ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 276/18)
24 Νοεμβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Θ. ΘΩΜΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
2. ΞΕΝΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
Εφεσείοντες/Αιτητές
v.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ
Εφεσίβλητης/Καθ’ ης η Αίτηση
ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 7.1.25 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 18(6) ΤΟΥ Ν.169(Ι)/2015
1. ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
2. ΞΕΝΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
Εφεσείοντες/Αιτητές
v.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ
Εφεσίβλητης/Καθ’ ης η Αίτηση
--------------------
Χ. Νεοφύτου για Νεοφύτου & Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείοντες
Γ. Φλωρίδης για Μιχαήλ Γ. Φλωρίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Θ. Θωμά, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΘΩΜΑ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των Εφεσειόντων για ακύρωση της εναντίον τους εκδοθείσας διαιτητικής απόφασης ημερομηνίας 5.5.2017. Η εν λόγω αίτηση περιελάμβανε 26 συνολικά λόγους για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με οκτώ συνολικά λόγους έφεσης. Με τον έβδομο κατά σειρά λόγο, τον οποίο θα εξετάσουμε κατά προτεραιότητα, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε όλους τους λόγους ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης ή και όλους τους ισχυρισμούς τους. Για να καταστεί ευχερής η εξέταση του συγκεκριμένου λόγου, θα πρέπει προηγουμένως να εξεταστεί το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η εξουσία του Δικαστηρίου για ακύρωση διαιτητικής απόφασης. Το πλαίσιο αυτό καθορίζεται στο Άρθρο 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«20.-(2) Όταv o διαιτητής ή o επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφoρά ή χειρίστηκε κακώς τηv υπόθεση ή όταv η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, τo Δικαστήριo δύvαται vα ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση».
Ο όρος «κακή συμπεριφορά» επεξηγείται στην υπόθεση Σολωμού v. Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 A.A.Δ.687 από την οποία παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα:
«Στο πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο, ο όρος που χρησιμοποιείται στο Αρθρο 23(1) του Arbitration Act 1950 απ' όπου λήφθηκε το Κεφ. 4, είναι «misconduct», και έχει πλειστάκις ερμηνευτεί να περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες που δυνατόν να αφορούν στη συμπεριφορά του ιδίου του διαιτητή ή τον τρόπο διεξαγωγής της διαιτησίας («.... has misconducted himself or the proceedings ....». Στον Russell on Arbitration 16η έκδ. σελ. 307, θεωρείται λανθασμένη συμπεριφορά η εκ μέρους του διαιτητή ακρόαση μαρτύρων ή εξέταση εγγράφων στην απουσία των διαδίκων, η απόδοση στον εαυτόν του ενός συνολικού ποσού για τα έξοδα του, ώστε να αποκλείει τους διαδίκους από του να ενστούν στις χρεώσεις του, (δέστε την απόφαση K/S Norjarl A/S v. Hyundai Heavy Industries Co. Ltd [1991] 3 W.L.R. 1025, για κατεύθυνση ως προς τον τρόπο χρέωσης αμοιβής από ένα διαιτητή), η εκ μέρους του παράλειψη να εξασκήσει όλες τις εξουσίες του ή η λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Στη δε σελ. 309, αναφέρεται σε σχέση με τη διεξαγωγή της διαιτησίας, ότι οι κύριοι άξονες επί των οποίων μπορεί να υποβληθεί επιτυχώς αίτηση για παραμερισμό, είναι η εκ μέρους του διαιτητή διεξαγωγή της διαιτησίας ex parte χωρίς ουσιώδη λόγο, ο αποκλεισμός ατόμων που έχουν δικαίωμα να είναι παρόντα, η λανθασμένη απόρριψη ή αποδοχή μαρτυρίας και η λανθασμένη μετακύλιση καθηκόντων.
Η κλασσική αντιμετώπιση της έννοιας του «misconduct», έχει βέβαια αναφορά στη δωροδοκία του διαιτητή ή στην ύπαρξη εκ μέρους του μυστικού συμφέροντος στην ενώπιον του διαφορά. Επεκτείνεται όμως και σε θέματα πέραν αυτών, ώστε ακόμη και στην απουσία ηθικά ή δεοντολογικά ανάρμοστης συμπεριφοράς, να ελέγχονται και οι περιπτώσεις λανθασμένης λήψης ή αποκλεισμού μαρτυρίας ή η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για την ερμηνεία συμβολαίου, (Paniccos Harakis Ltd v. The Official Receiver as administrator of the estate of the bankrupt Takis Vryonides (1978) 1 C.L.R. 15, σελ. 23, τις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις, καθώς και την πρόσφατη απόφαση στη ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. ΛΤΔ v. Lakis Georghiou Constructions Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 223, ή, η έκδοση απόφασης επί παρανόμου συμφωνίας (David Taylor & Son v. Barnett [1953] 1 W.L.R. 562). Όπως έχει αποφασιστεί και στην A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2006), (που αφορούσε περίπτωση παραπομπής τεχνικών θεμάτων σε διαιτησία, εν μέσω δικαστικής αγωγής), «Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού του πορίσματος» ενώ «.... παράβαση βασικού δικονομικού κανόνα .... κλονίζει το θεμέλιο της όλης διαδικασίας» (εκεί ο διαιτητής είχε λανθασμένα υιοθετήσει, έξω από τους όρους εντολής του, τη μαρτυρία που είχε προηγηθεί στο Δικαστήριο).
………………………………………………………………………………………. Όπως δε εξηγείται και στη μεταγενέστερη 23η έκδοση του Russel on Arbitration (2007), σελ. 375 παρ. 7-056, τα Δικαστήρια ήταν πάντοτε απρόθυμα να επεμβαίνουν στις διαιτητικές διαδικασίες, εκτός όπου η νομοθεσία παρείχε ειδικά τέτοια δυνατότητα, οι δε αποφάσεις των διαιτητών γενικώς δεν ήταν δεκτικές αναθεώρησης από το Δικαστήριο, εκτός στο βαθμό που ο διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο πασιφανή εναντίον των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης».
(έμφαση δοθείσα)
Τα όσα έχουν παρατεθεί πιο πάνω καθιστούν εμφανές ότι το Δικαστήριο δεν έχει καθήκον να εξετάζει οποιουσδήποτε λόγους με τους οποίους προσβάλλεται η διαιτητική απόφαση, πέραν αυτών οι οποίοι εμπίπτουν στο καθορισθέν στο Άρθρο 20(2) του Κεφ. 4 πλαίσιο.
Στην προκείμενη περίπτωση, μετά από προσεκτική μελέτη των προβαλλομένων στην αίτηση των Εφεσειόντων λόγων ακύρωσης, έχουμε παρατηρήσει ότι η συντριπτική τους πλειοψηφία, συγκεκριμένα 20 από αυτούς (λόγοι 3 – 16, 18, 22 - 26), στρέφεται κατά της διαιτητικής διαδικασίας, ειδικότερα κατά της αποδοχής μαρτυρίας, η οποία, κατά τους Εφεσείοντες, δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή από τη Διαιτητή, ως και κατά της ορθότητας της εκδοθείσας διαιτητικής απόφασης. Πιο συγκεκριμένα με τον τρίτο κατά σειρά λόγο, ο οποίος συνοψίζει κατ’ ουσίαν τους υπόλοιπους, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε και ο χειρισμός της υπόθεσης από τη Διαιτητή συνιστούν κακό χειρισμό και απρεπή και ή ανάρμοστη και ή κακή συμπεριφορά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα στη σελίδα 12 της απόφασης του:
«Όπως μπορεί να συναχθεί από την Ένορκη Δήλωση του Εφεσείοντα τη θέση αυτή στηρίζει στο ότι η Διαιτητής αποδέχτηκε μαρτυρία την οποία δεν έπρεπε να είχε αποδεχτεί και αυθαίρετα κατέληξε στο ύψος του ποσού, αντέστρεψε δε το βάρος της απόδειξης. Μελετώντας όμως τα πρακτικά της διαδικασίας που επισυνάπτονται στην Ένσταση φαίνεται ότι παρασχέθηκε η ευχέρεια σε όλες τις πλευρές να παρουσιάσουν τις θέσεις τους, να καταχωρήσουν δικόγραφα, ενώ η γραπτή κατάθεση του πρώτου μάρτυρα για τους Εφεσίβλητους κ. Κέρβερου αποστάληκε στον δικηγόρο των Εφεσειόντων. Κατά την 6.3.2014 έλαβε χώρα η λήψη μαρτυρίας του κ. Κέρβερου στην παρουσία δικηγόρου για τους Εφεσείοντες όπου κατατέθηκαν όλα τα έγγραφα με την συγκατάθεση του τελευταίου. Σε άλλη δικάσιμο ακολούθησε η αντεξέταση του μάρτυρα και η μαρτυρία της κας Ζερβού η οποία επίσης αντεξετάστηκε. Από πλευράς Εφεσειόντων, παρά το γεγονός ότι τους δόθηκε χρόνος και περιθώριο να το πράξουν, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.
Από τα πιο πάνω, αλλά ειδικότερα από μελέτη των πρακτικών, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να οδηγεί στο ότι η Διαιτητής επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά. Η δε Διαιτητική απόφαση είναι αιτιολογημένη με αναφορά στην μαρτυρία και αξιολόγηση αυτής, ενώ είναι ορθή και η θέση της ότι κατά την αντεξέταση των μαρτύρων για την Εφεσίβλητη δεν υπήρξε αμφισβήτηση του ύψους του ποσού.
Κατ’ επέκταση δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οτιδήποτε το οποίο να οδηγεί στο ότι η Διαιτητική απόφαση πάσχει από παρανομία και ακυρότητα. Έπεται πως η Αίτηση/Έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται».
Από το ανωτέρω παρατεθέν απόσπασμα διαφαίνεται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εστίασε την προσοχή του στο κατά πόσο η συμπεριφορά που επέδειξε η Διαιτητής καθ’ όλη τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας ήταν τέτοια, ώστε να μπορούσε να κριθεί ως «ανάρμοστη», όπως ο όρος αυτός ερμηνεύτηκε νομολογιακά, καταλήγοντας σε αρνητικό συμπέρασμα. Εξέτασε ακόμα το κατά πόσο η απόφαση της Διαιτητού εκδόθηκε νομότυπα. Έχουμε την άποψη πως τα όσα ανωτέρω καταγράφονται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνοπτικά μεν αλλά περιεκτικά, ήταν αυτά τα οποία είχε καθήκον να εξετάσει. Ενεργώντας δε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατ’ αυτό τον τρόπο, ενήργησε εντός των καθορισμένων από το Άρθρο 20(2) πλαισίων. Δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση να εξετάσει ξεχωριστά έναν έκαστο προβαλλόμενο λόγο, καθότι, ως έχει ήδη αναφερθεί, ό,τι επιρρίπτει ο καθένας από αυτούς στη Διαιτητή, συνιστά κατ’ ουσίαν ανάρμοστη ή και κακή εκ μέρους της συμπεριφορά.
Έχουμε παρατηρήσει ακόμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης, πέραν αυτών που επιρρίπτουν στη Διαιτητή κακή ή και ανάρμοστη συμπεριφορά. Καθ’ όσον αφορά τους λόγους 1 και 2, με τους οποίους οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε δικαίωμα να παραπέμψει την επίδικη διαφορά σε διαιτησία, καθώς και ότι ο διορισμός της Διαιτητού ήταν παράτυπος, παράνομος και ανυπόστατος, παρατηρούμε ότι δεν διέλαθαν την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο στη σελίδα 10 της απόφασης του αναφέρεται στο Άρθρο 52(2) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/1985, το οποίο παρέχει την εξουσία στον Έφορο Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτησία. Δεν τίθετο, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, θέμα παράνομου διορισμού της Διαιτητού. Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διαιτητικής διαδικασίας, το ζήτημα της νομιμότητας της παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία εξετάστηκε σε προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας από τη Διαιτητή, μετά που εγέρθηκε υπό μορφή προδικαστικής ένστασης από τους Εφεσείοντες, με ενδιάμεση δε απόφαση της Διαιτητού ημερομηνίας 10.1.2014 απερρίφθη. Το ζήτημα αυτό θα μας απασχολήσει και σε κατοπινό στάδιο, κατά την εξέταση του όγδοου λόγου έφεσης.
Καθ’ όσον αφορά τους λόγους ακύρωσης 19 και 20, με τους οποίους οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι η Διαιτητής δεν είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα εκποίησης της υποθήκης, καθώς και ότι λανθασμένα εξέδωσε τέτοιο διάταγμα, επισημαίνουμε ότι το ζήτημα αυτό εγείρεται και με ξεχωριστό λόγο έφεσης, συγκεκριμένα με τον πρώτο κατά σειρά λόγο. Όπως όμως διαπιστώνουμε από τα πρακτικά της διαιτητικής διαδικασίας και ειδικότερα από την αιτιολογημένη απόφαση της Διαιτητού ημερομηνίας 5.5.2017, ουδένα διάταγμα εκποίησης υποθήκης εκδόθηκε. Αυτό το οποίο απλά αναφέρει η Διαιτητής στην απόφαση της είναι ότι η Aιτήτρια (Eφεσίβλητη), δικαιούται να προχωρήσει σε διαδικασία εκποίησης της επίδικης υποθήκης για ικανοποίηση των απαιτήσεων της. Αναμφισβήτητα η ως άνω πρόνοια στη διαιτητική απόφαση ουδόλως ισοδυναμεί με έκδοση διατάγματος εκποίησης της υποθήκης. Η παρούσα διακρίνεται από την υπόθεση Ζαμπά κ.ά. v. Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ, Πολ. Εφ. 96/2012, ημερ. 6.6.18, ECLI:CY:AD:2018:A277, διότι εκεί ο Διαιτητής είχε εκδώσει απόφαση όπως η υποθήκη «εκποιηθεί». Δεν συμμεριζόμαστε τα προβαλλόμενα στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, ότι η ως άνω πρόνοια ουσιαστικά αποτελεί διάταγμα για ειδική εκτέλεση της σύμβασης υποθήκης.
Διατείνονται επίσης οι Εφεσείοντες με τον λόγο ακύρωσης 21, ότι η διαδικασία που ακολούθησε η Διαιτητής παραβιάζει το δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη καθότι η ίδια είχε προηγούμενες επαγγελματικές ή και άλλες σχέσεις με την Εφεσίβλητη, χωρίς να αποκαλύψει το εν λόγω κώλυμα της. Αυτό το οποίο έχουμε παρατηρήσει είναι ότι ο συγκεκριμένος λόγος δεν είχε προωθηθεί από τους Εφεσείοντες κατά την πρωτόδικη διαδικασία, συνεπώς δικαιολογημένα δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του. Είναι γνωστή η αρχή ότι ζήτημα το οποίο δεν ηγέρθη πρωτοδίκως δεν μπορεί να εξεταστεί στην έφεση (Zhydkykh v. Χριστούδια, Πολ. Έφ. Ε.113/2023, ημερ. 28.2.25). Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι η κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση του δικαιώματος των Εφεσειόντων για δίκαιη δίκη εγείρετο υπό μορφή προδικαστικής ένστασης στο δικόγραφο της υπεράσπισης τους, το οποίο καταχώρισαν στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας. Η συγκεκριμένη όμως ένσταση απεσύρθη τελικά από αυτούς.
Με βάση τα όσα έχουμε παραθέσει λεπτομερώς καταλήγουμε ότι αδίκως οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε όλους τους εγειρόμενους στην αίτηση τους λόγους ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης. Συνακόλουθα ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται. Απορριπτέος όμως είναι και ο πρώτος κατά σειρά λόγος έφεσης, με τον οποίο οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα η Διαιτητής εξέδωσε διάταγμα εκποίησης υποθήκης.
Οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 είναι συναφείς μεταξύ τους, γι’ αυτό θεωρούμε ορθό όπως συνεξεταστούν. Στρέφονται, κατ’ ουσίαν, εναντίον της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Διαιτητική απόφαση είναι αιτιολογημένη με αναφορά στη μαρτυρία και αξιολόγηση αυτής. Με τον δεύτερο λόγο οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Διαιτητής εφάρμοσε ορθά τις αρχές της απόδειξης ή τις πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ενώ με τον λόγο 4 παραπονούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με τη θέση της Διαιτητού ότι αποδείχθηκε το οφειλόμενο υπόλοιπο. Στο στόχαστρο των Εφεσειόντων βρίσκεται η κατάσταση λογαριασμού - τεκμήριο 14 στη διαιτητική διαδικασία - στη βάση της οποίας, όπως ισχυρίζονται, η Διαιτητής κατέληξε ότι αποδείχθηκε το οφειλόμενο υπόλοιπο.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, η ρηθείσα κατάσταση λογαριασμού κατατέθηκε χωρίς να τηρηθούν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 22 του Κεφ. 9, γι’ αυτό όφειλε η Διαιτητής να μη τη λάβει υπόψη. Σύμφωνα δε με την αιτιολογία του τρίτου λόγου, η Διαιτητής πριν αποδεχθεί τη ρηθείσα κατάσταση, όφειλε να εξετάσει κατά πόσο πληρούνταν οι προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου. Αφ’ ης στιγμής δεν πληρούνταν οι ως άνω προϋποθέσεις, η Διαιτητής θα έπρεπε να απορρίψει την απαίτηση.
Έχουμε μελετήσει προσεκτικά την απόφαση της Διαιτητού ημερομηνίας 5.5.2017, ως επίσης και τα πρακτικά της διαιτητικής διαδικασίας, τα οποία παρουσιάστηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την ένορκη δήλωση του κ. Κέρβερου, η οποία υποστηρίζει την ένσταση της Εφεσίβλητης στην αίτηση για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Η Διαιτητής, σχολιάζοντας την κατάσταση λογαριασμού – τεκμήριο 14 – αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά στη σελίδα 6 της απόφασης της:
«Ανατρέχοντας στα πρακτικά της διαδικασίας που διεξήχθη ενώπιον μου την 6/3/2014 παρατηρώ ότι όλα τα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, περιλαμβανομένης και της κατάστασης λογαριασμού τεκμήριο 14, κατατέθηκαν αφού προηγουμένως ρωτήθηκε από εμένα ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση 1 και 4 επί λέξει: «κ. Πέτρου, δέχεστε την κατάθεση του εγγράφου αυτού ως τεκμήριο;» Η απάντηση σε όλα τα έγγραφα ήταν: «Ναι το δέχομαι». Κατά συνέπειαν είναι λανθασμένη η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν κατατέθηκε κανένα έγγραφο εκ συμφώνου και χωρίς καμία ένσταση ή επιφύλαξη αναφορικά με την αλήθεια του περιεχομένου τους. Δεν φαίνεται επίσης από το σύνολο των πρακτικών να έχει αμφισβητηθεί με οποιοδήποτε τρόπο στην αντεξέταση των μαρτύρων από τον συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, το υπόλοιπο που εμφαίνεται στο τεκμήριο 14.
Εκτός από τα πιο πάνω έχω ενώπιον μου προφορική μαρτυρία του Λάμπρου Κέρβερου για το ύψος του υπολοίπου του χρέους η οποία δεν αμφισβητήθηκε στην αντεξέταση. Ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνηγόρου για τους καθ’ ων η αίτηση εξαντλείται με την επίκληση του γεγονότος ότι η κατάσταση λογαριασμού κατατέθηκε ως τεκμήριο με τον τρόπο που περιγράφει και δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία. Το γεγονός όμως της μη προσκόμισης μαρτυρίας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση δεν μου αφήνει περιθώρια να μη δεχθώ μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε και εννοώ την προφορική μαρτυρία του Λάμπρου Κέρβερου ανωτέρω, ενός μάρτυρα που έκρινα αξιόπιστο. ………………………………………………..».
Τα όσα ανωτέρω αναφέρονται από τη Διαιτητή, βρίσκουν απόλυτο έρεισμα στα πρακτικά της διαιτητικής διαδικασίας και ειδικότερα στα πρακτικά των δικασίμων 6.3.2014 και 22.5.2014, κατά τις οποίες έδωσε τη μαρτυρία του ο κ. Κέρβερος, ο οποίος είχε καταθέσει τη ρηθείσα κατάσταση λογαριασμού. Όπως δε διαφαίνεται από τα ως άνω πρακτικά, ο συνήγορος ο οποίος εκπροσώπησε τους Εφεσείοντες, όχι μόνο αποδέχθηκε την κατάθεση ως τεκμηρίου της ρηθείσας κατάστασης λογαριασμού, αλλά ούτε καν αμφισβήτησε το περιεχόμενο της. Η μόνη ερώτηση που υπέβαλε στον μάρτυρα ήταν σε σχέση με το ποιος την εκτύπωσε, περαιτέρω δε του ζήτησε να διευκρινίσει τις, καταχωρηθείσες στο εν λόγω έγγραφο, πράξεις της 25.6.10.
Με βάση τα όσα έχουμε παραθέσει αμέσως πιο πάνω βρίσκουμε απόλυτα ορθή την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης ότι τα έγγραφα της υπόθεσης, ειδικότερα η κατάσταση λογαριασμού που ενδιαφέρει εδώ, κατατέθηκε με τη συγκατάθεση του συνηγόρου των Εφεσειόντων, χωρίς μάλιστα αργότερα να υπάρξει αμφισβήτηση του ύψους του οφειλόμενου ποσού. Θα θέλαμε ακόμα να προσθέσουμε ότι το γεγονός ότι η ρηθείσα κατάσταση λογαριασμού κατατέθηκε χωρίς να τηρηθούν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ως διατείνεται η πλευρά των Εφεσειόντων, δεν την εξουδετέρωνε ως στοιχείο μαρτυρίας.
Θα πρέπει σχετικά να παρατηρήσουμε ότι το Άρθρο 22 εισήχθη στον περί Αποδείξεως Νόμο το 1994 (με τον τροποποιητικό Ν. 54(Ι)/1994) και στην πραγματικότητα αναπαραγάγει πρόνοιες του The Bankers Books Evidence Act 1879. Σκοπός του παλαιού αυτού νομοθετήματος ήταν, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ», Γ. Π. Κακογιάννη, σ.415, «… η απαλλαγή των τραπεζιτών και των τραπεζικών υπαλλήλων από τη χρονοτριβή που θα προκαλούσε η προσαγωγή των πρωτότυπων τραπεζικών βιβλίων στο δικαστήριο» και με τις πρόνοιες του «…δημιουργείται εξαίρεση στον εξ ακοής αποκλειστικό κανόνα …». Εννοείται ασφαλώς πως αυτές οι πρόνοιες, όπως αργότερα και το προστεθέν Άρθρο 22, αποτελούσαν διευκόλυνση σε περιόδους στις οποίες δεν ήταν επιτρεπτή η προσαγωγή εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή πριν τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε ο Ν. 32(Ι)/2004. Η τροποποίηση όμως αυτή δεν εξαιρεί κάποιου είδους μαρτυρία. Αφορά κάθε μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένων και τραπεζικών εγγράφων και καταχωρίσεων. Με άλλα λόγια δεν είναι υποχρεωτική η χρήση του Άρθρου 22, σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες.
Η Διαιτητής διαφαίνεται ότι ενήργησε σύμφωνα με όσα επιτάσσει η νομοθεσία και νομολογία μας, συγκεκριμένα την ενέταξε στο ευρύτερο πλέγμα της προσκομισθείσας μαρτυρίας και ιδιαιτέρως των στοιχείων που υπήρχαν ως προς τον έλεγχο της ορθότητας του περιεχομένου της, την αξιολόγησε δε, συσχετίζοντας την με το ως άνω μαρτυρικό υλικό (Χ’’ Ιωάννου κ.ά. ν. Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (ΚΕΔΙΠΕΣ), Πολ. Έφεση 445/2019, ημερομηνίας 12.3.2025 και Αργυρού κ.ά. ν. ΣΠΕ Μακράσυκας – Λάρνακας – Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ, Πολ. Έφεση 325/2014, ημερομηνίας 7.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A135).
Για τους λόγους που έχουμε παραθέσει πιο πάνω, καταλήγουμε ότι οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία.
Με τον λόγο έφεσης 5, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και ή αδικαιολόγητα αποφάσισε ότι η κατάθεση τεκμηρίων με τη συγκατάθεση του συνηγόρου και χωρίς την προσκόμιση μαρτυρίας σήμαινε την απόδειξη της υπόθεσης. Στην αιτιολογία του λόγου αυτού προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση καθότι η Διαιτητής δεν ακολούθησε τον κανόνα απόδειξης σύμφωνα με τον οποίο η μη υποβολή ένστασης στην κατάθεση ενός εγγράφου, δεν σημαίνει παραδοχή για οτιδήποτε.
Ουδέν αναληθέστερο. Όπως προκύπτει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, η Διαιτητής δεν βασίστηκε μόνο στα κατατεθέντα τεκμήρια αλλά και στην προφορική μαρτυρία των μαρτύρων της Εφεσίβλητης, Κέρβερου και Ζερβού, τους οποίους, αφού αξιολόγησε, έκρινε αξιόπιστους. Όπως δε αναφέρει στην απόφαση της, η μαρτυρία των ως άνω μαρτύρων, αντιπαραβαλλόμενη με τα κατατεθέντα από αυτούς τεκμήρια, ήταν καθόλα σύμφωνη με αυτά. Στη βάση δε του συνόλου της παρουσιασθείσας μαρτυρίας, η Διαιτητής κατέληξε στα συμπεράσματα της.
Με βάση τα όσα έχουμε παραθέσει πιο πάνω, κρίνουμε ως απόλυτα ορθή την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης ότι η απόφαση της Διαιτητού είναι αιτιολογημένη με αναφορά στη μαρτυρία και αξιολόγηση αυτής. Συνεπώς ούτε ο λόγος έφεσης 5 έχει περιθώρια επιτυχίας.
Με τον έκτο κατά σειρά λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και ή αντινομικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι ορθή η απόφαση της Διαιτητού και ότι αποστάληκε και παραλήφθηκε νόμιμος τερματισμός. Σύμφωνα με την αιτιολογία του λόγου αυτού, ο μάρτυρας της Εφεσίβλητης κατέθεσε το τεκμήριο 15 στη διαιτητική διαδικασία ως η επιστολή τερματισμού. Παρά ταύτα ουδέποτε έδωσε μαρτυρία με την οποία να αποδεικνύεται η αποστολή της επιστολής και η επιβεβαίωση μη επιστροφής της.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διαιτητικής διαδικασίας, ο μάρτυρας Κέρβερος κατέθεσε, με τη συγκατάθεση του συνηγόρου ο οποίος εμφανιζόταν για τους Εφεσείοντες, την επιστολή – τεκμήριο 15 – με την οποία η Εφεσίβλητη αξίωσε από τους Εφεσείοντες την πληρωμή ολόκληρου του ποσού του επίδικου δανείου, ενώ παράλληλα τους πληροφόρησε ότι σε περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης σε διαιτησία, για τον τερματισμό της θα έπρεπε να εξοφλήσουν ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό ή να προβούν σε ανανέωση του. Αξίζει να επισημανθεί ότι ο μάρτυρας ουδόλως αντεξετάστηκε επί του ως άνω τεκμηρίου ούτε και υπεβλήθη σε οποιονδήποτε από τους μάρτυρες της Εφεσίβλητης ότι αυτό δεν είχε παραληφθεί από τους Εφεσείοντες. Τα όσα προβάλλουν οι Εφεσείοντες ουδόλως δικαιολογούν την ανατροπή της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ορθότητα της απόφασης της Διαιτητού επί του συγκεκριμένου σημείου.
Θα θέλαμε ακόμα να προσθέσουμε ότι, ακόμα και αν δεν επιτυγχάνετο νόμιμος τερματισμός με το τεκμήριο 15, η ίδια η παραπομπή της υπόθεσης σε διαιτησία θεωρείται, κατά την κρίση μας, τερματισμός και νόμιμη απαίτηση της οφειλής, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που επενεργεί και η καταχώριση αγωγής, η οποία επίσης υπέχει τη θέση τερματισμού, σύμφωνα με τη νομολογία μας (Κυριάκου ν. Χρυσοστόμου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2029, Μακεδόνας ν. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322 και Έλληνας κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση 87/2013, ημερ. 3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503).
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αδικαιολόγητα δεν εξέτασε ή και έκρινε ορθή την ενδιάμεση απόφαση της Διαιτητού για τον διορισμό της χωρίς την προηγούμενη ειδοποίηση τους ή και χωρίς τη συμμετοχή τους στην επιλογή της.
Το ως άνω παράπονο των Εφεσειόντων είναι παντελώς αβάσιμο. Ως έχουμε ήδη αναφέρει, το πρωτόδικο Δικαστήριο (στη σελίδα 10) αναφέρεται στο Άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/1985, στη βάση του οποίου έγινε η παραπομπή της επίδικης διαφοράς σε διαιτησία. Το συγκεκριμένο άρθρο προνοεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και του Κώδικα Δεοντολογίας που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα, με βάση τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, προς τα πιστωτικά ιδρύματα και τους δανειζόμενους σχετικά με τη διαχείριση των δανείων ή άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων σε καθυστέρηση, οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά αφορώσα τις εργασίες εγγεγραμμένης εταιρείας –
(α) μεταξύ μελών, πρώην μελών, προσώπων αξιούντων μέσω μελών, καταθετών, οφειλετών ή των εγγυητών τους∙ ή
(β) μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μέσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους ή καταθέτη, χρεώστη ή πελάτη και της εταιρείας, της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας∙ ή
(γ) …..…………………………………………………………………………….....
(δ) ……………………………………………………………………………………
……………………………………………………………………………………….
(2) Ο Έφορος δύναται, με τη λήψη της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:
(α) να επιχειρήσει συνδιαλλαγή της διαφοράς ή
(β) να παραπέμπει τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις των Θεσμών που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (6) ή, μέχρι την έκδοσή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου και τις διατάξεις των Θεσμών 78 και 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987 έως 2012».
Όπως διαφαίνεται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο από το λεκτικό του ως άνω άρθρου, η παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία εμπίπτει στις εξουσίες του Εφόρου Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών, χωρίς να απαιτείται η συγκατάθεση ή και η σύμφωνη γνώμη των οφειλετών, εδώ των Εφεσειόντων, για τη νομιμοποίηση του διορισμού του διαιτητή. Είναι δε χαρακτηριστικό το αμέσως πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ζαμπά κ.ά. ν. Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ, Πολ. Έφ. 96/12, ημερ. 6.6.18, ECLI:CY:AD:2018:A277:
«Όταν δε στο Άρθρο 52(2)(β) αναφέρεται ότι η ".. διαιτησίαν ήτις διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας" εκείνο που προβλέπεται είναι η διεξαγωγή της διαιτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις της Νομοθεσίας περί διαιτησίας που ισχύει κατά το χρόνο παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία και όχι πλήρωση των προϋποθέσεων για έναρξη Διαιτησίας όπως είναι η ύπαρξη συνυποσχετικού που προβλέπεται από τον Περί Διαιτησίας Νόμο ΚΕΦ.4, μεταξύ των μερών, όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειουσών. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως είναι η ερμηνεία που προβάλλεται υπό του ευπαίδευτου συνήγορου, θα είχε παράδοξα αποτελέσματα, ήτοι από την μια παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία διά Νόμου και από την άλλη ν' απαιτείται συνυποσχετικό. Η παραπομπή σε διαιτησία υπό του Εφόρου βάσει του άρθρου 52(2)(β) επενεργεί ως να υπήρχε συνυποσχετικό. Η πιο πάνω ερμηνεία μας είναι και σε αρμονία με το Άρθρο 3 του ΚΕΦ. 4».
Πέραν των πιο πάνω θα θέλαμε ακόμα να υπομνήσουμε ότι, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Παπαγεωργίου ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοκκινοτριμιθιάς, Πολ. Έφ. 192/2013, ημερ. 19.7.19, ECLI:CY:AD:2019:A327, ο Θεσμός 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών (Κ.Δ.Π. 142/1987), ουδόλως προνοεί για προηγούμενη ειδοποίηση περί του διορισμού διαιτητή ή και συγκατάθεση του οφειλέτη στον διορισμό του.
Όπως επιμαρτυρεί ο όρος 12 της επίδικης συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 29.6.2010, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο κατά τη διαιτητική διαδικασία, αμφότερα τα μέρη αυτής αποδέχονται τη διαδικασία της διαιτησίας όπως προνοείται στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι η Διαιτητής εξέτασε προκαταρκτικά τη νομιμότητα της παραπομπής σε διαιτησία καθώς και του διορισμού της, η οποία είχε εγερθεί υπό μορφή προδικαστικής ένστασης στο δικόγραφο της υπεράσπισης των Εφεσειόντων. Με την ενδιάμεση απόφαση της, ημερομηνίας 10.1.2014, η Διαιτητής απέρριψε την ένσταση με την αιτιολογία ότι, παρά το ότι οι Εφεσείοντες ενημερώθηκαν δεόντως μέσω διπλοσυστημένης επιστολής ημερομηνίας 6.4.2012, δεν προσέβαλαν τον διορισμό της, ως προνοείται στο Άρθρο 56(1) του Ν. 22/1985, ούτε ήγειραν οποιαδήποτε ένσταση ή επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους «σε σχέση με όσα επέλεξαν να αναφέρουν εκ των υστέρων στην προδικαστική τους ένσταση».
Σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση, καταλήγουμε ότι δεν τίθεται ζήτημα παράνομου διορισμού της Διαιτητού.
Για όλους τους λόγους που έχουμε επεξηγήσει λεπτομερώς πιο πάνω, καταλήγουμε ότι κανένας από τους λόγους έφεσης δεν μπορεί να πετύχει. Συνεπώς η έφεση υπόκειται σε απόρριψη.
Καθ’ όσον αφορά τα έξοδα, δεν βλέπουμε οποιονδήποτε λόγο για απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €4.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, προς όφελος της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων 1 και 2 αλληλεγγύως και ή κεχωρισμένως.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
Θ. ΘΩΜΑ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο