ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 29/19)
21 Νοεμβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Θ. ΘΩΜΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΟΪΖΟΥ
Εφεσείουσα/Εναγόμενη
v.
1. ΑΘΗΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
2. ΡΑΦΑΕΛΛΑ ΣΑΒΒΑ
Εφεσιβλήτων/Εναγουσών
KAI ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘHKE ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22/11/2024
ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΟΪΖΟΥ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας της Χριστίνας Λοΐζου
Εφεσείουσα/Εναγόμενη
v.
1. ΑΘΗΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
2. ΡΑΦΑΕΛΛΑ ΣΑΒΒΑ
Εφεσιβλήτων/Εναγουσών
--------------------
Κ. Αντωνίου για Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα
Φ. Γ. Χατζηχάννας για Χατζηχάννας & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσίβλητες
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Θ. Θωμά, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΘΩΜΑ, Δ.: Η έφεση προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία εκδόθηκε εναντίον της αρχικής Εφεσείουσας, Εναγόμενης στην αγωγή, (1) διάταγμα το οποίο τη διατάσσει να παύσει να επεμβαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο ακίνητο των Εφεσιβλήτων, Εναγουσών 1 και 2 στην αγωγή, Τεμάχιο 6Χ6, στον Δήμο Έγκωμης (στη συνέχεια «το επίδικο ακίνητο»), ως και (2) διάταγμα το οποίο να επιτρέπει στις Εφεσίβλητες να κατεδαφίσουν και ή αφαιρέσουν τα οποιαδήποτε οικοδομήματα και ή εξοπλισμό και ή αντικείμενα τα οποία παρανόμως ανεγέρθηκαν και ή τοποθετήθηκαν εντός του επίδικου ακινήτου και ή εντός της επίδικης λωρίδας και ή αποκαταστήσουν και ή ανοικοδομήσουν με τα ίδια υλικά με τα οποία είναι κτισμένος ο τοίχος, καινούριο τοίχο εντός των πραγματικών και νομίμων συνόρων του τεμαχίου της Εφεσείουσας, ως αυτά έχουν καθοριστεί με την απόφαση του Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Η πρωτόδικη απόφαση επιδίκασε επίσης αποζημιώσεις προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εναντίον της Εφεσείουσας ύψους €3.033 για παράνομη επέμβαση, πλέον το ποσό των €337 μηνιαίως ως ενδιάμεσα κέρδη από 26.2.2014 μέχρι την άρση της παράνομης επέμβασης.
Η Εφεσείουσα, σε χρόνο μεταγενέστερο της καταχώρισης της έφεσης απεβίωσε και αντικαταστάθηκε από τη διαχειρίστρια της περιουσίας της, βάσει διατάγματος του Εφετείου ημερομηνίας 22.11.2024.
Η εκδοχή των Εφεσιβλήτων, ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, έχει ως ακολούθως:
Απέκτησαν το επίδικο ακίνητο δυνάμει δωρεάς από τον Κωνσταντίνου (Μ.Ε.1), πατέρα της Εφεσίβλητης 1 και παππού της Εφεσίβλητης 2, τον Απρίλιο του 2009. Ο Κωνσταντίνου το είχε αγοράσει από κάποιο Καλαθιά. Όταν ο Κωνσταντίνου αποφάσισε να πωλήσει το επίδικο ακίνητο στον Παπαδόπουλο (Μ.Ε.2), ανακάλυψε ότι η Εφεσείουσα, η οποία είναι η ιδιοκτήτρια του όμορου Τεμαχίου 6Χ5, είχε παραβιάσει τα σύνορα και είχε προχωρήσει σε έργα εντός του επίδικου ακινήτου, με αποτέλεσμα να επεμβαίνει παράνομα σε λωρίδα γης έκτασης 92 τετραγωνικών μέτρων. Σύμφωνα με την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερομηνίας 1.8.2012, η οποία εκδόθηκε προς επίλυση της συνοριακής διαφοράς, η ανωτέρω λωρίδα γης των 92 τετραγωνικών μέτρων, αποτελεί μέρος του επίδικου ακινήτου. Η απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κατέστη τελεσίδικη μετά την απόσυρση της έφεσης 1615/2012, η οποία καταχωρίστηκε εναντίον της από την Εφεσείουσα.
Η εκδοχή της Εφεσείουσας, ως επίσης διατυπώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, έχει ως ακολούθως:
Το όμορο τεμάχιο το είχε αγοράσει ο πατέρας της και προοριζόταν για ανέγερση της οικίας της, ενόψει του τότε επικείμενου γάμου της. Αυτό ανήκε στον Καλαθιά, ο οποίος το είχε αποκτήσει από την Ιερά Μονή Κύκκου. Σε μεταγενέστερο χρόνο και ενώ είχε δρομολογηθεί η ανέγερση της οικίας της, ανακάλυψε ότι από καλόπιστο λάθος το όμορο τεμάχιο ήταν μικρότερο από εκείνο που είχε αγοραστεί επί χάρτη. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ της ίδιας, της Ιεράς Μονής Κύκκου και του Καλαθιά, οπότε τελικά συμφωνήθηκε όπως η ίδια πληρώσει Λ.Κ.6.000 προς πλήρη αποζημίωση του Καλαθιά για την επίδικη λωρίδα. Κατ’ εφαρμογή της ως άνω συμφωνίας, περί τις 30.6.1992, πλήρωσε στην Ιερά Μονή Κύκκου ποσό Λ.Κ.8.625, το οποίο πιστώθηκε στο υπόλοιπο που ήδη όφειλε ο Καλαθιάς προς την Ιερά Μονή Κύκκου και αντιστοιχούσε στο συμφωνηθέν τίμημα των Λ.Κ.6.000 πλέον τους συσσωρευθέντες τόκους.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία οι Εφεσίβλητες, πέραν των μαρτύρων Κωνσταντίνου (Μ.Ε.1) και Παπαδόπουλου (Μ.Ε.2) παρουσίασαν και τον εκτιμητή ακινήτων Αθηνοδώρου (Μ.Ε.3). Για την πλευρά της Εφεσείουσας κατέθεσαν ο σύζυγός της (Μ.Υ.1), ο υπεύθυνος του λογιστηρίου στην Ιερά Μονή Κύκκου (Μ.Υ.2) και ο εκτιμητής ακινήτων Στεφάνου (Μ.Υ.3). Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τις Εφεσίβλητες και εξέδωσε προς όφελός τους την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία προσβάλλεται με τέσσερεις συνολικά λόγους έφεσης. Οι τρεις πρώτοι λόγοι στρέφονται κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Με τον πρώτο κατά σειρά λόγο, η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τον κανόνα της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας, με αποτέλεσμα να κρίνει ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.1 δεν ήταν η καλύτερη δυνατή και συνεπώς να τον κρίνει αναξιόπιστο. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι θα έπρεπε να προσέλθει στο Δικαστήριο ο πατέρας της Εφεσείουσας, παρά το ότι το πρόσωπο αυτό αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας. Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν καθοριστικής σημασίας στο να κριθεί ο μάρτυρας αναξιόπιστος, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς η προσκόμιση εξ ακοής μαρτυρίας. Περαιτέρω, η Εφεσείουσα θεωρεί ότι η εφαρμογή του κανόνα της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας ήταν υπέρμετρα αυστηρή υπό τις περιστάσεις.
Έχουμε διεξέλθει πολύ προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση. Πρωτίστως θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστο τον Μ.Υ.1 βασιζόμενο αποκλειστικά στη μη παρουσία στο εδώλιο του μάρτυρα του πατέρα της Εφεσείουσας και πεθερού του Μ.Υ.1, την οποία έκρινε ως καθοριστικής σημασίας. Αντίθετα, στην πρωτόδικη απόφαση παρατίθεται σειρά άλλων και επαρκών λόγων για τους οποίους το Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1. Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Ο ΧΧΧΧΧ Λοΐζου (ΜΥ1), δεν μου δημιούργησε την καλυτέρα των εντυπώσεων ως μάρτυς - όχι γιατί ήταν αναληθής ή παραπλανητικός (κάθε άλλο) - αλλά διότι ενώ κατέθετε για ζητήματα που δεν είχε πρωτογενή γνώση, παρουσιαζόταν (ενίοτε) απόλυτος ως προς την αλήθεια που τούτα εξέφραζαν (κυρίως στα των διαπραγματεύσεων για την αγορά του τεμαχίου). Αποτέλεσμα αυτού, ήταν πως όταν καλούνταν ο μάρτυς να υποστηρίξει τις θέσεις του, κατέφευγε σε αοριστίες και αιτιολογίες περί έλλειψης μνήμης ή και άλλες δυσκολίες ανάκλησης λεπτομερειών και γεγονότων. Κάτι τέτοιο έγινε επί παραδείγματι για την επικοινωνία, που όπως είπε, είχε ο ίδιος με τον πατέρα Καλαθιά το 1992 σε κάποια συνάντηση στο Μετόχι της Ιεράς Μονής Κύκκου, ή για το τίμημα πώλησης στο Πωλητήριον Έγγραφον (Τεκμήριο 17) και για το αν τούτο εξοφλήθηκε εν τέλει κατά τα εκεί φαινόμενα ως συμφωνηθέντα ή όχι, με τον μάρτυρα να απαντά, μάλλον ανελαστικώς, κατά την κυρίως εξέταση και περί των όρων και εξοφλητικών ενεργειών σε σχέση προς την όλη συναλλαγή, για να παραδεχθεί αργότερα κατά την αντεξέταση ότι δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τούτα, δείχνοντας κατά την εκφορά της μαρτυρίας του μια αξιοσημείωτη αβεβαιότητα που όσον και αν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σε κάποιο βαθμό - και γίνεται - ως εκ της παρέλευσης πολλού χρόνου από τα διαδραματισθέντα, δεν παύει από το να αναδύει (και ανέδειξε τωόντι) ένα έκδηλο ενδοιασμό του μάρτυρα περί των ζητημάτων αυτών που αφήνει σκιές ως προς τα όσα επιχείρησε να εξεικονίσει ως δεδομένα. Είναι σημαντικό να καταστεί εναργής ο λεπτός διαχωρισμός μεταξύ αξιολογικής και αποδεικτικής πραγμάτευσης στα ειπωμένα τού μάρτυρα. Ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή η πρώτη προσέγγιση και όχι η δεύτερη. Περί μαρτυριακής αξιοπιστίας προς το παρόν ο λόγος και όχι περί αποδεικτικής βαρύτητας. Ο μάρτυς αμφιταλαντευόταν σε σημαίνουσες πτυχές των λεχθέντων του. Τούτο, ποσώς επικούρησε στη δυναμική που αντανάκλασε ως μάρτυς. Εκτός αυτού, ο μάρτυς ήταν και κατά βάσιν γενικευτικός και αόριστος στις αναφορές του για το αν ο πεθερός του (ΧΧΧΧΧ Θεοδοσίου, 87 ετών ως είπε ο μάρτυς και ο οποίος θα προσδιορίζεται από τούδε ως «ο πεθερός»), μπορούσε να δώσει (πρωτογενή και πρωτότυπη) μαρτυρία επί των επίδικων θεμάτων, αναφέροντας κατά την κυρίως εξέταση ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο λόγω προβλημάτων νεφρικής ανεπάρκειας που αντιμετωπίζει και της συνακόλουθης ανάγκης του για «περιτοναϊκές πλύσεις αιμοκάθαρσης 4 με 5 φορές τη μέρα στο σπίτι.. Βγαίνει από το σπίτι για ιατρικούς λόγους μόνο κάθε 2 3 μήνες». Αντεξεταζόμενος - και το έθιξε αυτό ευστόχως ο κ. Χατζηχάννας - ο μάρτυς παραδέχθηκε πως εκτός από την περίοδο αιμοκάθαρσης (οπόταν και ο πεθερός επηρεάζεται και δεν έχει καθαρό μυαλό), τον υπόλοιπο χρόνο τούτος είναι διαυγής, αποδυναμώνοντας με αυτά (ο μάρτυς) τα όσα είχε πει για τη μεγάλη δυσκολία κατάθεσης τού πεθερού στο Δικαστήριο, αφήνοντας ανεξήγητο ο ΧΧΧΧΧ Λοΐζου (ΜΥ1), για ποιο λόγο, ενώ μπορεί ο πεθερός να εξέρχεται της οικίας του κάθε 2-3 μήνες, να μην μπορεί να προσέλθει για σκοπούς μαρτυρίας στο Δικαστήριο ή να δώσει την όποια μαρτυρία μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης (ως υπεμνήσθη δικονομικώς από το Δικαστήριο εγερθέντος τού ζητήματος)».
Δεν συμμεριζόμαστε το παράπονο της Εφεσείουσας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τον κανόνα της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας με αποτέλεσμα να κρίνει ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.1 δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Ως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο δεν έκρινε ικανοποιητικούς τους λόγους (οι οποίοι δόθηκαν από τον Μ.Υ.1), για τους οποίους δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ο πεθερός του για να δώσει πρωτογενή μαρτυρία επί των επίδικων θεμάτων. Αντίθετα τους έκρινε γενικούς και αόριστους. Ως αναφέρεται δε εύστοχα στην πρωτόδικη απόφαση, «αναδύει εντούτοις (για ό,τι επί του παρόντος ενδιαφέρει) διάθεση από μέρους του μάρτυρα να απομακρύνει προστατευτικώς τον πεθερό από οτιδήποτε θα μπορούσε να αποβεί σχετικό ή καίριο για την εκδοχή των εναγουσών».
Θα πρέπει να υπομνήσουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιον του παρουσιασθείσας μαρτυρίας (Automind Enterprises Limited και Κυθρομάκ (Ασφάλτινκ) Λτδ, Πολ. Έφ. 366/2018, ημερ. 31.1.24 και Ιωάννου ν. C.T.C. Automotive Ltd, Πολ. Έφεση 396/14, ημερ. 6.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A437). Ως έχει ήδη αναφερθεί, στην παρούσα το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους έκρινε ως μη αποδεκτή τη θέση του Μ.Υ.1 ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολη η παρουσία του πεθερού του στο εδώλιο του μάρτυρα. Οι λόγοι περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο έχουμε παραθέσει πιο πάνω και δεν χρειάζεται να τους επαναλάβουμε. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ως άνω μαρτυρία του Μ.Υ.1, το οποίο θα δικαιολογούσε την επέμβαση μας. Αφ’ ης στιγμής λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ούτως ή άλλως αναξιόπιστο τον Μ.Υ.1 («…τελική απόφανση για την εμβέλεια της μαρτυρίας του…») , ορθά, κατά την άποψη μας, κατέληξε στο ότι το κατά πόσον η μαρτυρία του Μ.Υ.1 ήταν η καλύτερη δυνατή, κατά τις προβλέψεις του Άρθρου 27(3)[1] του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, είχε μετατραπεί σε θεωρητικό πλέον ζήτημα. Τα όσα έχουμε παραθέσει αμέσως πιο πάνω αναπόφευκτα μας οδηγούν στην απόρριψη και της θέσης της Εφεσείουσας ότι η εφαρμογή του κανόνα της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας ήταν υπέρμετρα αυστηρή υπό τις περιστάσεις.
Για τους λόγους που έχουμε επεξηγήσει πιο πάνω, καταλήγουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη περιουσιακού κωλύματος αναφορικά με την αμφισβητούμενη λωρίδα γης. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου, ενώ το Δικαστήριο αποδέχθηκε, υπό ορισμένες αιρέσεις, τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, ο οποίος υπέδειξε τη λογιστική πράξη με την οποία υλοποιήθηκε η συμφωνία με την οποία αγόρασε την επίδικη λωρίδα ο πατέρας της Εφεσείουσας, εντούτοις εξήγαγε συμπεράσματα αντίθετα με αυτή τη μαρτυρία.
Στην υπόθεση Ιωαννίδης ν. Ιεράς Μονής Κύκκου κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 760 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με τη δημιουργία περιουσιακού κωλύματος:
«… Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν κατόρθωσαν να δείξουν ότι υπήρχαν γεγονότα από τα οποία να δημιουργείται περιουσιακό κώλυμα (proprietory estoppel). Απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη, έστω, λόγου περί περιουσιακού κωλύματος αποτελεί η παράσταση εκ μέρους του ιδιοκτήτη του ακινήτου, προς το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται, ότι ο ίδιος αποποιείται δικαιωμάτων του επί του ακινήτου, το δε πρόσωπο προς το οποίο γίνεται η παράσταση μπορεί να θεωρήσει ότι απέκτησε αντίστοιχα δικαιώματα. (Βλ., μεταξύ άλλων, Ιωάννης Αντωνίου Χρυσοστόμου ν. Ελένης Χρίστου Αντωνίου Φράγκου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 622)».
(έμφαση δοθείσα)
Ως έχει ήδη αναφερθεί, η θέση την οποία προώθησε πρωτόδικα η Εφεσείουσα ήταν ότι προέβηκε σε διευθέτηση της υπόθεσης, καταβάλλοντας στον τότε ιδιοκτήτη του επίδικου ακινήτου, Καλαθιά, μέσω της Ιεράς Μονής Κύκκου, το ποσό των Λ.Κ.8.625 ως αποζημίωση για την επίδικη λωρίδα. Αποτελεί δε, δικογραφημένο ισχυρισμό της ότι ως εκ των ανωτέρω γεγονότων, οι Εφεσίβλητες κωλύονται από το να διεκδικούν οποιαδήποτε ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί της επίδικης λωρίδας γης. Η θέση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο αναφέρει επί λέξει τα ακόλουθα:
«… Από όλα αυτά, δεν θα μπορούσε ευλόγως να εξαχθεί διαπίστωση - ως πρότεινε ο δικηγόρος της εναγομένης - περί ύπαρξης περιουσιακού κωλύματος προς όφελος της τελευταίας, επειδή καμιά απολύτως αξιόπιστη μαρτυρία υποστηρίζει (για λόγους που έχουν ήδη επεξηγηθεί) την τοποθέτηση για να ενεργοποιηθούν όσα η σχετική νομολογία ορίζει επί του ζητήματος …».
Από το ως άνω παρατεθέν απόσπασμα, καθίσταται φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δεν δημιουργήθηκε περιουσιακό κώλυμα προς όφελος της Εφεσείουσας συνεπεία του ότι δεν παρουσιάστηκε αξιόπιστη μαρτυρία για να αποδείξει τη δημιουργία του. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση της Εφεσείουσας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγαγε συμπεράσματα αντίθετα με τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, την οποία αποδέχθηκε υπό ορισμένες αιρέσεις. Όπως διαφαίνεται ξεκάθαρα από την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο, αξιολογώντας τον συγκεκριμένο μάρτυρα, σημειώνει ότι «Δεν είχε προφανώς άμεση γνώση κρίσιμων για την επίμαχη διαφορά συμβάντων, με αποτέλεσμα να απαντά μερικές φορές κατ’ εικασίαν σε υποβληθέντα ερωτήματα…». Στα δε ευρήματα του το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο εν λόγω μάρτυρας «δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει την ακριβή σημασία και σύνδεση πολλών από τα έγγραφα που κατέθεσε … με την εκδοχή της εναγομένης και προπαντός με τη μετουσίωση αυτής ως πραγματικότητας.»
Έχουμε ήδη υπομνήσει τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας. Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει διαφανεί οποιοσδήποτε λόγος, ο οποίος θα δικαιολογούσε την επέμβαση μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, η ανωτέρω παρατεθείσα διαπίστωση , στην οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν όχι μόνο εύλογα επιτρεπτή αλλά και αναπόφευκτη υπό τις περιστάσεις.
Πέραν των πιο πάνω θα θέλαμε να προσθέσουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά προχώρησε και εξέτασε κατά πόσον υπήρξε οποιαδήποτε παράσταση από τον Μ.Ε.1 ή τις Εφεσίβλητες προς την Εφεσείουσα, παράσταση η οποία, κατά τη νομολογία, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία του περιουσιακού κωλύματος (Stylianou and others v. Papacleovoulou and another (1982) 1 C.L.R. 542). Καταλήγει δε το Δικαστήριο ως ακολούθως:
«Ουδεμία επιλήψιμη ή άδικη συμπεριφορά τού ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου (ΜΕ1), ή των εναγουσών προς την εναγομένη (ή προς οιουσδήποτε τρίτους), εξάγεται ή συνάγεται στην προκειμένη περίπτωση από την αξιόπιστη μαρτυρία (βλ. κατ' αναλογίαν, Τσαγκάρη ν Γαβριηλίδου και Άλλων (2003) 1(Α) ΑΑΔ 472, 480-484), τοσούτω μάλλον αποκλίνουσα από την όποια αμοιβαίως συμφωνηθείσα ή και αντιληπτώς υπάρχουσα μεταξύ των διαδίκων (ή των όποιων τρίτων) κοινή κατάσταση πραγμάτων ή άλλες παραστάσεις και υποσχέσεις τού ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου (ΜΕ1) ή και των εναγουσών προς την εναγομένη ή τρίτους - με επακόλουθη μάλιστα τη δράση και ενέργεια της εναγομένης επί των παραστάσεων και υποσχέσεων αυτών ένεκα επιδειχθείσας από αυτήν αντίστοιχης εμπιστοσύνης (reliance) ή άλλως πως (βλ. κατ' αναλογίαν, Pipikos v Trayans (2018) HCA 39) - ώστε τα πράγματα να μπορούσαν να αναπτυχθούν υπό ένα διαφέρων φάσμα και κατά τις προτροπές του δικηγόρου της εναγομένης (βλ. κατ' αναλογίαν, Λοΐζου ν Αντωνίου (2007) 1 ΑΑΔ 1035, 1040-1041)».
Αξίζει να επισημανθεί ότι το ως άνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ουδόλως προσβάλλεται από την Εφεσείουσα.
Με βάση τα όσα έχουμε παραθέσει πιο πάνω, καταλήγουμε ότι και αυτός ο λόγος είναι καταδικασμένος σε αποτυχία.
Με τον τρίτο κατά σειρά λόγο, η Εφεσείουσα παραπονείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι «Μηδέ και ο επίσημος τίτλος ιδιοκτησίας του ακινήτου τον οποίο έλαβε ο ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου (ΜΕ1), περιείχε οτιδήποτε που θα μπορούσε να στρέψει την προσοχή του στα όσα η εναγομένη προτάσσει ως εκδοχή για να αρχίσουν τουτέστιν στο μυαλό του οι οποιοιδήποτε συναφείς περί τούτων συνειρμοί. Ουδέ και υπήρχε καταχωρισμένο στο αρμόδιο κτηματολόγιο κάτι που θα μπορούσε να είχε εντοπισθεί εγκαίρως από τον ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου (ΜΕ1), ή τις ενάγουσες ως προς το τι συζητείται». Παραπονείται επίσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι ο Μ.Υ.1 «αυθωρεί» ενεργοποίησε τους κτηματολογικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του ως άνω λόγου, στους κατατεθέντες εκ συμφώνου τίτλους ιδιοκτησίας τόσο του επίδικου ακινήτου, όσο και του όμορου τεμαχίου (Τεκμήρια Α1, Α2 και Α4) υπάρχει τοπογραφικό σχέδιο με σημειωμένη την επίδικη λωρίδα. Το Τεκμήριο Α4 φέρει ως ημερομηνία εγγραφής την 27.4.2009 και τα Τεκμήρια Α1 και Α2 την 20.5.2013. Αυτό σημαίνει ότι ούτε ο Μ.Ε.1 ούτε οι Εφεσίβλητες είναι καλόπιστοι αγοραστές, εφόσον έχουν τεθεί υπό προειδοποίηση λόγω της ύπαρξης της εν λόγω λωρίδας. Παρά δε το ότι ο Μ.Ε.1 είχε στη διάθεση του τον τίτλο ιδιοκτησίας από το 2009, εντούτοις πέρασαν τρία χρόνια για να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό επίλυσης συνοριακής διαφοράς. Επιπρόσθετα, παρά το ότι ο Μ.Υ.1 παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση του ότι ο ίδιος είχε προσέξει τη γραμμή στο κτηματολογικό σχέδιο χωρίς να πράξει οτιδήποτε επί τούτου, καθώς και ότι είχε μεγάλη εμπειρία στις αγοραπωλησίες ακινήτων, εντούτοις το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε που θα μπορούσε να επιστήσει την προσοχή του στο πρόβλημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει επί λέξει τα ακόλουθα σχετικά:
«Σε κανένα σημείο πριν από την αγορά και τη μεταβίβαση του ακινήτου περιήλθαν εις γνώσιν του ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου (ΜΕ1) (ή των εναγουσών), τα έγγραφα, η μαρτυρία και τα όσα συναπάρτισαν την εκδοχή της εναγομένης. Μηδέ και ο επίσημος τίτλος ιδιοκτησίας του ακινήτου τον οποίο έλαβε ο ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου (ΜΕ1), περιείχε οτιδήποτε που θα μπορούσε να στρέψει την προσοχή του στα όσα η εναγομένη προτάσσει ως εκδοχή για να αρχίσουν τουτέστιν στο μυαλό του οι οποιοιδήποτε συναφείς περί τούτων συνειρμοί. Ουδέ και υπήρχε καταχωρισμένο στο αρμόδιο κτηματολόγιο κάτι που θα μπορούσε να είχε εντοπισθεί εγκαίρως από τον ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου (ΜΕ1), ή τις ενάγουσες ως προς το τι συζητείται. Απεναντίας, κατά τη μεταβίβαση του ακινήτου από τον πατέρα Καλαθιά προς τον ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου (ΜΕ1), η εικόνα ταυτιζόταν με την αντίληψη του ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου (ΜΕ1) για το τι ακριβώς είχε συμφωνηθεί με τον πατέρα Καλαθιά για το ακίνητο, κάτι που μεταφέρθηκε ως πραγματικότητα πλέον και στον επακολούθως εκδοθέντα τίτλο ιδιοκτησίας του ακινήτου (Τεκμήριο Α4).
………………………………………………………………………………………
Αντιθέτως, μόλις ο ΧΧΧΧΧ Κωνσταντίνου (ΜΕ1), κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το ακίνητο, ενεργοποίησε αυθωρεί τους παρεχόμενους προς τούτο κτηματολογικούς μηχανισμούς επίλυσης, με τους χειρισμούς του να απέχουν πολύ από το να δύνανται να ταξινομηθούν ως καταχρηστικοί της δικαστικής διαδικασίας (ως η προδικαστική ένσταση της εναγομένης στην Υπεράσπιση), αφού τα όσα διέπλασαν την εκδοχή της εναγομένης βρίσκονταν στη δική της ιδιάζουσα προσωπική γνώση ή στην ιδιάζουσα προσωπική γνώση άλλων προσώπων που ήταν σε θέση να δώσουν σχετική μαρτυρία υπέρ της ή να μεριμνήσουν όπως η γνώση τους αυτή μεταφερθεί καθαρώς και ορθολογικώς στη δίκη (βλ. κατ' αναλογίαν, Constantinides and Another v Vassiliou (1986) 1 CLR 75, 79, Savvides v Mesaritis and Others (1985) 1 CLR 261, 267). Επομένως, η προδικαστική ένσταση καθίσταται απορριπτέα».
Τα ανωτέρω παρατεθέντα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν, κατά την άποψη μας, το αποτέλεσμα της από μέρους του ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, την οποία έκρινε αξιόπιστη. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση της Εφεσείουσας πως ο Μ.Ε.1 απέφυγε κατά την αντεξέταση του να απαντήσει ότι πρόσεξε τη γραμμή στα κτηματολογικά σχέδια και ποια σημασία απέδωσε σ’ αυτήν. Αντίθετα, από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, διαπιστώσαμε ότι ο μάρτυρας απάντησε ευθέως σε όσες ερωτήσεις του υποβλήθηκαν σχετικά με το ζήτημα αυτό. Θεωρούμε δε ορθό να παραθέσουμε το ακόλουθο απόσπασμα από τις σελίδες 12 – 13 των πρακτικών:
«E. Βλέπετε ότι υπάρχει μια γραμμή που τρώει μέρος του δικού σας ακινήτου;
A. Δεν ξέρω γιατί μπήκε εκείνη η γραμμή. Αφού όπως σας είπα μετά που το πώλησα, κάλεσα το κτηματολόγιο να λύσει τη συνοριακή διαφορά. Και μου είπε "κύριε είναι δικό σου τούτο το πράμα". Έγινε έφεση, πήγαμε στα Δικαστήρια και όταν ήρθε η ώρα να δικαστούμε καλή ώρα πήγατε και αποσύρατε τα ούλλα και πληρώσατε και τα έξοδα. Και μόνο, συγγνώμη που θα το πω, ήταν για σκοπούς να δημιουργηθεί καθυστέρηση από το 2009 ως το 2016. Συγγνώμη που το λέω. Αλλά σας λέω ότι ναι είδα και τη γραμμούα.
Ε. Όταν την είδατε αυτήν τη γραμμή πήγατε στον κύριο Καλαθιά να του πείτε «κύριε τι είναι αυτή η γραμμή;»
A. Κοίταξε ούτε τον Καλαθιά είδα μπροστά μου, με τον γερό με τον γιο. Εγώ είδα τη μάμα του που ήρθε ως πληρεξούσια και μου μεταβίβασε τούτο το τεμάχιο, τούτο το οικόπεδο.
Ε. Τη μάμα του την ρωτήσατε τι είναι αυτό το πράμα;
Α. Όχι.
Ε. Μάλιστα. Δεν ενδιαφερθήκατε;
Α. Εμένα ξέρω ότι στη Δημοκρατία η ανώτατη αρχή που καθορίζει και το εμβαδόν και το τίτλο και την, είναι το κτηματολόγιο. Γι'αυτό πήγα στο κτηματολόγιο. Και έκανα τη δουλειά μου, μου υπέδειξαν "αυτό είναι το οικόπεδο σου και τούτα είναι τα μέτρα αυτού του κτήματος".
E. Καλά εσείς κύριε μάρτυρα ασχολείστε, είστε άνθρωπος που ασχολείται με αγοραπωλησίες ακινήτων αντιλαμβάνομαι;
Α. Πάρα πολλά.
Ε. Ξέρετε φαντάζομαι εκτός από το εμβαδόν και το κοτσιάνι υπάρχουν και άλλα πράγματα στα ακίνητα. Υπάρχουν δουλείες, περάσματα. Τα ξέρετε αυτά;
Α. Το ξέρω αλλά όταν πας στο κτηματολόγιο, το γνωρίζετε και εσείς ότι όταν θα πας να σου δώσουν ένα τίτλο το κτηματολόγιο, μια μεταβίβαση, σου λέει "κύριε τούτο το πράμα είναι υποθηκευμένο εκεί, κύριε τούτο το πράμα έχει περάσματα, κύριε αυτό το πράμα έχει τούτες όλες τις δουλείες". Εν να πάω εγώ να μπω στο κτηματολόγιο μέσω να εξετάσω; Αφού το πιο επίσημο είναι η μεταβίβαση».
Δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση μας στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1. Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο θα απορρίπταμε τον ως άνω λόγο έφεσης είναι και το ότι, παρά το ότι στο δικόγραφο της υπεράσπισης της Εφεσείουσας προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος των Εφεσιβλήτων και της καταχώρισης της αγωγής ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, με αποτέλεσμα να χαθεί ουσιώδης μαρτυρία, εντούτοις δεν έχει επεξηγηθεί από την Εφεσείουσα ποια ήταν η, κατά τη θέση της, ουσιώδης μαρτυρία που χάθηκε συνεπεία της καθυστέρησης και πώς η ίδια επηρεάστηκε.
Με βάση τα όσα έχουμε παραθέσει πιο πάνω, καταλήγουμε ότι ούτε αυτός ο λόγος έφεσης έχει περιθώριο επιτυχίας.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα παραπονείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, διατάσσοντας την κατεδάφιση των οικοδομημάτων που περιλαμβάνονται στην επίδικη λωρίδα γης, αντί να διατάξει την αποζημίωση των Εφεσιβλήτων. Σύμφωνα με την αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας: (α) Ότι η επέμβαση δεν ήταν σκόπιμη, (β) Τις προσπάθειες επίλυσης του θέματος της επέμβασης με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες και τη μεσολάβηση της Ιεράς Μονής Κύκκου και (γ) Ότι το διάταγμα είναι καταπιεστικό καθότι της προκαλεί δυσανάλογη ταλαιπωρία. Περαιτέρω, η Εφεσείουσα υποστηρίζει ότι θα ήταν δικαιότερο το Δικαστήριο να λάβει υπόψη ότι η ζημιά των Εφεσιβλήτων θα μπορούσε να σταθμιστεί οικονομικά και συνεπώς να αποζημιωθούν πλήρως, σε αντίθεση με τη δική της ζημιά, η οποία άπτεται της απόλαυσης της κατοικίας της και δεν είναι αμιγώς οικονομική.
Στην υπόθεση Σοφοκλέους κ.ά. ν. Παύλου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2047 παρατίθενται τα κριτήρια, βάσει των οποίων το Δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του εξουσία στην έκδοση ενός διατάγματος και ειδικά διατακτικής φύσης. Όπως ειδικότερα αναφέρεται:
«Η έκδοση ενός διατάγματος είναι στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, η οποία πρέπει να ασκείται δικαστικά με βάση ορισμένα κριτήρια και όχι αυθαίρετα. Ειδικά για διατάγματα διατακτικής μορφής (mandatorty injunctions) στο αγγλικό σύγγραμμα CLERK & LINDSELL ON TORTS 16η έκδοση σελ. 328 παραγ. 7-06 διατυπώνονται, σε δική μας μετάφραση και περίληψη, οι πιο κάτω αρχές:
(ι) Ένα διάταγμα διατακτικής μορφής πρέπει να εκδίδεται σε αραιές περιπτώσεις και τότε μόνο όταν ο ενάγων δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να του προκληθεί σοβαρή ζημιά στο μέλλον αν δε δοθεί το διάταγμα.
(ιι) Όταν η ζημιά που θα προκύψει λόγω άρνησης έκδοσης του διατάγματος δεν θα μπορεί να θεραπευθεί με την επιδίκαση αποζημιώσεων.
(ιιι) Θα υπάρξει άρνηση έκδοσης του διατάγματος όπου η συμμόρφωση από το εναγόμενο θα είναι παράνομη. Επομένως σε αντίθεση με τα απαγορευτικά διατάγματα, στην περίπτωση διαταγμάτων διατακτικής μορφής θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το κόστος του εναγομένου για συμμόρφωση. Για παράδειγμα στην υπόθεση Redland Bricks Ltd. v. Μorris [1970] A.C. 652, διάταγμα επαναφοράς τοίχου που θα κόστιζε £30.000 περίπου, ακυρώθηκε από το αγγλικό Εφετείο για το λόγο ότι το ποσό αυτό ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερο από την αξία της γης που επηρεάστηκε από την παράνομη επέμβαση. Τέτοια κριτήρια όμως δεν έχουν θέση εκεί όπου φαίνεται ότι ο εναγόμενος ενήργησε σκόπιμα. Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να εκδοθεί το διάταγμα έστω κι' αν η δαπάνη που θα υποστεί ο εναγόμενος είναι μεγάλη».
Στην αμέσως πιο πάνω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε το πρωτοδίκως εκδοθέν διάταγμα, το οποίο διέτασσε τους εφεσείοντες, όπως κατεδαφίσουν το περιτοίχισμα, στην έκταση που επενέβαινε στο ακίνητο του εφεσίβλητου, παρά το ότι διαφώνησε με την αιτιολογία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του αφενός ότι το κόστος ύψους €13.210, που θα υφίσταντο οι εφεσείοντες για σκοπούς συμμόρφωσης τους με το διάταγμα, δεν ήταν τόσο μεγάλο που θα έπρεπε να αποστερηθεί ο εφεσίβλητος το μέρος της ιδιοκτησίας του το οποίο κάλυπτε η παράνομη επέμβαση και αφετέρου ότι αυτό το οποίο διατάχθηκε να κατεδαφιστεί ήταν απλά ο διαχωριστικός τοίχος και όχι η ίδια η κατοικία των εφεσειόντων ή μέρος αυτής.
Ως διαφαίνεται από την κρινόμενη εδώ πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο, στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της έκδοσης του διατάγματος άρσης της παράνομης επέμβασης στην επίδικη λωρίδα, έλαβε υπόψη του ότι τα ανεγερθέντα επ’ αυτής οικοδομήματα υπέχουν πολύ μικρότερη χρηματική ή άλλη αξία για την Εφεσείουσα από ό,τι για τις Εφεσίβλητες, συνεπεία των αποδεδειγμένων επιπτώσεων στη δυνατότητα πώλησης του επίδικου ακινήτου υπό το σημερινό επί του εδάφους παράνομο καθεστώς. Διαφαίνεται επίσης ότι έλαβε υπόψη του την ανάληψη, από πλευράς Εφεσιβλήτων, μέσω του δικηγόρου τους, της υποχρέωσης όπως σε περίπτωση έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, αναλάβουν τα έξοδα κατεδάφισης του τοίχου και ανοικοδόμησης καινούριου με τα ίδια ακριβώς υλικά που υφίστανται σήμερα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη επικρότηση της παρανομίας, προκαλώντας στις Εφεσίβλητες δυσανάλογα μεγαλύτερες ζημιές και βλάβες, από ό,τι στην Εφεσείουσα.
Κατ’ εφαρμογή των όσων νομολογήθηκαν στην υπόθεση Σοφοκλέους (ανωτέρω), κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης διατάγματος άρσης της παράνομης επέμβασης και κατεδάφισης των ανεγερθέντων επί της επίδικης λωρίδας γης οικοδομημάτων, αφού φαίνεται ότι έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, το ότι η ζημιά η οποία θα προκαλέσει στις Εφεσίβλητες η μη έκδοση τους, θα είναι δυσανάλογη από ό,τι στην Εφεσείουσα η έκδοση τους, εύρημα το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν προσβάλλεται. Δεν θεωρούμε ότι η έκδοση των ως άνω διαταγμάτων είναι υπό τις περιστάσεις καταπιεστική για την Εφεσείουσα. Περαιτέρω δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της Εφεσείουσας ότι η ζημιά, την οποία υφίσταται από την έκδοση των ως άνω διαταγμάτων, δεν είναι αμιγώς οικονομική καθότι, ως προβάλλεται, άπτεται της απόλαυσης της κατοικίας της. Ως έχει ήδη αναφερθεί, αυτό το οποίο κατ’ ουσίαν θα κατεδαφιστεί είναι ο τοίχος, ο οποίος οριοθετεί τη δίοδο του χώρου στάθμευσης και όχι η ίδια η κατοικία ή μέρος αυτής. Κατ’ επέκταση, δεν συμμεριζόμαστε ούτε τη θέση της ότι η έκδοση των ως άνω διαταγμάτων τής προκαλεί δυσανάλογη ταλαιπωρία.
Με βάση τα όσα έχουμε παραθέσει πιο πάνω, καταλήγουμε ότι ούτε ο τελευταίος λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει.
Οι Εφεσίβλητες με την αντέφεση (Ειδοποίηση Εφεσίβλητου) την οποία καταχώρισαν, εγείρουν ως μοναδικό λόγο αντέφεσης το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δικαιολόγησε επαρκώς τον αποκλεισμό της απόδοσης των αξιούμενων, στην παράγραφο 15 (ΣΤ) της Έκθεσης Απαίτησης, αποζημιώσεων. Ως επεξηγείται στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσιβλήτων, η διαφορά μεταξύ της συμφωνημένης τιμής πώλησης του επίδικου ακινήτου μεταξύ Μ.Ε.1 – Μ.Ε.2 και της αποδεκτής εκτιμημένης του αξίας ανέρχεται σε €275.100. Το ποσό αυτό αντικατοπτρίζει τη ζημιά που υπέστησαν οι Εφεσίβλητες από την απώλεια της δυνατότητας πώλησης του επίδικου ακινήτου στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι οι Εφεσίβλητες εκτός της έκδοσης των διαταγμάτων δικαιούνται και στην επιδίκαση αποζημιώσεων για παράνομη επέμβαση με μέτρο αποζημίωσης τη μηνιαία ενοικιαστική αξία της επίδικης λωρίδας, από τον χρόνο μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου στις Εφεσίβλητες, οπότε και δημιουργήθηκε το νομιμοποιητικό αίτιο της αξίωσης τους, μέχρι την καταχώριση της αγωγής και ακολούθως ποσό €337 μηνιαίως, ως ενδιάμεσα κέρδη, μέχρι την άρση της παράνομης επέμβασης.
Έχουμε την άποψη ότι η ως άνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκεται εντός των πλαισίων που έχει καθορίσει η νομολογία μας αναφορικά με το είδος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται στις υποθέσεις παράνομης επέμβασης. Όπως υποδεικνύει η νομολογία μας, στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται παράνομη κατοχή, το μέτρο αποζημιώσεων είναι η αγοραία ενοικιαστική αξία του ακινήτου (Kakoullou and another v. Kakoulli (ανωτέρω), Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 882 Adrian Holdings Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1836 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou (1998) 1(A) A.A.Δ. 426).
Εν όψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω καταλήγουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε τις αξιούμενες στην παράγραφο 15 (ΣΤ) της Έκθεσης Απαίτησης αποζημιώσεις.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Για όλους τους λόγους που έχουμε επεξηγήσει πιο πάνω, τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση (Ειδοποίηση Εφεσιβλήτου) απορρίπτονται.
Εν όψει της ως άνω κατάληξης μας θεωρούμε ορθότερο όπως μη εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα και όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
Θ. ΘΩΜΑ, Δ.
[1] Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο