόθεσης, ειδικότερα, αναφορικά με την απόρριψη της ιατρικής μαρτυρίας του ΜΥ1 (ιατρού Κ. Χατζηβασίλη) (πρώτος λόγος έφεσης), την αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΕ2 (ενάγοντα-εφεσίβλητου), και του ΜΕ3 (ιατρού Π. Παπά) (δεύτερος λόγος έφεσης), και την απόρριψη της ιατρικής μαρτυρίας του ΜΥ2, ιατρού Η. Γεωργίου (τέταρτος λόγος έφεσης). Επίσης, αφορούν και στον τρόπο επιδίκασης των απολαβών του εφεσίβλητου (τρίτος λόγος έφεσης), στην επάρκεια της μαρτυρίας για τους υπολογισμούς προκειμένου το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στον καθαρό μηνιαίο μισθό του εφεσίβλητου (πέμπτος λόγος έφεσης), καθώς, και στην επιδίκαση των ειδικών ζημιών προς όφελος του τελευταίου (έκτος λόγος έφεσης).
Διαφωνεί, ακόμη, η εφεσείουσα, στην 380/2019, και με την υιοθέτηση πολλαπλασιαστή γενικότερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο πολλαπλασιαστής είναι 7, που αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για σκοπούς καθορισμού των μελλοντικών απολαβών του εφεσίβλητου, επιλογή την οποία θεωρεί λανθασμένη (έβδομος λόγος έφεσης), αλλά και στην αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΕ8, (ιατρού Μ. Μάρκαρη), σε σχέση με τους τραυματισμούς του εφεσίβλητου (όγδοος λόγος έφεσης).
Όλοι οι λόγοι έφεσης, και των δύο εφέσεων, αφορούν στην ίδια εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία, εν συντομία, υπενθυμίζεται ότι επιδικάστηκαν προς όφελος του εφεσείοντα στην 379/2019 και εναντίον της εφεσίβλητης (εφεσείουσας στην 380/2019), τα ακόλουθα ποσά, ως αποζημιώσεις:
(α) €30.000,00, ως γενικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του ατυχήματος (12.06.2009) μέχρι εξόφλησης,
(β) €4.834,00, ως ειδικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από 12.06.2009 (ημερομηνία ατυχήματος) μέχρι εξόφλησης,
(γ) €153.298,00, ως απώλεια εισοδήματος από 12.06.2009 (ημέρα ατυχήματος) μέχρι την ημέρα έκδοσης απόφασης, με νόμιμο τόκο από την ημέρα της έκδοσης απόφασης μέχρι εξόφλησης και
(δ) €104.664,00, ως απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων, στη βάση πολλαπλασιαστή 7, με νόμιμο τόκο από την έκδοση της απόφασης μέχρι εξόφλησης.
Κρίνουμε ότι επιβάλλεται η διαβάθμιση ως προς την προτεραιότητα της εξέτασης όλων των λόγων έφεσης. Θεωρούμε πως τα ζητήματα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, που εγείρονται στην έφεση 380/2019, με τους λόγους 1, 2, 4 και 8, χρήζουν πρωθύστερης εξέτασης, παρ’ ότι χρονολογικά και αριθμητικά προηγήθηκε η έφεση 379/2019 και οι σχετικοί με αυτήν λόγοι έφεσης, αφού, αν οι προειρημένοι λόγοι έφεσης, της 380/2019, κριθούν βάσιμοι, ενδεχομένως να επηρεάσουν καθοριστικά το αποτέλεσμα και την έκβαση των υπόλοιπων λόγων έφεσης και των δύο εφέσεων.
Είναι χρήσιμο να υπομνήσουμε ότι οι προαναφερόμενοι μάρτυρες, των οποίων η αξιολόγηση σχετίζεται με τους λόγους έφεσης 1, 2, 4 και 8, αφορούν σε δύο επί μέρους ζητήματα. Πρώτον, τους σωματικούς τραυματισμούς που υπέστη ο εφεσείοντας στην 379/2019, όπου σχετική μαρτυρία έδωσαν ο ΜΕ8, εκ μέρους του εφεσείοντα στην 379/2019 και ο ΜΥ2, εκ μέρους της εφεσίβλητης και, δεύτερο, στο κατά πόσο ο εφεσείοντας, στην 379/2019, υπέστη, ως κατέληξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαταραχή μετατραυματικού στρες (Posttraumatic Stress Disorder – P.T.S.D.) όπου έδωσαν μαρτυρία οι ΜΕ3 και ο ΜΥ1. Και για τα δύο ζητήματα, βέβαια, σχετική ήταν, σε κάποιο βαθμό, και η μαρτυρία του ΜΕ2, εφεσείοντα στην 379/2019. Ως καθίσταται αντιληπτό, τα προαναφερόμενα ζητήματα είναι άμεσα συνυφασμένα με την ανικανότητα για εργασία, του εφεσείοντα, στην έφεση 379/2019, ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και, κατ’ επέκταση, με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων, της απώλειας των απολαβών του μέχρι την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, αλλά και με την απώλεια των μελλοντικών του εισοδημάτων. Καθίσταται, ως εκ τούτου, περαιτέρω, αντιληπτή και η σπουδαιότητα της αξιολόγησης των προαναφερόμενων, καθοριστικών για την υπόθεση, μαρτύρων.
Έφεση 380/2019
Η πλευρά της εφεσείουσας, μέσω των συνηγόρων της, ανέπτυξε, στην αιτιολογία των υπό συζήτηση λόγων έφεσης, τις θέσεις της, οι οποίες προωθούνται στο σχετικό περίγραμμα αγόρευσης. Ο πυρήνας αυτών έγκειται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο ζήτημα της αξιολόγησης των προειρημένων μαρτύρων, κυρίως, επειδή δεν έδωσε επαρκή και/ή επιτρεπτή, κατά τη νομολογία, αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας των ΜΥ1 και ΜΥ2, ενώ αποδέχθηκε, στη βάση, επίσης, λανθασμένων κριτηρίων, στο σύνολο της τη μαρτυρία των ΜΕ2, ΜΕ3 και ΜΕ8.
Από την πλευρά του εφεσίβλητου, μέσω των συνηγόρων του, προβάλλεται η θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ορθή αξιολόγηση των προαναφερόμενων μαρτύρων, αιτιολογώντας ορθά, και με επάρκεια, την κρίση του, από τη μια, να απορρίψει τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2 και, από την άλλη, να αποδεχθεί τη μαρτυρία των ΜΕ2, ΜΕ3 και ΜΕ8.
Η εξουσία επέμβασης του Εφετείου στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, από τα πρωτόδικα Δικαστήρια είναι, νομολογιακά, ξεκαθαρισμένη. Στην πρόσφατη απόφαση Χρ. Χ’’Χριστοφή (Αθηαινίτης) Λίμιτεδ v. Technoplastics Limited, Πολιτική Έφεση 278/2019, ημερομηνίας 15.05.2025, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Υπενθυμίζουμε, σ’ αυτό το στάδιο, ότι, όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ’ εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούει τους μάρτυρες και να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο, κατά κανόνα, σπάνια επεμβαίνει (βλέπε (1) Μιχαηλίδης v. Οικονομίδη, Πολιτική Έφεση 94/2013, ημερομηνίας 30.06.2022, ECLI:CY:AD:2022:D288, (2) Παρσών v. M&M Decoration Centre Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 161/2015, ημερομηνίας 30.04.2015 και (3) Stark κ.α. v. Marsland κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2019, ημερομηνίας 06.05.2025). Στην υπόθεση Ιωάννου v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 26/2021, ημερομηνίας 28.04.2024, επαναλήφθηκε η αρχή, ως προς την επέμβαση του Εφετείου στο ζήτημα της αξιολόγησης, με το ακόλουθο απόσπασμα:
«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.»
Έχοντας δε κατά νου ότι η μαρτυρία των ΜΕ3, ΜΕ8, ΜΥ1 και ΜΥ2 ήταν μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, παραπέμπουμε στα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Κωστάκη (2008) 1 Α.Α.Δ. 432, τα οποία έχουν ως εξής:
«Η μαρτυρία όμως που δίνεται από ένα εμπειρογνώμονα πρέπει να εξετάζεται πρωτόδικα με ιδιαίτερη προσοχή. Οφείλει ένα πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρεί σε ανάλυση και αντιπαραβολή της συγκρουόμενης επιστημονικής μαρτυρίας και να καταγράφει με επιμέλεια και με πειστικό τρόπο τη δική του ανεξάρτητη κρίση, η οποία όμως να αναδύεται και να παραπέμπει στα επιστημονικά δεδομένα και παρατηρήσεις, όπως εξηγήθηκαν από τους ειδικούς.»
Στην υπόθεση Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056 υποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή. Ορθά η πρωτόδικος δικαστής δεν περιόρισε την αξιολόγησή της στην αριθμητική αποτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά επεκτάθηκε και σε προβληματισμό για την αντικειμενική υφή των εκατέρωθεν θέσεων.»
Δεδομένης της πιο πάνω νομολογίας, θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο να παραθέσουμε σχετικά αποσπάσματα, μέσα από την εκκαλούμενη απόφαση, τα οποία αφορούν στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ΜΕ2, ΜΕ3, ΜΕ8, ΜΥ1 και ΜΥ2, διατυπώνοντας, στο παρόν στάδιο, τη διαπίστωση μας ότι υπήρξε παράθεση της ουσιώδους μαρτυρίας τους, επαρκώς, στην εκκαλούμενη απόφαση. Συναφώς, τα σχετικά αποσπάσματα, που αφορούν στην αξιολογική κρίση, έχουν ως ακολούθως:
«Ο ενάγοντας (ΜΕ2) μου έδωσε την εικόνα μάρτυρα της αλήθειας. Ήταν σταθερός στην θέση και στην εκδοχή του ως προς το πώς προκλήθηκε το ατύχημα. Περιέγραψε με λεπτομέρεια τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τραυματίστηκε. Με λεπτομέρεια και χωρίς ίχνος υπερβολής, περιέγραψε τους τραυματισμούς του και τα όσα υπέφερε και υποφέρει συνεπεία τούτων. Δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις κατά το στάδιο της αντεξέτασης. Κατέθετε μεν με απλοϊκό τρόπο, αλλά η μαρτυρία του χαρακτηρίζετο από σαφήνεια και πειστικότητα. Δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε στην μαρτυρία του που θα μπορούσε να καταλήξει σε απόρριψη της εκδοχής του. Αποδέχομαι τα όσα κατέθεσε στο σύνολό τους.
……………………………………………………………………………………………
Οι ιατροί Παναγιώτης Παπάς (ΜΕ3), ………………… (ΜΕ6), ………………… (ΜΕ7), Μάρκος Μάρκαρης (ΜΕ8), Κωστάκης Χατζηβασίλης (ΜΥ1) και Ηλίας Γεωργίου (ΜΥ2), προσήλθαν στο Δικαστήριο και κατέθεσαν ως εμπειρογνώμονες. Τα προσόντα και η εμπειρογνωμοσύνη τους δεν αμφισβητήθηκαν από καμιά πλευρά.
……………………………………………………………………………………………
Η εικόνα που σχημάτισα για τους ιατρούς ………………… (ΜΕ6), ………………… (ΜΕ7) και Μάρκο Μάρκαρη (ΜΕ8), θεράποντες ιατρούς του ενάγοντα, ήταν θετική και αποδέχομαι τα όσα κατέθεσαν. Αιτιολόγησαν πλήρως τα ευρήματα τους και έδωσαν την αναγκαία επιστημονική τεκμηρίωση και επεξήγηση όπου χρειαζόταν.
Δεν θεωρώ ασφαλές υπόβαθρο την μαρτυρία του ιατρού Ηλία Γεωργίου (ΜΥ2), την οποία εξέτασα με την δέουσα προσοχή, για να εξάξω οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα. Δεν ήταν θεράπων ιατρός του ενάγοντα, τον οποίο εξέτασε περιστασιακά και μετά πάροδο αρκετού χρόνου.
Τις μαρτυρίες των ιατρών Παναγιώτη Παπά (ΜΕ3) και Κωστάκη Χατζηβασίλη (ΜΥ1) τις εξέτασα με μεγάλη προσοχή αφού τις μελέτησα σε βάθος.
Ο ιατρός Παναγιώτη Παπάς (ΜΕ3) μου έκανε πολύ καλή εντύπωση, τόσο για την επιστημονική προσέγγιση που είχε στην διατύπωση των θέσεων του, όσο και για τον απλό τρόπο με τον οποίο μετέφερε στο Δικαστήριο τις θέσεις του, δίδοντας όπου χρειαζόταν, την αναγκαία τεκμηρίωση και επεξήγηση. Κατηγορηματικός στις θέσεις και στα ευρήματα του, τα οποία αιτιολόγησε πλήρως. Σε όλη την διάρκεια της αντεξέτασης του, παρέμεινε σταθερός και συνεπής στην θέση του. Η γνώμη του πως ο ενάγοντας λόγω της ψυχικής πάθησης που αντιμετωπίζει («διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες») κατέστη ανίκανος για εργασία, υποστηρίζεται και από τις γνώμες των ιατρών που συγκροτούσαν τα δύο Ιατροσυμβούλια που εξέτασαν τον ενάγοντα για σκοπούς λήψης σύνταξης ανικανότητας. Υπενθυμίζω πως ο ενάγοντας κρίθηκε ανίκανος για εργασία σε ποσοστό 75% την πρώτη φορά που εξετάστηκε, το οποίο αυξήθηκε σε 85% την δεύτερη φορά. Σ’ αυτόν χορηγήθηκε σύνταξη ανικανότητας λόγω της πάθησης του.
Έχοντας εξετάσει και αξιολογήσει την μαρτυρία του ΜΕ3 στο σύνολο της, καταλήγω πως ήταν καθόλα εμπεριστατωμένη και περιείχε την αναγκαία επιστημονική τεκμηρίωση ενώ παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με απλό, σαφή και κατανοητό τρόπο και πλήρως τεκμηριωμένη.
Την μαρτυρία του ιατρού Κωστάκη Χατζηβασίλη (ΜΥ2) την εξέτασα επίσης με την δέουσα προσοχή. Θεωρώ πως δεν τεκμηρίωσε με την απαιτούμενη επάρκεια την γνώμη του. Δεν έχω πεισθεί πως με μία φορά που εξέτασε τον ενάγοντα κατέληξε σε ασφαλή συμπεράσματα σε αντίθεση με τον ιατρό ιατρός Παπά (ΜΕ3) ο οποίος είναι ο θεράπων ιατρός του και ο οποίος τον παρακολουθεί επί σειρά ετών (8 χρόνια). Θεωρώ πως δεν θα ήταν ασφαλές υπόβαθρο να στηριχθώ στην γνώμη του ΜΥ2 για να εξάξω ασφαλή συμπεράσματα.»
Με σημεία αναφοράς τη σχετική αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επί των θεμάτων που αφορούν στους υπό συζήτηση λόγους έφεσης, (1, 2, 4 και 8) στην έφεση 380/2019, τις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, όπως τα ανέπτυξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, κρίνουμε, πως, αν και στην περίπτωση της μη αποδοχής της μαρτυρίας των ΜΥ1 και ΜΥ2 η αιτιολογία ήταν λιτή, διερχόμενοι με λεπτομέρεια τα πρακτικά της δίκης και το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους, θεωρούμε ότι η αξιολόγηση των ΜΕ8 και ΜΥ2, η οποία αφορά σωματικούς τραυματισμούς, και των ΜΕ3 και ΜΥ1 η οποία αφορά ψυχικούς τραυματισμούς, ήταν επιτρεπτή, υπό τις περιστάσεις. Φρονούμε δε πως δεν ήταν εξ αντικειμένου ανυπόστατη η επιλογή αποδοχής των μαρτύρων ΜΕ3 και ΜΕ8. Πρόθεση μας δεν είναι να επαναλάβουμε τη διαδικασία αξιολογικής κρίσης. Μπορούμε όμως να προβούμε, υπό τύπον απαντήσεως, σε τοποθέτηση στα όσα ζητήματα εγείρει ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας. Πρώτον, όσον αφορά στην αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΕ8 και απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΥ2, είναι γεγονός ότι κυρίαρχο ζήτημα στη διαφωνία τους ήταν η πρόκληση ή όχι στον εφεσίβλητο καταγμάτων 6ης πλευράς και ωλένης, όπου ο ΜΕ8 υποστήριξε την ύπαρξη τους, ενώ, ο ΜΥ2 την απέρριψε. Ως διαπιστώνουμε και οι δύο ιατροί επικαλέστηκαν σχετική ακτινολογική εξέταση. Προφανώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ8, και δη ότι τέτοια κάταγματα υπήρχαν στις ακτινογραφίες. Κατ’ αρχάς, δεν φαίνεται να του υποδείχθηκε η σχετική ακτινογραφία ώστε να αντεξετασθεί και να προκύψει κλονιστικό στοιχείο για τη θέση του. Παράλληλα, ο ΜΥ2 δεν παρουσίασε τη σχετική ακτινογραφία και με κάποιο τρόπο να εξηγήσει την απουσία τέτοιων καταγμάτων. Κρίνουμε πως αυτά τα δύο στοιχεία, σε συνδυασμό δε και με υποβολή του συνηγόρου της εφεσείουσας προς τον ΜΕ8 ότι τέτοια κατάγματα δεν οφείλονταν στο συγκεκριμένο επίδικο ατύχημα, και όχι υποβολή πως δεν υπήρξαν τέτοια κατάγματα, ορθά οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΕ8, ο οποίος, σημειωτέον, για την αναφορά του, επί του ιατρικού του πιστοποιητικού, σε άλλο, δεύτερο κάταγμα στον καρπό, έκανε λόγο για κάταγμα κερκίδας, πλην όμως στη μαρτυρία του αποδέχθηκε ότι επρόκειτο για παραδρομή, και πως το κάταγμα ήταν στην ωλένη, ως το βεβαίωσε, άλλωστε, και ο ΜΥ2, στο ιατρικό του πιστοποιητικό, χαρακτηρίζοντας το ως παλαιό, προφανώς, επειδή εξέτασε τον εφεσίβλητο τέσσερα χρόνια μετά το επίδικο ατύχημα. (Προδήλως η διευκρίνιση αυτή διέφυγε της προσοχής της πρωτόδικης δικαστού, η οποία στα ευρήματα της κάνει λόγο και για κάταγμα ωλένης αλλά και για κάταγμα κερκίδας).
Όσον αφορά στην αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΕ3, επίσης, θεωρούμε ότι ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Αν και ατυχής η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιολόγηση του ΜΥ1, όπως και του ΜΥ2, ότι αυτοί δεν ήταν οι θεράποντες ιατροί, φαίνεται μέσα από την παράθεση της μαρτυρίας όλων των ιατρών πως αναδεικνύεται ότι έλαβε υπόψη του το γεγονός αυτό όχι ως το μόνο, αλλά πως έκρινε ότι ο ΜΕ3 μετέφερε πιο πειστικά την ακριβή εικόνα της κατάστασης του εφεσείοντα επειδή, μεταξύ άλλων, τον παρακολουθούσε για 8 χρόνια. Ειδικότερα, ως προς το περιεχόμενο της εν λόγω μαρτυρίας, έχοντας διεξέλθει με λεπτομέρεια τα πρακτικά της δίκης, επιβεβαιώνουμε την πρωτόδικη κρίση, περί της αποδοχής της γνώμης του ΜΕ3. Κυρίαρχο στοιχείο αποτέλεσε το γεγονός πως ο εφεσείοντας παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα μετά το επίδικο τροχαίο ατύχημα, εκτός από το σύμπτωμα της επαναβίωσης του εν λόγω ατυχήματος. Τα υπόλοιπα συμπτώματα του εφεσείοντα, ως τα ανέλυσε ο ΜΕ3, συνέτρεχαν και κάλυπταν τα κριτήρια του DSM (Εγχειρίδιο Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας Διαγνωστικής Εξέτασης για Posttraumatic Stress Disorder), εξηγώντας, ταυτόχρονα, πως τα εν λόγω διαγνωστικά κριτήρια είναι ένας οδοδείκτης που βοηθά τους ιατρούς, πλην όμως, δεν υποκαθιστά τον ιατρό, ο οποίος προβαίνει σε ψυχιατρική εξέταση δίδοντας θεραπεία, ως ήταν η περίπτωση για την οποία μαρτύρησε ο ΜΕ3, ο οποίος παρακολουθούσε συχνά τον εφεσείοντα για 8 χρόνια, με έναρξη 2 μήνες περίπου μετά την ημέρα του ατυχήματος μέχρι που μαρτύρησε στο Δικαστήριο, δίδοντας του παράλληλα θεραπευτική αγωγή, με φάρμακα, της οποίας η χορήγηση και η χρησιμότητα δεν αμφισβητήθηκε. Βέβαια, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του αντίθετη άποψη, του ΜΥ1, στηριζόμενη κυρίως στο γεγονός ότι ο εφεσείοντας δεν πληρούσε κανένα κριτήριο από τα κριτήρια του DSM, και την έκανε αποδεκτή. Ό,τι αναδύεται μέσα από τα πρακτικά της δίκης είναι πως, κυρίως, ο ΜΥ1 δεν αποδεχόταν ότι οι συνθήκες του ατυχήματος συνιστούσαν σοβαρό επαπειλούμενο κίνδυνο, ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε επαναβιώσεις του περιστατικού και πως είχε κεφαλαλγίες, οι οποίες δεν αποτελούν σύμπτωμα για εκπλήρωση κάποιου κριτηρίου του DSM. Για το τελευταίο, εικάζουμε πως λήφθηκε υπόψη, πρωτοδίκως, ότι το γεγονός αυτό, από μόνο του, δεν απέκλειε τη γνώμη του ΜΕ3, αφού το εν λόγω σύμπτωμα συνδέεται με το ατύχημα, ως ήταν η θέση του ΜΕ3, έστω και αν δεν πληροί κάποιο κριτήριο του DSM. Σ’ ότι αφορά στον χαρακτηρισμό του σοβαρού επαπειλούμενου κινδύνου, παρατηρούμε ότι ο ΜΥ1 αποδέχθηκε, κατά τη μαρτυρία του, πως τέτοιος κίνδυνος σχετίζεται με υποκειμενικά στοιχεία, δηλαδή το πως ο κάθε εμπλεκόμενος σε ένα συμβάν, ή ακόμη και μάρτυρας σε συμβάν, θα το εκλάβει και αυτό θα εξελιχθεί στην πορεία, ανάλογα με τον χαρακτήρα του καθενός. Μπορεί σε κάποιον ένα σοβαρό γεγονός να μην έχει την ίδια σοβαρή επίδραση. Προφανώς, είναι κατανοητό ότι είναι λίγες οι περιπτώσεις. Φαίνεται όμως πως, σύμφωνα με τον ΜΕ3, ο εφεσείοντας ανήκει σ’ αυτές.
Εξάλλου, πέραν των προαναφερόμενων, ως υπέμνησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος κρίθηκε από το ιατροσυμβούλιο, με εξέταση δύο ιατρών, ανίκανος για εργασία. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι η εν λόγω έγκριση βασίστηκε στην υποβολή γραπτού αιτήματος του εφεσίβλητου, το οποίο ως διαφαίνεται, περιλάμβανε έκθεση του ΜΕ3 στην οποία, στην ενότητα «Διάγνωση» αναφέρεται «Διαταραχή προσαρμογής μεικτή με αγχώδης και καταθλιπτική συμπτωματολογία – Μετατραυματικό σύνδρομο» που, ως εξήγησε ο ΜΕ3, το μετατραυματικό σύνδρομο είναι η φράση που επικράτησε στην Κύπρο για τη διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες (P.T.S.D.).
Όσον αφορά στις υποβολές του συνηγόρου της εφεσείουσας περί προϋπαρχουσών, στον εφεσίβλητο, τόσο των σωματικών τραυματισμών όσο και των ψυχικών τραυματισμών, διαπιστώνεται ότι δεν υποστηρίχθηκαν με οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία, ως εκ τούτου αυτές (οι υποβολές) παρέμειναν, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έωλες.
Συνεπώς, η αξιολόγηση των επίμαχων μαρτύρων δεν προβάλλει να είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατη. Ούτε η επιλογή, της αποδοχής των ΜΕ3 και ΜΕ8 και της απόρριψης της μαρτυρίας των ΜΥ1 και ΜΥ2, παράλογη.
Αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσίβλητου, διαπιστώνουμε, εν πρώτοις, ότι σημαντικό μέρος της αφορούσε στο ζήτημα της ευθύνης το οποίο δεν εφεσιβάλλεται. Ως προς τα ιατρικά ζητήματα ασφαλώς βαρύνουσα αξία είχε η ιατρική μαρτυρία, αφού ο ίδιος δεν θα μπορούσε να αποδώσει επ’ ακριβώς ιατρικά τα συμπτώματα και τις εκδηλώσεις της συμπεριφοράς του. Το γεγονός, άλλωστε, και μόνο, ότι ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε πως είχε γενικά εμπλακεί και σε άλλα ατυχήματα, πριν από το επίδικο, δεν εξυπακούει ότι υπήρξαν σ’ αυτά οι βλάβες για τις οποίες αυτός αξίωνε με την επίδικη αγωγή του. Εξάλλου, δεν αποδέχθηκε κάτι τέτοιο. Εν πάση περιπτώσει, ουδεμία μαρτυρία υπήρξε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία να δικαιολογούσε τέτοιο εύρημα. Επιπλέον, σημειώνεται πως τα ευρήματα των θεραπόντων ιατρών του νοσοκομείου και ιδιωτών ιατρών συνάδουν με τραυματισμούς, προερχόμενους χρονικά, από το επίδικο ατύχημα. Ουδείς εξ αυτών ανέφερε πως οι τραυματισμοί που αναγράφονται στα πιστοποιητικά τους προϋπήρχαν του επίδικου ατυχήματος. Σχετικά δε με τις απολαβές του, αυτές, υποστηρίχθηκαν και από μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη και η πρωτόδικη κρίση, επ’ αυτού, δεν εφεσιβάλλεται. Συναφώς, ορθή κρίνεται και η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του ΜΕ2, εφεσίβλητου.
Κατ’ επέκταση των προλεγόμενων, κρίνουμε ότι και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στηριζόμενα στην αξιολόγηση όλων των προαναφερόμενων μαρτύρων, περιλαμβανομένου και του εφεσίβλητου ήταν εύλογα και επιτρεπτά, υπό τις περιστάσεις, και δεν δικαιολογείται επέμβαση μας στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4 και 8 κρίνονται αβάσιμοι.
Προχωρώντας, θεωρούμε ότι ενδείκνυται και είναι εφικτή η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης της 380/2019, ήτοι των λόγων έφεσης 3, 5, 6 και 7.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα, δεν έδωσε βαρύτητα στο γεγονός πως ο εφεσίβλητος ήταν περιστασιακός εργάτης, αλλά του επιδίκασε αποζημιώσεις επί μόνιμης μηνιαίας βάσης, ως απώλεια μηνιαίων απολαβών.
Έχουμε εξετάσει τις αιτιάσεις που προβάλλονται προς υποστήριξη του εν λόγω παραπόνου. Θεωρούμε πως, ενόψει του ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας, περιλαμβανομένης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, κρίθηκε ορθή, ως επίσης λαμβάνοντας υπόψη τη μαρτυρία του ΜΕ5, η αξιολόγηση της οποίας δεν εφεσιβάλλεται, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε τον εφεσίβλητο περιστασιακό εργάτη. Αν και ο εφεσίβλητος είχε αλλάξει διάφορους εργοδότες, και πήρε κατά καιρούς επίδομα ανεργίας ή ασθενείας, γεγονός παραμένει ότι κατά το επίδικο ατύχημα, στην ηλικία των 35 ετών, είχε σταθερή εργασία κατά τους τελευταίους 11 μήνες, προ του επίδικου δυστυχήματος, ως οδηγός τουριστικού λεωφορείου, με σταθερό μηνιαίο μισθό και υπερωρίες. Ο δε μάρτυρας ΜΕ4, ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος, που κατέθεσε εκ μέρους του εργοδότη του, ανέφερε ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα στην εργοδότηση του εφεσίβλητου. Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν θεωρούμε πως ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει, ως εισηγείται η πλευρά της εφεσείουσας, σε συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος ήταν περιστασιακός εργάτης. Οι αλλαγές εργοδότη, κατά τα προηγούμενα χρόνια, ως παρουσιάζονται στον φάκελο του εφεσίβλητου που τηρείται στις κοινωνικές ασφαλίσεις, από μόνη της δεν ήταν αρκετή για τέτοιο συμπέρασμα. Ενδεχομένως να δικαιολογούνταν τέτοιο συμπέρασμα αν ο εφεσίβλητος ήταν μεγαλύτερης ηλικίας και υπήρχε η πορεία της συνεχούς αλλαγής εργοδότη και χωρίς την τελευταία του εργοδότηση, η οποία, ως φαίνεται, είχε στοιχεία μονιμότητας.
Συνακόλουθα, ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Σε συνέχεια των πιο πάνω, τα οποία υιοθετούνται και επαναλαμβάνονται, δεν γίνονται αποδεκτές οι αιτιάσεις περί αστάθειας του εφεσίβλητου να παραμείνει μόνιμα σε μία εργασία. Ενδέχεται να συνέβαινε αυτό, ενδέχεται και όχι. Δεν υποβλήθηκε όμως τέτοια θέση στον εφεσίβλητο όταν αντεξετάστηκε, και δη περί αστάθειας του στους χώρους εργασίας ή περί επιθυμίας του να μην εργάζεται μόνιμα. Κρίνουμε, επίσης, αβάσιμο το παράπονο της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως ο εφεσίβλητος έπαιρνε επίδομα ασθενείας από 16.06.2009 μέχρι 31.12.2009 και ότι παρουσιάστηκε μαρτυρία για τους λόγους που λάμβανε τα επιδόματα. Ως προκύπτει, από την αποδεκτή μαρτυρία, το επίδομα ασθενείας βασιζόταν σε άδειες ασθενείας που είχαν παραχωρήσει οι θεράποντες ιατροί αλλά και ιατροί που εξέτασαν τον εφεσίβλητο. Τα δε υπόλοιπα παράπονα, που διατυπώνονται στον πέμπτο λόγο έφεσης, εκφεύγουν του περιεχομένου του. Εν πάση περιπτώσει, θεωρούμε ότι απαντήθηκαν με τους λόγους έφεσης 1, 2, 4 και 8, αφού σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Με τον έκτο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε κάποια εκ των αξιούμενων κονδυλίων ως ειδικές αποζημιώσεις. Ειδικότερα, η αμφισβήτηση αφορά στα ποσά των €500,00 ως ιατρικά έξοδα του ΜΕ8, ιατρού Μάρκαρη, των €200,00 ως ιατρικά έξοδα του ιατρού Γ. Ιωάννου, των €70,00 ως έξοδα του ιατρού Βασιλείου, των €50,00 του ιατρού Λουκαϊδη (νευρολόγου), των €740,00 έξοδα του ιατρού Διαμαντή, των €246,55 ως έξοδα Νοσοκομείου Λεμεσού, των €70,00 έξοδα της ιατρού Οικονομίδου και €40,00 ως έξοδα εξέτασης από τον ιατρό Πεζίκη.
Έχουμε εξετάσει τις αιτιάσεις και τα παράπονα της εφεσείουσας που υποστηρίζουν τον υπό συζήτηση λόγο έφεσης. Έχουμε κατά νου τη σχετική νομολογία, η οποία επιβάλλει δικογράφιση των ειδικών ζημιών και αυστηρή απόδειξη τους (βλέπετε Παναγιώτου v. Φραγκέσκου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687, Αλεξάνδρου v. Ιωάννου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1157, Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396, Παπαϊωάννου v. Κωνσταντίνου (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1083). Έχουμε καταλήξει ότι πρόκειται για αβάσιμες θέσεις, καθ’ ότι, ο εφεσίβλητος, για όλα τα προαναφερόμενα κονδύλια, μαρτύρησε πως αφορούσαν ιατρικές του εξετάσεις, παρακολουθήσεις και έξοδα, δίδοντας εξηγήσεις ως προς τη σχετικότητα τους με το επίδικο ατύχημα. Διαπιστώνεται δε ότι παρουσίασε σχετικές αποδείξεις ή τα ποσά αναφέρονται σε ιατρικά πιστοποιητικά, ως είναι η περίπτωση των εξόδων του ιατρού Μάρκαρη, ΜΕ8. Καμία αμφισβήτηση όμως των εν λόγω ποσών υπήρξε, ούτε προς τον ιατρό Μάρκαρη, για το ύψος των εξόδων του, ούτε και αντεξέταση προς τον εφεσίβλητο υπήρξε. Συνεπώς, η επιδίκαση των εν λόγω κονδυλίων, υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις, προβάλλει ορθή και δικαιολογημένη.
Συνεπώς, ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Η επιδίκαση απώλειας μελλοντικών απολαβών αποτελεί το παράπονο της εφεσείουσας το οποίο υποστηλώνει τον έβδομο λόγο έφεσης. Ειδικότερα, θεωρεί, η εφεσείουσα, ότι λανθασμένα επιδικάστηκε ποσό για απώλεια μελλοντικών απολαβών με συντελεστή 7, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι δεν παρουσιάστηκε και δεν κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου, με την οποία εγκρίθηκε το αίτημα του εφεσίβλητου για σύνταξη ανικανότητας. Αναπτύχθηκε, μέσα από τη σχετική αιτιολογία, μεταξύ άλλων, η θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε μόνο στα υποκειμενικά παράπονα του εφεσίβλητου και, στην απουσία ιατρικού πιστοποιητικού ή γνώμης από τους δύο ιατρούς που εξέτασαν τον εφεσίβλητο στο Ιατροσυμβούλιο, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ιατρού Παπά, ΜΕ3, ως αξιόπιστη. Επικαλέστηκε, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Σπύρου v. Παπαδόπουλλου, Πολιτική Έφεση Αρ. 29/12, ημερομηνίας 02.04.2018, ECLI:CY:AD:2018:A144, εισηγούμενος ότι τα γεγονότα της προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, και άρα δεν ήταν ορθή η πρωτόδικη κατάληξη περί ανικανότητας του εφεσίβλητου για εργασία.
Έχουμε εξετάσει καθετί που τέθηκε ενώπιον μας ως θέση ή επιχείρημα για υποστήριξη του υπό συζήτηση λόγου έφεσης. Φρονούμε πως τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον μας και αξιολογήθηκαν πρωτόδικα δεν συνιστούν έρεισμα για ανατροπή της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία επέλεξε να επιδικάσει αποζημιώσεις για απώλεια μελλοντικών απολαβών στη βάση πολλαπλασιαστή, (το αν είναι ορθός ο πολλαπλασιαστής 7 είναι θέμα διαφορετικό και εφεσιβάλλεται με την έφεση 379/2019, γι’ αυτό θα επανέλθουμε επί του θέματος αυτού). Ως έχουμε ήδη εξηγήσει, προγενέστερα, αποδείχθηκε με μαρτυρία, της οποίας δεν εφεσιβάλλεται η αξιολόγηση, ότι ο εφεσίβλητος είχε εργασία σταθερά για 11 μήνες χωρίς προβλήματα στην εργοδότηση του, με μηνιαίο μισθό και με υπερωρίες, ο οποίος ανερχόταν στο ποσό των €1.812,90 (συνολικό ύψος αποδοχών για τους 11 μήνες ήταν €19.942,00). Τα στοιχεία αυτά, μαζί με την ηλικία του, κρίνουμε ότι αποτελούσαν ικανοποιητικό υπόβαθρο για την υιοθέτηση πολλαπλασιαστή και ορθώς υιοθετήθηκε.
Περαιτέρω, αν και είναι γεγονός πως η πλευρά της εφεσείουσας αμφισβήτησε, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ότι η σύνταξη ανικανότητας που παραχωρήθηκε στον εφεσίβλητο σχετιζόταν με τους τραυματισμούς του εξ αιτίας του επίδικου δυστυχήματος, καθώς, επίσης πρόβαλε τη θέση ότι ο εφεσίβλητος δεν παρουσίασε μαρτυρία από τους δύο ιατρούς του Ιατροσυμβουλίου που τον εξέτασαν προς τούτο, κρίνουμε πως τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογούσαν το συμπέρασμα του, πως ο εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στην εργασία που είχε προ του επίδικου δυστυχήματος, ήτοι οδηγός τουριστικού λεωφορείου. Το εν λόγω συμπέρασμα, αφενός, βασίστηκε στην αποδεκτή μαρτυρία του ιατρού Παπά, ΜΕ3, αφετέρου, η έγκριση για ανικανότητα προς εργασία σε ποσοστό 75% και στη συνέχεια, το 2016, σε ποσοστό 85% βασίστηκε, ως προκύπτει ξεκάθαρα από το Τεκμήριο 27 (απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 14.02.2011) στην αίτηση του εφεσίβλητου η οποία περιλαμβάνει ιατρική έκθεση του ιατρού Παπά, ΜΕ3, ο οποίος αναφέρεται σε τραυματισμό και διάγνωση συνδεδεμένη με το επίδικο δυστύχημα. Επομένως, τα προαναφερόμενα στοιχεία ήταν επαρκή για την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και είναι αυτά τα οποία διαφοροποιούν την παρούσα υπόθεση από την υπόθεση Σπύρου (ανωτέρω), που επικαλείται η εφεσείουσα, αφού, στην εν λόγω υπόθεση, αφενός, ο ιατρός που είχε καταθέσει περί του θέματος της σύνταξης ανικανότητας δεν κρίθηκε αξιόπιστος, αφετέρου, ο ιατρός του Ιατροσυμβουλίου, που επίσης είχε καταθέσει, μαρτύρησε πως η εκεί εφεσείουσα κλήθηκε από το Ιατροσυμβούλιο για εξέταση επειδή αυτή παρουσίασε αναρρωτική άδεια για έναν χρόνο και δεν ήταν αυτός σε θέση να μαρτυρήσει αν η συμπτωματολογία της προερχόταν από το δυστύχημα που είχε. Στην παρούσα υπόθεση, η επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν προϊόν, ως έχουμε κρίνει, ορθής αξιολόγησης της ιατρικής μαρτυρίας του ιατρού Παπά και των υπόλοιπων σχετικών στοιχείων που βρίσκονταν ενώπιον του και διατύπωσης, στη συνέχεια, ανάλογων ευρημάτων. Ως εκ τούτου δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην πρωτόδικη προσέγγιση.
Συνεπώς, απορρίπτεται και ο έβδομος λόγος έφεσης.
Έφεση 379/2019
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας θεωρεί ότι το ποσό των €30.000,00 που του επιδικάστηκε, ως γενικές αποζημιώσεις, είναι υπέρμετρα χαμηλό.
Οι τραυματισμοί του εφεσείοντα, σωματικοί και ψυχικοί, ως τους κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο στα ευρήματα του, έχουν ως εξής:
«Ο ενάγοντας τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου παρέμεινε για νοσηλεία στην χειρουργική κλινική για δύο ημέρες. Εξήλθε στις 14.6.2009, με οδηγίες. Από το ατύχημα ο ενάγοντας υπέστη τους ακόλουθους τραυματισμούς. Κάταγμα κάτω άκρου της κερκίδας του αριστερού καρπού, κάταγμα της κεφαλής της ωλένης και αποσπαστικό της στυλοειδούς απόφυσης, κάταγμα της 6ης πλευράς αριστερά, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, μερική ρήξη του οπισθίου χιαστού συνδέσμου του αριστερού γόνατος, κεφαλαλγία, ζάλη, εκδορά αριστερού γόνατος, έγκαυμα τριβής ραχιαίας επιφάνειας αριστερού αντιβραχίου, εκχύμωση αριστερής μετωπιαίας χώρας, κάκωση αριστερής πηχεοκαρπικής και άκρας χειρός, εκδορές στην κνήμη και ποδοκνημική, κάκωση θώρακος και πλευρών, πολλαπλά επιφανειακά τραύματα τριβής, μετατραυματική αγχώδης διαταραχή (post-traumatic stress disorder).
Ο ενάγοντας, ηλικίας 35 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, εργοδοτείτο από τον Ιούλιο του 2008 μέχρι και την ημέρα του ατυχήματος, στην εταιρεία Xidias Coaches Limited, ως οδηγός τουριστικού λεωφορείου. Τα εισοδήματα του για την συγκεκριμένη περίοδο εργοδότησης του ανέρχονταν στις €19.942,= ακάθαρτα. Ο ενάγοντας, λόγω της ψυχικής πάθησης από την οποία υποφέρει («αγχώδης μετατραυματική διαταραχή» ή «Post-traumatic stress disorder»), η οποία θεωρείται πλέον ως μόνιμο κατάλοιπο, κατέστη ανίκανος για εργασία, όχι μόνο ως οδηγός λεωφορείου, αλλά δεν είναι σε θέση να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα.»
Μέσα από την αγόρευση του, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παραπέμπει και αναφέρεται σε νομολογία (βλέπετε (1) Χαριλάου v. Νικολάου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1460, (2) Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, (3) Παναγή v. Θεοδώρου κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303, (4) Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239), με την οποία δίδεται καθοδήγηση ως προς τους παράγοντες καθορισμού των γενικών αποζημιώσεων για τον πόνο και την ταλαιπωρία θυμάτων αμέλειας, αλλά, και ως προς τον σκοπό των γενικών αποζημιώσεων.
Διαφαίνεται δε ότι η πλευρά του εφεσείοντα επικεντρώνεται στην επίκληση της υπόθεσης Νεοφύτου v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση Αρ. 503/2012, ημερομηνίας 31.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:A212, όπου πρωτόδικα είχε επιδικασθεί ποσό €80.000,00 και δεν ασκήθηκε έφεση για το ύψος του ποσού, αλλά για άλλα ζητήματα. Θεωρεί, καταληκτικά, η πλευρά του εφεσείοντα, ότι λαμβανομένων υπόψη των τραυμάτων του και της ηλικίας του, 35 ετών, κατά τον χρόνο του δυστυχήματος, εύλογο και δίκαιο ποσό αποζημίωσης είναι οι €100.000,00.
Έχοντας συνεκτιμήσει κάθε στοιχείο που βρίσκεται ενώπιον μας, επισημαίνουμε, κατ’ αρχάς, πως εφ’ όσον το ύψος του ποσού των €80.000,00, που επιδικάστηκε πρωτόδικα στην υπόθεση Νεοφύτου (ανωτέρω), δεν εφεσιβλήθηκε, δεν θα μπορούσε να υιοθετηθεί ως βάση για το παρών Εφετείο, χωρίς βέβαια να μην έχει τη σημασία του. Κατά δεύτερο, όμως, λόγο και πιο καθοριστικό, διαπιστώνουμε, κατόπιν μελέτης της εν λόγω αυθεντίας, πως, χωρίς να υποτιμούμε καθόλου τα τραύματα και τις επιπτώσεις του εφεσείοντα, αυτά δεν είναι της ίδιας εμβέλειας με όσα υπέστη ο εφεσείοντας στην υπόθεση Νεοφύτου (ανωτέρω). Θεωρούμε ότι επρόκειτο για πιο σοβαρή περίπτωση. Ενδεικτικά, παρατηρούμε πως επρόκειτο για υπόθεση απρόκλητης και παράνομης επίθεσης αστυνομικών οργάνων τόσο σε δημόσιο χώρο αλλά και στη συνέχεια εντός κεντρικού αστυνομικού σταθμού, ο εκεί εφεσείοντας που ήταν πολύ νεαρό πρόσωπο, 25 ετών, ανέπτυξε, πέραν από εκδηλώσεις ψυχοτραυματικού συνδρόμου, και σοβαρότατα ψυχολογικά προβλήματα, είχε τάσεις αυτοκαταστροφής, μελαγχολία και κατά διαστήματα ανέπτυσσε αυτοκτονικό ιδεασμό. Διασύρθηκε δε ανεπανόρθωτα και τραυματίστηκε η αξιοπρέπεια του.
Είναι, άλλωστε, ορθό να επισημάνουμε πως στην υπόθεση Ανδρέου v. Iacovou Brothers (Constructions) Ltd και άλλοι (2014) 1 Α.Α.Δ. 2851, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Προηγούμενες αποφάσεις προσφέρουν μόνο βοηθητική καθοδήγηση στον καθορισμό του ορθού μέτρου αποζημίωσης στη βάση των ιδιαίτερων δεδομένων της ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεσης και δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος. Παράλληλα σημειώνουμε ότι η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης εξισορρόπησης υπερβολικά χαμηλών αποζημιώσεων σε κατάλληλες περιπτώσεις και δεν τάσσεται ως χάρτης για αιτιολόγηση παροχής συνεχώς αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση (Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν. Πολίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 590).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τον καθορισμό του ποσού των γενικών αποζημιώσεων ανέφερε τα εξής:
«Κατά τον καθορισμό των Γενικών Αποζημιώσεων άντλησα καθοδήγηση από αποφάσεις τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και των Επαρχιακών Δικαστηρίων στις οποίες υπάρχει αναλογία με τη συγκεκριμένη υπόθεση στην έκταση των κακώσεων και στα επακόλουθα τους προβαίνοντας βέβαια στις αναγκαίες προσαρμογές και λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε υπόθεση έχει τις ιδιαιτερότητες της και είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθούν δύο υποθέσεις με τα ίδια ακριβώς στοιχεία [Σπύρου ν. Χ"Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298].
Συνεκτιμώντας τους τραυματισμούς του ενάγοντα, τα ψυχικά του τραύματα όπως αυτά έχουν εκτεθεί από τον θεράποντα ιατρό του Δρ Παπά, που πλέον είναι μόνιμα, την ηλικία του, την ταλαιπωρία και την απώλεια ανέσεων και απολαύσεων που υπέστη και θα συνεχίζει να υποφέρει στο μέλλον, καθώς επίσης και την όλη δυσχέρεια στην οποία περιήλθε όπως και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, κρίνω πως το ποσό των €30.000,= θα αποτελούσε για την περίπτωση του, δίκαιη και εύλογη αποζημίωση.»
Είναι προφανές ότι η μη παραπομπή σε συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες αποφάσεις με ίδια ή παρόμοια ή έστω κατά προσέγγιση συναφή τραύματα, ως είναι τα τραύματα του εφεσείοντα, συνιστά μία γενικότητα η οποία δεν επιτρέπει στο Εφετείο να αντιληφθεί επαρκώς το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παρά ταύτα, το γεγονός δεν αποτελεί από μόνο του λόγο παρέμβασης. Παραμένει στη διακριτική, όμως, ευχέρεια του Εφετείου να κρίνει αν το εν λόγω ποσό ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογο και δίκαιο. Ανατρέξαμε σε νομολογία για παρόμοια, όσο το δυνατό γίνεται, τραύματα. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις πιο κάτω αποφάσεις.
Στην υπόθεση Δημητρίου v. Ιωάννου κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 274, ο εκεί εφεσείοντας, ηλικίας 60 ετών, υπέστη ψυχοτραυματικό στρες (ή σύνδρομο) όταν ενεπλάκη σε δυστύχημα, ως οδηγός λεωφορείου με αποτέλεσμα η μητέρα της εφεσίβλητης (άλλης εμπλεκόμενης οδηγού) να αποβιώσει ενώπιον του, ενόσω στο λεωφορείο του βρίσκονταν μαθητές για εκδρομή. Έκτοτε ανέπτυξε το πιο πάνω ψυχικό τραύμα το οποίο εκδηλώθηκε με πονοκεφάλους, ζάλη, τάση για εμετό, αδυναμία συγκέντρωσης, ευερεθιστότητα, δύσκολη επέλευση του ύπνου, διαταραχές στον ύπνο που συνοδεύονταν με εφιάλτες, κυρίως με σκηνές από το δυστύχημα, πρόωρη αφύπνιση, κατάθλιψη, άγχος και έντονες φοβίες στην τροχαία κίνηση και την οδήγηση. Επιδικάστηκε, κατ’ έφεση, ποσό ΛΚ4.000,00. Ασφαλώς διατηρούμε υπόψη μας πως το εν λόγω ποσό αποφασίστηκε προ πολλών ετών, το 2003.
Στην υπόθεση Τσίβικου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 350/2011, ημερομηνίας 29.05.2018, ECLI:CY:AD:2018:A255, επρόκειτο για τραυματισμούς του εκεί εφεσείοντα, μετά από επίθεση αστυνομικών και νοσηλεύθηκε σε κρατικό νοσοκομείο. Επιδικάστηκαν κατ’ έφεση €80.000,00. Προκλήθηκαν, σ’ αυτόν, διάφορες εκδορές, αποξέσεις επιδερμίδας και εξοίδηση στο πίσω μέρος του τριχωτού της κεφαλής. Υπήρχε ζαλάδα, κεφαλαλγία και άλγος σε όλο το κορμί, ιδιαιτέρως στις πλευρές και τους ώμους. Υπέστη, επίσης, μετατραυματικό σύνδρομο με έντονα τα υπολείμματα της ψυχοπαθολογικής σεμιολογίας. Επιδικάστηκαν, πρωτόδικα, €50.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις. Το εν λόγω ποσό κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκές και επιδικάστηκαν, κατ’ έφεση, €80.000,00. Ό,τι χρήζει δικής μας υποσημείωσης είναι πως η αύξηση του ποσού βασίστηκε και στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα, δεν είχε αποδεχθεί ότι προκλήθηκε στον εκεί εφεσείοντα βαρηκοΐα με μείωση 35% έως 80% της ακοής του, γεγονός που επηρέαζε την καθημερινότητα του.
Στην υπόθεση Παπαμάρκου v. Τ.Κ. Δια μέσω του πατέρα της Α.Κ., Ασκούντος τη γονική μέριμνα αυτής (2007) 1 Α.Α.Δ. 546, η ενάγουσα – εφεσίβλητη ήταν πέντε (5) ετών όταν ενεπλάκη, ως επιβάτης, σε τροχαίο δυστύχημα από το οποίο προκλήθηκε θάνατος στη μητέρα της και στην επτάμηνη αδελφής της. Της προκλήθηκαν συμπτώματα οξέως μετατραυματικού συνδρόμου, δεν μπορούσε να αποχωριστεί τον πατέρα της στις καθημερινές της δραστηριότητες, διακατεχόταν από φόβο πιθανής εγκατάλειψης από τον πατέρα της και είχε δυσκολίες στον ύπνο και αλλαγές στη συμπεριφορά. Κρίθηκε ότι το δυστύχημα είχε κλονίσει εκ θεμελίων τη ζωή της με ανάγκες για μακροχρόνια ψυχοθεραπευτική βοήθεια με ανησυχίες αν θα συνεχιζόταν η ομαλή ψυχοσυναισθηματική της εξέλιξη. Επιδικάστηκε ποσό ΛΚ18.000,00 το οποίο επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Ως έχει νομολογηθεί, ο εντοπισμός αποφάσεων με ίδιους ακριβώς ή παρόμοιους τραυματισμούς, ακόμη και στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, δεν αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο λόγω κάποιων ιδιαιτεροτήτων που η κάθε υπόθεση έχει, κυρίως, και ενδεικτικά, η ιδιότητα του θύματος, η ηλικία του, το εύρος και το είδος της ταλαιπωρίας αλλά και η χρονολογία των προηγούμενων αποφάσεων, εν’ όψει της μείωσης της αξίας του χρήματος.
Λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, τη συνεχή μείωση της αξίας του χρήματος αλλά και οτιδήποτε άλλο αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τους τραυματισμους του εφεσείοντα και τις συνέπειες αυτών, θεωρούμε ότι προκύπτει ανάγκη για επέμβαση του Εφετείου για αύξηση των γενικών αποζημιώσεων με σκοπό την απόδοση πιο αντιπροσωπευτικού και εύλογου ποσού, λαμβανομένου, όμως, υπόψη ότι ο εφεσείοντας δεν υπέστη κάταγμα κερκίδας, όπως αναφέρθηκε στα ευρήματα και προφανώς λήφθηκε υπόψη.
Το ποσό των €30.000,00 αυξάνεται σε €40.000,00. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας παραπονείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε πολλαπλασιαστή 7 και όχι μεγαλύτερο, παραγνωρίζοντας σχετική νομολογία αλλά και την ηλικία του, 35 ετών.
Παραπέμπουμε, εν πρώτοις, στα όσα ειπώθηκαν στην Π.Ι. v. Αριστοκλέους κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 14/2016, ημερομηνίας 18.10.2024:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Ευριπίδης Συκοπετρίτης Λτδ v. Αθηνάκη (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 844, στην οποία αποφασίστηκε ότι η απουσία μαρτυρίας που να παρείχε τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να προσδιορίσει ποιο θα ήταν το αναμενόμενο εισόδημα του εφεσίβλητου δεν καθιστούσε πρόσφορη τη δυνατότητα προσδιορισμού των αποζημιώσεων με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή.
Στην προκειμένη περίπτωση ο Εφεσίβλητος αμφισβητεί τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη δυνατότητα του Εφεσείοντα να εργαστεί. Θεωρούμε λανθασμένη αυτή τη θέση του Εφεσείοντα. Η ιατρική μαρτυρία και γενικότερα το σύνολο αυτής πράγματι οδηγούσαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων δεν είχε καταστεί πλήρως ανίκανος για εργασία, αλλά ότι αυτός θα μπορούσε να εργαστεί, νοουμένου ότι λάμβανε και τη θεραπεία του προς αντιμετώπιση των ψυχολογικών του θεμάτων, σε μη βαριά χειρονακτική εργασία η οποία δεν απαιτούσε ιδιαίτερες ευθύνες, ορθοστασία, ανεβοκατέβασμα σκαλών ή καθημερινή και συχνή οδήγηση.
Η υπόθεση Καϊλάς (ανωτέρω) προσφέρει χρήσιμη καθοδήγηση επί του θέματος, καθότι εκεί η μαρτυρία ήταν τέτοια που δεν προδιαγραφόταν δυνατότητα εξασφάλισης μόνιμης εργασίας για τον εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να κριθεί ορθή η μη χρήση της μεθόδου του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου. Παρομοίως και στην υπόθεση Κουμή v. Κυριάκου, Πολ. Έφ. Αρ. 81/2013, ημερ. 14.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:A184, ECLI:CY:AD:2019:A184, κρίθηκε ορθή η επιδίκαση ενός κατ' αποκοπή ποσού για απώλεια μελλοντικών απολαβών εκ €80.000 επί πλήρους ευθύνης. Σε εκείνη την υπόθεση ο εφεσείων, 20 ετών, ο οποίος κατά τον χρόνο του δυστυχήματος εργαζόταν ως οικοδόμος και ειδικευόμενος κτίστης, αδυνατούσε μετά το δυστύχημα να ασκήσει το ίδιο επάγγελμα.
Η υπόθεση Σολέας v. Σολέα (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 904 είναι επίσης διαφωτιστική. Σε εκείνη την υπόθεση το Εφετείο θεώρησε λανθασμένη τη χρήση του πολλαπλασιαστή ενόψει του σύντομου χρόνου και περιστασιακού τρόπου εργασίας της Εφεσίβλητης, οι οποίοι δεν παρείχαν σταθερή βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης με αυτή τη μέθοδο. Χρήσιμη καθοδήγηση προσφέρουν και οι υποθέσεις Μαυροπετρή v. Λουκά (ανωτέρω) και Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239.»
Στην υπόθεση Καϊλάς v. Παπαχαραλάμπους (2009) 1 Α.Α.Δ. 596 αναφέρθηκαν, αναφορικά με την απώλεια μελλοντικών απολαβών, τα εξής:
«Στη Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, σε σχέση με τη μείωση της εισοδηματικής ικανότητας σε περίπτωση μη εφαρμογής της μεθόδου του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου, αναφέρεται ότι:- (σελ. 75-76):-
«Το ύψος συναρτάται μ' όλους εκείνους τους παράγοντες που τείνουν να διαφωτίσουν για την πιθανότητα απώλειας εισοδήματος στο μέλλον. ... Μεταξύ των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όπως επισημαίνεται, είναι η ηλικία του ενάγοντα, η επαγγελματική του κατάσταση και κατάρτιση, καθώς και η φύση της ανικανότητάς του (για εργασία). ... Η περιορισμένη μόρφωση αποτελεί πρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα για τις μελλοντικές εισοδηματικές του προοπτικές. ...».»
Η παρούσα υπόθεση, ως είναι εμφανές, προσφερόταν για υιοθέτηση της μεθόδου πολλαπλασιαστή επί του πολλαπλασιαστέου, καθ’ ότι υπήρξε σαφής μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για τον μισθό που είχε ο εφεσείοντας προ του δυστυχήματος. Προκύπτει ότι είχε μηνιαίο μισθό €1.812,00 μαζί με υπερωρίες. Θεωρούμε ότι επρόκειτο για καλή βάση για να στηριχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο και να αποδώσει την απώλεια μελλοντικών απολαβών, με τη μέθοδο της υιοθέτησης πολλαπλασιαστή, ως έπραξε.
Επικεντρωμένοι, όμως, στο ειδικότερο παράπονο του αριθμού του πολλαπλασιαστή (7) που υιοθέτησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς επίκληση ή παραπομπή σε σχετικές αποφάσεις, οφείλουμε να υποδείξουμε την πιο κάτω σχετική επί του θέματος νομολογία.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Άλλοι v. Στυλιανού κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1718 υιοθετήθηκε πολλαπλασιαστής 8, όπου, ο ενάγοντας, κατά τον χρόνο της έκδοσης απόφασης, ήταν 49 ετών. Στην υπόθεση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου v. Κυριάκου κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 417 υιοθετήθηκε πολλαπλασιαστής 10, όπου, ο αποβιώσαντας ήταν 47 ετών, κατά τον θάνατο του (και όχι κατά τον χρόνο εκδοσης απόφασης). Στην υπόθεση Ζαχαρία και Άλλοι v. Καραολή (2004) 1 Α.Α.Δ. 72, υιοθετήθηκε πολλαπλασιαστής 15, όπου, η ενάγουσα ήταν ηλικίας 40 ετών και επιβεβαιώθηκε κατ’ έφεση. Στην υπόθεση Θεοδώρου v. Βασιλείου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1192 υιοθετήθηκε πολλαπλασιαστής 12 στην περίπτωση εφεσείοντα που ήταν ηλικίας 41 ετών, κατά τον χρόνο που έδιδε μαρτυρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην υιοθέτηση του πολλαπλασιαστή 7 με το σκεπτικό ότι: «Ο ενάγοντας ήταν ηλικίας 35 ετών όταν επεσυνέβη το ατύχημα και σήμερα είναι 45 ετών. Λαμβανομένου υπόψη ότι στον ενάγοντα επιδικάστηκαν αποζημιώσεις για την απώλεια των εισοδημάτων του από το ατύχημα μέχρι σήμερα, θεωρώ πως ως πολλαπλασιαστής θα πρέπει να υιοθετηθεί ο αριθμός 7». Είναι νομικά αντιληπτό ότι το κονδύλι των αποζημιώσεων για την απώλεια εισοδημάτων μέχρι τη δίκη δεν είναι επιτρεπτό να σχετίζεται με την απώλεια των μελλοντικών απολαβών. Πρόκειται για δύο ξεχωριστά ζητήματα. Συνεπώς, λανθασμένα λήφθηκε υπόψη τέτοιο στοιχείο. Περαιτέρω, ως προκύπτει, η υιοθέτηση του πολλαπλασιαστή 7 έγινε χωρίς οποιαδήποτε παραπομπή σε σχετική νομολογία, η οποία είναι προφανές ότι υπάρχει, προκειμένου να διαπιστωθεί από που αντλήθηκε καθοδήγηση ως προς την υιοθέτηση του πολλαπλασιαστή 7.
Έχοντας υπόψη τα προαναφερόμενα και τη σχετική, επί του θέματος, νομολογία που έχουμε πιο πάνω παραθέσει, κρίνουμε βάσιμο και τον δεύτερο λόγο έφεσης. Λαμβάνοντας δε υπόψη την ηλικία του εφεσείοντα (44 ετών κατά τον χρόνο της έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης) θεωρούμε ότι ο πολλαπλασιαστής 10 είναι, υπό τις περιστάσεις, πιο αντιπροσωπευτικός και δίκαιος, τον οποίο υιοθετούμε.
Όσον αφορά στον τρίτο λόγο έφεσης, υπενθυμίζεται ότι ο εφεσείοντας παραπονείται επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιδίκαση προς όφελος του αποζημίωσης για την απώλεια εισοδημάτων μέχρι την έκδοση απόφασης, αφαίρεσε ποσοστό 25% από το συνολικό ακαθάριστο ποσό, αντιπροσωπεύοντας, ως έκρινε, ποσά που θα καταβάλλονταν σε διάφορα ταμεία του κράτους (όπως φόρος εισοδήματος, έκτακτη εισφορά για την άμυνα και εισφορά στο ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων). Φρονούμε πως το παράπονο του εφεσείοντα είναι βάσιμο. Είναι, βέβαια, γεγονός ότι στη νομολογία, την οποία μνημόνευσε (βλέπετε Αριστοδήμου v. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980 και Ευριπίδης Συκοπετρίτης Λτδ v. Αθηνάκη (2005) 1 Α.Α.Δ. 844) το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποδείχθηκε η ανάγκη για αποκοπές, εκ μέρους των Δικαστηρίων, προκειμένου να επιδικάζεται το καθαρό ποσό της απώλειας των εισοδημάτων. Ωστόσο, διευκρινίζεται, ως κατανοούμε, από την εν λόγω νομολογία πως, αυτή η επιλογή υιοθετείται αν δεν είναι εφικτός ο ακριβής υπολογισμός. Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούμε πως στόχος της προαναφερόμενης νομολογίας ήταν να προκαλείται αδικία. Θεωρούμε πως στην παρούσα περίπτωση το ποσοστό 25%, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, προβάλλει υπερβολικό και εκτός της σχετικής νομοθεσίας, η οποία παρέχει τη δυνατότητα για πιο δίκαιους υπολογισμούς. Συγκεκριμένα, με δεδομένο ότι το εισόδημα του εφεσείοντα, από την εργασία του, ήταν €1.812,90 μηνιαίως (x 12 = €21.754,80 ετησίως) μόνο το ποσό πέραν των €19.500,00 ήταν φορολογητέο, αφού μέχρι το ποσό αυτό δεν επιβάλλεται φορολογία, ωστόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα, αφαίρεσε ποσοστό 25% επί όλου του ποσού, και όχι 20% επί του φορολογητέου εισοδήματος, ως προνοείται στη σχετική νομοθεσία (για τον κρίσιμο χρόνο 2009 μέχρι 2019). Επιπλέον, αφαιρέθηκε, ως μέρος του ποσοστού 25% και κάποιο ποσό, χωρίς να εξειδικεύεται ποιο ή σε ποιο επιμέρους ποσοστό, έκτακτη εισφορά για την άμυνα. Ωστόσο, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία (Ν. 117(Ι)/2002), όπως ίσχυε κατά την κρίσιμη περίοδο, δεν υπήρχε υποχρέωση (βλέπετε Άρθρο 3) καταβολής έκτακτης εισφοράς για την άμυνα από φυσικά πρόσωπα για εισοδήματα που προέρχονται από τον μισθό της εργασίας τους, παρά μόνο για εισοδήματα που προέρχονται από μερίσματα ή ενοίκια και άλλα συναφή εισοδήματα. Συνεπώς, η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αφαίρεσης, μεταξύ άλλων, και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα κρίνεται, επίσης, λανθασμένη. Οι νομοθεσίες για τα άλλα δύο ταμεία, φόρου εισοδήματος και κοινωνικών ασφαλίσεων, ήταν συγκεκριμένες ως προς το σχετικό ποσοστό αφαίρεσης, προκειμένου να ήταν εφικτός ένας υπολογισμός πιο δίκαιος. Προέβη δε σε τέτοιο υπολογισμό ο συνήγορος του εφεσείοντα και τον υιοθετούμε, με διαφοροποίηση κάποιων ποσών, ως βασιζόμενο στις σχετικές νομοθεσίες. Αφαιρουμένου, δηλαδή, κατ’ αρχάς, δυνάμει σχετικής νομοθεσίας, ποσοστού ως εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επί των αποδοχών του εφεσείοντα (6,8%, 7,8% και 8,3% ανάλογα με τη χρονική περίοδο, x €1.812,90). Συνεπώς, μηνιαίο ποσό το οποίο θα φορολογούνταν είναι το ποσό των €1.689,63 (από €1.812,90 - €123,27 που αντιστοιχεί στο 6,8%), ήτοι ετησίως (12 x €1.689,63) €20.275,56 οπότε 20% επί του φορολογητέου εισοδήματος, το οποίο ήταν (μετά την αφαίρεση του ποσού των €19.500,00 που είναι αφορολόγητο) €775,56 ετησίως, προκύπτει ποσό €155,11 ετησίως και €12,92 μηνιαίως, οπότε προκύπτει ότι το καθαρό μηνιαίο εισόδημα του εφεσείοντα, θα ήταν €1.676,71 (€1.812,90 - €123,27 - €12,92) για την περίοδο μέχρι 31.12.2013, και κατ’ ανάλογο τρόπο, €1.662,20 για την περίοδο μέχρι 31.12.2018 (στη βάση αφαίρεσης 7,8% ως συνεισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Αναλύσεων και 20% φόρο εισοδήματος) και €1.625,00 (€1.812,90 - €150,47 - €37,43) για την περίοδο μέχρι 06.09.2019 (στη βάση αφαίρεσης 8,3% ως συνεισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και 20% φόρο εισοδήματος). Αποτέλεσμα, είναι την περίοδο 13.06.2009 μέχρι 31.12.2013 η καθαρή απώλεια εισοδήματος του εφεσείοντα να ανέρχεται σε ποσό €92.219,05, για την περίοδο από 01.01.2014 μέχρι 31.12.2018 η καθαρή απώλεια εισοδήματος ήταν €99.732,00 και για την περίοδο από 01.01.2019 μέχρι 06.09.2019 η καθαρή απώλεια εισοδήματος ήταν €13.000,00, ήτοι συνολικό ποσό €204.951,05 αντί €153.298,00, που, λανθασμένα, και στη βάση αφαίρεσης ποσοστού 25%, επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Συνακόλουθα ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας παραπονείται επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο του επεδίκασε τόκο, επί της απώλειας εισοδημάτων του, από την ημέρα της έκδοσης απόφασης και όχι από τον χρόνο απώλειας των εν λόγω εισοδημάτων. Φρονούμε πως ο εφεσείοντας έχει δίκαιο και σ’ αυτό το παράπονο του. Η επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν ορθή. Εξάλλου, δεν δίδεται καμία εξήγηση που δεν επιδικάστηκε τόκος από τον χρόνο που ο εφεσείοντας θα εισέπραττε τους μηνιαίους μισθούς του, που ήταν το τέλος κάθε μήνα και τους οποίους απώλεσε. Ο χρόνος της απώλειας εκάστου μηνιαίου εισοδήματος θα έπρεπε να αποτελέσει την κύρια καθοδήγηση για την επιδίκαση του τόκου.
Συνεπώς, και ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος. Η ορθή επιλογή ήταν η επιδίκαση νόμιμου τόκου από την τελευταία ημέρα εκάστου μηνός για την οποία επιδικάστηκε απώλεια μηνιαίων απολαβών, επί του εκάστοτε μηνιαίου, ή μέρους αυτού, ποσού μέχρι εξόφλησης. Ειδικότερα, ο εφεσείοντας για τον πρώτο μήνα, ήτοι Ιούνιο του 2009 απώλεσε το ήμισυ περίπου των απολαβών του, δηλαδή το ½ των €1.812,90, συνεπώς το ποσό των €906,45 και τους υπόλοιπους μήνες ολόκληρο το ποσό, πλην του Σεπτεμβρίου 2019 που εκδόθηκε η απόφαση. Ως εκ τούτου, ο εφεσείοντας δικαιούται νόμιμο τόκο από 30.06.2009 επί του ποσού €906,45 και από 31.07.2009 επί του ποσού των €1.812,90, καθώς και από την τελευταία ημέρα εκάστου επόμενου μηνός και ούτω καθ’ εξής μέχρι το τέλος Αυγούστου 2019, πλέον νόμιμο τόκο επί του ποσού των €435,22 (ως ¼ από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2009) από τις 07.09.2019, μέχρι εξόφλησης.
Συνακόλουθα όλων των προλεγόμενων, η έφεση 379/2019 επιτυγχάνει και η έφεση 380/2019 απορρίπτεται.
Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ως ακολούθως:
(α) το ποσό των €30.000,00, ως γενικές αποζημιώσεις, αντικαθίσταται με το ποσό των €40.000.00.
(β) το ποσό των €104.664,00 ως απώλεια μελλοντικών απολαβών, αντικαθίσταται με το ποσό των €217.548,00.
(γ) το ποσό των €153.298,00, ως απώλεια εισοδήματος από 13.06.2009 μέχρι 06.09.2019, αντικαθίσταται με το ποσό των €204.951,05 με νόμιμο τόκο από 30.06.2009 επί του ποσού €906,45, από 31.07.2009 επί του ποσού των €1.812,90, και από την τελευταία ημέρα εκάστου επόμενου μηνός και ούτω καθ’ εξής μέχρι το τέλος Αυγούστου 2019, και για το ποσό των €435,22 (ως ¼ από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2009) από τις 07.09.2010, μέχρι εξόφλησης.
Το υπόλοιπο μέρος της εκκαλούμενης απόφασης παραμένει ως έχει.
Επιδικάζονται έξοδα στην έφεση 379/2019 προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης ύψους €4.200,00, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
Επιδικάζονται έξοδα στην έφεση 380/2019 ύψους €2.100,00 (μειωμένα κατά ½ λόγω των συνυφασμένων ζητημάτων που ηγέρθηκαν στην έφεση 379/2019), πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, προς όφελος του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο