ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 175/2018)
24 Νοεμβρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΤΡΕΑΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΗ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ
Εφεσείοντας/Ενάγοντας
και
1. CELESTYAL SHIP MANAGEMENT LIMITED
2. CELESTYAL CRUISES LIMITED
3. LOUIS PLC
4. YEVGEN BURYAK
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι
------------------------------------------------
Στέλλα Ευρυπίδου για Ρ. Ερωτοκρίτου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα.
Έλενα Πελεκάνου Λοϊζου για Λ. Πελεκάνος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσίβλητους 1, 2 και 3.
Καμία εμφάνιση για τον εφεσίβλητο 4
---------------------------------------------
[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς τη φυσική παρουσία των μερών κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021]
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 13.4.2018 με την οποία απέρριψε την αγωγή σε σχέση με όλους τους εναγόμενους με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων/εναγόμενων 1, 2 και 3 και σε βάρος του εφεσείοντα/ενάγοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του («η πρωτόδικη απόφαση») καταγράφει τις θέσεις των διαδίκων ως ακολούθως:
«Με την παρούσα Αγωγή ο Ενάγων διεκδικεί ειδικές, γενικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις από τους Εναγόμενους αλληλέγγυα και κεχωρισμένα λόγω ιατρικής αμέλειας του ιατρού Εναγόμενου 4, λεπτομέρειες τις οποίες απαριθμεί (για την οποία ευθύνονται εκ προστήσεως ως εργοδότες του Εναγόμενου 4 και/ή ευθύνονται ως υπεύθυνες του Πλοίου οι Εναγόμενες 1, 2 και 3) ο οποίος ήταν ο επί καθήκοντι ιατρός στο Πλοίο MS SAPPHIRE, στο οποίο επέβαινε ο Ενάγοντας, κατά τη διάρκεια κρουαζιέρας στα Ελληνικά νησιά, συνεπεία της οποίας υπέστη μόνιμη καρδιακή ανεπάρκεια. Όσον
αφορά την Εναγόμενη 1, ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν η ιδιοκτήτρια και/ή η δικαιούμενη σε εγγραφή και/ή κάτοχος και/ή διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου MS SAPPHIRE επί του οποίου επέβαινε ο Ενάγοντας. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο ιατρός του πλοίου, Εναγόμενος 4, ήταν εργοδοτούμενος της Εναγόμενης 1 και ως εκ τούτου ευθύνετο για τις ενέργειες του. Όσον αφορά την Εναγόμενη 2, ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, διοργάνωσε το ακτοπλοϊκό ταξίδι αναψυχής με το επιβατικό πλοίο MS SAPPHIRE, ενώ παράλληλα ασκούσε δραστηριότητες συνδιαχειρίστριας και/ή εποπτικού ελέγχου ομού και/ή κεχωρισμένως, μετά
της Εναγόμενης 1, σε σχέση με το πλοίο MS SAPPHIRE. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο ιατρός του πλοίου, Εναγόμενος 4, ήταν εργοδοτούμενος της Εναγόμενης 2 και ως εκ τούτου ευθύνετο για τις ενέργειες του. Όσον αφορά την Εναγόμενη 3, ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι κατά τον επίδικο χρόνο ασκούσε εργασίες στον τομέα του θαλάσσιου τουρισμού, της διοργάνωσης ακτοπλοϊκών ταξιδιών αναψυχής με διάφορα πλοία, επί των οποίων είχε ιδιοκτησιακό συμφέρον και/ή των οποίων ήταν κάτοχος και/ή επί των οποίων ασκούσε δραστηριότητες διαχείρισης και/ή εποπτικού ελέγχου και/ή άλλες συναφείς εργασίες και στα οποία συμπεριλαμβανόταν και το πλοίο MS SAPPHIRE κατά τον χρόνο που το πλοίο αυτό διεξήγαγε το επίδικο ταξίδι αναψυχής. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο ιατρός του πλοίου, Εναγόμενος 4, ήταν εργοδοτούμενος της Εναγόμενης 3 και ως εκ τούτου ευθύνετο για τις ενέργειες του. Ο Ενάγοντας ισχυρίζεται περαιτέρω αμέλεια των Εναγόμενων 1, 2 και 3 για μη έγκαιρη μεταφορά του σε νοσοκομείο για αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας που αντιμετώπισε και/ή των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων τους και/ή υπαλλήλων τους και/ή υπηρετών τους και/ή παράβαση των συμβατικών και/ή εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων τους.
Οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3 με την υπεράσπιση τους αρνούνται τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα και την οποιαδήποτε σχέση αυτών με το πλοίο ή τον Ενάγοντα και αμφισβητούν επίσης την ύπαρξη οποιασδήποτε ευθύνης για την ισχυριζόμενη αμέλεια και/ή ζημιά που υπέστη ο Ενάγων και ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η αιτία για τα όσα έχει υποστεί ο Ενάγοντας δεν ήταν από οποιαδήποτε δική τους αμέλεια αλλά έγινε συνεπεία των αμελών πράξεων και/ή παραλείψεων του ιδίου του Ενάγοντα και/ή ήταν ένα απρόβλεπτο, μη συνήθη και αναπόφευκτο γεγονός, το οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί από τους Εναγόμενους 1, 2 και 3».
Ο εφεσίβλητος 4/εναγόμενος 4 δεν καταχώρισε εμφάνιση και η υπόθεση προχώρησε στην απουσία του.
Μετά την καταχώρηση της έφεσης προέκυψε ο θάνατος του ενάγοντος και έτσι μετά από διάταγμα του Δικαστηρίου, εφεσείων είναι ο διαχειριστής της περιουσίας του ως άνω ενάγοντα/αποβιώσαντα.
Κατά την ακροαματική διαδικασία η πλευρά του ενάγοντος παρουσίασε πέντε συνολικά μάρτυρες, τον ίδιο τον ενάγοντα, Μ.Ε.1, τους Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3, ειδικούς καρδιολόγους, τον Μ.Ε.4, υιό του ενάγοντος, και τη Μ.Ε.5, δικηγόρο. Η πλευρά της Υπεράσπισης παρουσίασε τέσσερεις μάρτυρες, τους Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2, ειδικούς καρδιολόγους, τη Μ.Υ.3, δικηγόρο η οποία εργαζόταν στον Όμιλο Louis ως εσωτερική νομική σύμβουλος, και τον Μ.Υ.4, Πλοίαρχο του Εμπορικού Ναυτικού ο οποίος εργαζόταν στον Όμιλο Louis.
Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή, προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στη διατύπωση ευρημάτων. Κατέγραψε αρχικά ορισμένα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που προέκυπταν από τις δικογραφημένες θέσεις των μερών και από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του ως ακολούθως:
«Ο Ενάγοντας, ηλικίας 49 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, επιβιβάστηκε στο πλοίο MS SAPPHIRE στις 18.08.2008 για πενθήμερη κρουαζιέρα στα Ελληνικά Νησιά. Κατά τη διάρκεια της κρουαζιέρας ασθένησε και αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Μήλου το πρωί της 20.08.2008. Από εκεί μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Κέντρο Υγείας της Μήλου. Οι ιατρικές εξετάσεις που του έγιναν στη Μήλο κατέδειξαν ότι ο Ενάγοντας υπέστη οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Λόγω του ότι το Κέντρο Υγείας της Μήλου δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το περιστατικό, μεταφέρθηκε εσπευσμένα με ελικόπτερο στο Νοσοκομείο της Σύρου. Στις 22.08.2008 μεταφέρθηκε με ελικόπτερο στην Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου ΑΤΤΙΚΟΝ στην Αθήνα όπου παρέμεινε για νοσηλεία μέχρι τις 05.09.2008 για να του γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις και να του δοθούν οι κατάλληλες θεραπείες που ήταν αδύνατο να του δοθούν στη Μήλο ή στη Σύρο. Βάσει της ιατρικής έκθεσης του Αττικού Νοσοκομείου υποβλήθηκε σε στεφανιογραφία και αγγειοπλαστική με τοποθέτηση ενδοστεφανιαίας πρόθεσης στον πρόσθιο κατιόντα κλάδο και εξήλθε του νοσοκομείου 05.09.2008. Ο Ενάγων πάσχει από Στεφανιαία Νόσο (οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειοπλαστική και τοποθέτηση ενδοστεφανιαίου νάρθηκα στο πρόσθιον κατιών κλάδο τον 9/2008), σύνοδο καρδιακή ανεπάρκεια (ΚΕ~30-35%) και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή). Είναι παραδεκτό επίσης ότι πλήρωσε το ποσό των €4.700,00 που αφορά την αγορά φαρμάκων που ζητά ως Ειδικές Αποζημιώσεις (βλ. παραγράφους Β.1 (ε-ξ, τ) της Έκθεσης Απαίτησης του) και Β.1 (ε,ρ,χ) της γραπτής του δήλωσης (Έγγραφο Α), Τεκμήρια 12 και 13».
Όσον αφορά τον ενάγοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι ήταν από την αρχή εμφανής η προσπάθεια του να μην αποκαλύψει όλα όσα είχαν προηγηθεί και αφορούσαν την κατάσταση της υγείας του πριν τις 19-20.8.2008. Προσπάθησε, μέσω της μαρτυρίας του, να υποστηρίξει τη δικογραφημένη θέση του ότι πριν τις 19-20.8.2008 ήταν ένα «καθόλα υγιές και αρτιμελές πρόσωπο» που «ασκούσε το επάγγελμα του εργολάβου οικοδομών για περίοδο 29 χρονών» και ότι «δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε ιατρικό προηγούμενο, δεν υπήρχε δηλαδή “παλαιό έδαφος” και ήταν η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε το πρόβλημα αυτό, στη ζωή του». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε δεκτό αυτό το μέρος της μαρτυρίας του και προχώρησε σε εύρημα ότι ο εφεσείων εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού το διάστημα 13-14.8.2008 με πόνο στο στήθος. Περαιτέρω, παρά τους ισχυρισμούς του για μείωση της ικανότητας του για εργασία και μείωση των εισοδημάτων του συνεπεία της καρδιακής ανεπάρκειας που υπέστη, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του παραδέχθηκε ότι είχε επιπρόσθετα 75% αναπηρία και ότι έπαιρνε σύνταξη ανικανότητας λόγω εγχείρησης που υποβλήθηκε στο σπόνδυλο το έτος 1997 και ότι δεν ζήτησε προσδιορισμό περαιτέρω αναπηρίας λόγω της καρδιακής ανεπάρκειας που υπέστη. Ο εφεσείων δεν έπεισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είπε όλη την αλήθεια ως προς την ώρα που άρχισαν τα συμπτώματα του πάνω στο πλοίο και ως προς το πότε επισκέφθηκε το ιατρείο του πλοίου με αποτέλεσμα να μην αποδεχθεί το μέρος αυτό της μαρτυρίας του. Δέχθηκε μόνο από τη μαρτυρία του ότι κατά τη διάρκεια της κρουαζιέρας από Ρόδο προς Μήλο κάποια στιγμή μεταξύ 7:30μ.μ. μέχρι 8:45μ.μ. επισκέφθηκε το ιατρείο του πλοίου με πόνους στο στήθος και ο γιατρός (εφεσίβλητος 4) τους έκρινε ως πόνους οισοφάγου και του χορήγησε ενέσεις. Δέχθηκε επίσης ότι τα συμπτώματα στις 8:45μ.μ. περιορίστηκαν κάπως ενώ η ώρα 11:00μ.μ. η κατάσταση του επιδεινώθηκε. Δεν δέχθηκε την αναφορά του ότι στο Κέντρο Υγείας Μήλου όσο και το Νοσοκομείο Σύρου διαπιστώθηκε ότι έπαθε οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου όταν βρισκόταν στο πλοίο. Δεν δέχθηκε ακόμα τις αναφορές του ότι η αιτία που υπέστη την καρδιακή ανεπάρκεια ήταν η καθυστέρηση που επέδειξε ο εφεσίβλητος 4, το πλήρωμα και ο καπετάνιος του πλοίου για μεταφορά του σε νοσοκομείο.
Αναφορικά με τον Μ.Ε.4 το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι ήταν εμφανής η προσπάθεια του να βοηθήσει την υπόθεση του πατέρα του και δεν πείστηκε ότι είπε όλα όσα ήρθαν στην αντίληψη του, τα οποία διαδραματίστηκαν στο πλοίο, μεταξύ 7:00μ.μ. της 19.8.2008 μέχρι τις 7:13π.μ. της 20.8.2008 όταν μεταφέρθηκε στο Κέντρο Υγείας Μήλου. Περαιτέρω, δεν πείστηκε ότι ανέφερε τα πραγματικά γεγονότα ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του περιστατικού τόσο από τον γιατρό όσο και από το πλήρωμα του πλοίου και τον καπετάνιο. Τα όσα ανέφερε για επικοινωνία και συνάντηση του με τον καπετάνιο του πλοίου, δημιούργησαν ερωτηματικά ενώ υπέδειξε ότι ήταν εμφανής η προσπάθεια του, μεγαλοποιώντας διάφορα περιστατικά, να δημιουργήσει εικόνα αδιαφορίας τόσο του γιατρού όσο και του πληρώματος του πλοίου προς τον πατέρα του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πείστηκε επίσης για τα όσα ανέφερε ο Μ.Ε.4 για την ώρα που άρχισε ο δυνατός πόνος του πατέρα του.
Σε σχέση και με τους δυο πιο πάνω μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι οι θέσεις που εξέφρασαν και αφορούσαν καθαρά ιατρικά θέματα δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψιν και απορρίφθηκαν αφού αυτοί δεν είχαν οποιαδήποτε εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία ώστε να εκφράσουν γνώμη για τα πιο πάνω. Ως εκ των ανωτέρω, η μαρτυρία του ενάγοντος και του υιού του για τα πιο πάνω δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα και απορρίφθηκε.
Η μαρτυρία του Μ.Υ.4 δεν αμφισβητήθηκε «σοβαρά» από την πλευρά του ενάγοντος και το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί, την αποδέχθηκε.
Όσον αφορά την ιατρική μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 από την πλευρά του εφεσείοντα και των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 από την πλευρά των εφεσίβλητων 1, 2 και 3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε όλους τους πιο πάνω μάρτυρες ως εμπειρογνώμονες. Υπέδειξε ότι η ιατρική μαρτυρία περιστράφηκε σε δυο διαφορετικούς άξονες που αφορούσαν:
«(Α) Κατάσταση της υγείας του ενάγοντα πριν την επίδικη κρουαζιέρα 18.8.2008,
(Β) Γεγονότα που αφορούν την αδιαθεσία του ενάγοντα, μεταξύ των ωρών 7:00μ.μ. 19.8.2008 και 7:13π.μ. 20.8.2008 και χρόνος που μπορεί να επέλθει η βλάβη που υπέστη ο ενάγων αφού ο ενάγων μεταφέρεται εκτός πλοίου μέχρι εξαγωγής του από το Νοσοκομείο Αττικόν».
Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι αποτελούσε κοινό έδαφος ότι ο ενάγων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν καπνιστής και λάμβανε ποσοστό 75% αναπηρίας λόγω προβλημάτων και εγχείρησης στον σπόνδυλο.
Ήταν επίσης παραδεκτό γεγονός ότι ο ενάγων στις 13-14.8.2008, μετά από προκάρδιο άλγος επισκέφθηκε το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και Ατυχημάτων του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού και έγινε εισαγωγή του στην καρδιολογική κλινική τις πρωϊνές ώρες της 14.8.2008 και ο ίδιος, αφού υπέγραψε το μεσημέρι της 14.8.2008, έφυγε με δική του ευθύνη. Σχετικό με τα πιο πάνω ήταν το ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 28.3.2012 (Τεκμήριο 7Α) στο οποίο αναφέρεται ότι:
«…ο πιο πάνω ασθενής κατά τις πρωϊνές ώρες της 14ης Αυγούστου, 2008 εισήχθηκε στην καρδιολογική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, από το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και Ατυχημάτων, λόγω προκάρδιου άλγους με σύνοδο αιμωδία αριστερού άνω άκρου.
Την ίδια μέρα και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μέχρι στιγμής καρδιολογικός έλεγχος ήταν αρνητικός για στεφανιαία νόσο ο ασθενής εξήλθε του νοσοκομείου με δική του ευθύνη παρά τις ιατρικές συμβουλές των ιατρών».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι αποτέλεσε κοινό έδαφος από όλους τους γιατρούς μάρτυρες ότι τα συμπτώματα που καταγράφηκαν στο πιο πάνω ιατρικό πιστοποιητικό, είναι συμπτώματα ύποπτα που είναι δυνατόν να εξελιχθούν σε οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου και ότι ορθά ο ενάγων κρατήθηκε στην Καρδιολογική Κλινική με τα εν λόγω συμπτώματα. Παρατηρήθηκε όμως διάσταση στις απόψεις τους αναφορικά με την έξοδο του ενάγοντος την επόμενη μέρα από το νοσοκομείο με δική του ευθύνη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη σχετική μαρτυρία του Μ.Ε.2 την απέρριψε και δεν δέχθηκε τη θέση του ότι μετά την πάροδο 12 ωρών από τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και ο έλεγχος ήταν αρνητικός, δεν υπήρχε πρόβλημα στην καρδία του ενάγοντος ούτε τη θέση του ότι το τι συνέβηκε στις 13-14.8.2008 δεν είχε σχέση με τις 19-20.8.2008.
Όσον αφορά τον Μ.Ε.3 έγινε αποδεκτή η θέση του ότι με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν αναφορικά με το περιστατικό στις 13-14.8.2008, αν ο ενάγων ακολουθούσε τις οδηγίες των γιατρών θα εντοπίζετο η βλάβη και θα προλαβαίνετο το έμφραγμα ως επίσης ότι οι γιατροί σωστά ήθελαν να τον κρατήσουν στο νοσοκομείο και ότι η διαγνωστική αξία του ηλεκτροκαρδιογραφήματος για οξύ στεφανιαίο σύνδρομο είναι χαμηλή και δεν δίνει ευρήματα, μετά την υποχώρηση του πόνου και ότι η δοκιμασία κοπώσεως είναι πολύ χρήσιμη εξέταση. Έγινε επίσης δεκτή η παραδοχή του ότι ο ενάγων είχε στεφανιαία νόσο πριν το έμφραγμα στις 19-20.8.2008 και ότι θεωρούσε λογικό ότι το συμβάν στις 14.8.2008 είχε σχέση με το τι ακολούθησε στις 19-20.8.2008. Περαιτέρω, έγινε δεκτή η θέση του ότι εάν οι γιατροί είχαν υποψία ότι υπήρχε καρδιολογικό πρόβλημα στον ενάγοντα θα έπρεπε να τον καλύψουν με φάρμακα. Τα πιο πάνω αποτέλεσαν ευρήματα του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τις θέσεις του Μ.Υ.1, προβαίνοντας σε ανάλογα ευρήματα, ότι δεν μπορεί κάποιος να αποκλείσει με βεβαιότητα τη στεφανιαία νόσο μόνο με τα ηλεκτροκαρδιογραφήματα και τις αναλύσεις (Τεκμήριο 27) και ότι κάποιος που έχει υποστεί έμφραγμα έχει συμπτώματα όπως αυτά που είχε ο ενάγων περίπου μια βδομάδα προηγουμένως αλλά και μέχρι ένα μήνα (Τεκμήριο 28) και ότι οι ενοχλήσεις του ενάγοντος στις 13-14.8.2008 είχαν σχέση με το τι επακολούθησε στις 19-20.8.2008.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ακόμη τη θέση του Μ.Υ.2 ότι ο ενάγων θα έπρεπε να παραμείνει στο νοσοκομείο για περίοδο 48 ωρών για να γίνει διαδικασία κοπώσεως και ακολούθως να αποχωρήσει από αυτό.
Παρατηρήθηκε επίσης διάσταση μεταξύ των εν λόγω μαρτύρων στην ερμηνεία της φράσης «ο ασθενής φεύγει με δική του ευθύνη» σε ιατρικό πιστοποιητικό νοσοκομείου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση του Μ.Υ.1 ότι αυτό καταγράφεται όταν ο ασθενής αρνείται να ακολουθήσει τις οδηγίες του γιατρού. Δέχθηκε επίσης τη θέση του ότι εάν τον ρωτούσε ο ενάγων εάν θα έπρεπε να ταξιδεύσει με βάση τις ενοχλήσεις και τις εξετάσεις που του είχαν γίνει μέχρι τότε, ο ίδιος δεν θα του επέτρεπε να ταξιδεύσει, θέση που υποστηρίχθηκε με σαφήνεια και με αναφορά σε συγγράμματα. Αντίθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την ερμηνεία που έδωσε στο Τεκμήριο 7Α ο Μ.Ε.3 για τους λόγους που με σαφήνεια εξηγεί.
Σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι σε ό,τι αφορά το τι ακριβώς συνέβηκε πάνω στο πλοίο μεταξύ των ωρών 7:00μ.μ. στις 19.8.2008 και 7:13π.μ. στις 20.8.2008 η μαρτυρία που προσφέρθηκε προέρχετο κατά κύριο λόγο από τον ενάγοντα και τον υιό του Μ.Ε.4. Έκρινε ότι δεν μπορούσε να καταλήξει σε ευρήματα ως προς τον ακριβή χρόνο που ο ενάγων ένιωσε πόνο στο πλοίο και στο χρόνο που κατ΄ αρχάς αντιμετωπίστηκε από τον γιατρό του πλοίου. Υπέδειξε επίσης ότι κενό υπήρχε, έχοντας υπόψη την ιατρική μαρτυρία, για το πώς διαπιστώνεται ότι κάποιος υπέστη οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου και την έκταση του, και ως προς το χρόνο που υπέστη ο ενάγων το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου ως αυτό διαπιστώθηκε από το Κέντρο Υγείας Μήλου καθώς και η βλάβη που δημιούργησε στο καρδιακό μυ.
Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα αλλά και το κενό που εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το τι ακριβώς αναφέρθηκε στον γιατρό του πλοίου ως προς το ιστορικό του ενάγοντος, έκρινε ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ιατρική αμέλεια η μη έγκαιρη διάγνωση του προβλήματος που αντιμετώπισε ο ενάγων από τον εφεσίβλητο 4 αρχικά, δηλαδή μεταξύ των ωρών 7:30μ.μ. και 8:45μ.μ. έχοντας υπόψη τα όσα ανέφερε ο Μ.Ε.2, ότι δηλαδή ο κάθε πόνος στο στήθος δεν σημαίνει και έμφραγμα και τη θέση του Μ.Ε.3 ότι η διάγνωση του εμφράγματος είναι δύσκολη και συμβαίνει συχνά ένας παθολόγος να μην καταλάβει από τα συμπτώματα του ασθενή ότι είναι έμφραγμα και εξαρτάται από την περιγραφή αυτών από τον ασθενή στο γιατρό. Έλαβε ακόμα υπόψη του τη θέση του Μ.Υ.1 ότι λόγω μη ορθής περιγραφής των συμπτωμάτων ο γιατρός μπορεί να οδηγηθεί σε λάθος διάγνωση και ότι δικαιολογημένα ένας μη ειδικός καρδιολόγος θα μπορούσε να εκλάβει τα συμπτώματα του ενάγοντος ως πόνο στον οισοφάγο. Έλαβε περαιτέρω υπόψη του τη θέση του Μ.Υ.2 ότι ο γιατρός πολλές φορές μπορεί να παραπλανηθεί και να οδηγηθεί σε λάθος διάγνωση την πρώτη φορά που βλέπει ένα ασθενή και ότι είναι λογικό ένας γιατρός να εκλάβει τα συμπτώματα του ενάγοντος ως πόνο στο στομάχι, διότι οι πλείστοι ασθενείς παραπονούνται για γαστρεντερικές διαταραχές και έτσι μπορεί να παρασυρθεί ένας γιατρός και ειδικά εάν δεν είναι της ειδικότητας του να σκεφτεί την οισοφαγίτιδα, διότι 80% των ασθενών έχει πόνο στο στήθος από οισοφαγίτιδα και όχι καρδία, μόνο το 10% είναι από πρόβλημα με την καρδία και ότι δεν είναι λάθος ένας γιατρός να σκεφτεί πρώτα την οισοφαγίτιδα, εξαρτάται τι αναφέρθηκε στο γιατρό από τον ασθενή, η ένταση του πόνου που ένιωθε και ότι υπήρχε η πιθανότητα δικαιολογημένα ένας παθολόγος να μην αντιληφθεί εγκαίρως το έμφραγμα. Οι πιο πάνω θέσεις αποτέλεσαν ευρήματα του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση του Μ.Ε.3 ότι η περίπτωση του ενάγοντος κατά την εξέταση του από τον γιατρό του πλοίου αρχικά ήταν αρκετά τυπική και ότι ο γιατρός του πλοίου θα έπρεπε να το καταλάβει αμέσως.
Υπέδειξε επίσης ότι κενό διαπιστώθηκε αναφορικά με το πότε έπαθε τη βλάβη που υπέστη ο ενάγων ως αυτή διαπιστώθηκε στο Νοσοκομείο Αττικόν (Τεκμήριο 6) δηλαδή καρδιακή καταπληξία (καρδιακή ανεπάρκεια 70%). Δέχθηκε σε σχέση με το θέμα αυτό τη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 και δεν αποδέχθηκε την αντίθετη θέση που προώθησε η πλευρά του ενάγοντος μέσω των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3. Υπέδειξε ότι όπως προέκυψε από τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 και συνάδουν με τα όσα οι Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 υποστήριξαν:
«όταν ένας ασθενής πάθει έμφραγμα μυοκαρδίου, αν στην πρώτη ώρα γίνει η σωστή θεραπεία τότε έχουμε σχεδόν πλήρη αποκατάσταση της βλάβης. Μεταξύ 4-6 ωρών μπορούν να δράσουν πιο καλά τα φάρμακα και να μειωθεί η βλάβη και πάνω από 12 ώρες δεν έχουμε καλές επιτυχίες. Ο ασθενής πρέπει να μεταφερθεί άμεσα σε Νοσοκομείο για θρομβόλυση ή αγγειοπλαστική. Οι συνέπειες ενός εμφράγματος μυοκαρδίου για τον ασθενή, είναι μόνιμη καρδιοπάθεια. Πρέπει να λαμβάνει αγωγή επί ζωής, να εξετάζεται τακτικά και να αλλάξει τρόπο ζωής. Παραδέχθηκε επίσης ότι υπάρχει και η περίπτωση να γίνει βλάβη, έστω και εάν ο ασθενής εισήχθη άμεσα σε νοσοκομείο, δηλαδή να νοσηλεύεται στην καρδιολογική μονάδα και παρά τις προσπάθειες των γιατρών να καταληξει σε καρδιακή καταπληξία και να τοποθετηθεί σε ενδοαορτική αντλία και να υποστεί τη ζημιά που υπέστη ο Ενάγοντας παρά την άμεση θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε. Συμφώνησε επίσης ότι ο λόγος που η θρομβόλυση δεν είναι η καλύτερη θεραπεία αλλά η αγγειοπλαστική είναι γιατί βάση διαφόρων συγγραμμάτων, η θρομβόλυση στις πλείστες περιπτώσεις δεν ήταν αποτελεσματική ή μπορούσε να προκαλέσει άλλα προβλήματα. Συμφώνησε επίσης ότι στη μελέτη GUSTO 1, (Τεκμήριο 21), η διάλυση του θρόμβου με θρομβόλυση και η αποκατάσταση ικανοποιητικής ροής για την περίπτωση απόφραξης του πρόσθιου κατιόντος κλάδου, όπως η περίπτωση του Ενάγοντα, επιτυγχάνεται μόλις στο 31% των περιπτώσεων και ότι μετά την διάνοιξη κάποιου αγγείου μπορεί να υπάρξει νέα απόφραξη με πιθανότητα 20%. Παραδέχθηκε ότι δεν υπάρχει πλήρης ίαση της στεφανιαίας νόσου και ότι πολλές φορές οι καταστάσεις της καρδιάς δεν είναι πάντοτε ιατρικώς διαχειρίσιμες. Υποστήριξε επίσης ότι η ζημιά στο μυοκάρδιο ξεκινά από την αρχή του εμφράγματος».
Υπέδειξε επίσης ότι τα όσα ανέφερε ο Μ.Ε.3 ενισχύουν τα όσα οι Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 υποστήριξαν:
«δηλαδή ότι όσο πιο μεγάλο είναι το αγγείο, αρδεύει μεγαλύτερη περιοχή και το έμφραγμα σε εκείνο το σημείο είναι μεγαλύτερο και γι΄ αυτό συνιστά να προσέχουν το πρόσθιο κατιόντα κλάδο το οποίο είναι το μεγαλύτερο αγγείο. Θεωρεί το κάπνισμα επιβαρυντικό παράγοντα στην ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου και ο Ενάγοντας ήταν βαρύς καπνιστής. Ανέφερε επίσης ότι το Κέντρο Υγείας στην Μήλο ήταν πρωτοβάθμιο και της Σύρου δευτεροβάθμιο και κανένα δεν είχε τη δυνατότητα πλήρους αποκατάστασης της βλάβης που είναι δυνατό να έχει υποστεί ο Ενάγοντας».
Δεν δέχθηκε τη θέση του Μ.Ε.3 ότι αν αντιμετωπιζόταν ο ενάγων εντός δυο ωρών από το πόνο στο Νοσοκομείο Ρόδου θα υπήρχε πλήρης αποκατάσταση αφού η θέση αυτή δεν ήταν σε συμφωνία με την εκδοχή του ότι ως δευτεροβάθμιο νοσοκομείο δεν είχε τη δυνατότητα να διενεργήσει αγγειοπλαστική μέθοδο που θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη βλάβη.
Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην παράθεση της νομικής πτυχής που διέπει το όλο ζήτημα και των συμπερασμάτων του.
Αφού εξέτασε και απέρριψε τη θέση του ενάγοντος ότι στην παρούσα υπόθεση τύγχανε εφαρμογής η αρχή Res Ipsa Loquitur (παράγραφος 26 της Έκθεσης Απαίτησης), υπέδειξε ότι το βάρος απόδειξης βρισκόταν στους ώμους του ενάγοντος να αποδείξει ιατρική αμέλεια του εφεσίβλητου 4.
Έκρινε ότι το γεγονός ότι στο αρχικό στάδιο ο εφεσίβλητος 4 δεν αντιλήφθηκε ότι ο ενάγων παρουσίαζε καρδιακό πρόβλημα (συμπτώματα απόφραξης πρόσθιου κατιόντος κλάδου) και όχι πρόβλημα οισοφάγου, δεν μπορούσε να αποδοθεί σε αυτόν ιατρική αμέλεια σε εκείνο το αρχικό χρονικό σημείο ενόψει των δυσκολιών στη διάγνωση που είχαν αναφερθεί από όλους τους μάρτυρες γιατρούς, ειδικούς καρδιολόγους, και έχοντας επίσης υπόψη ότι ο εφεσίβλητος 4 δεν είχε αυτή την ειδικότητα αλλά ήταν παθολόγος αλλά και για το λόγο ότι ο πόνος του ενάγοντος περί τις 8:45μ.μ. έγινε πιο ήπιος. Όταν όμως κατά τις 11:00μ.μ. ο πόνος του ενάγοντος έγινε πολύ έντονος και αφού οι ενέσεις που του είχε χορηγήσει ο εφεσίβλητος 4 δεν είχαν αποτέλεσμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο τελευταίος, θα έπρεπε, αφού δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, να προχωρήσει σε περαιτέρω εξετάσεις ή να ειδοποιήσει τον καπετάνιο του πλοίου σε εκείνο το στάδιο και όχι η ώρα 7:13π.μ. ως καταγράφηκε στο βιβλίο της γέφυρας (Τεκμήριο 44). Ως εκ τούτου έκρινε ότι ο εφεσίβλητος 4 ήταν αμελής λόγω του ότι δεν κινήθηκε έγκαιρα για αντιμετώπιση του περιστατικού.
Μετά την πιο πάνω διαπίστωση, ότι δηλαδή ο εφεσίβλητος 4 υπήρξε αμελής επιδεικνύοντας αδράνεια να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει αν η ιατρική αμέλεια που επέδειξε ο εφεσίβλητος 4 είχε αιτιώδη συνάφεια με το αποτέλεσμα, δηλαδή την καρδιακή ανεπάρκεια που είχε υποστεί ο ενάγων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Προκύπτει από τα γεγονότα ως έχουν διαπιστωθεί ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να δοθεί θεραπεία στον Ενάγοντα σε δευτεροβάθμιο νοσοκομείο στις πρώτες δύο ώρες που υπέστη το έμφραγμα για να υπάρξει πλήρης αποκατάσταση της βλάβης, εάν λάβουμε υπόψη ότι η διαδικασία για μεταφορά του Ενάγοντα από το πλοίο με ελικόπτερο (εκτός από τους κινδύνους που αυτό θα ελλόχευε) τέτοια μετακίνηση θα χρειαζόταν 4-6 ώρες και αν υπήρχε διαθέσιμο ελικόπτερο για τέτοια μετακίνηση. Ακόμη όμως και αν γινόταν η μετακίνηση, κενό υπάρχει ποια βλάβη θα μπορούσε να αποτραπεί μέχρι τότε γιατί το μόνο που διαπιστώθηκε στο Κέντρο Υγείας Μήλου ήταν η ύπαρξη οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου και όχι καρδιακή καταπληξία, δηλαδή καρδιακή ανεπάρκεια. Τέτοια επιπλοκή προσδιορίζεται στο ιατρικό πιστοποιητικό που εξέδωσε το Νοσοκομείο της Σύρου (Τεκμήριο 4) πολύ μετά την εισαγωγή του. Συγκεκριμένα αφού ο Ενάγων παρέμεινε εκεί για δύο μέρες και αφού υπήρξε νέα επιδείνωση της κατάστασης του με νέο ισχαιμικό επεισόδιο και αφού προέκυψε ανάγκη για διενέργεια θρομβόλυσης, εκεί διαπιστώθηκε αρχόμενη καρδιακή καταπληξία που οδήγησε τους γιατρούς στην άμεση αερομεταφορά του Ενάγοντα στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Νοσοκομείου Αττικόν Αθηνών. Ακόμα όμως και σε περίπτωση που διαπιστωνόταν αμέλεια του Εναγόμενου 4 στο αρχικό στάδιο, δηλαδή μετά τις 7.30 που είδε τον Ενάγοντα και πάλι ο γιατρός θα έπρεπε να ειδοποιήσει τον καπετάνιο μετά να ειδοποιηθεί το λιμάνι και μετά έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο της Ρόδου ενώ το πλοίο ευρισκόταν εν πλω, οπότε δεν θα ήταν δυνατή η αντιμετώπιση του τις πρώτες δυο ώρες».
Υπέδειξε ότι τα όσα αναφέρονται στα ιατρικά πιστοποιητικά του Μ.Ε.2 (Τεκμήρια 7Β και 7Γ) δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά γιατί δεν δικαιολογούνταν από τα ευρήματα του. Συνεπεία των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων απέτυχε να αποδείξει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του εφεσίβλητου 4 και της βλάβης που υπέστη, δηλαδή της καρδιακής ανεπάρκειας με αποτέλεσμα η αγωγή να ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής του έκρινε ακόμα ότι δεν τίθετο θέμα ευθύνης των εφεσίβλητων 1, 2 και 3.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε, για σκοπούς πληρότητας, στον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων για τον πόνο, την ταλαιπωρία και την απώλεια των ανέσεων και απολαύσεων της ζωής που υπέστη ο ενάγων καταλήγοντας ότι το ποσό των €150.000,00 θα αποτελούσε δίκαιη και λογική αποζημίωση με νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής. Όσον αφορά τις ειδικές αποζημιώσεις δέχθηκε ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, ο ενάγων θα δικαιούτο το ποσό των €1.473,50 ως έξοδα εισιτηρίων και διαμονής στην Ελλάδα ως επίσης το ποσό των €4.700,00 για αξία φαρμάκων ως είχε καθοριστεί και συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων. Δέχθηκε επίσης ότι ο ενάγων θα δικαιούτο το ποσό των €15.000,00 για μελλοντική αγορά επιπρόσθετων φαρμάκων που θα έπρεπε να παίρνει λόγω της καρδιακής ανεπάρκειας. Τα πιο πάνω ποσά θα έφεραν «τόκο ½ του νόμιμου τόκου από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει το θέμα της ευθύνης των εφεσίβλητων 1, 2 και 3 για τις πράξεις του εφεσίβλητου 4 για το οποίο έδωσαν μαρτυρία οι Μ.Ε.5, Μ.Υ.3 και Μ.Υ.4. Αξιολογώντας τη μαρτυρία της Μ.Ε.5 δεν πείστηκε ότι η έρευνα αυτή που διεξήγαγε μέσω διαδικτύου και τα σχετικά τεκμήρια που κατέθεσε προέρχονταν από αξιόπιστη πηγή που να δικαιολογεί εύρημα και σχέση των εφεσίβλητων 1, 2 και 3 με το πλοίο MS SAPPHIRE κατά τον επίδικο χρόνο. Αντίθετα εξετάζοντας τη μαρτυρία της Μ.Υ.3 έκρινε ότι:
«Αυτή ήταν πλήρως διαφωτιστική και επεξηγηματική, ως προς του ότι δεν είχαν
οποιαδήποτε σχέση οι Εναγόμενες 1, 2 και 3, με το πλοίο MS SAPPHIRE, την οποία αποδέχομαι και γίνονται ανάλογα ευρήματα. Η μαρτυρία της στηρίχθηκε σε επίσημα στοιχεία τα οποία είχε στη κατοχή της και υπό τον έλεγχο της, ως νομική σύμβουλος του Ομίλου, δηλαδή όλα τα αρχεία που αφορούν τις ναυτιλιακές εταιρείες του Ομίλου Λούης και κατέθεσε όλα τα σχετικά ως Τεκμήρια. Κατέθεσε το πιστοποιητικό ιδιοκτησίας του πλοίου MS SAPPHIRE όπου φαίνεται και δέχομαι ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ιδιοκτήτρια του πλοίου ήταν η εταιρεία Sydelle Navigation Corp., (Τεκμήριο 34) και το συμβόλαιο εργοδότησης του ιατρού του πλοίου, Εναγόμενου 4, κατά τον ουσιώδη χρόνο, από την εταιρεία Core Marine Ltd (Τεκμήριο 35), στο οποίο δεν γίνεται αναφορά στις Εναγόμενες 1, 2 και 3. Επίσης από τη συμφωνία, Τεκμήριο 36, που κατέθεσε η εν λόγω μάρτυρας, η οποία έγινε μεταξύ της ιδιοκτήτριας εταιρείας του πλοίου MS SAPPHIRE, Sydelle Navigation Corp, με την διοργανώτρια και εμπορική διαχειρίστρια του πλοίου προκύπτει ότι διοργανώτρια δεν ήταν καμία από τις Εναγόμενες 1, 2 και 3 αλλά η Εταιρεία Louis Cruise Centre Ltd, μαρτυρία η οποία συνάδει και ενισχύεται και από τις αποδείξεις πληρωμής της κρουαζιέρας που αγόρασε ο Ενάγοντας, τις οποίες κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 και 1Α. Επίσης από τη συμφωνία ημερ. 13.02.2008 (Τεκμήριο 37) μεταξύ της ιδιοκτήτριας εταιρείας και της εταιρείας Core Marine Ltd, προκύπτει ότι η εταιρεία Core Marine Ltd ήταν η τεχνική διαχειρίστρια του πλοίου MS SAPPHIRE, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενώ το Τεκμήριο 38 πιστοποιητικό ασφαλείας του πλοίου αναφέρει τις εταιρείες που έχουν σχέση με το επίδικο πλοίο και καλύπτονται από την ασφάλεια του και δεν αφορούσε τις Εναγόμενες 1, 2 και 3. Επίσης κατατέθηκε ως Τεκμήριο 41 σύμβαση μεταφοράς του επιβάτη με τον μεταφορέα για τις κρουαζιέρες του 2008 και μεταφορέας ήταν η εταιρεία Louis Cruise Centre Ltd και όχι οι Εναγόμενες 1, 2 και 3. Στην εν λόγω σύμβαση υπήρχε πρόνοια με τίτλο Κατάσταση Υγείας όπου αναφέρεται ότι «o επιβάτης βεβαιώνει ότι ο ίδιος διαθέτει την κατάλληλη φυσική κατάσταση για να ταξιδέψει» και πρόνοια με τίτλο Ιατρική Περίθαλψη 12.1 «επιβάτες με ιατρικό ιστορικό ή ιατρικά προβλήματα προτρέπονται να ζητήσουν ιατρική συμβουλή πριν ταξιδέψουν». Στο 12.2 αναφέρεται ότι «όπου προσφέρονται ιατρικές υπηρεσίες πάνω σε πλοία, ο ιατρός δεν είναι εξειδικευμένος και το ιατρικό κέντρο του πλοίου δεν απαιτείται και δεν είναι εξοπλισμένο στον ίδιο βαθμό με ένα νοσοκομείο στη ξηρά, αλλά προσφέρει γενική ιατρική βοήθεια». Στη παράγραφο 19 των όρων συμμετοχής, αναφέρεται ότι «ιατρικά έξοδα δεν συμπεριλαμβάνονται στην τιμή της κρουαζιέρας». Στη σύμβαση, με βάση τον όρο 2.3 έχει ενσωματωθεί και η Σύμβαση Αθηνών, Τεκμήριο 42».
Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε σχέση των εφεσίβλητων 1, 2 και 3 με το ως άνω πλοίο, τον ενάγοντα, την επίδικη κρουαζιέρα και τον εφεσίβλητο 4 με αποτέλεσμα η αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 να μην μπορεί να επιτύχει. Υπέδειξε ότι ακόμη όμως και αν υπήρχε σύνδεση μεταξύ των εφεσίβλητων 1, 2 και 3 με το πλοίο και τον εφεσίβλητο 4 και πάλι δεν θα μπορούσε να συνδεθεί η ιατρική αμέλεια του εφεσίβλητου 4 με τις εφεσίβλητες 1, 2 και 3. Κατέληξε ότι οι τελευταίες δεν ευθύνονταν για τις πράξεις του εφεσίβλητου 4 και συνεπώς η αγωγή εναντίον τους θα έπρεπε να απορριφθεί.
Συνεπεία των πιο πάνω το Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της αγωγής σε σχέση με όλους τους εναγόμενους με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσίβλητων 1, 2 και 3 ως ανωτέρω αναφέρεται.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με έξι λόγους έφεσης.
Οι πρώτοι δυο λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε εύρημα (σελίδα 17 της πρωτόδικης απόφασης) ότι ο ενάγων, τέσσερις μέρες πριν την επίδικη κρουαζιέρα, δηλαδή στις 13-14.8.2008 εισήλθε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού με πόνο στο στήθος και ότι τα συμπτώματα που είχε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού στις 13-14.8.2008 συνδέονται με το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου που υπέστη στις 19.8.2008 όταν αυτός επέβαινε στο κρουαζιερόπλοιο SAPPHIRE και ότι τα συμπτώματα συνδέονται με την απόφραξη του πρόσθιου κατιόντα κλάδου που υπέστη στις 19.8.2008. Προς υποστήριξη αυτού του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε λανθασμένα στο πιο πάνω εύρημα χωρίς να λάβει υπόψη τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 και απέρριψε τη μαρτυρία αυτή χωρίς επαρκή αιτιολογία. Η πλευρά του εφεσείοντα παραπέμπει σε σχετικά μέρη της μαρτυρίας των πιο πάνω μαρτύρων. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξήγαγε το συμπέρασμα ότι ο ενάγων θα έπρεπε να παραμείνει στο νοσοκομείο 48 ώρες για να υποβληθεί σε περαιτέρω εξετάσεις ως επίσης σε εξέταση κοπώσεως για να αποκλειστεί το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, το οποίο επεσυνέβη στις 19.8.2008 ως επίσης λανθασμένα ερμήνευσε το ιατρικό πιστοποιητικό Τεκμήριο 7Α. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε λανθασμένα στο πιο πάνω εύρημα αλλά και στην ερμηνεία που αυτό έδωσε στο Τεκμήριο 7Α με συνακόλουθο εύρημα να αγνοήσει ή και να απορρίψει τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 παραπέμποντας σε μέρη της μαρτυρίας τους.
Η πρώτη παρατήρηση στην οποία προβαίνουμε είναι ότι δεν προβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τους Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3, τη μαρτυρία των οποίων επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντα, ούτε βεβαίως η αξιολόγηση των υπόλοιπων μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Υποδεικνύουμε περαιτέρω ότι η πλευρά του εφεσείοντα με το να επικαλείται τη μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων στην αιτιολογία των πιο πάνω λόγων έφεσης ουσιαστικά επιχειρεί, εκ του ασφαλούς κιόλας, να διευρύνει τους λόγους έφεσης μέσω της αιτιολογίας τους, πράγμα ανεπίτρεπτο αφού «δεν είναι επιτρεπτή η διεύρυνση του λόγου μέσα από την αιτιολογία του, που στοχεύει και περιορίζεται στην αιτιολόγηση των όσων ο ίδιος ο λόγος έφεσης εγείρει (Κατερίνα Γεωργίου κ.ά. ν. Νικόλα Αργυρίδη, Έφεση Αρ. 2/2024, ημερ. 17/12/24)», αρχή που επανατονίστηκε στις πολύ πρόσφατες υποθέσεις A.L. Krambenes Ltd κ.ά. ν. A.L. Vasiliou Motors Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 122/2017, ημερ. 17/7/2025, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαυρέα κ.ά., Ποιν. Έφ. Αρ. 13/22-18/22, ημερ. 25.2.2025 και Στυλιανού ν. Αριστείδου, Πολ. Έφ. Αρ. 214/2019, ημερ. 10/9/2025.
Οι πιο πάνω υποδείξεις μας ουσιαστικά σφραγίζουν και την τύχη των πιο πάνω λόγων έφεσης.
Εν πάση περιπτώσει αναφέρουμε συνοπτικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει ότι αποτελούσε παραδεκτό γεγονός ότι ο ενάγων επισκέφθηκε το Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού το χρονικό διάστημα 13-14.8.2008 με προκάρδιο άλγος και έγινε εισαγωγή αυτού στην καρδιολογική κλινική τις πρωϊνές ώρες της 14.8.2008. Το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου αποτελούσε κοινό έδαφος, σε αντίθεση με τα όσα αναφέρονται στο λόγο έφεσης. Ήταν επίσης κοινό έδαφος από όλους τους γιατρούς μάρτυρες ότι τα συμπτώματα που περιγράφονται στο Τεκμήριο 7Α ήταν συμπτώματα ύποπτα που ήταν δυνατόν να εξελιχθούν σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και ότι ορθά ο ενάγων κρατήθηκε στην Καρδιολογική Κλινική (σελίδα 33 της πρωτόδικης απόφασης). Ο ίδιος ο Μ.Ε.2 δέχθηκε κατά την αντεξέταση του ότι μόνο με περαιτέρω εξετάσεις όπως τεστ κοπώσεως θα επιβεβαιώνετο ότι δεν ήταν οξύ στεφανιαίο σύνδρομο και γενικά ότι δεν υπήρχε πρόβλημα στην καρδία και ότι ο ίδιος δεν θα άφηνε τον ενάγοντα να φύγει αν δεν ολοκληρωνόταν ο εν λόγω ιατρικός έλεγχος. Παραδέχθηκε επίσης ότι με τη συμπλήρωση των εξετάσεων που θα υπέβαλλε τον ενάγοντα θα μπορούσε να φανεί το πρόβλημα στο πρόσθιο κατιόντα κλάδο και να προλαμβάνετο το έμφραγμα και ότι αν τον ρωτούσε ο ενάγων αν μπορούσε να ταξιδεύσει στην επίδικη κρουαζιέρα θα του έλεγε να κάνει τεστ κοπώσεως προτού πάει. Με βάση τα πιο πάνω ήταν εύλογη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία αιτιολογήθηκε επαρκώς, να μην αποδεχθεί τη θέση του Μ.Ε.2 ότι μετά την πάροδο 12 ωρών από τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν στο Νοσοκομείο Λεμεσού και ο έλεγχος ήταν αρνητικός, δεν υπήρχε πρόβλημα στην καρδία του ενάγοντος ως επίσης τη θέση του ότι το τι συνέβηκε στις 13-14.8.2008 δεν είχε σχέση με το τι συνέβηκε στις 19-20.8.2008. Περαιτέρω, ο Μ.Ε.3 δέχθηκε ότι με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν αναφορικά με το περιστατικό στις 13-14.8.2008, εάν ο ενάγων ακολουθούσε τις οδηγίες των γιατρών θα εντοπίζετο η βλάβη και θα προλαμβάνετο το έμφραγμα και ότι σωστά οι γιατροί ήθελαν να κρατήσουν τον ενάγοντα στο Νοσοκομείο. Παραδέχθηκε επίσης ότι ο ενάγων είχε στεφανιαία νόσο πριν το έμφραγμα στις 19-20.8.2008 και θεωρούσε λογικό ότι το συμβάν στις 14.8.2008 είχε σχέση με το τι ακολούθησε στις 19-20.8.2008.
Όσον αφορά το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7Α και ειδικότερα τη φράση «εξήλθε του Νοσοκομείου με δική του ευθύνη παρά τις ιατρικές συμβουλές των ιατρών» δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα ως προς το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση του Μ.Υ.1 ότι αυτό γίνεται όταν ο ασθενής αρνείται να ακολουθήσει τις οδηγίες του γιατρού, θεωρώντας την ερμηνεία αυτή ως λογική. Εύλογη είναι επίσης η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία επίσης αιτιολογήθηκε επαρκώς, να μην δεχθεί την ερμηνεία που έδωσε ο Μ.Ε.3 ότι η φράση «με δική του ευθύνη» δεν αποδεικνύει ότι ο ενάγων έφυγε με δική του ευθύνη από το Νοσοκομείο γιατί κάτι τέτοιο γράφουν πάντα οι γιατροί και ότι δεν είναι ενδεικτικό ότι ο ενάγων έφυγε με δική του ευθύνη, θεωρώντας ότι η ερμηνεία αυτή δεν δικαιολογείται από το λεκτικό του ίδιου του πιστοποιητικού Τεκμήριο 7Α αλλά και γιατί κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε άλλο ιατρικό πιστοποιητικό που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της υπόθεσης.
Υποδεικνύουμε τέλος, σε σχέση με την αναφορά στον πρώτο λόγο έφεσης ότι ο ενάγων υπέστη οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου στις 19.8.2008, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στα γεγονότα που αφορούν την αδιαθεσία του ενάγοντος μεταξύ των ωρών 7:00μ.μ. της 19.8.2008 και 7:13π.μ. της 20.8.2008, δεν κατέληξε σε εύρημα πότε ακριβώς υπέστη το έμφραγμα όπως αυτό διαπιστώθηκε από το Κέντρο Υγείας Μήλου καθώς και τη βλάβη που δημιούργησε στον καρδιακό μυ (σελίδα 35 της πρωτόδικης απόφασης).
Με βάση τα πιο πάνω ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτονται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβηκε σε εύρημα ότι ο γιατρός του πλοίου δεν υπήρξε αμελής κατά η ώρα 7:30μ.μ. της 19.8.2008 με τη μη έγκαιρη διάγνωση του καρδιακού προβλήματος, όταν δηλαδή το πλοίο βρισκόταν ακόμα στο λιμάνι της Ρόδου αλλά και στο πότε χρονικά προκλήθηκε η βλάβη στον ενάγοντα, δηλαδή της καρδιακής ανεπάρκειας. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβηκε σε εύρημα ότι η αποβίβαση του ενάγοντος δεν ήταν εφικτή όταν το πλοίο δεν απομακρύνθηκε από το λιμάνι της Ρόδου για να μεταφερθεί στο Νοσοκομείο Ρόδου με αποτέλεσμα ο ενάγων λόγω της καθυστερημένης μεταφοράς του στο Νοσοκομείο Μήλου, να διαγνωστεί με καρδιακή ανεπάρκεια. Η πλευρά του εφεσείοντα υποστηρίζει ότι υπήρχε σχετική μαρτυρία από τον ίδιο τον ενάγοντα και τον Μ.Ε.4 αλλά και μαρτυρία από τους Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 την οποία απέρριψε. Η πλευρά του εφεσείοντα παραπέμπει στα σχετικά μέρη της μαρτυρίας τους. Υποστηρίζει ακόμα ότι ο εφεσίβλητος 4 δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία για να δώσει μαρτυρία επί του συγκεκριμένου θέματος. Υποστηρίζει επίσης ότι ο Μ.Υ.1 ανέφερε κατά τη μαρτυρία του πως από την ώρα των συμπτωμάτων αρχίζουν να νεκρώνονται τα μυοκαρδιακά κύτταρα ως επίσης ότι συμφώνησε με τη θέση των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 πως η μέθοδος της θρομβόλυσης πρέπει να γίνει στο χρονικό διάστημα των έξι ωρών, και αν επιχειρηθεί πιο μετά, υπάρχουν λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας αλλά και όσο πιο γρήγορα επέμβει ένας γιατρός, σώζεται περισσότερο μυοκάρδιο. Περαιτέρω συμφώνησε πως όταν κάποιος υποστεί έμφραγμα μυοκαρδίου θα πρέπει στα πρώτα 5 λεπτά να μεταφερθεί στο νοσοκομείο και πως η μεταφορά του ενάγοντος στο Νοσοκομείο Μήλου μετά από 14 ώρες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε ερώτημα που τέθηκε στον Μ.Υ.1 αν μπορεί να αποκατασταθεί η βλάβη με την έγκαιρη θρομβόλυση και ότι μπορούσε να διασωθεί το μυοκάρδιο ήταν η θέση του ότι μπορούσε να σωθεί μυοκάρδιο, δηλαδή, η βλάβη αντί να είναι 100 να είναι 10 και ότι στην περίπτωση του ενάγοντα, αν γινόταν η θρομβόλυση θα μπορούσε να είχε ένα καλό αποτέλεσμα ως επίσης πως αν μεταφερόταν έγκαιρα θα περιοριζόταν η βλάβη. Υποστηρίζεται περαιτέρω από πλευράς εφεσείοντα ότι παρόμοια θέση υποστήριξε και ο Μ.Υ.2 ο οποίος εξήγησε ότι η νέκρωση ξεκινά τις πρώτες έξι ώρες. Τέλος υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι και οι τέσσερις γιατροί συμφώνησαν πως η νέκρωση του μυοκαρδίου ξεκινά με τα συμπτώματα του ασθενή και πως το έμφραγμα του μυοκαρδίου πρέπει να αντιμετωπιστεί έγκαιρα μέσα στο χρονικό διάστημα των πρώτων 4-6 ωρών και τέλος πως αν ο ενάγων υποβαλλόταν στη μέθοδο της θρομβόλυσης σίγουρα τα αποτελέσματα στην υγεία του θα ήταν πολύ καλύτερα.
Ισχύουν και στην περίπτωση του τρίτου λόγου έφεσης τα όσα αναφέρουμε στους πρώτους δυο λόγους έφεσης, ότι δηλαδή, αφενός μεν η αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του ενάγοντος (Μ.Ε.1) και των Μ.Ε.2, Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 τη μαρτυρία των οποίων επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντα δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης, αφετέρου δε επιχειρείται διεύρυνση του λόγου έφεσης μέσω της αιτιολογίας του.
Εν πάση περιπτώσει υποδεικνύουμε ότι η μαρτυρία, τόσο του ενάγοντος Μ.Ε.1 όσο και του Μ.Ε.4, αξιολογήθηκε με προσοχή και επιμέλεια από το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολογώντας πλήρως την κρίση του σε σχέση με την αξιοπιστία των εν λόγω μαρτύρων. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 4 δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία δεν απέκλειε από το πρωτόδικο Δικαστήριο τη δυνατότητα να προβεί σε ευρήματα με βάση τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του και είχε αποδεχθεί.
Υποδεικνύουμε επίσης ότι ο Μ.Ε.2 ανέφερε κατά τη μαρτυρία του ότι κάθε πόνος στο στήθος δε σημαίνει και έμφραγμα και συμφώνησε αντεξεταζόμενος ότι οι γιατροί πολλές φορές βασίζονται στο τι θα τους αναφέρει ο ασθενής, δηλαδή τα συμπτώματα που παρουσιάζει, τι νοιώθει (βλ. πρακτικά ημερ. 7.7.2016, σελίδα 88). Ο δε Μ.Ε.3 παραδέχθηκε αντεξεταζόμενος ότι η διάγνωση του εμφράγματος είναι δύσκολη και ένας ασθενής μπορεί άθελα του να παραπλανήσει τον γιατρό ως επίσης είναι πιθανό ένας παθολόγος, όπως ήταν ο γιατρός του πλοίου, να μην καταλάβει από τα συμπτώματα του ασθενή ότι είναι έμφραγμα. Ο Μ.Υ.1 ανέφερε κατά τη μαρτυρία του ότι λόγω μη ορθής περιγραφής των συμπτωμάτων μπορεί ο γιατρός να οδηγηθεί σε λάθος διάγνωση και ότι δικαιολογημένα ένας μη ειδικός καρδιολόγος θα μπορούσε να εκλάβει τα συμπτώματα του ενάγοντος ως πόνο στον οισοφάγο και ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση όλα εξαρτώνται από όσα ανέφερε ο ενάγων στον γιατρό. Περαιτέρω ο Μ.Υ.2 ανέφερε κατά τη μαρτυρία του ότι ο γιατρός πολλές φορές μπορεί να παραπλανηθεί και να οδηγηθεί σε λάθος διάγνωση την πρώτη φορά που βλέπει ένα ασθενή και ότι είναι λογικό ένας γιατρός να εκλάβει τα συμπτώματα του ενάγοντα ως πόνο στο στομάχι διότι οι πλείστοι ασθενείς παραπονούνται για γαστροεντερικές διαταραχές και έτσι μπορεί να παρασυρθεί ένας γιατρός και ειδικά αν δεν είναι της ειδικότητας του να σκεφτεί την οισοφαγίτιδα. Ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε τη γνώμη των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 για να καταλήξει ότι ο εφεσίβλητος 4 δεν ήταν αμελής την πρώτη φορά που εξέτασε τον ενάγοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 35-38 της πρωτόδικης απόφασης αναλύει σε βάθος και λεπτομερώς τη σχετική μαρτυρία και δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτό σε σχέση με την κατάληξη του ότι υπήρχε κενό ως προς το χρόνο που ο ενάγων υπέστη το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου όπως αυτό διαπιστώθηκε από το Κέντρο Υγείας Μήλου καθώς και η βλάβη που δημιούργησε στον καρδιακό μυ.
Με βάση τα πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβηκε σε εύρημα ότι το πλοίο δεν μπορούσε να ειδοποιήσει άμεσα ελικόπτερο για να μεταφερθεί ο ενάγων στο πλησιέστερο νοσοκομείο όταν οι πόνοι του επιδεινώθηκαν. Προβάλλεται επίσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.4. Οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 δεν διασαφήνισαν στο δικόγραφο τους τι ακριβώς πρέπει να κάνει ένα πλοίο όταν ένας επιβάτης ασθενήσει σε αυτό και άρα το πρωτόδικο Δικαστήριο, κακώς επέτρεψε, ο μάρτυρας να προβάλει ζητήματα και θέσεις που δεν είχαν προηγουμένως δικογραφηθεί και κακώς στηρίχθηκε στη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης προβάλλεται ότι οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 στην Υπεράσπιση τους αρκούνται σε μια πολύ γενική άρνηση των ισχυρισμών στην Έκθεση Απαίτησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνοντας αποδεκτή τη μαρτυρία του Μ.Υ.4, στέρησε την πλευρά του ενάγοντος, να γνωρίζει από πριν, τις θέσεις της υπεράσπισης τις οποίες προέβαλε για πρώτη φορά κατά τη δίκη και της επέτρεψε να ελίσσεται κατά το δοκούν. Υποστηρίζεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς επέτρεψε στον Μ.Υ.4 να προβάλει ζητήματα και θέσεις που δεν είχαν προηγουμένως δικογραφηθεί και κακώς στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Μ.Υ.4 για το ζήτημα αυτό.
Υποδεικνύουμε κατ΄ αρχάς ότι δεν εντοπίζεται στην πρωτόδικη απόφαση εύρημα του Δικαστηρίου ότι το πλοίο δεν μπορούσε να ειδοποιήσει άμεσα ελικόπτερο για να μεταφερθεί ο ενάγων στο πλησιέστερο νοσοκομείο όταν οι πόνοι επιδεινώθηκαν.
Υποδεικνύουμε περαιτέρω ότι η πλευρά του ενάγοντος δεν ήγειρε οποιαδήποτε ένσταση πριν ή κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του Μ.Υ.4 ούτε έθεσε οποιοδήποτε ζήτημα στο στάδιο των αγορεύσεων. Το ζήτημα δηλαδή που εγείρεται μέσω αυτού του λόγου έφεσης δεν εγέρθηκε πρωτόδικα και επομένως δεν μπορεί να τίθεται μέσω αυτού του λόγου έφεσης ενώπιον του εφετείου (Ορουντιώτης κ.ά. ν. Loukas Georghiou Management Ltd κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 71/2017, ημερ. 14/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:A453).
Πέραν των πιο πάνω σημειώνουμε τα ακόλουθα. Στην παράγραφο 30.3 της Έκθεσης Απαίτησης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 εξέθεσαν τον ενάγοντα σε σοβαρό κίνδυνο της υγείας του τον οποίο γνώριζαν ή και όφειλαν να γνωρίζουν ως επίσης ότι:
«Όταν ο πόνος που ένιωθε ο Ενάγοντας δεν έλεγε να υποχωρήσει, και αυτός άρχισε να εμφαίνεται ολοένα και περισσότερο κατά ή περί ώρα 11μ.μ. της 19/8/2008, η οικογένεια του Ενάγοντα ζήτησε τόσο από το ιατρό Εναγόμενο 4, όσο και στον καπετάνιο και τα μέλη του πληρώματος του πλοίου SAPPHIRE όπως ειδοποιηθεί άμεσα ελικόπτερο για να μεταφερθεί ο ίδιος σε πλησιέστερο Νοσοκομείο, με σκοπό να του παρασχεθεί η αναγκαία θεραπευτική Αγωγή πράγμα το οποίο δεν έπραξαν ποτέ».
Η εφεσίβλητη 1 στην Υπεράσπιση της, που είναι έκτασης 4 σελίδων, αρνείται τους ισχυρισμούς της παραγράφου 30 της Έκθεσης Απαίτησης και ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν έχει παραβεί οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση της ως επίσης ότι ενήργησε ως θα ενεργούσε κάθε λογικός άνθρωπος υπό τις περιστάσεις, ότι κατέβαλε κάθε επιμέλεια και ότι έλαβε υπό τις περιστάσεις όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για αντιμετώπιση του απρόβλεπτου γεγονότος της υγείας του ενάγοντος που δεν οφείλετο στην υπαιτιότητα της ή και σε υπαιτιότητα του εφεσίβλητου 4 (παράγραφος 10).
Παρόμοιος ισχυρισμός δικογραφείται και στην παράγραφο 19 της Έκθεσης Απαίτησης τον οποίο αρνείται η εφεσίβλητη 1 στις παραγράφους 6 και 8 της Υπεράσπισης της και ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν ευθύνεται για γεγονότα τα οποία ακόμη και εάν κατέβαλλε κάθε επιμέλεια δεν θα μπορούσαν να προβλεφθούν ή αποτραπούν.
Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1541 όπου η υπεράσπιση του εφεσίβλητου ήταν έκτασης περίπου μιας σελίδας και αρνείτο γενικά όλους τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας χωρίς να προβάλλει κάτι συγκεκριμένο. Διαφοροποιείται επίσης από το γεγονός ότι στην ως άνω υπόθεση τέθηκε τέτοιο ζήτημα κατά την πρωτόδικη διαδικασία κάτι που δεν συνέβη στην παρούσα περίπτωση.
Τόσο ο ενάγων κατά τη γραπτή του δήλωση, παράγραφος 21, που αποτελεί μέρος της κυρίως εξέτασης του ως επίσης κατά την κυρίως εξέταση του την 1.6.2016, σελίδα 18 των πρακτικών, και στην αντεξέταση του την 2.6.2016, σελίδα 41 των πρακτικών, όσο και ο Μ.Ε.4 κατά τη μαρτυρία του την 4.10.2016, σελίδες 143, 156 των πρακτικών αναφέρθηκαν σε ευχέρεια/δυνατότητα του καπετάνιου και γενικά του πλοίου να καλέσει ελικόπτερο.
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω δικογραφημένες θέσεις τους ως επίσης τη μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς ενάγοντα, κρίνουμε ότι η πλευρά της εφεσίβλητης 1 είχε το δικαίωμα να παρουσιάσει μαρτυρία μέσω του Μ.Υ.4 για να αντικρούσει τη μαρτυρία που δόθηκε από τον ενάγοντα Μ.Ε.1 και τον Μ.Ε.4 και δεν μπορεί να γίνεται λόγος ότι η πλευρά του ενάγοντος καταβλήθηκε εξ απίνης. Εξάλλου η πλευρά του ενάγοντος προχώρησε αμέσως σε αντεξέταση του Μ.Υ.4 χωρίς, υπενθυμίζουμε, να θέσει οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Υ.4.
Με βάση τα πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ προέβη σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος 4 υπήρξε αμελής κατά ή περί ώρα 11 το βράδυ της 19.8.2008, και ενώ οι ενέσεις που είχε χορηγήσει στον ενάγοντα δεν είχαν αποτέλεσμα, θα έπρεπε, αφού δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, να προχωρήσει σε περαιτέρω εξετάσεις ή να ειδοποιήσει τον καπετάνιο του πλοίου σε εκείνο το στάδιο κι όχι η ώρα 7:13π.μ. της 20.8.2008, εσφαλμένα δεν προχώρησε στο συμπέρασμα ότι η ιατρική αμέλεια που επέδειξε ο εφεσίβλητος 4 είχε αιτιώδη συνάφεια με το αποτέλεσμα, δηλαδή την καρδιακή ανεπάρκεια που είχε υποστεί ο ενάγων. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης παρατίθεται το εύρημα/συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως καταγράφεται στη σελίδα 42 της πρωτόδικης απόφασης (σελίδα 16 της απόφασης μας). Ακολούθως αναφέρεται από πλευράς εφεσείοντα ότι υιοθετούνται ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος έφεσης αναφορικά με τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 για το ζήτημα αυτό. Υποστηρίζεται ακόμα από πλευράς εφεσείοντα ότι ενώ υπήρχε έγγραφη μαρτυρία, Τεκμήρια 3 και 4, ότι ως αποτέλεσμα της καθυστερημένης προσέλευσης του ασθενή στο νοσοκομείο, ο ενάγων είχε υποστεί καρδιακή ανεπάρκεια, εντούτοις το Δικαστήριο έδωσε διαφορετική ερμηνεία και έτσι αδυνατούσε να καταλήξει έστω και συμπερασματικά, ότι οι βλάβες που υπέστη ο ενάγων, συνδέονται και υπάρχει αιτιώδης συνάφεια με την αμέλεια που επέδειξε ο εφεσίβλητος 4.
Υποδεικνύουμε καταρχάς ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος έχει απορριφθεί, ουδεμία σχέση έχει με τον παρόντα λόγο έφεσης ενώ ο τρίτος λόγος έφεσης έχει επίσης απορριφθεί.
Περαιτέρω δεν διαπιστώνουμε ότι αποτελούσε κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων ότι το έμφραγμα αντιμετωπίστηκε μετά από πάροδο 14 ωρών. Αυτό ακριβώς υποδεικνύει το Δικαστήριο στη σελίδα 42 της απόφασης του το οποίο αφενός μεν με βάση τα ευρήματα του αναφέρει ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να δοθεί θεραπεία στον ενάγοντα σε δευτεροβάθμιο νοσοκομείο τις πρώτες δυο ώρες που υπέστη το έμφραγμα για να υπάρξει πλήρης αποκατάσταση της βλάβης δεδομένου ότι η διαδικασία μεταφοράς του από το πλοίο με ελικόπτερο, πέραν των κινδύνων που αυτό θα ελλόχευε, τέτοια μετακίνηση θα χρειαζόταν 4 έως 6 ώρες και με την προϋπόθεση ότι θα υπήρχε διαθέσιμο ελικόπτερο για τη μετακίνηση. Ακόμη όμως και αν γινόταν η μετακίνηση, κενό υπήρχε σε σχέση με το ζήτημα του ποια βλάβη θα μπορούσε να αποτραπεί μέχρι τότε, γιατί το μόνο που διαπιστώθηκε στο Κέντρο Υγείας Μήλου ήταν η ύπαρξη οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου και όχι καρδιακή καταπληξία, δηλαδή καρδιακή ανεπάρκεια αφού τέτοια επιπλοκή προσδιορίζεται στο ιατρικό πιστοποιητικό που εξέδωσε το Νοσοκομείο Σύρου (Τεκμήριο 4) πολύ μετά την εισαγωγή του. Όπως αναφέρεται πιο πάνω ο ενάγων παρέμεινε στο εν λόγω νοσοκομείο για δυο μέρες, υπήρξε νέα επιδείνωση της κατάστασης του με νέο ισχαιμικό επεισόδιο και αφού υπήρξε ανάγκη για διενέργεια θρομβόλυσης, διαπιστώθηκε αρχόμενη καρδιακή καταπληξία γεγονός που οδήγησε την άμεση αερομεταφορά του στο Νοσοκομείο Αττικόν Αθηνών. Δεν μπορούσε δηλαδή με ασφάλεια να προσδιοριστεί το χρονικό διάστημα που προκλήθηκε η ζημιά για να θεωρηθεί ο εφεσίβλητος 4 υπαίτιος της ζημιάς.
Ως γενική παρατήρηση αναφέρουμε ότι η προσέγγιση και η συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και τα ευρήματα και συμπεράσματα του ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις (βλ. μεταξύ άλλων Χ” Μάρκου ν. Widehorizon (Cap. Market) Ltd (2010) 1(A) A.Α.Δ. 108, T.J.S. Enterpr. Ltd v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. (Χρηματ.) Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 108 και Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150).
Όσον αφορά τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 την οποία επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντα ισχύουν τα όσα αναφέρουμε πιο πάνω στο πλαίσιο του πρώτου και δεύτερου λόγου έφεσης. Τόσο η απόφαση Βαριάνου (ανωτέρω) που επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντα όσο και η Ράλλης Μακρίδης & Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 447 και η Πολυκλινική Υγεία Λτδ κ.ά. ν. Λάμπρου κ.ά., (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2634 που επικαλείται η πλευρά των εφεσίβλητων 1, 2 και 3, επιβεβαιώνουν τη γνωστή αρχή ότι ο ενάγων πρέπει να αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του αντιδίκου του και των ζημιών που υπέστη (Metropolitan Railway Co v. Jackson 47 L.J.C.P. 303) δηλαδή ο ζημιωθείς θα πρέπει θετικά να αποδείξει ότι η ζημιά ήταν αποτέλεσμα της αμέλειας του εναγόμενου άλλως η αγωγή του θα πρέπει να απορριφθεί (Wilsher v. Esses Area Health Authority [1988] 1 All E.R. 871 και Carslogie SS Co v. Royal Norwegian Government [1952] 1 All E.R. 20). Στην παρούσα περίπτωση ο ενάγων δεν απέδειξε στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι η βλάβη που υπέστη ήταν άμεσο αποτέλεσμα της ιατρικής αμέλειας του εφεσίβλητου 4. Στη Ράλλης Μακρίδης & Υιοί Λτδ (ανωτέρω) λέχθηκε ότι:
«Η αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό που θα πρέπει να αποφασίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατά τη δίκη (Hotson v. East Berkshire Area Health Authority [1987] 2 All E.R. 909). Θέμα πραγματικό είναι επίσης και ο λόγος που προκάλεσε το δυστύχημα.
Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να αποδειχθεί ότι η αδικοπραξία του εναγόμενου προκάλεσε τη ζημιά του ενάγοντα. Ακόμα και στην περίπτωση παραδοχής αμέλειας από τον εναγόμενο, χωρίς άλλου τινός, ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωσης, εκτός αν μπορεί να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια αυτή (Rankine v. Garton Sons & Co. Ltd. [1979] 2 All E.R. 1185)».
Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ελευθερίας Ζαπίτη κ.ά (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 749 και στην Δήμος Πάφου ν. C & N. Kyriakou Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 228/2009, ημερ. 23.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A100.
Συμφωνούμε με τη θέση της πλευράς των εφεσίβλητων 1, 2 και 3 ότι η πλευρά του ενάγοντος έπρεπε να αποδείξει στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι η καθυστέρηση προκάλεσε τη ζημιά και όχι ότι στερήθηκε στον ενάγοντα η πιθανότητα να μην είχε υποστεί τόση ζημιά (βλ. Hotson (ανωτέρω).
Με βάση τα πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Τέλος, με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος 4 δεν εργαζόταν για τις εφεσίβλητες 1, 2 και 3 και ότι δεν υπήρχε συμβόλαιο εργοδότησης με τις εταιρείες αυτές. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε ισχυρισμούς αναφορικά με τις εφεσίβλητες 1, 2 και 3 που δεν ήταν δικογραφημένοι και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Μ.Υ.3.
Η πρώτη παρατήρηση στην οποία προβαίνουμε είναι ότι η αιτιολογία του λόγου έφεσης διέπεται από γενικότητα, αοριστία και ασάφεια με αποτέλεσμα ο λόγος έφεσης να είναι ατελής. Όπως έχει λεχθεί στην Δημητρίου ν. KPMG LTD, Πολ. Έφ. Αρ. 311/2014, ημερ. 24.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:A25: «Έχοντας υπ΄ όψιν πως τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης συντίθενται, πρώτον, από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα και χωρίς το ένα ή το άλλο ο λόγος έφεσης είναι ατελής (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112), οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται (Σαμουρίδης ν. Inzeyannis, Πολ. Έφ. Αρ. 326/14, ημερ. 18.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A133)».
Εν πάση περιπτώσει στην παράγραφο 2 της Υπεράσπισης της εφεσίβλητης 1 αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος 4 ουδέποτε βρισκόταν στην υπηρεσία της ως επίσης στην παράγραφο 5 ότι ο εφεσίβλητος 4 ουδέποτε εργαζόταν για λογαριασμό της ή και εργοδοτείτο από αυτήν. Περαιτέρω, στην παράγραφο 4 των Υπερασπίσεων των εφεσίβλητων 2 και 3 αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος 4 ουδέποτε βρισκόταν στην υπηρεσία τους. Υπήρχε επομένως εκ μέρους των εφεσίβλητων 1, 2 και 3 σχετική δικογράφηση.
Πέραν των πιο πάνω στο περίγραμμα αγόρευσης της πλευράς του εφεσείοντα αναφέρεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι εφεσίβλητες 1, 2 και 3 είναι υπόλογες για τις αμελείς πράξεις του εφεσίβλητου 4, σε περίπτωση επιτυχίας του 4ου και 5ου λόγου έφεσης. Από τη στιγμή επομένως που ο 4ος και ο 5ος λόγος έφεσης έχουν εξεταστεί και απορριφθεί, το υπόβαθρο της θέσης της πλευράς του εφεσείοντα καταρρέει. Η κατάληξη μας όσον αφορά τον 4ο και 5ο λόγο έφεσης συμπαρασύρει και τον παρόντα λόγο έφεσης.
Με βάση τα πιο πάνω ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €4.000,00 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των εφεσίβλητων 1, 2 και 3 και σε βάρος του εφεσείοντα. Καμία διαταγή για έξοδα σε σχέση με τον εφεσίβλητο 4.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο