ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε154/2022, 16/9/2025
print
Τίτλος:
ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε154/2022, 16/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε154/2022)

 

16 Σεπτεμβρίου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

         1.    (α) ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ‑ ΕΙΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΤΗΝ 15.12.14      
(β) ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ

         2.    ΑΛΕΚΑ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ) Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΗΜΕΡ. 15.12.14 ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

         3.    ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ

Εφεσείουσες/Αιτήτριες

 

και

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ

Εφεσίβλητος/Καθ' ου η αίτηση

 

-------------------------------------------------------

 

Αιτήσεις ημερ. 24.11.2023, 15.4.2024 και 27.9.2024

 

Αλέκα Παπακόκκινου προσωπικά και για Αλέκα Π. Παπακόκκινου Δ.Ε.Π.Ε., για τις αιτήτριες‑εφεσείουσες.

Αντώνης Μελάς για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον καθ’ ου η αίτηση‑εφεσίβλητο.


----------------------------------------------------------

 

         ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη. 

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Στις 29.9.2023 το Εφετείο (υπό άλλη σύνθεση) απέρριψε την έφεση υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο, η οποία στρεφόταν κατά δύο ενδιάμεσων αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) ημερ.10.5.2022 και 30.11.2021 αντίστοιχα. Η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ.10.5.2022 ήταν απορριπτική και αφορούσε αίτηση για διόρθωση πρακτικών. Η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ.30.11.2021 ήταν επίσης απορριπτική και αφορούσε, μεταξύ άλλων, αίτημα: (α) για διαγραφή της ένστασης του εφεσίβλητου που καταχωρήθηκε στο πλαίσιο της αίτησης για διόρθωση των πρακτικών, (β) για αντεξέταση του ενόρκως δηλούντος στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την εν λόγω ένσταση, και (γ) για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.

 

         Σε ό,τι αφορά την αίτηση για διόρθωση των πρακτικών, ως προκύπτει από την εφετειακή απόφαση ημερ.29.9.2023, το Εφετείο, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι η πρωτόδικος Δικαστής ενώπιον της οποίας τέθηκε για εξέταση η αίτηση, βάσει της ισχύουσας νομολογίας, δεν είχε εξουσία να την εξετάσει αφού δεν ήταν η δικαστής «που είχε την ευθύνη του πρακτικού», του οποίου, επιχειρείτο η διόρθωση. Τούτο, επειδή κατά τον ουσιώδη χρόνο, προέδρευε άλλη δικαστής του Ε.Δ. Πάφου. Με προεξάρχοντα τον λόγο αυτό, το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, απορρίπτοντας αυτό το σκέλος της έφεσης της εφεσείουσας. Αν και η κατάληξη αυτή ήταν καθοριστική για την τύχη της έφεσης ως σύνολο, το Εφετείο σχολίασε και το σκέλος που στρεφόταν κατά της ενδιάμεσης απόφασης ημερ.30.11.2021, καταλήγοντας ότι ήταν και αυτή η απόφαση ορθή επί όλων των θεμάτων που αφορούσε.

 

         Η εφεσείουσα (υπό τριπλή ιδιότητα) έμεινε δυσαρεστημένη με την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου, κρίνοντας, ότι το ένδικο διάβημα που θα έπρεπε να υποβάλει για να αμφισβητήσει την ορθότητα της ήταν η ενώπιον μας κυρίως αίτηση ημερ.24.11.2023 (εφεξής η κυρίως αίτηση).

 

         Με την προαναφερθείσα κυρίως αίτηση, η εφεσείουσα ζητά διάφορα διατάγματα/θεραπείες με προεξάρχουσα τη θεραπεία που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο του σημείου 1 (σελ. 4) της κυρίως αίτησης - δηλαδή:

 

         «1     Διακήρυξη ότι είναι ΑΚΥΡΗ Απόφαση του Εφετείου 29/9/23 και/ή ζητείται διά διατάγματος του Δικαστηρίου ακύρωση και/ή διαγραφή και/ή παραμερισμός της Αποφάσεως του Εφετείου ημ. 29/9/2023 στην υπό τον άνω αριθμό και τίτλο Έφεση, που αφορά τις ως άνω δύο αποφάσεις 10/5/22 και 30/11/21 του Ε/Δ Πάφου αντίστοιχα δι΄ ης απερρίφθη η Ενδ. Έφεση που στρέφεται εναντίον των εν λόγω Ενδ. Αποφάσεων 10/5/22 και 30/11/21, αντίστοιχα: και επίσης ζητείται ΔΙΑΤΑΓΜΑ επανανοίγματος της Ενδ. Εφέσεως και ακύρωσης και των εν λόγω Ενδ. Αποφάσεων και Εκδίκαση των από άλλους Δικαστές, συνεπεία της κατάφωρης παραβίασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Εφεσειουσών-Αιτητριών τόσο υπό του Επαρχ. Δικαστηρίου Πάφου όσο και υπό του Εφετείου, που εξεδίκασε την Ενδ. Έφεση και εξέδωσε Απόφαση 29/9/23 αφού παρεβίασε το Εκδικάσαν Εφετείον (όπως προηγουμένως και το Επ. Δ. Πάφου) κατάφωρα το άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κλπ.

 

                      ….».

 

         Η κυρίως αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της εφεσείουσας και δικηγόρου, κας Αλέκας Παπακόκκινου, ενώ σε αυτήν, ο Γενικός Εισαγγελέας/εφεσίβλητος καταχώρησε ένσταση στις 26.2.2024. Στις 15.4.2024 καταχωρήθηκε δεύτερη αίτηση για απόρριψη της ένστασης, εδραζόμενη κυρίως στον ισχυρισμό ότι ήταν εκπρόθεσμη. Στην αίτηση αυτή, ο εφεσίβλητος καταχώρισε ένσταση στις 14.5.2024. Τα πράγματα όμως δεν έμειναν μέχρι εκεί. Καταχωρήθηκε και τρίτη αίτηση στις 27.9.2024 για απόρριψη της (δεύτερης) ένστασης ημερ.14.5.2024 και για αντεξέταση ενόρκως δηλούντων, αλλά και του δικηγόρου της Νομικής Υπηρεσίας που εμφανίζεται στην υπόθεση εκπροσωπώντας τον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος καταχώρησε ένσταση και σε αυτή την αίτηση στις 15.11.2024.

 

         Αυτό το Δικαστήριο όρισε και τις τρεις αιτήσεις για ακρόαση στις 26.2.2025, αλλά προ του φάσματος διαφαινόμενου εκτροχιασμού της δικαστικής διαδικασίας, πληροφόρησε τα μέρη ότι το πρώτο και μείζον θέμα που θα εξέταζε θα ήταν το ενδεχόμενο κατάχρησης διαδικασίας, σωρευτικά, σε σχέση και με τις τρεις αιτήσεις. Η πλευρά του εφεσίβλητου  εγείρει και αυτή θέμα κατάχρησης, αλλά μόνον σε σχέση με τις αιτήσεις ημερ.15.4.2024 και 27.9.2024. Για την κυρίως αίτηση ημερ.23.9.2023 θεωρεί ότι μπορεί να προχωρήσει και ζητά μάλιστα την έκδοση οδηγιών για την καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων.

 

         Στις 26.2.2025, διατυπώθηκε αμφιβολία/παρανόηση, κυρίως από πλευράς εφεσείουσας, σε σχέση με το τι ακριβώς θα εξεταζόταν στο πλαίσιο της ακρόασης. Έτσι, επαναλάβαμε με απόλυτη σαφήνεια ότι θα εξετάσουμε το ενδεχόμενο κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, σωρευτικά και για τις τρεις αιτήσεις και παρατείναμε τον χρόνο ώστε τα μέρη να προετοιμαστούν καταλλήλως, ορίζοντας τις αιτήσεις εκ νέου για ακρόαση στις 28.4.2025 (σχετικό είναι το πρακτικό ημερ.26.2.2025). Πράγματι, την νέα δικάσιμο ημερομηνία, τα μέρη προσήλθαν προετοιμασμένα, παραδίδοντας επί του θέματος γραπτές αγορεύσεις τις οποίες υιοθέτησαν. Τις αγορεύσεις αυτές τις διεξήλθαμε με κάθε προσοχή και περίσκεψη.

 

         Ξεκινούμε την εξέταση του θέματος, επισημαίνοντας ότι θέμα κατάχρησης διαδικασίας δύναται να τεθεί οποτεδήποτε, ακόμα και αυτεπάγγελτα (ex proprio motu) από το ίδιο το Δικαστήριο (βλ. ΚΑΗ v. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΑΚΙΝΗΤΑ ΛΤΔ, Πολ. Έφεση 174/2018, ημερ.31.5.2024). Πρόκειται για ζήτημα συνυφασμένο με την ίδια τη λειτουργία του Δικαστηρίου και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Η εξουσία εξέτασης ενδεχόμενης κατάχρησης είναι έμφυτη και σύμφυτη. Όπως έχει αναφερθεί στη Διευθυντής Των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας η οποία συνιστά κατάχρηση εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας, εξ ου και η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων προς παρεμπόδιση της κατάχρησης είναι σύμφυτη. Τα δε χρησιμοποιούμενα μέσα προς αποτροπή της κατάχρησης δεν συναρτώνται με κάποιο συγκεκριμένο διάταγμα, αλλά είναι δυνατό να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή η οποία είναι αναγκαία στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Στην Αναφορικά με Beogradska D.D. (1996) 1(B) A.A.Δ. 911 τονίστηκε πως η κατάχρηση δυνατόν να προσλάβει πολλές μορφές και ότι αναλόγως ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την παρεμπόδιση της (βλ. Constantinides v. Vima Ltd κ.ά. (1983) 1 C.L.R. 348).

 

         Στο σύγγραμμα του Πόλυ Γ. Πολυβίου, «Κατάχρηση Διαδικασίας στο Κυπριακό Δίκαιο» 2021 αναφέρονται στις σελ. 45-46 τα εξής σχετικά:

 

            «Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου (Inherent power of the Court)

 

            Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να διακόψει ή να αναστείλει αγωγή για άλλη διαδικασία για κατάχρηση διαδικασίας έχει σαν πηγή τη «σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου» (inherent power of the Court). Με άλλα λόγια, η εξουσία του Δικαστηρίου για έλεγχο της κατάχρησης της διαδικασίας είναι σύμφυτη, έστω και αν σε κάποιο χρονικό διάστημα ενσωματώνεται σε Κανόνες ή Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Όπως ανέφερε η Δικαστής Δημητριάδου-Ανδρέου στην υπόθεση Aqua Sol Hotels Public Co Limited κ.ά. ν. Δημήτρης Μαρίνος κ.ά., Αρ. Αγωγής 2736/2014, Απόφαση ημερ. 11.12.2018, η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου δεν αποτελεί «ανεξάρτητη πηγή εξουσίας» αλλά εξουσία «η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισής της με το Δικαστήριο. Η ύπαρξη και η αναγνώριση της εν λόγω εξουσίας ή δικαιοδοσίας βασίζονται στο ότι η εν λόγω δικαιοδοσία είναι «αναγκαία για τη λειτουργία του Δικαστηρίου ως Δικαστηρίου δικαίου». Η επίκληση όμως της εν λόγω εξουσίας, ιδιαίτερα για αναστολή ή διακοπή κάποιας κατά τα άλλα νομότυπης διαδικασίας, «πρέπει να γίνεται με εξαιρετική φειδώ».

 

            Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση [Stelco Inc. (Bankruptcy), Re, 2005 CanLII 8671 (ON C.A.)]:

 

            “Inherent jurisdiction is a power derived ‘from the very nature of the court as a superior court of law’, permitting the court ‘to maintain its authority and to prevent its process being obstructed and abused’. It embodies the authority of the judiciary to control its own process and the lawyers and other officials connected with the court and its process, in order ‘to uphold, to protect and to fulfil the judicial function of administering justice according to law in a regular, orderly and effective manner’”.

 

         Στην υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226 επισημάνθηκε ότι οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι:

 

         «το απόθεμα εκείνο των εξουσιών (reserve power) του Δικαστηρίου, τις οποίες μπορεί να ασκεί εκεί όπου αν απέφευγε να το πράξει θα οδηγούμεθα σε αδικία. Μπορούν δε να ασκηθούν είτε σε συνδυασμό με την ύπαρξη σχετικών διαδικαστικών κανονισμών και/ή ανεξάρτητα από τους διαδικαστικούς κανονισμούς».

 

         Στο ίδιο πιο πάνω σύγγραμμα συναντούμε στις σελ. 26-27 την εξής εύστοχη και προσδιοριστικά χρήσιμη, κατά την άποψη μας, αναφορά:

 

            «Σε γενικές γραμμές η εξουσία του Δικαστηρίου εξασκείται εκεί όπου οι δικονομικοί χειρισμοί και οι ενέργειες του ενός μέρους συνεπάγονται «αδικία» (unfairness) κατά του άλλου μέρους ή εκεί όπου τίθεται σε κίνδυνο η αξιόπιστη απονομή της δικαιοσύνης (είτε στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης ή γενικότερα). Έχουμε ήδη αναφέρει ότι δεν υπάρχει κλειστός κατάλογος κατηγοριών όπου μπορεί και πρέπει να ενεργοποιείται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για αποτροπή και καταστολή της κατάχρησης της διαδικασίας. Είναι όμως χρήσιμο να παραθέσουμε ορισμένες ενδεικτικές κατηγορίες όπου ενεργοποιείται η σχετική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, όπως αυτές προκύπτουν από τη σύγχρονη νομολογία του κοινοδικαίου:

 

            (i)         Καταστρατήγηση κάθε αρχής και κανόνα έντιμης συμπεριφοράς.

            (ii)        Έγερση λανθασμένης διαδικασίας και/ή κατά παράβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

            (iii)       Καθυστέρηση.

            (iv)       Δόλια συμπεριφορά.

            (v)        Χρησιμοποίηση της δικαστικής διαδικασίας για αλλότριους λόγους και με σκοπό την κατάχρηση αφενός και την ταλαιπωρία του αντιδίκου αφετέρου, χωρίς καμία πρόθεση για την προώθηση επίλυσης γνήσιας διαφοράς από το Δικαστήριο.

            (vi)       Προώθηση στο Δικαστήριο «χαλκευμένης» υπόθεσης, όπου η πρόθεση του ενάγοντα προκύπτει από την όλη συμπεριφορά του, συμπεριλαμβανομένων πλαστογραφίας, κατασκευής μαρτυρίας και προσπάθειας στοιχειοθέτησης πλαστής υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

            (Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

         Με αυτές τις αρχές κατά νου προχωρούμε να δούμε με ποιο ακριβώς τρόπο χρησιμοποίησε η εφεσείουσα την τρέχουσα δικαστική διαδικασία, και τι είναι αυτό που επιδιώκει να πετύχει με την κυρίως αίτηση ημερ.23.11.2023. Η εν λόγω αίτηση καθάπτεται της προηγηθείσας απορριπτικής απόφασης του Εφετείου (υπό άλλη σύνθεση) ασκώντας δευτεροβάθμια δικαιοδοσία, ημερ.29.9.2023. Με αυτή ζητά: (α) την ακύρωση και/ή διαγραφή και/ή παραμερισμό της εν λόγω εφετειακής απόφασης, και (β) το επανάνοιγμα της έφεσης με απώτερο σκοπό και πάλι την ακύρωση της απόφασης, αλλά και της πρωτόδικης.  Τις θεραπείες αυτές, τις ζητά από άλλο Εφετείο, ασκώντας και αυτό δευτεροβάθμια δικαιοδοσία - με άλλα λόγια, από άλλο, ομόβαθμο Δικαστήριο. Στην υπόθεση Λοϊζίδη κ.ά. v. Περατικού κ.ά., Πολ. Έφεση 32/2019, ημερ.17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:D149 τονίστηκε ότι αποτελεί υπέρβαση εξουσίας, Δικαστήριο να λειτουργήσει ως Εφετείο, άλλου ομόβαθμου Δικαστηρίου. Πέραν τούτου όμως, η διαδικασία που ακολούθησε η εφεσείουσα, αλλά και το ένδικο μέσο που επέλεξε, είναι εσφαλμένα. Απόφαση Εφετείου, δύναται να προσβληθεί με την υποβολή αίτησης για άδεια στο Ανώτατο Δικαστήριο, ασκώντας τριτοβάθμια δικαιοδοσία, δυνάμει του άρθρου 9 (3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων 1964 έως (3) του 2023 το οποίο προβλέπει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο από την 1η Ιουλίου 2023:

 

            «(γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

 

            Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

 

            Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου·»

 

         Σε ό,τι αφορά τώρα θέμα επανανοίγματος έφεσης, σχετικό είναι το Μέρος 41, Κανονισμός 15 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

            «41.15    Επανάνοιγμα τελικών εφέσεων

            (1)            Το Εφετείο δεν επανανοίγει έφεση μετά την έκδοση της τελικής απόφασης εκτός αν:

                             (α)     είναι αναγκαίο να το πράξει προκειμένου να αποφευχθεί πραγματική αδικία·

                             (β)     οι περιστάσεις είναι εξαιρετικές και καθιστούν κατάλληλο το επανάνοιγμα της έφεσης· και

                             (γ)     δεν υπάρχει εναλλακτική αποτελεσματική θεραπεία.

            (2)            Για την υποβολή αίτησης, δυνάμει του παρόντος κανονισμού για επανάνοιγμα έφεσης μετά την έκδοση τελικής απόφασης είναι αναγκαία η εξασφάλιση άδειας από το Εφετείο.

            (3)            Δεν υπάρχει δικαίωμα προφορικής ακρόασης αίτησης για άδεια εκτός αν, κατ΄ εξαίρεση, δώσει σχετικές οδηγίες ο δικαστής.

            (4)            Ο δικαστής δεν χορηγεί άδεια χωρίς να δώσει οδηγίες για επίδοση της αίτησης στον άλλο διάδικο στην αρχική έφεση και χωρίς να δώσει την ευκαιρία στον διάδικο αυτό να προβεί σε παραστάσεις.

            (5)            Δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης ή αναθεώρησης της απόφασης τού δικαστή επί της αίτησης για άδεια η οποία είναι τελεσίδικη.

            (6)            Η διαδικασία υποβολής αίτησης για άδεια καθορίζεται στο Μέρος 23».

 

          Στο Annual Practice (2015) (Volume 1), σελ. 1934 – παρ. 52.17.1 υπό τον τίτλο «Reopening of final appeals» αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«…Accordingly the Court of Appeal has a residual jurisdiction to re-open an appeal, in order to avoid real injustice in exceptional circumstances. The Court stressed that this jurisdiction would seldom be exercised. “What will be of the greatest importance is that it should be clearly established that a significant injustice has probably occurred and that there is no alternative remedy” (Judgment para.55). The Court also said that the jurisdiction would only be exercised in a case where the House of Lords (i.e. now the Supreme Court) would not give leave to appeal.»

 

Σε σχέση ειδικά με τη διαδικασία λήψης άδειας αναφέρονται στην σελ. 1936, παρ.17.3 τα ακόλουθα:

 

«Procedure

Permission is required to apply to re-open an appeal after it has been finally determined. The application for permission must be made in accordance with para.7 of Practice Direction 52A. A copy of the application for permission must not be served on any other party, unless the court so directs: see para.7.2. The great majority of such permission applications are refused upon consideration of the papers, without any need to hold an oral hearing or to notify any other party.

 

In those rare cases where it might actually be appropriate to re-open an appeal, the judge will direct that the application be served on the other party and will give them the opportunity to make representations: see r.52.17(6) and para.7.3. Those rare cases in which the other party is invited to make representations may well also fall into the exceptional category in which an oral hearing of the permission application is directed under r.52.17(5).»

 

         Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσείουσα, δεν ακολούθησε καμία από τις προαναφερθείσες διαδικασίες. Δεν υπέβαλε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για άδεια δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου, ούτε και αποτάθηκε για άδεια επανανοίγματος της έφεσης από το εκδικάζον Εφετείο, δυνάμει του προαναφερθέντος Μέρους 41, Κανονισμός 15 των Κανονισμών. Αντ’ αυτών, αυθαίρετα και εσφαλμένα, κινούμενη σε αντιδιαστολή με τον Νόμο και τους Κανονισμούς, καταχώρησε την κυρίως αίτηση, ζητώντας τις θεραπείες που επισημάναμε. Ως εξηγήσαμε όμως τέτοιες θεραπείες δεν μπορούν να αποδοθούν, καθ’ ότι θα συνιστούσαν από πλευράς του Εφετείου μας, υπέρβαση εξουσίας. Στη συνέχεια, επιτείνοντας έτι περαιτέρω το σφάλμα, προχώρησε με την καταχώρηση και των άλλων δυο, παρεπόμενων  αιτήσεων. Η συμπεριφορά της εφεσείουσας αποτελεί κατά την κρίση μας κλασσική περίπτωση κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Έτσι, ασκώντας τη σύμφυτη εξουσία μας επί του προκειμένου, με πρωταρχικό μέλημα την προστασία των διαδικασιών, του Δικαστηρίου και της δικαιοσύνης γενικότερα, θα απορρίψουμε την κυρίως αίτηση, γεγονός που συμπαρασύρει σε απόρριψη και τις μετέπειτα, δύο άλλες αιτήσεις.

 

         Παρενθετικά, προτού κλείσουμε, να σημειώσουμε ότι η εφεσείουσα ανάλωσε σημαντικό μέρος της αγόρευσης της παραθέτοντας εκτενή αποσπάσματα από το σύγγραμμα «Κατάχρηση Διαδικασίας στο Κυπριακό Δίκαιο» 2021 (ανωτέρω) και ειδικά τα μέρη όπου αναλύεται η υπόθεση Cyprus Popular Bank Public Co Limited v. Νικόλαος Πιτσιλλίδης, Πολ. Έφεση 245/2018, ημερ.17.7.2020. Στην υπόθεση αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο, παραμέρισε και ακύρωσε δική του απόφαση με την οποία είχε προηγουμένως διαγράψει έφεση. Δεν χρειάζεται να ενδιατρίψουμε στα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης. Να τονίσουμε μόνον ότι διαφέρει σε δύο πολύ ουσιαστικά σημεία από την παρούσα περίπτωση. Πρώτον, εκεί η έφεση είχε διαγραφεί λόγω μη τήρησης προθεσμίας για επίδοση της έφεσης, η οποία όμως, κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ίσχυε αφού είχε από πριν καταργηθεί. Υπήρχε δηλαδή έκδηλο σφάλμα, το οποίο είχε αναγνωρίσει το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο και το οποίο επηρέαζε το συνταγματικό δικαίωμα του διαδίκου για δίκαιη δίκη. Δεύτερον, η απόφαση αυτή, χρονικά, εκδόθηκε πριν την τροποποίηση 145(1)/2022 των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμων και τη δημιουργία των τριτοβάθμιων Δικαστηρίων, αλλά και τη θέσπιση των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

 

         Εν όψει των πιο πάνω, τόσο η κυρίως αίτηση ημερ.24.11.2023, όσο και οι μετέπειτα αιτήσεις ημερ.15.4.2024 και 27.9.2024, απορρίπτονται λόγω κατάχρησης διαδικασίας.

 

         Τέλος, έχουμε προβληματιστεί ποια υπό τις περιστάσεις είναι η δικαιότερη διαταγή ως προς τα έξοδα. Πέραν του γεγονότος της απόρριψης των αιτήσεων, λάβαμε υπόψη ότι η όλη στάση και συμπεριφορά της πλευράς του εφεσίβλητου, κάθε άλλο παρά  εποικοδομητική υπήρξε. Σε κάποιες περιπτώσεις, συνέβαλε πιστεύουμε και σε όξυνση του κλίματος εντός της αίθουσας. Περαιτέρω, υπήρξε από μέρους των εκάστοτε δικηγόρων που εμφανίστηκαν, επανειλημμένη καθυστέρηση στην προσέλευση στο Δικαστήριο. Δεν τηρήθηκαν οδηγίες και προθεσμίες, με αποκορύφωμα την οριακή μεν, εκπρόθεσμη δε, καταχώρηση της ένστασης στις 26.2.2024, γεγονός που έδωσε το έναυσμα για την καταχώρηση των μετέπειτα αιτήσεων. Τέλος, η πλευρά του εφεσίβλητου δεν αφουγκράστηκε και την πραγματική διάσταση της κατάχρησης, ζητώντας στην αγόρευση της, όπως δοθούν οδηγίες για την καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων στην κυρίως αίτηση. Υπό τις περιστάσεις αυτές λοιπόν, δεν θα εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

 

                                                         ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                                                         Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

                                                         ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο