ΛΑΜΠΡΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ v. ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 179/2019, 28/11/2025
print
Τίτλος:
ΛΑΜΠΡΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ v. ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 179/2019, 28/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 179/2019)

 

28 Νοεμβρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

ΛΑΜΠΡΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων

 

v.

 

ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσίβλητης

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα) με Α. Κόνια για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Ν. Γ. Χαραλαμπίδης για Γιώργος Χαραλαμπίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ. 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Τροχαίο δυστύχημα, το οποίο επεσυνέβη στη Λεμεσό, είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκρουση του οχήματος το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων, με την εφεσίβλητη, η οποία διασταύρωνε τη συγκεκριμένη οδό. Αγωγή, την οποία η εφεσίβλητη καταχώρισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση απόφασης υπέρ της και εναντίον του εφεσείοντα για ποσό €200.000.‑ ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον τόκους, πλέον €19.375,31.‑ ως ειδικές αποζημιώσεις πλέον τόκο. Επιδικάστηκαν, επίσης, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα, τα έξοδα της διαδικασίας. Κρίθηκε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ευθύνη του εφεσείοντα για το εν λόγω δυστύχημα ήταν αποκλειστική.

 

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση στη βάση δώδεκα λόγων έφεσης, οι πρώτοι πέντε εκ των οποίων, αφορούν το θέμα της ευθύνης, ενώ οι υπόλοιποι επτά, το θέμα των αποζημιώσεων.

 

Κρίνουμε ορθότερο όπως εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης που αφορούν την ευθύνη, αφού το τι προβάλλεται, από πλευράς εφεσείοντα, υποστηρίζει ότι, όχι μόνο η ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα δεν ήταν αποκλειστική του εφεσείοντα, αλλά, τουναντίον, για το ατύχημα ευθύνετο αποκλειστικά η εφεσίβλητη. Συνεπώς, προχωρούμε να εξετάσουμε τους πρώτους πέντε λόγους έφεσης.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης προβάλλει ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη ξεκίνησε να διασταυρώνει με γοργό βήμα αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε αυτοκίνητο στον δρόμο είναι εσφαλμένο, αδικαιολόγητο και ενάντια στην κοινή λογική και νομολογία. Ο δεύτερος λόγος έφεσης προβάλλει ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η εφεσίβλητη δεν είχε ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος και ότι έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για τη δική της ασφάλεια, δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία στο σύνολό της, σε σχέση με τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης. Επομένως, εσφαλμένα η εφεσίβλητη κρίθηκε αξιόπιστη. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχαν σταματημένα αυτοκίνητα στη δυτική πλευρά του δρόμου, απορρίπτοντας, επί τούτου, την εκδοχή του εφεσείοντα. Προβάλλεται, συναφώς, ότι το εν λόγω εύρημα είναι βασισμένο σε εσφαλμένη αιτιολογία και εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, είναι δε αβάσιμο, αυθαίρετο και ακροσφαλές. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αποδίδει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο στην αξιολόγηση του εφεσείοντα ως αναξιόπιστου. Προβάλλεται ότι, με ανεπαρκή και ακροσφαλή αιτιολογία, αόριστους χαρακτηρισμούς και, στην ουσία, προσχήματα, αξιολογήθηκε ο εφεσείων, με αποτέλεσμα το λανθασμένο συμπέρασμα ότι αυτός ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του δυστυχήματος. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι, στη βάση των προηγούμενων λόγων έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να προβεί στον ορθό καταλογισμό της γενεσιουργού αιτίας του δυστυχήματος που δεν ήταν άλλη από την απότομη είσοδο της εφεσίβλητης στον δρόμο με γοργό βηματισμό και την παράλειψη της να αντιληφθεί το όχημα του εφεσείοντα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή πριν τη σύγκρουση.

 

Διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους, εμπερικλείοντας θέματα αξιολόγησης μαρτυρίας και κατάληξης, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστήριο, σε συμπεράσματα γεγονότων, και κατ' επέκταση της τελικής κατάληξης αναφορικά με την ευθύνη. Ως, άλλωστε, έπραξαν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, θεωρούμε και εμείς ότι ευχερής είναι η παράλληλη εξέτασή τους μέσα από μία ενιαία εξέταση του τρόπου που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε, διαχειρίστηκε και αποφάσισε τα επίδικα αυτά θέματα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας λεπτομερώς συνοψίσει την ενώπιόν του προσκομισθείσα μαρτυρία, προχώρησε με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την κατάληξή του σε συμπεράσματα επί των γεγονότων. Στο πλαίσιο αυτό, συνόψισε την επί του προκειμένου σχετική εκδοχή της εφεσίβλητης, καταγράφοντας το σχετικό απόσπασμα από τη γραπτή δήλωση της μάρτυρος, ως εξής:

 

«… Στις 09.01.2009 και περί η ώρα 12:20 το μεσημέρι, βρισκόμουν στο πεζοδρόμιο έξω από το κατάστημα Bonsai, το οποίο βρισκόταν στην δυτική πλευρά της οδού Μίλτωνος στη Λεμεσό, και από το οποίο μόλις είχα εξέλθει. Σκοπός μου ήταν να διασταυρώσω πεζή την οδό Μίλτωνος και να κατευθυνθώ απέναντι, όπου ήταν σταθμευμένο το όχημα μου. Κοίταξα τόσο δεξιά όσο και αριστερά για να ελέγξω την κίνηση των οχημάτων στο δρόμο. Δεν υπήρχε οποιοδήποτε αυτοκίνητο και ως εκ τούτου ξεκίνησα να διασταυρώνω το δρόμο με γοργό βήμα. Σημειώνω ότι δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο σταθμευμένο στη δυτική πλευρά της οδού Μίλτωνος, στα δεξιά μου (δηλαδή νοτιότερα από εμένα), ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο που να εμποδίζει την προς εμένα ορατότητα των οχημάτων που κατευθύνονταν με κατεύθυνση από νότια προς βόρεια στην οδό Μίλτωνος.
Αφού διάνυσα απόσταση περίπου 6 μέτρων διασταυρώνοντας το δρόμο, και έφτασα περίπου στο μέσο του, δέχτηκα ξαφνικά βίαιο χτύπημα από ένα όχημα που ερχόταν από την δεξιά μου πλευρά, με κατεύθυνση από νότια προς βόρεια, επί της οδού Μίλτωνος. Μετά τη σύγκρουση έχασα τις αισθήσεις μου, μέχρι τη στιγμή που ξύπνησα στο Νοσοκομείο. …».

Κατά ανάλογο τρόπο, συνόψισε την εκδοχή του εφεσείοντα ως εξής:

 

«Ο εναγόμενος 1 Λάμπρος Θεμιστοκλέους (ΜΥ1) στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε Γραπτή Δήλωση (Έγγραφο Β). Ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επεσυνέβη το ατύχημα, κατέθεσε τα εξής:

«… Στις 9/1/09 περίπου το μεσημέρι 12.20, οδηγούσα το αυτοκίνητο XV473 μάρκας Χόντα που ανήκε στη μητέρα μου, στην οδό Μίλτωνος με βόρεια κατεύθυνση.
Η κίνηση στον δρόμο ήταν μέτρια, δηλαδή εκινούνταν κάποια αυτοκίνητα από απέναντι μου όσο και προς βόρεια κατεύθυνση σε μακρινή απόσταση από εμένα.
Μπροστά μου δεν επροπορεύετο άλλο αυτοκίνητο.
Τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά του δρόμου υπήρχαν σταματημένα αυτοκίνητα. Σε κάποιο σημείο του δρόμου αντιλήφθηκα μία γυναίκα πεζή η οποία κρατούσε τσάντες στα χέρια της, να προχωρεί με γρήγορο βηματισμό για να διασταυρώσει τον δρόμο από αριστερά προς τα δεξιά μου.
Την γυναίκα αυτή την αντιλήφθηκα όταν ξεπρόβαλε στον δρόμο, στη πορεία μου, ανάμεσα των αυτοκινήτων που ήταν σταματημένα στα αριστερά μου, και προχωρούσε να διασταυρώσει τον δρόμο με γρήγορο βηματισμό χωρίς να κοιτάξει ούτε αριστερά ούτε δεξιά.
Η πεζή αντί μόλις ξεπέρασε τα σταματημένα αυτοκίνητα να σταματήσει και ελέγξει τον δρόμο προτού προχωρήσει να διασταυρώσει, μόλις ξεπέρασε τα σταματημένα αυτοκίνητα και χωρίς καθόλου να ελέγξει τον δρόμο, βλέποντας μόνο μπροστά της, προχωρούσε με γρήγορο βηματισμό για να διασταυρώσει.
Η απόσταση που με χώριζε από την πεζή όταν την είδα να ξεπροβάλλει στην πορεία μου ανάμεσα από τα σταματημένα αυτοκίνητα και να προχωρεί, υπολογίζω ότι ήταν περίπου 15 μέτρα.
Τότε εγώ πάτησα τα στόπερ μου για να ελαττώσω ταχύτητα, και έστριψα το τιμόνι μου προς τα δεξιά για να την αποφύγω, αλλά η πεζή συνέχιζε να προχωρεί, ξαναπάτησα τα στόπερ μου, σε κλάσματα δευτερολέπτου, αλλά το αυτοκίνητο με πατημένα τα στόπερ και με κλίση του αυτοκινήτου προς τα δεξιά πήγε τριφτό προς τα δεξιά στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα την σύγκρουση της πεζής με το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, το οποίο μετά την σύγκρουση προχώρησε σε κάποια απόσταση και ακινητοποιήθηκε.
Αμέσως κατέβηκα από το αυτοκίνητο μου και έτρεξα προς το μέρος που βρισκόταν το σώμα της πεζής πεσμένο στον δρόμο, για να προσφέρω βοήθεια.
Όταν την πλησίασα, είχε τις αισθήσεις της και όταν την ρώτησα το όνομα της, μου είπε ότι την έλεγαν Μαρία.
Παραδέχομαι ότι η ταχύτητα μου ήταν πέραν του επιτρεπομένου ορίου που ήταν 50 χιλιόμετρα.
Αργότερα πληροφορήθηκα όχι σύμφωνα με τις εξετάσεις που έκαμε η Αστυνομία, βρήκε ότι η ταχύτητα μου ήταν 81 χιλιόμετρα. Όπως υπολόγισα μετά πρέπει η πεζή προηγουμένως να ήταν σε κατάστημα παπουτσιών από το οποίο βγήκε και το οποίον ήταν αριστερά μου και σχεδόν απέναντι από το σημείο σύγκρουσης και, αυτό το υπολόγισα από τις τσάντες που κρατούσε και έπεσαν και αυτές στον δρόμο όπου υπήρχε κουτί παπουτσιών.
Μετά το δυστύχημα τα αυτοκίνητα που ήσαν σταματημένα στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την κατεύθυνση μου, οι οδηγοί τους, τα πήραν και έφυγαν.
Εγώ δεν συγκράτησα κανένα στοιχείο των σταματημένων αυτοκινήτων γιατί η έγνοια μου ήταν η κατάσταση της πεζής.»

Αντεξεταζόμενος κατέθεσε πως γνωρίζει την οδό Μίλτωνος, αφού εκεί μεγάλωσε. Κατά τον ουσιώδη χρόνο η οδός δεν ήταν πολυσύχναστη. Την ημέρα του ατυχήματος η κίνηση ήταν μέτρια. Την ενάγουσα την είδε για πρώτη φορά όταν η τελευταία «πέρασε που τα αυτοκίνητα» που ήσαν σταθμευμένα στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του και «ξεπρόβαλε στην άκρη των αυτοκινήτων πριν βγει στον δρόμο». Η ενάγουσα περπατούσε με γρήγορο βηματισμό. Και στις δύο πλευρές της οδού Μίλτωνος υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα. Όταν είδε την ενάγουσα στον δρόμο, πάτησε τα στόπερ του για να ελαττώσει ταχύτητα και έστριψε το τιμόνι προς τα δεξιά για να την αποφύγει.»

 

Είχε, επίσης, αναφερθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη μαρτυρία του εξεταστή του δυστυχήματος αλλά και ενός ακόμη μάρτυρα αστυφύλακα, ειδικού στην εύρεση ταχύτητας από ίχνη τροχοπέδησης‑ πλαγιολίσθησης, με βάση την οποία διαπιστώθηκε ότι η ταχύτητα του οχήματος του εφεσείοντα, κατά το δυστύχημα, ήταν 81,40 χ.α.ω.  

 

Έχοντας αποδεχτεί τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και απορρίψει αυτήν του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα τελικά του συμπεράσματα επί των γεγονότων, όσον αφορά τα γεγονότα του δυστυχήματος, ως εξής:

 

«Στις 9.1.200 πλευρά του δρόμου. Σκοπός της ήταν να διασταυρώσει την οδό Μίλτωνος και να κατευθυνθεί απέναντι. Κοίταξε τόσο δεξιά όσο και αριστερά. Αφού διαπίστωσε πως δεν  υπήρχε οποιοδήποτε αυτοκίνητο στον δρόμο, ξεκίνησε να διασταυρώνει με γοργό βήμα. Στην δυτική πλευρά της οδού Μίλτωνος και στα δεξιά της ενάγουσας, δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο σταθμευμένο ή άλλο αντικείμενο που να εμπόδιζε την ορατότητα της. Αφού η ενάγουσα διένυσε απόσταση 6 μέτρων περίπου, κτυπήθηκε από το όχημα του εναγομένου. Το σημείο σύγκρουσης είναι το σημείο «Χ» επί του σχεδιαγραφήματος (Τεκμήριο 5). Απέχει 5,70 μέτρα από το αριστερό πεζοδρόμιο σε σχέση με την πορεία του εναγομένου. Το πλάτος του δρόμου είναι 11,70 μέτρα. Το όχημα άφησε ίχνη τροχοπέδησης στον δρόμο, 36,60 μέτρα. Στον δρόμο υπήρχαν ίχνη τριψίματος του σώματος της πεζής με την άσφαλτο, περίπου 8 μέτρα. Ο καιρός ήταν αίθριος και η επιφάνεια του δρόμου στεγνή. Η ορατότητα από το σημείο σύγκρουσης «Χ» προς νότια είναι γύρω στα 200 μέτρα. Το όχημα είχε ζημιές στο μπροστινό καπώ, στον ανεμοθώρακα, στον προφυλακτήρα. Ο εναγόμενος οδηγούσε με ταχύτητα 81 χ.λ.ω. ενώ το όριο ταχύτητας είναι 50 χ.λ.ω. Ο εναγόμενος κατηγορήθηκε γραπτώς ότι οδηγούσε (α) αμελώς και (β) με ταχύτητα 81 χ.λ.ω. αντί 50. Παραδέχθηκε και τις δύο κατηγορίες....»

 

Εφαρμόζοντας νομολογιακές αρχές σε σχέση με την ευθύνη, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Υπό το φως των ευρημάτων στα οποία κατέληξα ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επεσυνέβη το ατύχημα, κρίνω πως η ευθύνη για την πρόκληση του βαρύνει αποκλειστικά και μόνο τον εναγόμενο. Γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν το αμελές οδήγημα του. Οδηγούσε χωρίς την δέουσα επιμέλεια και προσοχή που όφειλε να επιδεικνύει τόσο προς τον ίδιο και τους άλλους χρήστες του δρόμου, όσο και προς την ενάγουσα ειδικότερα. Παρέλειψε να αντιληφθεί έγκαιρα την παρουσία της στον δρόμο. Παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα φρένα του έγκαιρα, ώστε να αποφύγει την σύγκρουση. Και η ταχύτητα του εναγόμενου (81 χ.λ.ω. αντί 50 που ήταν το όριο) σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες πράξεις και παραλείψεις του, συνέβαλε στην πρόκληση του ατυχήματος. Δεν διαφεύγει φυσικά της προσοχής μου πως η υπερβολική ταχύτητα δεν μπορεί από μόνη της να στοιχειοθετήσει αμέλεια εκτός εάν οι υπόλοιπες λεπτομέρειες συνηγορούν ως προς την ύπαρξη αμέλειας [βλ. Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1825]. Εν προκειμένω θεωρώ πως οι υπόλοιπες λεπτομέρειες συνηγορούν υπέρ τούτου.
Κατά την κρίση μου δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στην ενάγουσα η οποία έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για την δική της ασφάλεια. Έλεγξε την τροχαία κίνηση στον δρόμο προτού επιχειρήσει να διασταυρώσει και άρχισε να διασταυρώνει όταν διαπίστωσε πως δεν υπήρχε όχημα στον δρόμο.»

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσίβλητης, η οποία υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Έχουμε, επίσης, μελετήσει καθετί σχετικό με τους συγκεκριμένους λόγους έφεσης, περιλαμβανομένης της προσκομισθείσας μαρτυρίας, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο την κατέγραψε και αξιολόγησε στην απόφασή του. Εξετάζουμε τα εγειρόμενα θέματα, δεδομένου και του ότι είναι γνωστές οι αρχές της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει, κατά κανόνα, στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιόν του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα. Επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΣ v. ΨΥΛΛΟΥ (2009) 1 ΑΑΔ 1552, ΜΑΡΚΑΡΗ v. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, ΜΙΧΑΗΛ v. ΛΑΠΙΘΗ κ.ά., ECLI:CY:AD:2018:A13, Πολιτική Έφεση 336/2011, ημερομηνίας 12.01.2018), ECLI:CY:AD:2018:A13

 

Με κάθε σεβασμό στην ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή, έχουμε την άποψη ότι ο εφεσείων δικαιολογείται να παραπονείται αναφορικά με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε, διαχειρίστηκε και συμπερασματικά αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία.

 

Τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ως εξής:

 

«Η εικόνα που σχημάτισα για την ενάγουσα (ΜΕ3) βλέποντας την στο εδώλιο του μάρτυρα, ήταν εξαιρετική. Ο λόγος της υπήρξε συγκροτημένος και σταθερός. Ήταν σταθερή στην θέση και στην εκδοχή της ως προς το πώς προκλήθηκε το επίδικο ατύχημα. Δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις κατά το στάδιο της αντεξέτασης. Κατέθετε μεν με απλοϊκό τρόπο, αλλά η μαρτυρία της χαρακτηρίζετο από σαφήνεια και πειστικότητα. Ήταν σταθερή στην θέση πως η ίδια έλεγξε τον δρόμο προτού διασταυρώσει και πως δεν είδε αυτοκίνητο. Όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε «γίνεται να πάω ολόϊσια αν είδα αυτοκίνητο να στέκομαι μέσα στην μέση του δρόμου να περιμένω να με χτυπήσει; Αυτό εννοείτε, να στέκομαι μέσα στην μέση του δρόμου να με χτυπήσει το αυτοκίνητο;» Περιέγραψε δε χωρίς ίχνος υπερβολής τους τραυματισμούς της και τα όσα υπέφερε συνεπεία τούτων.»

  

Αν είναι, λοιπόν, κάτι το οποίο προβάλλει ξεκάθαρα από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, αυτό είναι η μοναδική θέση της εφεσίβλητης ότι ήλεγξε για τροχαία κίνηση και στις δύο κατευθύνσεις, όταν είχε πρόθεση να διασταυρώσει τον δρόμο, και δεν υπήρχε όχημα. Δεν επρόκειτο για τοποθέτηση ότι εντόπισε το όχημα του εφεσείοντα, όμως αυτό ήταν σε μεγάλη απόσταση, ώστε να μπορούσε να διασταυρώσει τον δρόμο. Πρόκειται για σαφή αναφορά ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε αυτοκίνητο και ως εκ τούτου ξεκίνησε να διασταυρώνει τον δρόμο με γοργό βήμα. Όμως, η ορατότητα, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε (200 μέτρα προς την πλευρά από την οποία ο εφεσείων προσέγγιζε) ήταν τέτοια που καθιστούσε το όχημα του εφεσείοντα καθ' όλα ορατό. Αναπόφευκτο συμπέρασμα δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να είναι άλλο από το ότι, είτε η εφεσίβλητη δεν προέβηκε στον δέοντα έλεγχο της τροχαίας κίνησης προτού εισέλθει στον δρόμο για να διασταυρώσει, αποτυγχάνοντας να εντοπίσει το ορατό όχημα του εφεσείοντα, είτε δεν προέβη σε έλεγχο καθόλου. Άλλωστε, και από τη μαρτυρία του εξεταστή του ατυχήματος, η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκύπτει ότι η ορατότητα της πεζής ήταν, επίσης, χωρίς περιορισμούς. Αφέθηκε, φυσικά, ως ενδεχόμενο, η περίπτωση που υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα, αυτό να επηρέαζε την ορατότητα προς την πεζή.

 

Επομένως, εύλογα τίθεται αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και κατάληξης στα προαναφερόμενα συμπεράσματα, αφού η σχετική ουσιαστική εκδοχή της εφεσίβλητης, όντως φαίνεται να τίθεται εν αμφιβόλω στη βάση της κοινής λογικής. Δεν αρκεί αναφορά στην εντύπωση που προκάλεσε ένας μάρτυρας στο Δικαστήριο ώστε να τον καταστήσει αξιόπιστο. Η ουσιαστική εξέταση της μαρτυρίας είναι πάντοτε απαραίτητη. Επακόλουθο των ως άνω είναι η βάσιμη αμφισβήτηση της τελικής κατάληξης στην υπόθεση, αναφορικά με την ευθύνη.

 

Δικαιολογημένη, όμως, προβάλλει και η αμφισβήτηση της αξιολόγησης του εφεσείοντα, για τον οποίο, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε τα εξής:

 

«Αντίθετα ο εναγόμενος (ΜΥ1) δεν μου έδωσε την εικόνα μάρτυρα της αλήθειας. Συγκρατημένος και αμήχανος στο εδώλιο του μάρτυρα. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι προσήλθε στο Δικαστήριο όχι για να εξιστορήσει το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα αλλά για να καταθέσει ο,τιδήποτε θα ήταν υποβοηθητικό ώστε να μετριαστεί η ευθύνη του. Εξ'ου και οι διαφοροποιήσεις, έστω κατά τι, μεταξύ των όσων ανέφερε στην γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία (Τεκμήριο 2), την οποία έδωσε λίγες ώρες μετά το ατύχημα.  Στην γραπτή του κατάθεση (Τεκμήριο 2) ανέφερε πως στην αριστερή πλευρά του δρόμου, σε σχέση με την πορεία του, υπήρχαν σταθμευμένα αυτοκίνητα. Στην διά ζώσης μαρτυρία του, το διαφοροποίησε και κατέθεσε πως σταθμευμένα αυτοκίνητα υπήρχαν τόσο αριστερά όσο και δεξιά του δρόμου. Ακόμη και εάν γίνει αποδεκτή η θέση του πως υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα στην αριστερή πλευρά του δρόμου, εύλογα διερωτάται κανείς πώς όλοι οι οδηγοί μετακίνησαν τα αυτοκίνητα τους μέσα σε διάστημα 15 λεπτών αφού τόσο χρόνο χρειάστηκε ο εξεταστής της υπόθεσης (ΜΕ1) να φθάσει στην σκηνή. Υπενθυμίζω πως ο τελευταίος κατέθεσε πως η κλήση ελήφθη στις 12:20 ενώ ο ίδιος έφθασε στις 12:35.  Ο χρόνος που επεσυνέβη το ατύχημα τοποθετείται η ώρα 12:20. Η Γραπτή Κατηγορία (Τεκμήριο 3) είναι σχετική (ο εναγόμενος κατηγορήθηκε πως στις 9.1.2009 και ώρα 12:20 οδηγούσε το αυτοκίνητο XV 473, χωρίς την δέουσα προσοχή και φροντίδα). Στην κατάθεση του (Τεκμήριο 2)  χαρακτήρισε τον βηματισμό της ενάγουσας ως σταθερό ενώ στο Δικαστήριο κατέθεσε πως η ενάγουσα προχωρούσε με γρήγορο βηματισμό. Σε σχέση με τις ενέργειες που έκαμε όταν αντιλήφθηκε την παρουσία της ενάγουσας στον δρόμο, στην κατάθεση του (Τεκμήριο 2) ανέφερε πως πάτησε στόπερ για να ελαττώσει ταχύτητα και μετά πάτησε στόπερ για δεύτερη φορά, ενώ διά ζώσης κατέθεσε πως «πάτησα τα στόπερ μου για να ελαττώσω ταχύτητα και έστριψα το τιμόνι μου προς τα δεξιά για να την αποφύγω». Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως τούτο είναι δεύτερη και εκ των υστέρων σκέψη και πως τούτο το είπε, εκμεταλλευόμενος το γεγονός πως τα ίχνη τροχοπέδησης που άφησε το αυτοκίνητο στον δρόμο είχαν ελαφριά κλίση δεξιά. Απορρίπτω την θέση και την εκδοχή του.»

 

Εύλογα, θεωρούμε, τίθεται υπό αμφισβήτηση η επάρκεια της αξιολόγησης αυτού του ουσιαστικού μέρους της μαρτυρίας της υπόθεσης. Αναπόφευκτα, τίθεται το ερώτημα του πώς είναι καθοριστική η τοποθέτηση του μάρτυρα επί σταθμευμένων οχημάτων στη δεξιά πλευρά του δρόμου, όταν ουδεμία σχετικότητα φαίνεται να έχει με την εξέλιξη των επίδικων γεγονότων το αν υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Όπως, ερώτημα τίθεται και στο πώς καθιστά αναξιόπιστο τον μάρτυρα το αν μετακινήθηκαν σταθμευμένα οχήματα στην αριστερή πλευρά του δρόμου εντός δεκαπέντε λεπτών, ή ο χαρακτηρισμός του βηματισμού της εφεσίβλητης ως γρήγορου, στο Δικαστήριο, ενώ στην κατάθεσή του ο μάρτυρας είχε αναφερθεί σε σταθερό βηματισμό, όταν και η εφεσίβλητη προέβηκε σε ανάλογο ισχυρισμό. Διαπιστώνεται ότι ο τρόπος που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία του εφεσείοντα δεν επεκτάθηκε σε τέτοιο βάθος ώστε να εξετάσει την ουσία των λεγομένων του. Επί του προκειμένου, άλλωστε, θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι ουσιαστικοί του ισχυρισμοί είχαν τεθεί από αμέσως μετά το δυστύχημα, στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, ισχυρισμοί οι οποίοι δεν αλλοιώνονται από τις πιο πάνω παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επομένως, ελλιπής παρουσιάζεται να είναι και η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα.

 

Τα ως άνω αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των διαδίκων, αναπόφευκτα οδηγούν, αφενός, σε εσφαλμένη κατάληξη στα σχετικά συμπεράσματα επί των γεγονότων, ενώ, αφετέρου, σε εσφαλμένη τελική κατάληξη αναφορικά με την ευθύνη.

 

Δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο διαχειρίστηκε την αξιολόγηση της μαρτυρίας, παρουσιάζεται προβληματική και ελλιπής η ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών του εφεσείοντα σε σχέση με τις συνθήκες και τον χρόνο εισόδου της εφεσίβλητης στον δρόμο για να διασταυρώσει, καθώς και τις εν γένει συνθήκες τέλεσης του δυστυχήματος, στοιχεία που σχετίζονται αλλά και καθορίζουν το ευρύτερο θέμα του καταμερισμού της ευθύνης.

 

Αποτελεί δεδομένο στην υπόθεσή μας ότι η εφεσίβλητη δεν εντόπισε το όχημα του εφεσείοντα παρά το ότι αυτό ήταν ορατό. Δεδομένο, επίσης, αποτελεί το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε ευθύνη (και μάλιστα αποκλειστική) στον εφεσείοντα στη βάση του ότι παρέλειψε να αντιληφθεί έγκαιρα την παρουσία της εφεσίβλητης στον δρόμο, παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα φρένα του οχήματός του έγκαιρα, ώστε να αποφύγει τη σύγκρουση, και η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες πράξεις και παραλείψεις του, συνέβαλε στην πρόκληση του δυστυχήματος. Δεν κρίθηκε ότι μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στην εφεσίβλητη για τον λόγο ότι έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για τη δική της ασφάλεια, αφού ήλεγξε την τροχαία κίνηση προτού επιχειρήσει να διασταυρώσει και άρχισε να διασταυρώνει όταν διαπίστωσε πως δεν υπήρχαν οχήματα στον δρόμο.

 

Αποτελεί πάγια νομολογία ότι σε αγωγή για αμέλεια, το βάρος απόδειξης φέρει ο ενάγων. Όπως λέχθηκε στην ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ v. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ (1997) 1 Α.Α.Δ. 369:

 

«Σε αγωγή για αμέλεια το βάρος απόδειξης το φέρει ο ενάγοντας. Στο σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παραγ. 5‑22, το ζήτημα του βάρους απόδειξης τίθεται ως πιο κάτω:

"In an action for negligence, as in every other action, the burden of proof falls upon the plaintiff alleging it to establish each element of the tort. Hence it is for the plaintiff to give evidence of the facts, on which he bases his claim for damages. His evidence must consist of facts, either proved or admitted, and, after it is concluded, two questions arise, (1) whether, on that evidence, negligence may be reasonably inferred and (2) whether assuming it may be reasonably inferred, negligence is in fact inferred."

Η απόδειξη που πρέπει να παρουσιάσει ο ενάγοντας πρέπει να προχωρεί πέρα από την καθαρή πιθανολόγηση και να φθάνει μέχρι το πεδίο των νομικών συμπερασμάτων** (Charlesworth & Percy on Negligence, πιο πάνω, παραγ. 5‑23). Οι εικασίες δεν έχουν νομική ισχύ. Είναι άγνωστες στο νομικό μας σύστημα (Βλ. Searay Ltd v. M/V "Angostino Neto", Αγωγή Ναυτοδικείου 155/90/23.3.95). Όπως τονίσθηκε στην Jones v. G. W. Ry. [1930] 144 L.T. 194, 202:

"The dividing line between conjecture and inference is often a very difficult one to draw. A conjecture may be plausible, but it is of no legal value, for its essence is that it is a mere guess. An inference in the legal sense, on the other hand, is a deduction from the evidence, and if it is a reasonble deduction it may have the validity of legal proof."»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα όσα προβάλλονται ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε ευθύνη στον εφεσείοντα δεν αποτελούν αποτέλεσμα συμπεράσματος από γεγονότα, αλλά εικασίες. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η εφεσίβλητη, η οποία διασταύρωνε τον δρόμο, ήταν ορατή οδήγησε στη θεώρηση ότι ο εφεσείων δεν οδηγούσε με επιμέλεια, αφού δεν την εντόπισε εγκαίρως, δεν χρησιμοποίησε τα φρένα του οχήματος του εγκαίρως, με τα οποία η αυξημένη του ταχύτητα συνέβαλε στην πρόκληση του δυστυχήματος. Περί θεώρησης πρόκειται αφού τυχόν αποδοχή των δεδομένων ως προβλήθηκαν από την πλευρά του εφεσείοντα, ότι δηλαδή η εφεσίβλητη εισήλθε στον δρόμο εν μέσω σταθμευμένων οχημάτων, όταν ο εφεσείων οδηγούσε σε απόσταση που δεν επέτρεπε να αποφύγει τη σύγκρουση, παρά την άσκηση του συστήματος τροχοπέδησης του οχήματός του, ενδεχομένως να επέτρεπε κατάληξη, είτε μηδενικής ευθύνης σε αυτόν, είτε επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων.

 

Τέτοιες διαπιστώσεις, όμως, συνηρτημένες με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, ελλείπουν, ως αποτέλεσμα της ελλειπούς και προβληματικής αξιολόγησης της μαρτυρίας, ως εξηγείται ανωτέρω. Καθιστώντας την τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ακροσφαλή.

 

Κατά την αγόρευσή της ενώπιον μας, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα εισηγήθηκε την αναγκαιότητα επανεκδίκασης, ώστε να αποφασιστεί η ορθή γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος. Είναι γεγονός ότι το ζήτημα απολήγει να είναι σφάλμα στην πληρότητα και επάρκεια της αξιολόγησης της μαρτυρίας από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθώς επίσης, στην αποτελεσματική επίλυση, συνακόλουθα, του ουσιαστικού επίδικου θέματος της ευθύνης. Με αποτέλεσμα το Εφετείο να μην είναι σε θέση να υποκαταστήσει, με τη δική του κρίση, την πρωτόδικη κρίση. Δεν θεωρούμε ότι θα ήταν ορθό να προβεί, το Εφετείο, σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο που ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Ώστε να μπορέσει να καταλήξει στα συμπεράσματα του επί των γεγονότων και, κατ’ εφαρμογή της νομικής πτυχής της υπόθεσης, να αποφασίσει, συνακόλουθα, την ουσία των επιδίκων στην υπόθεση θεμάτων. Έπεται ότι τα πιο πάνω συμπαρασύρουν και τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, δεδομένης της αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και επί των αποζημιώσεων. Παρά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος στην εκκρεμοδικία, θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως η υπόθεση παραπεμφθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο για επανεκδίκαση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, περιλαμβανομένης και της πρωτόδικης διαταγής για έξοδα.

 

Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για επανεκδίκαση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα παραμείνουν στην πορεία της αγωγής.

 

Επιδικάζονται, υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης τα έξοδα της παρούσας έφεσης στο ποσό των €4.200.- πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει).

 

 

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.                       Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.           Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο