ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ - ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/2025, 24/11/2025
print
Τίτλος:
ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ - ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/2025, 24/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/2025)

  (i‑justice)

 

24 Νοεμβρίου 2025

 

(Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ)

 

 

ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Εφεσείοντας,

v.

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ - ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητος.

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Γ. Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα.

Π. Βαρνάβα εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:   Ο εφεσείοντας, κύπριος υπήκοος, εφεσίβαλε, ενώπιον μας, απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε, στις 29.10.2025, η παράδοση του στις αρμόδιες Αρχές της Γερμανίας, στη βάση εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης – στο εξής ΕΕΣ –, υπό την προϋπόθεση ότι, σε περίπτωση καταδίκης του και επιβολής ποινής φυλάκισης, θα διαμετακομιστεί στην Κύπρο για έκτιση της ποινής φυλάκισης που ήθελε επιβληθεί από Δικαστήριο της Γερμανίας.  Το ΕΕΣ αφορά, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, αδίκημα απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και καταδολίευσης, κατά την έννοια της Σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995, σχετικά με την Προστασία των Οικονομικών Συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.  Είχε προηγηθεί, στις 09.07.2025, η έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα από Δικαστήριο του Μονάχου για υπόθεση που αφορά στο αδίκημα της μη υποβολής δηλώσεων Φ.Π.Α. εκ μέρους της εταιρείας Kostakis Electical UG.

 

Ο εφεσείοντας εξέφρασε τη διαφωνία του με την πρωτόδικη απόφαση, δια της καταχώρισης της παρούσας έφεσης.  Τα παράπονα του είναι πως η παράδοση διατάχθηκε εσφαλμένα ή/και αντινομικά ή/και κατά παράβαση των δικονομικών του δικαιωμάτων, ως αυτά προστατεύονται από την Οδηγία 2013/48/ΕΕ ή/και την Οδηγία (ΕΕ) 2016/1919 ή/και το Άρθρο 17 του Ν. 133(Ι)/2004 (πρώτος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβίασε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, ενάντια στα Άρθρα 11 και 30 του Συντάγματος, στα Άρθρα 5 και 6 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα,  κατά παράβαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, δεν ενέκρινε το αίτημα αναβολής που υπέβαλε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, ώστε να διοριστεί δικηγόρος στο κράτος μέλος έκδοσης του ΕΕΣ (τρίτος λόγος έφεσης), και εσφαλμένα ή/και κατά παράβαση της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου του 2000, [περί εφαρµογής της αρχής της ίσης µεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής] το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε την αδυναμία του εφεσείοντα να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο στο κράτος – μέλος έκδοσης, αφού ο μηχανισμός νομικής αρωγής δεν ενεργοποιήθηκε από την αιτούσα χώρα (τέταρτος λόγος έφεσης).

 

Καθίσταται αντιληπτό ότι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης είναι μεταξύ τους συνυφασμένοι με την άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εγκρίνει αιτηθείσα αναβολή μέχρι να διοριστεί δικηγόρος, με νομική αρωγή, στη Γερμανία, αλλά, προχώρησε τη διαδικασία, κρίνοντας, εν τέλει, ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του συγκεκριμένη θέση ή μαρτυρία η οποία να δικαιολογούσε τη μη διαταγή για παράδοση του εφεσείοντα στις Γερμανικές Αρχές.  Αποσπάσματα, από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνεται χρήσιμο να παρατεθούν στη συνέχεια, αυτούσια, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

"Η παράλειψη διορισμού δικηγόρου στο Κράτος Έκδοσης

 

……………………………………………………………………………………………

 

Την ίδια ώρα δεν αμφισβητείται πως παρά το αίτημα του εκζητούμενου για διορισμό δικηγόρου στο κράτος έκδοσης, υπό καθεστώς νομικής αρωγής, μέχρι ολοκλήρωσης της εδώ ακροαματικής διαδικασίας αυτό δεν υλοποιήθηκε.

 

Είναι η θέση του εκζητούμενου πως η παράλειψη διασφάλισης του δικαιώματος αυτού, θα πρέπει να αποβεί μοιραία για την εκτέλεση του ΕΕΣ εφόσον παραβιάστηκε ρητό δικαίωμα του ως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 5(2) της Οδηγίας 2016/1919 και του άρθρου 10 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ. Επίσης με τη στάση που τήρησε το Κράτος Έκδοσης πλήγηκε το δικαίωμα του εκζητούμενου σε δίκαιη δίκη, η αμοιβαία εμπιστοσύνη και παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας.

 

…………………………………………………………………………………………..

 

Αντίθετη είναι η εισήγηση του συνηγόρου της Κεντρικής Αρχής. Με την αγόρευση του ο κος Βαρνάβα αναγνωρίζει το σχετικό δικαίωμα του εκζητούμενου σημειώνοντας ότι αυτό προωθήθηκε άμεσα και δεόντως από την Κεντρική Αρχή. Επισημαίνει ωστόσο ότι ο εκζητούμενος ήταν γνώστης για το εν λόγω δικαίωμα του από την 25.09.25, το οποίο δεν μπορεί να επηρεάσει τις εκ του νόμου ταχθείσες προθεσμίες εκδίκασης της υπόθεσης.

 

……………………………………………………………………………………………

 

Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσω το περιεχόμενο της σχετικής αλληλογραφίας. Ο εκζητούμενος, δια του δικηγόρου του, είχε υποβάλει από τα αρχικά στάδια της διαδικασίας (30.09.25), μεταξύ άλλων, αίτημα για διορισμό δικηγόρου στο κράτος έκδοσης. Κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου ετοιμάστηκε έκθεση του γραφείου ευημερίας αναφορικά με την προσωπικές και οικονομικές του περιστάσεις. Ζητούσε επίσης να ερωτηθούν οι αρχές του κράτους έκδοσης κατά πόσο μπορούσε ο εκζητούμενος να ανακριθεί στη Δημοκρατία και να ενημερωθούν παράλληλα ότι αυτός θα ήταν διαθέσιμος να καταστεί μάρτυρας τους για τη διερεύνηση της υπόθεσης. Όλα τα πιο πάνω διαβιβάστηκαν από την Κεντρική Αρχή δια του ΜΚΑ.2 με επιστολή σταλθείσα δια ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) (Τεκμήριο 5). Με το τεκμήριο 5 ζητήθηκε επίσης ενημέρωση από το κράτος έκδοσης, δια της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που εδρεύει στο Μόναχο, ως προς τον τρόπο διορισμό δικηγόρου στη Γερμανία και κατά πόσο αυτό μπορεί να υλοποιηθεί δια νομικής αρωγής, υπό το φως των προνοιών της Οδηγίας 2016/1919. Περαιτέρω ζητήθηκε διευκρίνιση ως προς το κατά πόσο το ΕΕΣ έχει εκδοθεί για το σκοπό ποινικής δίωξης του εκζητούμενου ή μόνο για σκοπούς ανάκρισης του. Περιπλέον ζητήθηκαν νομικές εγγυήσεις όπως σε περίπτωση που ο εκζητουμενος εκδοθεί και καταδικαστεί να μπορεί να επιστρέψει στην Κύπρο για να εκτίσει εδώ την ποινή του.

 

Στην πιο πάνω επιστολή η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία του Μονάχου, δια του κου Marcus Paintiger, απάντησε ότι

 

(α) ο εκζητούμενος δεν θα ανακριθεί στη Δημοκρατία και θα μπορεί να καταθέσει ενώπιον του αρμόδιου Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης.

(β) Θα του διοριστεί ex officio συνήγορος υπεράσπισης με έξοδα του Γερμανικού κράτους, συμφώνως του άρθρου 141(2) της Γερμανικής Ποινικής Δικονομίας.

(γ) Ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε για σκοπούς άσκησης ποινικής δίωξης, με τη διευκρίνηση ότι θα διωχθεί μετά την ολοκλήρωση των ερευνών, και ληφθεί σχετική δικαστική απόφαση.

(δ) Σε περίπτωση έκδοσης και καταδίκης του από Γερμανικό Δικαστήριο τότε ο εκζητούμενος θα μπορεί να εκτίσει την ποινή του Δημοκρατία, όπου και θα μπορεί να μειωθεί. 

 

Η Κεντρική Αρχή λόγω του ότι δεν έμεινε ικανοποιημένη από το περιεχόμενο της απάντησης ζητήθηκαν δια του ΜΚΑ.2 εκ νέου διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο διορισμού δικηγόρου με νομική αρωγή για σκοπούς της διαδικασίας έκδοσης μέσω email ημερ. 07.10.25. Λήφθηκε νέα απάντηση από τον κο Paintiger πως με την άφιξη του εκζητούμενου στη Γερμανία θα του διοριστεί αυτόματα δικηγόρος. Και πάλι όμως δεν κρίθηκε ικανοποιητική η απάντηση και αποστάλθηκε νέο email αυθημερόν στο οποίο επιστήθηκε η προσοχή του εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στις πρόνοιες του άρθρου 10 της οδηγίας 2013/48/ΕΕ και την παραγράφου 28 του προοιμίου αυτής και ζητήθηκαν πληροφορίες ως προς τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος του εκζητούμενου για διορισμό δικηγόρου στο κράτος έκδοσης μέσω νομικής αρωγής. Λήφθηκε απάντηση αυθημερόν, στην οποία αναφέρθηκε ότι αυτός μπορεί είτε να επιλέξει κάποιο δικηγόρο από λίστα, είτε να διορίσει κάποιο της επιλογής του και σε περίπτωση που δεν μπορεί να τον πληρώσει τότε το γερμανικό κράτος θα καλύψει τα έξοδα του. Με άλλο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ημερ. 08.10.25 ο κος Paintiger προώθησε κάποιο διαδικτυακό σύνδεσμο απ’ όπου ο εκζητούμενος θα έπρεπε να επιλέξει πέντε πιθανούς δικηγόρους. Στη συνέχεια και αφού ο κος Paintiger ενημερωνόταν για τα πέντε ονόματα δικηγόρων αυτός θα προωθούσε τη λίστα στο Δικαστήριο του Μονάχου για να διοριστεί δικηγόρος. Στη συνέχεια θα εφοδίαζε το διορισθέντα δικηγόρο με το φάκελο της υπόθεσης και τα στοιχεία επικοινωνίας των συνηγόρων του εκζητούμενου στην Κύπρο. Διευκρινίστηκε σε νέα email που ανταλλάγησαν αυθημερόν ότι τα έξοδα θα τα έφερε το Γερμανικό Κράτος. Σχετικά με τα πιο πάνω είναι το Τεκμήριο 7.

 

Κατ’ ακολουθίαν των πιο πάνω οι δικηγόροι του εκζητούμενου στη Δημοκρατία κατάρτισαν λίστα με πέντε ονόματα δικηγόρων στο Μόναχο την οποία επισύναψαν σε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και απέστειλαν στον ΜΚΑ.2. Με τη σειρά του ο τελευταίος το προώθησε στον κο Paintiger καλώντας τον όπως τον ενημερώσει για τα στοιχεία του δικηγόρου που θα διοριστεί προκειμένου να τα κοινοποιήσει στους δικηγόρους του εκζητούμενου στην Κύπρο. Σχετικά με τα πιο πάνω είναι τα τεκμήρια 8 και 9.

 

Όπως τέλος διαφαίνεται από τα τεκμήρια 10 και 11 που αφορούν σε μεταγενέστερη αλληλογραφία δεν υπήρξε οποιαδήποτε εξέλιξη επί του ζητήματος αυτού.

 

…………………………………………………………………………………………...

 

Εν προκειμένω, καμία θέση ή λόγος προωθήθηκε ή υποβλήθηκε στους μάρτυρες της Δημοκρατίας για τον οποίο δεν θα πρέπει να εκτελεστεί το ΕΕΣ αναφορικά με τον εκζητούμενο. Ότι δηλαδή σε περίπτωση εκτέλεσης του ΕΕΣ θα τύχει οποιασδήποτε απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή ότι σε περίπτωση ποινικής του δίωξης στο κράτος έκδοσης θα στερηθεί οποιωνδήποτε των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 έως και 50 του Χάρτη. Ούτε και διαφάνηκε μέσα από την αντεξέταση του ΜΚΑ.2 ποια ήταν τα ζητήματα για τα οποία έχρηζε βοήθειας η εδώ συνήγορος του εκζητούμενου ώστε να θεωρηθεί ότι η αποστέρηση του δικαιώματος αυτού επέδρασε καταλυτικά στην αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ή και της αποτελεσματικής πρόσβασης του στη δικαιοσύνη. Ο ίδιος ο εκζητούμενος παραδέχθηκε ότι μετέβηκε στη Γερμανία προκειμένου να συστήσει εκεί εταιρεία, κατόπιν αποδοχής σχετικής πρότασης. Μάλιστα γνώριζε ότι δια μέσου λογαριασμών του κινούνταν μεγάλα χρηματικά ποσά. Η όλη αντεξέταση του ΜΚΑ.2 περιστράφηκε γύρω από το ζήτημα της μη παροχής δικηγόρου με καθεστώς νομικής αρωγής στη Γερμανία για το οποίο υποβλήθηκαν γενικές και αόριστες υποβολές περί παραβίασης δικαιωμάτων χωρίς οποιαδήποτε πλαισίωση. Επίσης δεν έχει προβληθεί ισχυρισμός ότι στη Γερμανία υπάρχει μια συστημική ή γενική παράλειψη του κράτους να παράσχει πρόσβαση σε δικηγόρο ώστε να ακολουθηθεί η διαδικασία που αναφέρθηκε στην Aranyosi και Caldararu, C-404/15 and C-659/15 PPU, ημερ.5/4/2016 προκειμένου να διαπιστωθεί σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητούμενου.

 

 

…………………………………………………………………………………………..

 

 

Είναι επίσης σημαντικό να λεχθεί ότι στην YBL (ανωτέρω) είχε τεθεί η θέση του εκζητούμενου στο μάρτυρα της Δημοκρατίας (Κεντρικής Αρχής) πως ο λόγος για τον οποίο εζητείτο η έκδοση του στο κράτος της Γερμανίας ήταν μόνο για να ανακριθεί και όχι για να διωχθεί ποινικά. Το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνοντας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα την κρίση του αρνούμενο την αναβολή, η οποία θα μπορούσε να ήταν μιας ή δυο ημερών, ανέφερε τα εξής (έμφαση και υπογράμμιση δική μου):

 

Γίνεται αντιληπτό ότι η διαβούλευση με το γερμανό δικηγόρο θα αφορούσε στο ένταλμα το οποίο εκδόθηκε στη Γερμανία, κατά πόσο αφορούσε ή θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι αφορούσε στην ανάκριση και όχι στη δίωξη του Εφεσείοντα, με την αρχή της αναλογικότητας να υπεισέρχεται στην πρώτη περίπτωση ως ζήτημα προς εξέταση. Και η Ghebali Πολ. Εφ. Αρ. 51/2020 ημερ. 11.05.2020, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή στις συνεκδικασθείσες από το Δ.Ε.Ε. C-566/19 PPU YR και C-626/19 PPU YR, ημερ.12.12.2019, επιβεβαιώνει ότι παράμετροι που αφορούν στην έννομη τάξη στο κράτος έκδοσης και αφορούν στο εκδοθέν ένταλμα, μπορεί να επηρεάζουν την απόφαση εκτέλεσης.

 

Με την άρνηση της αναβολής, ο Εφεσείων στερήθηκε της δυνατότητας να προωθήσει τη θέση του για το εναντίον του ένταλμα που εκδόθηκε στη Γερμανία, με υπόβαθρο τη νομική θέση ή και μαρτυρία, αν απαιτείτο, του γερμανού δικηγόρου του. Δεν είχε, επομένως, δίκαιη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του.

 

Στην εν λόγω περίπτωση, όπως ήδη λέχθηκε, καμία θέση δεν υποβλήθηκε εν σχέση με οποιοδήποτε λόγο μη εκτέλεσης του ΕΕΣ περιλαμβανομένων της παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων υπό την έννοια ότι ο εκζητούμενος θα υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή ότι δεν θα τύχει δίκαιης δίκης στο κράτος έκδοσης, ή ακόμα επειδή ο μοναδικός λόγος που ζητείται η έκδοση του είναι για να τύχει ανάκρισης. Ο λόγος της YBL θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής εάν η πλευρά του εκζητούμενου προέβαλε συγκεκριμένες θέσεις για τις οποίες θα χρειαζόταν να προσκομίσει συγκεκριμένη μαρτυρία (προφανώς από γερμανό δικηγόρο) για να τις υποστηρίξει.

 

Πέραν των πιο πάνω το κράτος εκτέλεσης έπραξε ότι ήταν δυνατό για να καταστεί εφικτός ο διορισμός δικηγόρου στη Γερμανία δίδοντας επαρκή χρόνο αλλά και δια αποστολής αλληλογραφίας για σκοπούς υλοποίησης του αιτήματος του εκζητούμενου. Την ίδια ώρα το κράτος εκτέλεσης όφειλε να σεβαστεί τα αυστηρά χρονικά περιθώρια ολοκλήρωσης της διαδικασίας (που σε πρώτο βαθμό είναι 35 μέρες)[1]. Στην προκειμένη περίπτωση κρίθηκε ότι δεν επαρκούσε το χρονικό περιθώριο των 15 ημερών για να λάβει χώρα ο διορισμός και μετέπειτα διαβούλευση της εδώ συνηγόρου του εκζητούμενου με το συνήγορο στη Γερμανία αλλά και παράλληλα το Δικαστήριο να ολοκληρώσει την ακροαματική διαδικασία και να εκδώσει και απόφαση.

 

……………………………………………………………………………………………

 

Υπό το φως των πιο πάνω, δεν θεωρώ πως ο προβαλλόμενος λόγος είναι ικανοποιητικός για άρνηση εκτέλεσης του ΕΕΣ»

 

Αναμφίβολα το πιο πάνω σκεπτικό, του ευπαίδετου πρωτόδικου Δικαστή, συνιστά εκτενή ανάλυση των αρχών που διέπουν τα, υπό συζήτηση, εγειρόμενα με τους λόγους έφεσης, ζητήματα, έχοντας ως σημείο αναφοράς τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του. 

 

Κύριες θέσεις – επιχειρήματα του συνηγόρου του εφεσείοντα είναι πως οι Γερμανικές Αρχές δεν συμμορφώθηκαν με τις πρόνοιες του Άρθρου 10 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, με αποτέλεσμα ο εφεσείοντας να στερηθεί του δικαιώματος παράλληλης νομικής εκπροσώπησης, τόσο στη διαδικασία έκδοσης του όσο και στη διαδικασία που θα ακολουθήσει στο κράτος που θα παραδοθεί.  Ο μη διορισμός, άλλωστε, δικηγόρου από τις Γερμανικές Αρχές, στο στάδιο της εκτέλεσης, δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες, κατά τον συνήγορο, ως προς το κατά πόσον η αιτούσα χώρα εφαρμόζει ορθά και αποτελεσματικά το ενωσιακό δίκαιο.  Θεωρεί, ακόμη, η πλευρά του εφεσείοντα, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε στην υπόσχεση των Γερμανικών Αρχών για διορισμό δικηγόρου μόλις ο εφεσείοντας μεταφερθεί στη Γερμανία, ενώ, λανθασμένα, ανέφερε, στην απόφαση του, ότι το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου στο κράτος μέλος έκδοσης του ΕΕΣ δεν είναι απόλυτο.  Αγνόησε δε, ταυτόχρονα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, την πρόνοια του Άρθρου 23(3) του Ν. 133(Ι)/2004, η οποία του παρείχε την εξουσία για να παρατείνει την προθεσμία έκδοσης απόφασης, μέχρι και 30 ημέρες, ώστε να διασφαλιζόταν το δικαίωμα του εφεσείοντα να έχει δικηγόρο, δια νομικής αρωγής, στη Γερμανία που ήταν η αιτούσα χώρα, κατά τη διαδικασία που διεξάγεται στο κράτος εκτέλεσης.

 

Από την άλλη πλευρά, ο συνήγορος της Κεντρικής Αρχής υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης και, με παραπομπή σε σχετικά αποσπάσματα από αυτήν, εξέφρασε τη θέση ότι τα παράπονα του εφεσείοντα δεν ευσταθούν.

 

Φρονούμε ότι μια ενιαία συλλογιστική στην αξιολόγηση όλων των εγειρόμενων ζητημάτων είναι επιτρεπτή, υπό τις περιστάσεις, δεδομένων της φύσης και του περιεχομένου των λόγων έφεσης, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους.  Αναμφίβολα, έναυσμα των παραπόνων του εφεσείοντα αποτελεί η απόρριψη του αιτήματος αναβολής που αυτός υπέβαλε στις 16.10.2025, προκειμένου να ορισθεί και κατονομασθεί από τις Γερμανικές Αρχές συνήγορος που ο εφεσείοντας θα μπορούσε να ζητήσει τη συμβουλή του, στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας – εκτέλεσης, και που, εν τέλει, οι Γερμανικές Αρχές δεν διόρισαν.

 

Παραθέτουμε στη συνέχεια το νομικό πλαίσιο που διέπει τα εγειρόμενα ζητήματα, στο οποίο, άλλωστε, αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά, επικαλούνται και οι συνήγοροι των δύο πλευρών, δίδοντας, όμως, τη δική τους ερμηνεία.

 

Το Άρθρο 10 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στη διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο εκζητούμενος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο κράτος μέλος εκτέλεσης μετά τη σύλληψή του βάσει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

 

2. Όσον αφορά στο περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο στο κράτος μέλος εκτέλεσης, ο εκζητούμενος έχει τα ακόλουθα δικαιώματα στο εν λόγω κράτος μέλος:

 

α)   το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στον εκζητούμενο να ασκήσει τα δικαιώματά του αποτελεσματικά και σε κάθε περίπτωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας·

 

β)   το δικαίωμα συνάντησης και επικοινωνίας με τον δικηγόρο που τον εκπροσωπεί·

 

γ)    το δικαίωμα να ζητά την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου του κατά την εξέταση του εκζητούμενου από την εκτελεστική δικαστική αρχή σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου. Η συμμετοχή του δικηγόρου στην εξέταση σημειώνεται μέσω της διαδικασίας καταγραφής σύμφωνα με το δίκαιο του σχετικού κράτους μέλους.

 

3. Τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 6, 7, 9 και, όταν ισχύει η προσωρινή παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3, στο άρθρο 8, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, στις διαδικασίες του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

 

4. Η αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος εκτέλεσης ενημερώνει τον εκζητούμενο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας, ότι έχει δικαίωμα να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης. Ο ρόλος του εν λόγω δικηγόρου στο κράτος μέλος έκδοσης είναι να βοηθά τον δικηγόρο στο κράτος μέλος εκτέλεσης με την παροχή πληροφοριών και συμβουλών στον εν λόγω δικηγόρο, ώστε ο εκζητούμενος να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του δυνάμει της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ.

 

5. Σε περίπτωση που ο εκζητούμενος επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης και δεν έχει ήδη τέτοιο δικηγόρο, η αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος εκτέλεσης ενημερώνει ταχέως την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος έκδοσης. Η αρμόδια αρχή στο εν λόγω κράτος μέλος παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον εκζητούμενο πληροφορίες που τον διευκολύνουν να ορίσει εκεί δικηγόρο.

 

6. Το δικαίωμα του εκζητούμενου να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης δεν θίγει τις προθεσμίες της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ ή την υποχρέωση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να αποφασίσει, εντός των εν λόγω προθεσμιών και των όρων που τίθενται από την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, αν το πρόσωπο πρέπει να παραδοθεί.»

 

Το Άρθρο 5.2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«Δικαστική αρωγή σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

1. Το κράτος μέλος εκτέλεσης διασφαλίζει ότι οι καταζητούμενοι έχουν δικαίωμα σε δικαστική αρωγή από τη στιγμή της σύλληψής τους βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έως ότου παραδοθούν ή έως ότου η απόφαση για τη μη παράδοσή τους καταστεί τελεσίδικη.

 

2. Το κράτος μέλος έκδοσης διασφαλίζει ότι οι καταζητούμενοι τους οποίους αφορά διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για τον σκοπό της άσκησης ποινικής δίωξης και οι οποίοι ασκούν το δικαίωμα τους να ορίσουν δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης για να συνεπικουρεί τον δικηγόρο στο κράτος μέλος εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφοι 4 και 5 της οδηγίας 2013/48/ΕΕ, έχουν το δικαίωμα σε δικαστική αρωγή στο κράτος μέλος έκδοσης, για τον σκοπό της διαδικασίας αυτής στο κράτος μέλος εκτέλεσης, εφόσον η δικαστική αρωγή είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

 

3. Το δικαίωμα σε δικαστική αρωγή που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 μπορεί να υπόκειται σε έλεγχο επάρκειας πόρων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3, το οποίο εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.»

 

Το Άρθρο 17(5)(6)(7) και (9) του Ν. 133(Ι)/2004 προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«Σύλληψη και δικαιώματα του εκζητουμένου

17. ……………………………………………………………………………………..

 

(5) Ο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής ενημερώνει τον εκζητούμενο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας του, ότι έχει δικαίωμα να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος:

Νοείται ότι, ο δικηγόρος στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος βοηθά το δικηγόρο στη Δημοκρατία με την παροχή πληροφοριών και συμβουλών προς τον τελευταίο, ώστε ο εκζητούμενος να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

 

(6) (α) Σε περίπτωση που ο εκζητούμενος επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμά του να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και δεν έχει ήδη τέτοιο δικηγόρο, η αρμόδια αρχή ενημερώνει ταχέως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

 

  (β) Σε περίπτωση που το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος είναι η Δημοκρατία, η τελευταία παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον εκζητούμενο πληροφορίες που τον διευκολύνουν να ορίσει δικηγόρο στη Δημοκρατία.

 

  (γ) Χωρίς περιορισμό των διατάξεων της παραγράφου (β), παρέχεται στον εκζητούμενο κατάλογος στον οποίο καταγράφεται το όνομα και ο αριθμός τηλεφώνου όλων των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο των Δικηγόρων που Ασκούν το Επάγγελμα, που τηρείται δυνάμει των διατάξεων του περί Δικηγόρων Νόμου και ο οποίος καταρτίζεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και αναθεωρείται σε τακτά χρονικά διαστήματα από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.

 

(7) Το δικαίωμα  του εκζητούμενου να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν επηρεάζει τις προθεσμίες που τίθενται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή την υποχρέωση του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστή να αποφασίσει εντός των προθεσμιών και των όρων που τίθενται από τον παρόντα Νόμο, για την παράδοση ή μη του προσώπου αυτού στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.

 

(8)…………………………………………………………………………………………

 

(9) Σε περίπτωση παραβίασης των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο δικαιωμάτων του εκζητουμένου, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, τα ένδικα βοηθήματα και οι  θεραπείες που προβλέπονται στα άρθρα 33, 34, 35 και 36 του περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν υπό Κράτηση Νόμου.»

 

 

Το Άρθρο 23 του Ν. 133(Ι)/2004 προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«Προθεσμίες της εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

 

23. (1) Στην περίπτωση που ο εκζητούμενος έχει συγκατατεθεί στην παράδοσή του, ο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός δέκα (10) ημερών από τη δήλωση συγκατάθεσης του εκζητουμένου.

 

(2) Στην περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται στην παράδοσή του, η τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του εντάλματος λαμβάνεται εντός εξήντα (60) ημερών από τη σύλληψη του εκζητουμένου.

 

(3) Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να εκτελεσθεί εντός των προβλεπομένων στα εδάφια 1 και 2 προθεσμιών, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση ενημερώνει αμέσως, μέσω της Κεντρικής Αρχής, τη δικαστική αρχή έκδοσης αναφέροντας τους σχετικούς λόγους. Στις περιπτώσεις αυτές, οι προθεσμίες μπορεί να παραταθούν μέχρι τριάντα (30) ημέρες.

 

(4) Όταν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος, περιλαμβανομένου και του Εφετείου σε περίπτωση έφεσης, δεν μπορεί να τηρήσει τις προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο προθεσμίες, ενημερώνει σχετικά την “Eurojust”, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης.

 

(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, η διαδικασία εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης διεξάγεται χωρίς καθυστέρηση.»

 

  Θεωρούμε, κατ’ αρχάς, πως αν και το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου στην αιτούσα χώρα δεν είναι χρονικά ανεξάντλητο, αφού με τις πρόνοιες του Άρθρου 10.6 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, του  Άρθρου 5.2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 και του Άρθρου 17.7 του Ν. 133(Ι)/2004 καθίσταται σχετικό, ό,τι απαιτείται κατά την άσκηση του είναι η διαχείριση και εξισορρόπηση δύο σχετικών παραγόντων, ήτοι, από τη μια του δικαιώματος του εκζητούμενου για παράλληλη εκπροσώπηση από δικηγόρο στην αιτούσα χώρα και, από την άλλη, της υποχρέωσης του Δικαστηρίου εκτέλεσης να τηρήσει τις προθεσμίες μέχρι την έκδοση της απόφασης του.  Θα λέγαμε, συναφώς, ότι διαφαίνεται πως, με τις πιο πάνω πρόνοιες, η ταχύτητα στην ολοκλήρωση της διαδικασίας παράδοσης εκζητούμενου, δια των θεσμοθετημένων προθεσμιών, υπερτερεί, αν ο χρόνος εξαντλείται, του διορισμού δικηγόρου στην αιτούσα χώρα, ωστόσο, η σημασία τέτοιου δικαιώματος δεν θα πρέπει ούτε να παραγνωρίζεται ούτε να υποβαθμίζεται, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα με χρονικά, βέβαια, περιθώρια άσκησης.  Συνεπώς, όπου οι προθεσμίες το επιτρέπουν, τα Δικαστήρια οφείλουν να το διαφυλάσσουν. Στην παρούσα περίπτωση υπήρχε το χρονικό περιθώριο των 15 περίπου ημερών ώστε να ολοκληρωνόταν η αρχική προθεσμία.  Φρονούμε πως στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενόψει του σταδίου που βρισκόταν η υπόθεση και η εξέλιξη για το θέμα του διορισμού δικηγόρου από την αιτούσα χώρα, και δη απέμεινε να ονοματισθεί από τις Γερμανικές Αρχές ή όχι το όνομα του συνηγόρου που θα τον εκπροσωπούσε, κάτι που ο εφεσείοντας ανέμενε, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη και η δυνατότητα παράτασης των προθεσμιών, ως προνοείται στο Άρθρο 23.3 του Ν. 133(Ι)/2004, εγκρίνοντας την αναβολή, εντάσσοντας το γεγονός της εκκρεμότητας διορισμού δικηγόρου, ως ειδική περίπτωση, αφού πρόκειται για το θεμελιώδες δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο.  Άλλωστε, δεν ήταν, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή, βέβαιο ότι ο χρόνος θα εξαντλείτο ή δεν θα ήταν αρκετός.  Αυτό θα εξαρτιόταν από την όποια συμβουλή ή τις όποιες πληροφορίες θα έδιδε ο δικηγόρος από την αιτούσα χώρα, με το Δικαστήριο, βέβαια, να έχει πάντοτε τον τελευταίο λόγο στη διαχείριση του χρόνου αλλά και έναντι οποιουδήποτε άλλου σχετικού αιτήματος τυχόν θα ακολουθούσε.  Υπήρχε, ωστόσο, και μια άλλη παράμετρος, ως ενδεχόμενο, και δη οι Γερμανικές Αρχές να μην προέβαιναν σε διορισμό δικηγόρου, με έξοδα του γερμανικού κράτους, για την εδώ διαδικασία, κάτι που ως φαίνεται συνέβη, τουλάχιστον με όσα στοιχεία βρίσκονται ενώπιον μας. Θα επανέλθουμε, όμως, γι’ αυτήν την παράμετρο σε κατοπινό στάδιο.

 

Έχοντας αξιολογήσει καθετί που βρίσκεται ενώπιον μας, τα πρακτικά της δίκης, την εκκαλούμενη απόφαση και τις αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων, κρίνουμε πως, με δεδομένο τον σεβασμό μας στον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, με την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, την 16.10.2025, υπό τα δεδομένα που είχε ενώπιον του, αυτός δεν εξάντλησε, ως όφειλε, τα όρια «ανοχής» ως προς την τήρηση των προβλεπόμενων προθεσμιών.  Διαφαινόταν από την αρχή ότι ο εφεσείοντας επιθυμούσε τον διορισμό δικηγόρου στη χώρα έκδοσης για να τύχει συμβουλής και πληροφοριών. Άλλωστε, υπενθυμίζουμε η διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη και αναμονή.   

 

Προχωρώντας σε ένα άλλο παραμφερές ζήτημα, φρονούμε πως ο εφεσείοντας, ως εκζητούμενος, θα μπορούσε να αναφερθεί, αν είχε υπόψη του, όπως συνέβη στην υπόθεση Y.B.L. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Ε.Ε.Ε.Σ. Αρ. 1/2022 (i-justice), ημερομηνίας 04.11.2022, σε συγκεκριμένο ζήτημα το οποίο ήθελε να διερευνηθεί με τον συνήγορο του, που είχε ήδη διορίσει, στην αιτούσα χώρα.  Ταυτόχρονα, όμως, ένας εκζητούμενος μπορεί να μην είναι σε θέση να γνωρίζει τι ακριβώς θα μπορούσε να λειτουργήσει, νομικά, ως ανατρεπτικό της διαδικασίας - πορείας παράδοσης του, όταν δεν είναι νομικός, ίσως, πολύ απίθανον να γνωρίζει κάτι τέτοιο όταν δεν είναι υπήκοος της αιτούσας χώρας.  Συνεπώς, θα ήταν πιο δύσκολο ή απίθανο να γνωρίζει, ο εφεσείοντας, τι θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμη πληροφορία ή συμβουλή γι’ αυτόν και τον δικηγόρο του στην χώρα εκτέλεσης – την Κύπρο –.  Κατ’ επέκταση, το γεγονός στο οποίο στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και δη ότι δεν είχαν υποβληθεί στους μάρτυρες του εφεσίβλητου θέσεις περί τυχόν παραβίασης δικαιωμάτων ή για ποια ζητήματα υπήρχε ανάγκη βοήθειας από τον δικηγόρο της αιτούσας χώρας, δεν ήταν στοιχείο καταλυτικής σημασίας.  Ενδεχομένως, ένας λόγος που δεν έγιναν υποβολές ήταν επειδή δεν υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία, και, ειρήσθω εν παρόδω, μπορεί να μην υπήρχαν.  Αυτό, όμως, θα το έκρινε ο δικηγόρος στην αιτούσα χώρα που θα έδινε συμβουλή στον εφεσείοντα, και, στη συνέχεια,  αναλόγως, θα το αξιοποιούσε ο δικηγόρος του εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία. 

 

Συνακόλουθα των προλεγόμενων, η παραπομπή του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπόθεση Y.B.L. (ανωτέρω), και η αναφορά του ότι «Ο λόγος της YBL θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής εάν η πλευρά του εκζητούμενου προέβαλε συγκεκριμένες θέσεις για τις οποίες θα χρειαζόταν να προσκομίσει συγκεκριμένη μαρτυρία (προφανώς από γερμανό δικηγόρο) για να τις υποστηρίξει.», κρίνεται ότι δεν απαντά στο ορθό πλαίσιο που έχουμε προσδιορίσει πιο πάνω. Θεωρούμε ότι η υπόθεση Y.B.L., (ανωτέρω), έχει αποφασισθεί επί των δικών της γεγονότων όπου, όντως, υπήρχε συγκεκριμένη θέση για την οποία ο εκζητούμενος ήθελε να διερευνήσει μέσω δικηγόρου στην αιτούσα χώρα.  Δεν αποφασίστηκε, όμως, πως η παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη επέρχεται μόνον όταν προβάλλεται συγκεκριμένη, γνωστή εκ των προτέρων, γραμμή ένστασης στην παράδοση. 

 

Θεωρούμε ότι αποδοχή της ερμηνείας, η οποία δόθηκε πρωτοδίκως, θα σήμαινε έμμεσα κατάργηση, σε κάποιες περιπτώσεις, του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου στην αιτούσα χώρα, αφού μόνον όταν εγείρεται συγκεκριμένη ένσταση το θέμα θα αποκτά σημασία.  Οπότε, στις άλλες περιπτώσεις, ουσιαστικά, θα στερείται από τους εκζητούμενους το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου, στην αιτούσα χώρα, και να τύχουν συμβουλής, επειδή αυτοί δεν θα μπορούν ούτως ή άλλως να εγείρουν ζητήματα προς υπεράσπιση τους για τα οποία δεν έχουν τις αναγκαίες γνώσεις, είτε σε επίπεδο γεγονότων είτε σε νομικό επίπεδο.  Άλλωστε, θεωρούμε ότι οι αναφορές του ίδιου του, πρωτόδικου, Δικαστηρίου, βρίσκονταν στο ορθό πνεύμα όταν αυτό έκανε παραπομπή στο Επεξηγηματικό Σημείωμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σχετικά με τη συνδρομή δικηγόρου στο κράτος μέλος έκδοσης και στο εν λόγω δικαίωμα του εφεσείοντα.  Παραθέτουμε αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα, από την πρωτόδικη απόφαση, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«Σαφώς και ο εκζητούμενος έχει δικαίωμα διορισμού δικηγόρου στο κράτος έκδοσης ώστε αυτός να συνεπικουρεί το συνήγορο κατά τη διαδικασία έκδοσης του στο κράτος εκτέλεσης, διασφαλίζοντας έτσι το δικαίωμα της «διπλής εκπροσώπησης». Αν και το προοίμιο της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ δεν διαφωτίζει πως η διασφάλιση του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου στο κράτος έκδοσης συμβάλει στη δικαστική συνεργασία δίδονται σχετικές διευκρινίσεις στο Επεξηγηματικό Σημείωμα (Explanatory Memorandum) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ψήφιση της Οδηγίας[2]. Στις σελ. 8 και 9 αναφέρεται ότι η παροχή διευκολύνσεων στο δικηγόρο του κράτους εκτέλεσης προάγει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών εφόσον έτσι ο εκζητούμενος ασκεί επαρκώς και αποτελεσματικά τα δικαιώματα του κατά τη διαδικασία έκδοσης του και ειδικότερα το ενδεχόμενο να προβάλει λόγο για μη εκτέλεση του ΕΕΣ συμφώνως των άρθρων 3 και 4 της Απόφασης – Πλαισίου. Τέτοιες περιπτώσεις αφορούν την κοινοποίηση στοιχείων από το φάκελο του κράτους έκδοσης, που αφορούν πραγματικές και νομικές καταστάσεις που σχετίζονται ή ενδέχεται να προκύψουν στο κράτος-μέλος έκδοσης, όπως π.χ. ο υποχρεωτικός λόγος μη εκτέλεσης βάσει της αρχής ne bis in idem[3], ο προαιρετικός λόγος μη εκτέλεσης που αφορά ερήμην αποφάσεις[4] και η προϋπόθεση σχετικά με τη δυνατότητα μείωσης της ισόβιας κάθειρξης[5]. Δεν μπορεί επίσης να παραβλεφθεί και το ενδεχόμενο ο διορισθείς δικηγόρος στο κράτος έκδοσης, αφού αποκτήσει πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης να εντοπίσει παρατυπίες ή/ και σφάλματα τα οποία, αφού προβληθούν στο κράτος εκτέλεσης και υποστηριχθούν με μαρτυρία να οδηγήσουν στην άρνηση εκτέλεσης του ΕΕΣ. Συνεπώς o δικηγόρος του  κράτους έκδοσης μπορεί να προσπαθήσει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι το ΕΕΣ σχετίζεται με αδικήματα για τα οποία ο καταζητούμενος έχει ήδη καταδικαστεί τελεσίδικα – τα οποία πιθανώς θα περιλαμβάνονταν στη δικογραφία[6] – ή μπορεί να παράσχει νομικές πληροφορίες που να αποδεικνύουν ότι ένας συγκεκριμένος τρόπος επίδοσης κλήτευσης σε κατηγορούμενο στο κράτος μέλος έκδοσης δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4α(1)(α) της Απόφασης – Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ.

 

Η συνδρομή δικηγόρου στο κράτος μέλος έκδοσης είναι επίσης σημαντική για την επίκληση των λόγων μη εκτέλεσης που βασίζονται σε παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων και έχουν αναπτυχθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. Η συγκεκριμένη κατηγορία λόγων μη εκτέλεσης βασίζεται στην ερμηνεία του άρθρου 1(3) της υπό αναφορά Απόφασης - Πλαισίου από το Δικαστήριο της Ε.Ε — η οποία, κατ' ουσίαν, αναφέρεται στην υποχρέωση σεβασμού του Χάρτη — σε συνδυασμό με τα δικαιώματα που παρέχει ο Χάρτης σε οποιονδήποτε όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (άρθρο 51(1) του Χάρτη). Στην περίπτωση που η Δικαστική Αρχή εκτέλεσης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εκτέλεση του ΕΕΣ θα εξέθετε τον καταζητούμενο σε πραγματικό κίνδυνο παραβίασης του άρθρου 4 του Χάρτη λόγω ελλείψεων όσον αφορά τους όρους κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης ή σε πραγματικό κίνδυνο παραβίασης του δικαιώματος σε ανεξάρτητο δικαστήριο και, ως εκ τούτου, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, όπως κατοχυρώνεται από Άρθρο 47(2) του Χάρτη, λόγω ελλείψεων όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης, θα πρέπει να αναχαιτίσει τη διαδικασία εκτέλεσης του ΕΕΣ. Ο δικηγόρος του κράτους μέλους έκδοσης είναι πιθανώς σε καλύτερη θέση από τον δικηγόρο του κράτους μέλους εκτέλεσης για να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία βάσει «αποφάσεων διεθνών δικαστηρίων, όπως αποφάσεις του ΕΔΔΑ, αποφάσεις δικαστηρίων του κράτους μέλους έκδοσης, καθώς και αποφάσεις, εκθέσεις και άλλα έγγραφα που έχουν προσκομιστεί από όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης ή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ[7]» ότι υπάρχει γενικός πραγματικός κίνδυνος παραβίασης στο κράτος μέλος έκδοσης. Στο ίδιο πνεύμα, ο δικηγόρος στο κράτος μέλος έκδοσης μπορεί να έχει ευκολότερη πρόσβαση σε πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι το καταζητούμενο πρόσωπο διατρέχει πραγματικό ατομικό κίνδυνο παραβίασης.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Οδηγία 2013/48/ΕΕ δεν περιέχει οποιαδήποτε αναφορά για την περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν έχει τα μέσα για διορισμό δικηγόρου στο κράτος έκδοσης. Ζήτημα το οποίο και ρυθμίζεται από την Οδηγία 2016/1919 η οποία και θα πρέπει να διαβάζεται υπό το φως της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ. Τούτο όμως εφόσον η δικαστική αρωγή είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη[8] και χωρίς επηρεασμό της τήρησης των χρονικών πλαισίων ολοκλήρωσης της διαδικασίας έκδοσης ή μη στο κράτος εκτέλεσης[9]. Επίσης το Άρθρο 10(4) της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ κάνει λόγο για ενημέρωση του εκζητούμενου από το κράτος εκτέλεσης ως προς το δικαίωμα διορισμού (appoint) και όχι πρόσβασης (access) σε δικηγόρο. Συνεπώς δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση της κας Κωνσταντίνου πως το υπό αναφορά δικαίωμα είναι απόλυτο (βλ. σελ. 9 της γραπτής αγόρευσης). Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί πως αυτόματα καθίσταται μια δίκη μη δίκαιη εκ του ότι δεν υλοποιήθηκε τέτοιο αίτημα αλλά το ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των όποιων δυσμενών συνεπειών ως προς την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του εκζητούμενου.»

 

(Η υπογράμμιση επί των πιο πάνω αποσπασμάτων έγινε από το Εφετείο.)

 

Διαπιστώνουμε πως στην πράξη οι πιο πάνω αναφορές, αν και αναδείχθηκαν ως σημαντικές, δεν λειτούργησαν, ως θα έπρεπε, προς έγκριση του αιτήματος αναβολής.   Μια σύντομη αναβολή, ολίγων ημερών, προς διασφάλιση του δικαιώματος του εφεσείοντα με την ολοκλήρωση του διορισμού δικηγόρου στην αιτούσα χώρα, διαδικασία που ως προκύπτει από τα πρακτικά, και κοινώς αποδεκτά γεγονότα, ήταν σε εξέλιξη και σε, αναμενόμενο, τελευταίο στάδιο, ή προς ξεκαθάρισμα αν τελικά θα διοριζόταν δικηγόρος για την πρωτόδικη διαδικασία από την αιτούσα χώρα, θεωρούμε πως δεν θα ήταν ικανή να «εκθέσει» το πρωτόδικο Δικαστήριο έναντι των προθεσμιών που αυτό είχε υποχρέωση, και έγνοια, προφανώς, να διαφυλάξει, τόσο ως προς την ακρόαση όσο και ως προς την έκδοση της απόφασης του, δεδομένου ότι είχε την ευχέρεια, και τη δυνατότητα, να παρατείνει τις προθεσμίες μέχρι και 30 ημέρες, χωρίς απαραίτητα να τις εξαντλήσει, δυνάμει του Άρθρου 23(3) του Ν. 133(Ι)/2004.  

 

Κρίνουμε ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, στο θέμα της αναβολής που ζητήθηκε στις 16.10.2025, ασκήθηκε κατά τρόπο που δεν ήταν ο ορθότερος, υπό τις περιστάσεις.  Το εύλογο ερώτημα που γεννιέται είναι αν αυτή η επιλογή, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επηρέασε τη δίκαιη δίκη στην οποία ο εφεσείοντας είχε δικαίωμα. 

 

Το γεγονός ότι δόθηκαν διαβεβαιώσεις από τις Γερμανικές Αρχές πως, με την άφιξη του εφεσείοντα στη Γερμανία, θα του παρείχαν δικηγόρο με έξοδα του γερμανικού κράτους, αφορούσε σε μία παράμετρο σχετική με τις εγγυήσεις για δίκαιη δίκη στη Γερμανία.  Το δικαίωμα, όμως, εκπροσώπησης από δικηγόρο στην αιτούσα χώρα κατά τον χρόνο που η διαδικασία διεξάγεται στη χώρα εκτέλεσης, είναι ξεχωριστό ζήτημα, και άλλη παράμετρος, σχετιζόμενη και αυτή με τη δίκαιη δίκη κατά τη διαδικασία παράδοσης.

 

Στην υπόθεση C-91/92 Paola Faccini Dori v. Recreb Srl, 14.07.1994, απόφαση ΔΕΚ, αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Εξάλλου, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου μετά την απόφαση της 10ης Απριλίου 1984 στην υπόθεση 14/83, Von Colson και Kamann (Συλλογή 1984, σ. 1891, σκέψη 26), η υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία απορρέει από οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία αυτή, καθώς και το καθήκον που έχουν δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής, επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-106/89, Marleasing (Συλλογή 1990, σ. 1-4135, σκέψη 8), και της 16ης Δεκεμβρίου 1993 στην υπόθεση C-334/92, Wagner Miret (Συλλογή 1993, σ. I-6911, σκέψη 20), εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο — είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις — ένα εθνικό δικαστήριο, που καλείται να το ερμηνεύσει, οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης.»

 

Οι πρόνοιες του Άρθρου 10.4 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ και του Άρθρου 5.2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 είναι σαφείς, και ως προς τον σκοπό τους, αλλά, και ως προς τη σημασία που το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδίδει στο δικαίωμα εκζητούμενου για πρόσβαση σε δικηγόρο ή σε δικαστική αρωγή.

 

Αξιολογώντας όλα τα προλεχθέντα, κρίνουμε πως ο εφεσείοντας στερήθηκε ενός θεμελιώδους δικαιώματος του, σε χρόνο που υπήρχαν ακόμη περιθώρια να τύχει άσκησης και διασφάλισης.  Ο δυσμενής επηρεασμός του δικαιώματος του σχετίζεται με την στέρηση της δυνατότητας να προωθήσει, αν υπήρχε κάποιο ζήτημα, το οποίο αφού ετύγχανε νομικής συμβουλής ή πληροφορίας θα το αξιοποιούσε η συνήγορος του πρωτόδικα και το πρωτόδικο Δικαστήριο θα το αξιολογούσε αναλόγως.  Ταυτόχρονα, θα ήταν σε θέση ο εφεσείοντας, μέσω της συνηγόρου που τον εκπροσωπούσε πρωτοδίκως, να προωθήσει επιχείρημα πως στην περίπτωση που οι Γερμανικές Αρχές αρνούνταν να συμμορφωθούν με τις προαναφερόμενες Οδηγίες, δεν θα ήταν βέβαιο ότι θα τύγχανε δίκαιης δίκης στη Γερμανία η οποία δεν του εξασφάλισε ένα θεμελιώδες δικαίωμα, οπότε, πάλι θα υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το στοιχείο αυτό προς κρίση.  Δεν προκύπτει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε ένα τέτοιο γεγονός.  Ενδεχομένως η κατάληξη να ήταν διαφορετική, ενδεχομένως και να μην ήταν.  Φαίνεται εν πάση περιπτώσει, πως στην κρίση του λειτούργησε μόνο ότι δεν τέθηκε συγκεκριμένη θέση ως ένσταση στην παράδοση του εκζητούμενου, αλλά και η ανάγκη διεκπεραίωσης της υπόθεσης εντός των προθεσμιών, μη συνυπολογιζόμενης, όμως, της δυνατότητας παράτασης αυτών δυνάμει του Άρθρου 23(3) του Ν. 133(Ι)/2004

 

Δεν προδικάζουμε πως θα τοποθετείτο το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του θέματος, ό,τι, όμως, έχει σημασία είναι πως δεν εξετάστηκε και δεν αξιολογήθηκε το γεγονός ότι δεν διορίστηκε δικηγόρος στην αιτούσα χώρα σε συνυφασμό με τη θέση ότι ενδεχομένως να μην έχει δίκαιη δίκη ο εφεσείοντας, αφού δεν έτυχε σεβασμού από τη χώρα έκδοσης, ένα δικαίωμα του προβλεπόμενο από το ενωσιακό δίκαιο.

 

Ασφαλώς, το προαναφερόμενο συμπέρασμα μας δεν έχει την έννοια ότι η παράταση των προθεσμιών αποτελεί τον κανόνα, εναπόκειται, κάθε φορά στο εκδικάζον Δικαστήριο να αξιολογήσει και να κρίνει, ανάλογα και με το πρόγραμμα του, αλλά, και τη συμπεριφορά των διαδίκων (π.χ. έγκαιρη έγερση του αιτήματος και όχι στο τελευταίο στάδιο της διαδικασίας), έναντι της άσκησης του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου στην αιτούσα χώρα, αν η παράταση των προθεσμιών είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 κρίνονται βάσιμοι.  Παρέλκει, θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις, η εξέταση του λόγου έφεσης 4.  Η έφεση επιτυγχάνει και η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται.

 

Ακολουθώντας το σκεπτικό της υπόθεσης Y.B.L. (ανωτέρω) και κρίνοντας ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης ως προς το θέμα της επανεκδίκασης, είναι επιτρεπτό να οδηγήσουν σε επανεκδίκαση, διατάσσουμε επανεκδίκαση της Αίτησης Αρ. 04/2025 – Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης του Ε. Δ. Λεμεσού από άλλο αρμόδιο Δικαστή του εν λόγω Δικαστηρίου. 

 

Ο εφεσείοντας τελούσε υπό κράτηση καθ’ όλην την πρωτόδικη διαδικασία.  Η κράτηση του συνεχίζεται και να προσαχθεί στις  26.11.2025 ώρα 9:00π.μ., για την επανεκδίκαση, ενώπιον του αρμόδιου Δικαστή, ως αυτός θα ορισθεί από τον Πρωτοκολλητή του Ε.Δ. Λεμεσού και/ή τον διοικητικό πρόεδρο του Δικαστηρίου.  Ο Πρωτοκολλητής να ενημερώσει τον συνήγορο του εφεσείοντα ενώπιον ποιου Δικαστή να προσαχθεί ο εφεσείοντας στις 26.11.2025. 

 

Η κάθε πλευρά τα έξοδα της.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ.



[1] Βλ. Άρθρο 3 του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κανονισμού του 2021, Καν.17/2021

[2] COM(2011) 326 final, σελ 8-9.

[3] Άρθρο 3(2) της Απόφασης Πλαίσιο

[4] Άρθρο 4α της Απόφαση Πλαίσιο

[5] Άρθρο 5(2) της Απόφασης Πλαίσιο

[6] Βλ. Mantello, C-261/09, ECLI:EU:C:2010:683

[7] Βλ. Aranyosi and Căldăraru, C-404/15 και C-659/15 PPU, ECLI:EU:C:2016:198 παρ. 89

[8] Άρθρο 5(2) της Οδηγίας 2016/1313 και Άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 

[9] Άρθρο 10(6) αλλά και σημείο 47 του προοιμίου της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο