ΛΟΪΖΟΣ ΛΟΪΖΟΥ v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 348/19, 21/11/2025
print
Τίτλος:
ΛΟΪΖΟΣ ΛΟΪΖΟΥ v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 348/19, 21/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 348/19)

 

21 Νοεμβρίου 2025

 

 [Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Θ. ΘΩΜΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΛΟΪΖΟΣ ΛΟΪΖΟΥ

Εφεσείων/Ενάγων

v.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

 

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου

 

--------------------

 

Χ. Χριστοδούλου, για Εφεσείοντα

Π. Χαραλάμπους (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητο

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με πέντε λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Ε.Δ. Λευκωσίας ημερ. 30.4.19, με την οποία απερρίφθη η αξίωση του για ειδικές αποζημιώσεις ύψους €170.000 και για γενικές αποζημιώσεις. Η υπόθεση αφορά διαδικασία έκδοσης του Εφεσείοντος από τη Ρουμανία στην Κύπρο, για σκοπούς δίωξης. Παρατίθενται λεπτομέρειες αμέλειας στις οποίες προβάλλεται ότι υπήρξε αδικαιολόγητη (α) έκδοση εθνικού εντάλματος σύλληψης εναντίον του, (β) καθυστέρηση στην παραλαβή του από τη Ρουμανία ενώ γνώριζε ο Εφεσίβλητος ότι ο Εφεσείων κρατείτο εκεί από τις 5.7.05, (γ) συνέχιση της κράτησης του μετά τη μεταφορά του στην Κύπρο. Αυτά σε συνδυασμό με τη θέση για παράνομη στέρηση της ελευθερίας του.

 

Δικογραφικά ήταν ειδικότερα η θέση του πως ενόσω ευρίσκετο μόνιμα εγκατεστημένος οικογενειακώς στη Ρουμανία και εργαζόταν ως κτηματομεσίτης με απεριόριστες προοπτικές, πληροφορήθηκε ότι στις 4.12.03 το Ε.Δ. Λευκωσίας εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, κατόπιν αίτησης του Εφεσίβλητου Γενικού Εισαγγελέως. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι ο Εφεσίβλητος προχώρησε στην έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και ότι στις 5.7.05 οι Ρουμανικές Αρχές τον συνέλαβαν και τον έθεσαν υπό κράτηση μέχρι τις 7.4.06, που τον παρέλαβαν οι Κυπριακές Αρχές και τον μετέφεραν στη Δημοκρατία, όπου αντιμετώπισε την ποινική υπόθεση αρ. 4062/06. Επίσης προέβαλε ότι στα πλαίσια της εν λόγω υπόθεσης παρέμεινε υπό κράτηση μέχρι τις 8.3.07. Ήταν η θέση του ότι κατά την κράτηση του απώλεσε εισοδήματα ύψους €85.000 ετησίως, εξ ου και η αξίωση του για ειδικές αποζημιώσεις ύψους €170.000 συνολικά.

 

Από δικής του πλευράς ο Εφεσίβλητος είχε προβάλει στην υπεράσπιση του πως οι Ρουμανικές Αρχές στην πραγματικότητα συνέλαβαν τον Εφεσείοντα στις 15.11.05 και πως την επόμενη μέρα, 16.11.05, αρμόδιο Ρουμανικό Δικαστήριο αποφάσισε την έκδοση του, πλην όμως η Ρουμανία δεν παρέδωσε αμέσως τον Εφεσείοντα διότι αυτός στις 20.12.05 είχε ασκήσει έφεση. Μετά την απόρριψη της έφεσης του, οι Κυπριακές Αρχές ενημερώθηκαν ξανά στις 23.3.06 και κατόπιν συνεννόησης, μεταφέρθηκε στην Κύπρο όντως στις 7.4.06, όπου και πράγματι, αντιμετώπισε την ως άνω ποινική υπόθεση, στην οποία αθωώθηκε στις 22.6.07.

 

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία δηλώθηκαν κάποια παραδεκτά γεγονότα και κατέθεσαν συνολικά έξι μάρτυρες. Προς υποστήριξη της αγωγής κατέθεσαν οι διερμηνείς Λ. Στεφανίδου (Μ.Ε.1) και Ι. Πισσά (ΜΕ.2), ο Εφεσείων (Μ.Ε.3) και ο φίλος του Σ. Γιαγκουλάς (Μ.Ε.4). Εκ μέρους του Εφεσίβλητου κατέθεσαν ο τοποθετημένος στο Υπουργείο Δικαιοσύνης αστυφύλακας Π. Χίντικος (Μ.Υ.1) και ο ανακριτής της ποινικής υπόθεσης αστυφύλακας Μ. Πογιατζής (Μ.Υ.2).

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία ο πρωτόδικος Δικαστής, απέρριψε τη μαρτυρία (α) της Μ.Ε.1 εξαιτίας του ότι αυτή δεν υπεβλήθη σε αντεξέταση, αφού ελλείψει γραπτής δήλωσης της, αποχώρησε εκ συμφώνου προσωρινά από το εδώλιο (step down) με σκοπό να επανέλθει αλλά εν τέλει δεν κλήθηκε αργότερα από τον Εφεσείοντα για να συνεχίσει τη μαρτυρία της, (β) της Μ.Ε.2 σε σχέση με την αλήθεια του περιεχομένου των εγγράφων, τα οποία απλώς τα είχε μεταφράσει, (γ) των Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4, επειδή δημιούργησαν αρνητική εντύπωση, αφού ήταν κατά το πλείστον αντιφατικοί, ασυνεπείς και αοριστολογούντες. Αντιθέτως δέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2.

 

Στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε πως τα αληθή γεγονότα ήταν ότι μετά την έκδοση Εθνικού Εντάλματος Σύλληψης στις 4.12.03 και την έκδοση στις 14.3.05 Ερυθράς Αγγελίας (Red Notice), η Αστυνομία Κύπρου έλαβε ενημέρωση μέσω της Ιντερπόλ στις 18.7.05 (Τεκμήρια 6, 7) ότι Ρουμανικό Δικαστήριο απέρριψε αίτημα για προσωρινή σύλληψη του Εφεσείοντος. Ζητείτο δε όπως η Δημοκρατία στείλει τα απαραίτητα για τη διαδικασία έκδοσης έγγραφα, τα οποία απέστειλε όντως στις 5.8.05 (Τεκμήριο 8). Τελικώς ο Εφεσείων συνελήφθη στις 15.11.05 [Τεκμήριο Ο (9)] και αυθημερόν τέθηκε υπό κράτηση στη Ρουμανία. Το αρμόδιο Ρουμανικό Δικαστήριο στις 16.11.05 διέταξε την έκδοση του στη Δημοκρατία [Τεκμήριο Ο (3), (4)]. 

 

Σχετική έφεση του Εφεσείοντος απερρίφθη στις 29.11.05 από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ρουμανίας (Τεκμήρια 2 και 2Α). Παρότι οι Αρχές της Δημοκρατίας στις 19.12.05 ζήτησαν διευθέτηση διαδικασίας παραλαβής (Τεκμήριο 10), εντούτοις στις 25.1.06 οι Ρουμανικές Αρχές ενημέρωσαν ότι στις 20.12.05 ο Εφεσείων είχε προσφύγει σε Ρουμανικό Δικαστήριο, προσβάλλοντας τη σύλληψη του (Τεκμήριο 11). Βάσει νεότερης ενημέρωσης στις 23.3.06 ότι είχε επικυρωθεί η έκδοση (Τεκμήριο 12), ακολούθησαν διευθετήσεις (Τεκμήρια 13, 14), στη βάση των οποίων ο Μ.Υ.2, στις 7.4.06 μετέβη στη Ρουμανία, όπου με άλλο συνάδελφο του παρέλαβαν νομίμως τον Εφεσείοντα και τον μετέφεραν στη Δημοκρατία.

 

Ακολούθησε η ποινική υπόθεση υπ’ αρ. 4062/06 στο Ε.Δ. Λευκωσίας, στη βάση διαταγών του οποίου ο Εφεσείων κρατείτο εκκρεμούσης της υπόθεσης αλλά όχι μέχρι την έκδοση της απόφασης. Όπως και ο ίδιος ο Εφεσείων είχε ισχυριστεί δικογραφικά αλλά και εξήγησε στη γραπτή δήλωση του (Έγγραφο Β), μετά την εκεί ένορκη μαρτυρία του, ήτοι στις 8.3.07, το ποινικό Ε.Δ. Λευκωσίας δέχθηκε το αίτημα του ιδίου και τον απέλυσε υπό όρους, μέχρι την αθώωση του στις 22.6.07.

 

Ήταν σαφές από τα πιο πάνω πως η περίοδος κράτησης, την οποία επικαλείτο ο Εφεσείων (η οποία ούτως ή άλλως δεν ήταν 26 μήνες), δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα  είχε παραμείνει υπό κράτηση στη Ρουμανία για περίοδο πέντε μηνών περίπου και στη Δημοκρατία για περίοδο 11 μηνών. Η πρωτοδίκως προβληθείσα από τον κ. Χριστοδούλου θέση ότι από τις 5.7.05 υπήρξε «κράτηση υπό ευρεία έννοια» και ότι αργότερα, από τις 15.11.05 υπήρξε «κράτηση υπό στενή έννοια», ευλόγως απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εμπεριέχουσα «μια αύρα σοφιστείας» και εν πάση περιπτώσει ήταν «απαράδεκτη» ως ευρισκόμενη «εκτός δικογραφίας». Δεν ήταν όμως αυτό το ουσιώδες ζήτημα στην υπόθεση, δηλαδή το αν υπήρξε περίοδος κράτησης αλλά το κατά πόσον είχε στοιχειοθετηθεί δικαίωμα για αποζημιώσεις σε οποιαδήποτε από τις προταθείσες βάσεις αγωγής.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πως οι Κυπριακές Αρχές δεν επέδειξαν ολιγωρία ή αργοπορία κατά τη διαδικασία έκδοσης, ότι εκτέλεσαν όσα όφειλαν, ότι η ακολουθήσασα ποινική διαδικασία δεν δημιουργεί από μόνη της παραβίαση συνταγματικών προνοιών ή δικαίωμα αποζημίωσης, ότι το βάρος απόδειξης για παραβίαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος ανήκε στον Ενάγοντα, ότι η δίωξη στη Δημοκρατία ήταν σύννομη, αιτιολογημένη και εύλογη, ότι η αθώωση του δεν καταδεικνύει κακοπιστία και ότι δεν υπήρξε μαρτυρία για αμέλεια.

 

Παρά την κατάληξη του, η οποία οδηγούσε σε απόρριψη της αγωγής και αφού ήδη είχε σημειώσει ότι δεν απεδείχθη οποιαδήποτε ζημιά, προχώρησε καθορίζοντας τη δίκαιη και εύλογη αποζημίωση σε €3.500, για σκοπούς χρήσης σε περίπτωση διαφορετικής αντιμετώπισης κατ’ έφεσιν.

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης – Αποκλεισμός Έγγραφης Μαρτυρίας

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε μαρτυρία κατά παράβαση του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και της Δ.36 κ.3, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό έγγραφης μαρτυρίας. Στην αιτιολογία προστίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε την αποδεικτική αξία της εξ ακοής μαρτυρίας, καθώς και ότι τα κατατεθέντα εκ μέρους του Εφεσείοντος έγγραφα ήταν αναντίλεκτα. Σε κανένα όμως σημείο δεν διευκρινίζεται σε ποια μαρτυρία ή έγγραφα γίνεται αναφορά. Ούτε στο περίγραμμα αγόρευσης προστίθεται οτιδήποτε πέραν των ανωτέρω. Επισημαίνουμε πως λόγος έφεσης χωρίς αιτιολογία δεν εξετάζεται (Στυλιανού ν. Νικηφόρου (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1602). Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης κατ’ ακρίβειαν υπόκειται σε απόρριψη.

 

Παρά ταύτα, αντιλαμβανόμενοι ότι ο Εφεσείων είχε καταχωρίσει προσωπικά την έφεση του και επειδή έχουμε αντιληφθεί, κατά το στάδιο των αγορεύσεων, ότι ο Εφεσείων αναφέρεται στα Τεκμήρια 1, 1Α, 2 και 2Α, τα οποία δια της γραπτής δήλωσης της, η Μ.Ε.2 είχε καταθέσει ως πιστώς μεταφρασμένα από τα Ρουμάνικα, κρίνουμε ορθότερο να εξετάσουμε τη θέση αυτή. Είναι γεγονός πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η Μ.Ε.2 δεν ήταν σε θέση να βεβαιώσει οτιδήποτε περί της αυθεντικότητας και ακρίβειας των εν λόγω τεκμηρίων ή και του περιεχομένου τους, οπότε κατέληξε πως δεν μπορούσε να προσδοθεί στα τεκμήρια αυτά παρά μόνο μηδαμινή ή και ελάχιστη αξία.

 

Στην πραγματικότητα τα δύο πιο πάνω έγγραφα, τα οποία μετέφρασε η Μ.Ε.2, ήταν δύο δικαστικές αποφάσεις, η πρώτη ημερομηνίας 5.7.05 και η δεύτερη ημερομηνίας 29.11.05. Σε σχέση με την πρώτη απόφαση παρατηρούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στα ευρήματα του ότι στις 18.7.05 «η Αστυνομία Κύπρου έλαβε μέσω της Ιντερπόλ μήνυμα από τις αντίστοιχες Αρχές της Ρουμανίας σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο της πόλης Πιτέτσι (στη Ρουμανία) απέρριψε αίτημα για προσωρινή σύλληψη φυγοδίκου (δηλαδή του ενάγοντα)». Σε σχέση με τη δεύτερη απόφαση κατέγραψε σε άλλο σημείο ότι «[Η] απόφαση εφεσιβλήθηκε από τον ενάγοντα και απορρίφθηκε την 29.11.05».

 

Αυτό ουσιαστικά ήταν το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 1, 1Α, 2 και 2Α, δηλαδή των εγγράφων για τα οποία παραπονείται ο Εφεσείων. Διαπιστώνουμε ότι είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγαγε ευρήματα τα οποία συνάδουν με το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών. Άλλωστε δεν μας έχει υποδειχθεί κάτι διαφορετικό εκ μέρους του Εφεσείοντος, δηλαδή το οποίο να μην έχει ληφθεί υπ’ όψιν και να επηρέασε την υπόθεση του.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.

 


 

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης - Αιτιολογία Απόφασης

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι δεν υπάρχει αιτιολογία στην απόφαση. Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης υποστηρίζεται ότι η απόφαση δεν περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση στα επίδικα θέματα τα οποία είχαν εγερθεί με τη δικογραφία, ότι δεν έγινε διαπίστωση κρίσιμων γεγονότων τα οποία περιβάλλουν τα επίδικα θέματα υπό μορφή ευρημάτων, ότι δεν αποκαλύπτεται η διεργασία που οδήγησε στη διατύπωση ευρημάτων, ότι δεν υπήρξε νομικός χαρακτηρισμός και υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοζόμενο νομικό κανόνα και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξήγησε πώς κατέληξε στην απόφαση του.

 

Θα πρέπει εν πρώτοις να υπενθυμίσουμε ότι μια δικαστική απόφαση κρίνεται ως ενιαίο σύνολο. Οι αρχές οι οποίες διέπουν την αιτιολόγηση δικαστικών αποφάσεων δεν επιβάλλουν είτε την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας είτε την αναφορά σε κάθε πτυχή της μαρτυρίας. Αυτό το οποίο απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων και του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της μαρτυρίας με τα ευρήματα και τα συμπεράσματα, καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του εκδικάζοντος Δικαστηρίου (Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1063). Το τι αποτελεί δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης (Μιχαηλίδης ν. Παπακυριακού (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 209). Η δε ανάλυση της μαρτυρίας εστιάζεται στα θέματα τα οποία έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα ζητήματα (Κρητικού ν. Π. Γ. Παυλίδης Enterprises Ltd (2002) 1(B) Α.Α.Δ. 969). Εκείνο το οποίο θα πρέπει να υπάρχει κατά τρόπο ικανοποιητικό, είναι οι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε το Δικαστήριο για να καταλήξει στην απόφαση του. Η δε έκταση των λόγων αυτών ποικίλλει ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά του επίδικου θέματος της υπόθεσης (Χαλλάη ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 533).

 

Δεν συμφωνούμε με τα όσα προβάλλονται εκ μέρους του Εφεσείοντος. Διαπιστώνουμε ότι στην πρωτόδικη απόφαση προσδιορίζονται με σαφήνεια τα επίδικα θέματα, εξηγούνται με αναφορά σε νομολογία οι αρχές που διέπουν την επίλυση τους, περιέχεται σαφής ανάλυση της μαρτυρίας, καθώς και συναγωγή ευρημάτων τα οποία στοιχειοθετούν την ετυμηγορία. Με κάθε σεβασμό θα πρέπει να πούμε ότι και σε αυτή την περίπτωση ζήτημα μη επαρκούς αιτιολογίας εντοπίζουμε στον ίδιο τον δεύτερο λόγο έφεσης. Η προβληθείσα θέση δεν εξηγείται και δεν διευκρινίζεται καθόλου ούτε στο περίγραμμα αγόρευσης. Στο οποίο, πέραν της απλής αντιγραφής των όσων είχαν καταγραφεί στο εφετήριο, προστίθεται μόνον πως, η αναφερθείσα στον πρώτο λόγο έφεσης παράλειψη (λήψης υπ’ όψιν εγγράφων), «αφήνει μετέωρη» την πρωτόδικη κρίση, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν είχε τα απαραίτητα γεγονότα ενώπιον του». Έχουμε ήδη αναφερθεί στο θέμα αυτό κατά την εξέταση του προηγούμενου λόγου έφεσης και δεν κρίνουμε ότι χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε περαιτέρω.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.       


 

Τρίτος Λόγος Έφεσης – Αξιοπιστία – Αυτεπάγγελτη Κλήση

 

        Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ως αναξιόπιστη η μαρτυρία του Εφεσείοντος και υπερτονίστηκε η μαρτυρία εκ μέρους του Εφεσίβλητου. Στην αιτιολογία υποστηρίζεται ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντος έπρεπε να ιδωθεί σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία, η οποία, κατά την εισήγηση, στην ουσία παρέμεινε αναντίλεκτη.

 

        Στο περίγραμμα αγόρευσης και πάλι απλώς επαναλαμβάνονται επί λέξει ο τρίτος λόγος έφεσης και η αιτιολογία του, ως ανωτέρω. Μοναδική προσθήκη αποτελεί η εισήγηση πως αυτός ο λόγος έφεσης δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση διότι πέραν από το ότι ισχύουν τα λεχθέντα στους δύο πρώτους λόγους έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφενός προέβη σε αξιολόγηση «στα τυφλά» και ή με «μερικώς» προσκομισθέντα αντίγραφα από τον Εφεσίβλητο και αφετέρου δεν άσκησε την κατά Νόμον εξουσία του, ήτοι να απαιτήσει από τη Δημοκρατία όπως προσκομίσει όλα τα σχετικά κρατικά αρχεία που ευρίσκοντο υπό τη φύλαξη της. Πρόκειται για επιχειρηματολογία η οποία επανέρχεται και στα πλαίσια του επόμενου λόγου έφεσης, υπό κάποια άλλη μορφή. Για τα ζητήματα αυτά ο Εφεσείων υιοθετεί τα όσα είχε θέσει πρωτοδίκως κατά την τελική του αγόρευση.

 

        Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει κατ’ εξοχήν στο εκάστοτε πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν διαπιστώσει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία (Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) A.A.Δ. 317).  

 

Στην παρούσα περίπτωση, τα ζητήματα από πλευράς γεγονότων τα οποία έπρεπε να αποφασιστούν δεν ήταν πολύπλοκα ή εκτεταμένα. Αφορούσαν ουσιαστικά την έκδοση εθνικού εντάλματος σύλληψης και κάποιες ημερομηνίες για τα γεγονότα που ακολούθησαν. Κάποιοι από τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος ήταν εμφανές ότι ήταν ανυπόστατοι, όπως π.χ. η αναφορά σε έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το 2003 πριν καν την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και τη θέσπιση του σχετικού Νόμου το 2004 (Ν.133(Ι)/2004). Άλλοι ισχυρισμοί δεν προωθήθηκαν μέχρι τέλους όπως π.χ. το ότι ο Εφεσείων είχε συλληφθεί στις 5.7.05 στη Ρουμανία. Είναι προς τούτο ενδεικτικό ότι στην τελική αγόρευση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε γίνει δεκτό αφενός πως ο Εφεσείων συνελήφθη και κρατείτο από τις 15.11.05 (έστω και αν αποκαλείτο με τον πρωτότυπο όρο «κράτηση υπό στενή έννοια»), και αφετέρου πως πράγματι στις 29.11.05 είχε εκδοθεί η απόφαση επί της έφεσης του. Για τα υπόλοιπα γεγονότα υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου η μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 και σειρά εγγράφων, την οποία μαρτυρία καθηκόντως αξιολόγησε.

 

Με κάθε σεβασμό δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα είτε στην αξιολόγηση μαρτύρων είτε στην αξιολόγηση μαρτυρίας, προς εξαγωγή των απαραίτητων ευρημάτων. Αντιθέτως κρίνουμε πως ήταν η δέουσα και ενδεδειγμένη. Όλα τα ευρήματα επί γεγονότων συνήδαν με την έγγραφη και προφορική μαρτυρία, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε λεπτομερώς, πάντοτε στο πλαίσιο των αναγκών της υπόθεσης και έδωσε επαρκέστατους λόγους για κάθε εύρημα και συμπέρασμα του.

 

Ο κ. Χριστοδούλου ενώπιον μας προώθησε έντονα τη γενική θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε, ασκώντας την εξουσία που έχει με βάση το Άρθρο 48 του περί Δικαστηρίων Ν.14/60, να απαιτήσει «την προσκόμιση όλων των σχετικών κρατικών αρχείων» που ευρίσκοντο υπό τη φύλαξη της Δημοκρατίας. Δεν μας ανέφερε βέβαια κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο το οποίο επιθυμούσε να έχει στη διάθεση του για την προώθηση της υπόθεσης του Εφεσείοντος. Ούτε και έδωσε κάποια εξήγηση ως προς τον λόγο που δεν ζήτησε ο ίδιος, κατά την αντεξέταση των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2, οποιοδήποτε «σχετικό κρατικό αρχείο» (βλ. Μάρκου κ.ά. ν. Gordian Holdings Ltd, Πολ. Έφ. Ε50/2019 κ.ά., ημερ. 16.10.25). Πολλώ μάλλον δεν υπεδείχθη κάποια τυχόν συνέπεια και πολύ περισσότερο κάποιος δυσμενής επηρεασμός από τη μη προσκόμιση όλων  των κρατικών αρχείων τα οποία τυχόν σχετίζονται με την υπόθεση.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει και ανεξαρτήτως όλων των πιο πάνω οφείλουμε να πούμε πως, (τηρουμένων τυχόν εξαιρέσεων, π.χ. για το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ή για άλλες εξεταστικού χαρακτήρα δικαστικές διαδικασίες), σύμφωνα με την υπόθεση Αγαθοκλέους ν. Χριστοδούλου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 176, σε αστικές υποθέσεις το Δικαστήριο δύναται αυτεπαγγέλτως να καλέσει μάρτυρα μόνο κατόπιν συγκατάθεσης των μερών (βλ. «Η Απόδειξη», Γ. Π. Κακογιάννη, 1983, σ. 223, §11-10). Στη δε υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Earle, Πολ. Αίτ. 71/2022, ημερ. 23.5.22, τονίστηκε ότι πρόκειται για «εξουσία που ασκείται με περισσή φειδώ». Είναι προς τούτο ενδεικτικό, κατ’ αναλογίαν, ότι στην Κρασάρη κ.ά. ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολ. Έφ. 312/14, ημερ. 4.5.23, ECLI:CY:AD:2023:A186 λέχθηκε πως «… εάν ο διαιτητής διέτασσε την προσκόμιση μαρτυρίας και προχωρούσε σε κλήτευση μαρτύρων χωρίς τη συγκατάθεση των συνηγόρων των μερών, αυτή η ενέργεια θα δημιουργούσε ενδεχομένως βάσιμο λόγο για απομάκρυνση του από τη διαδικασία».

 

Δεν θεωρούμε ότι απαιτείται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω περί του ότι η παρούσα δεν είναι περίπτωση στην οποία θα μπορούσε ή θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να δράσει αυτεπαγγέλτως καλώντας μάρτυρες.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης – Προσκομισθείσα Μαρτυρία  

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι οι Κυπριακές Αρχές παραβίασαν την εσωτερική έννομη τάξη. Στην αιτιολογία προβάλλεται ξανά πως παρά την ύπαρξη νομοθεσίας και δη του Άρθρου 12.2 το οποίο ορίζει ότι το αιτούν (την έκδοση) Κράτος έχει το βάρος να προσκομίσει όλη την υποστηρικτική μαρτυρία και παρά το ότι είχε αρχίσει η έκδοση του Εφεσείοντος από τις 5.7.05, πράγμα το οποίο γνώριζε η Δημοκρατία, «εντούτοις το Δικαστήριο θεωρεί ότι ουδέν μεμπτόν» και «αγνόησε αναντίλεκτα ενώπιον του έγγραφα». Δεν θα μας απασχολήσει η τελευταία αυτή εισήγηση, την οποία έχουμε εξετάσει προηγουμένως. Απομένει η εξέταση της πρώτης εισήγησης.

 

Είναι προφανές ότι εγκαταλείπονται εδώ οι αναφορές στον Ν.133(Ι)/04, που αφορά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η αιτιολογία του λόγου έφεσης έχει και πάλι απλώς αντιγραφεί αυτούσια στο περίγραμμα αγόρευσης, με μόνη προσθήκη το ότι η πιο πάνω παραπομπή σε νομοθεσία αναφέρεται στο Άρθρο 12 του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Ν.95/1970. Ο οποίος όντως αποτελούσε τη νομική βάση επί της οποίας είχε ζητηθεί η έκδοση του Εφεσείοντος.

 

Στην πραγματικότητα βέβαια το Άρθρο 12 δεν είναι άρθρο του κυρωτικού Νόμου αλλά της ίδιας της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η οποία κυρώθηκε με τον Ν.95/1970 και η οποία Σύμβαση παρατίθεται στον «Πίνακα» του εν λόγω Νόμου. Η διευκρίνιση αυτή είναι εν μέρει αναγκαία ούτως ώστε να διευκρινιστεί περαιτέρω πως οι πρόνοιες της Σύμβασης, καθώς και αυτές του Άρθρου 12, δεν έχουν καμμιά σχέση με αγωγή για αποζημιώσεις, όπως η παρούσα. Όπως προνοείται και στον υπέρτιτλο του εν λόγω άρθρου («Αίτησις και Δικαιολογητικά Στοιχεία»), αυτό το άρθρο αφορά την αίτηση ενός Κράτους προς άλλο Κράτος για την έκδοση προσώπου (για σκοπούς δίωξης ή έκτισης ποινής). Ειδικότερα ορίζεται στο Άρθρο 12.1 ότι «[Η] αίτησις θέλει διατυπωθή εγγράφως και υποβληθή δια της διπλωματικής οδού». Στο δε Άρθρο 12.2 παρατίθενται αναλυτικά τα δικαιολογητικά στοιχεία τα οποία πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση προς το ξένο Κράτος.

 

Εξ όσων μπορούμε να αντιληφθούμε βέβαια, έστω και με τον συνοπτικό τρόπο που διατυπώνεται, ο κρινόμενος λόγος έφεσης άπτεται της ουσιαστικής κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία είχε ως εξής:

 

«Οι Κυπριακές Αρχές δεν επέδειξαν ολιγωρία ή αργοπορία κατά τη διαδικασία έκδοσης του ενάγοντα από την Ρουμανία. Απεναντίας, ο χειρισμός υπήρξε άρτιος. Μόλις οι Κυπριακές Αρχές ενημερώθηκαν επισήμως από τις Αρχές της Ρουμανίας ότι η προαναφερθείσα διαδικασία είχε ολοκληρωθεί οριστικώς και τελεσιδίκως, ανταποκρίθηκαν παρευθύς και εκτέλεσαν όσα όφειλαν για παραλαβή και μεταφορά του ενάγοντα στην Κυπριακή Δημοκρατία αλλά και ό,τι άλλο επακολούθησε στην χώρα μας θεσμικώς και διαδικαστικώς. Η ποινική διαδικασία που εκτυλίχθηκε στην Κύπρο, με απόληξη την αθώωση και απαλλαγή του ενάγοντα την 22.6.07 (βλ. Τεκμήριο Θ) - με τεκμαρτώς συναγόμενη από το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης στην ποινική υπόθεση αλλά και κατά δικαιϊκή λογική την κλήση του ενάγοντα (κατηγορουμένου) σε απολογία κατά το άρθρο 74(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 - δεν δημιουργεί από μόνη της παραβίαση συνταγματικών προνοιών, δημιουργούσα συνάμα και δικαίωμα στην επιδίκαση προς τούτο αποζημίωσης (βλ. κατ' αναλογίαν, Νεοκλέους ν Αρχηγού Αστυνομίας και Άλλου, ΠΕ 270/11, ημ. 8.2.17, ECLI:CY:AD:2017:A39)».

 

Δεν εντοπίζουμε κάποιο σφάλμα στα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η όλη διαδικασία αφορούσε αίτηση της Κύπρου προς τη Ρουμανία για έκδοση του Εφεσείοντος, με βάση την προαναφερθείσα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων. Ας σημειωθεί πως ο Εφεσείων καταζητείτο σε σχέση με συνωμοσία και κλοπή ποσού Λ.Κ.453.140 από τη ΣΠΕ Καπέδων, αδικήματα που κατ’ ισχυρισμόν είχαν διαπραχθεί με την έκδοση 39 επιταγών από τον ίδιο, επ’ ονόματι του ιδίου και μεταγενέστερη παράδοση τους σε τρίτο (φερόμενο συνεργό), ο οποίος τις εξαργύρωσε με τη συνεργασία υπαλλήλου της ΣΠΕ Καπέδων.

 

Είναι εμφανές, από όσα έχουμε ακούσει, πως από πλευράς του Εφεσείοντος παραγνωρίζεται πλήρως ότι η Κύπρος, ως το αιτούν Κράτος βάσει της νομοθεσίας, δεν μπορούσε να έχει και ούτε είχε οποιαδήποτε εμπλοκή ή ευθύνη για τα διαδραματισθέντα σε σχέση με τις αποφάσεις για την κράτηση στη Ρουμανία. Όπως ρητώς ορίζεται στο Άρθρο 22 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης «[Ε]ξαιρέσει αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συμβάσεως, εν τη διαδικασία εκδόσεως, ως και τη αφορώση την πρόσκαιρον σύλληψιν, εφαρμόζεται αποκλειστικώς η Νομοθεσία του Μέρους παρ’ ου ζητείται η έκδοσις». Διευκρινίζεται πως, ακόμα και στις περιπτώσεις στις οποίες το αιτούν Κράτος ζητά την προσωρινή σύλληψη (όπως στην παρούσα), και πάλι αρμόδιες να αποφασίσουν το θέμα είναι οι Αρχές του Κράτους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού (βλ. Άρθρο 16 της Σύμβασης).

 

Σε σχέση με τη διαδικασία παράδοσης ζητηθέντος προσώπου σχετικό είναι το Άρθρο 18 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του, το Κράτος προς το οποίο υπεβλήθη η αίτηση γνωστοποιεί προς το αιτούν Κράτος την απόφαση του για την έκδοση και καθορίζει ημερομηνία για την παράδοση. Δεν προνοείται μεν κάποια προθεσμία για τον σκοπό αυτό, πλην όμως εάν ο εκδοθείς δεν παραληφθεί κατά την ορισθείσα ημερομηνία, εν συνεχεία δύναται να αφεθεί ελεύθερος μετά από 15 ημέρες και πάντως απελευθερώνεται (υποχρεωτικά) μετά την πάροδο 30 ημερών. Στην παρούσα ο Εφεσείων κρατήθηκε στη Ρουμανία από τις 15.11.05 έως τις 7.4.06, ήτοι για διάστημα πέντε μηνών περίπου. Αυτό έγινε στη βάση της Ρουμανικής νομοθεσίας και των Ρουμανικών δικαστικών αποφάσεων. Τα Ρουμανικά Δικαστήρια έκριναν την αναγκαιότητα της κράτησης χωρίς οποιαδήποτε εμπλοκή των Κυπριακών Αρχών. Αυτό υπό την έννοια ότι το κατά πόσον θα κρινόταν αναγκαία η κράτηση εξαρτάτο από τη Ρουμάνικη νομοθεσία και τη δικαστική κρίση των αρμόδιων αλλοδαπών Δικαστηρίων.

 

Σε σχέση με τις αιτιάσεις για αργοπορία των Κυπριακών Αρχών στην παραλαβή θα πρέπει μόνο να σημειωθεί ότι: (α) Μετά τον εντοπισμό του Εφεσείοντος και δη στις 18.7.05 οι Ρουμανικές Αρχές ζήτησαν την υποβολή της αίτησης με τα δικαιολογητικά, τα οποία οι Κυπριακές Αρχές προώθησαν στις 5.8.05, (β) Όταν αργότερα οι Κυπριακές Αρχές στις 19.12.05 ενημερώθηκαν για την απόφαση ημερομηνίας 16.11.05, ζήτησαν αυθημερόν να οριστεί ημερομηνία παραλαβής, πλην όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω της έφεσης που καταχώρισε ο Εφεσείων την επόμενη μέρα, ήτοι στις 20.12.05, (γ) Όταν εν τέλει οι Κυπριακές Αρχές ενημερώθηκαν, στις 23.3.06 για την τελεσίδικη πλέον έγκριση της έκδοσης, επικοινώνησαν στις 30.3.06 και διευθετήθηκε όπως η παράδοση γίνει στις 7.4.06, πράγμα που έγινε.

 

Αυτό το οποίο παρατηρούμε είναι ότι στις δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείτο κάποια συγκεκριμένη ενέργεια από τις Κυπριακές Αρχές, ήτοι στις 18.7.05 και στις 23.3.06, η Δημοκρατία ενήργησε εντός 17 ημερών στη μία περίπτωση και εντός επτά ημερών στην άλλη. Έχοντας υπ’ όψιν τις ενέργειες που χρειάζονταν (ειδικά στην πρώτη που απαιτείτο η σύνταξη αίτησης και η συγκέντρωση δικαιολογητικών) δεν θεωρούμε ότι ο συνολικός αυτός χρόνος των 24 ημερών υπερβαίνει τα όρια του εύλογου για τέτοιου είδους διαδικασίες. Είναι για αυτό που συμφωνούμε απολύτως με την πρωτόδικη αναφορά ότι οι Κυπριακές Αρχές δεν επέδειξαν ολιγωρία ή αργοπορία και ότι ο χειρισμός υπήρξε άρτιος.    

 

Τις εισηγήσεις του περί του ότι δεν δικαιολογείτο αφενός η έκδοση του εθνικού εντάλματος και αφετέρου η συνέχιση της κράτησης του μετά την έκδοση, ο Εφεσείων στηρίζει στη θέση ότι ο Εφεσίβλητος κατείχε τα στοιχεία από τα οποία διαφαίνετο η ανάμειξη άλλων προσώπων στα αδικήματα και όχι η δική του, καθώς και στη θέση ότι καμμιά ενοχοποιητική μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε στην ποινική υπόθεση. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε με τις εισηγήσεις αυτές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επισταμένως τις εισηγήσεις αυτές σε συνδυασμό με την απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου (Τεκμήριο Θ). Η διαπίστωση του ότι ο Εφεσίβλητος παρέθεσε στην ποινική δίκη μαρτυρία η οποία κρίθηκε επαρκής για την κλήση του Εφεσείοντος σε απολογία είναι ορθή και καθοριστική για την τύχη των εισηγήσεων αυτών. Είναι ενδεικτικό το ακόλουθο απόσπασμα από τον συλλογισμό του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιολόγησε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής (ο Ρ… Ε… δεν κλήθηκε ως μάρτυς) και συνυπολόγισε την εκδοχή του κατηγορούμενου (ενάγοντα). Σχολίασε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας πως «Μπορεί να δόθηκε ενοχοποιητική μαρτυρία...» από τον Ρ… Ε… (και κάποιαν Ο… Χ…), όμως δεδομένου «...ότι τα δύο αυτά πρόσωπα δεν κλήθηκαν ως μάρτυρες από την κατηγορούσα αρχή και η υπάρχουσα μαρτυρία για την δική τους θέση σε σχέση με τον κατηγορούμενο είναι εξ ακοής, δεν είναι επιτρεπτό, υπό τις περιστάσεις, ό,τι αποδίδεται στον κατηγορούμενο από αυτούς να επενεργήσει ενοχοποιητικά εναντίον του...».

 

Ορθώς επίσης κρίθηκε πρωτοδίκως ότι στη βάση της μαρτυρίας υπήρχε λογική προσδοκία, ότι η δίωξη ήταν σύννομη αιτιολογημένη και εύλογη, ότι οι πράξεις του Εφεσίβλητου είχαν ως αποκλειστικό μέλημα την προσαγωγή του Εφεσείοντος ως φαινόμενου παραβάτη ενώπιον της Δικαιοσύνης για ορθούς και γνήσιους λόγους ενώ η αθώωση, δεν συνιστά αίτιο το οποίο αφ’ εαυτού θα μπορούσε να κατατείνει σε κακοπιστία του Εφεσίβλητου έναντι του Εφεσείοντος. Συμφωνούμε ότι με την απόφαση για δίωξη τέθηκε καθηκόντως το όλο ζήτημα για απόφανση ενώπιον του αρμόδιου ποινικού Δικαστηρίου. Η απόφαση για δίωξη δεν εξέφευγε των συνταγματικών καθηκόντων του Εφεσίβλητου. Το αντίθετο.

 

Παραπονείται όμως ο Εφεσείων και για την 11μηνη περίοδο κατά την οποία παρέμεινε υπό κράτηση μέχρι τις 8.3.07. Εγείρει δε, ζήτημα παραβίασης συνταγματικής διάταξης και δη του Άρθρου 11 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας. Είναι χρήσιμη η υπενθύμιση πως στην §7 του εν λόγω άρθρου προνοείται ότι «[Π]ας στερηθείς της ελευθερίας αυτού δια συλλήψεως ή κρατήσεως δικαιούται να προσφύγη εις το αρμόδιον δικαστήριον, ίνα τούτο κρίνη ταχέως την νομιμότητα της κρατήσεως και διατάξη την απόλυσιν αυτού, εάν η κράτησις δεν είναι νόμιμος». Το δε Άρθρο 137Α της Ποινικής Δικονομίας ρυθμίζει ακριβώς το δικαίωμα έφεσης εναντίον οποιασδήποτε απόφασης διατάσσει την κράτηση κατηγορουμένου.

 

Το δικαίωμα ατόμου να αιτηθεί αποζημίωσης για ευθεία παραβίαση Συνταγματικής πρόνοιας έχει αναγνωριστεί στην υπόθεση Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558 (βλ. και Νεοκλέους ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (2017) 1(Α) Α.Α.Δ. 219). Ειδικά όμως για το Άρθρο 11, η §8 αυτού προνοεί πως «[Ο] κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου συλληφθείς ή κρατηθείς έχει αγώγιμον δικαίωμα προς αποζημίωσιν». Είναι προφανές ότι η συνταγματική αυτή πρόνοια αναφέρεται σε αποζημίωση για παράνομη κράτηση και όχι ασφαλώς για νόμιμη κράτηση (Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37).

 

Στην παρούσα περίπτωση ήταν απολύτως ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «[Η] απόφαση του εναγομένου να διώξει τον ενάγοντα - και να συντείνει στην υποδικία του μέχρι την περάτωση της ποινικής υπόθεσης - δεν εμπερικλείει ή υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού στην αυτονομία και αξιοπρέπεια του ενάγοντα (ως κατηγορουμένου) παρά μόνο έθεσε αρμοδίως και εκ καθηκόντως και το ζήτημα για απόφανση περί ενοχής ή αθώωσης του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας το οποίο, με τη σειρά του, είχε την ευθύνη κρίσης επί κάθε παράλληλου ή και σχετικού θέματος, συμπεριλαμβανομένης της κράτησης και της επιβολής ποινής σε αυτόν».

 

(έμφαση δοθείσα)

 

Το ως άνω Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης, όντως ήταν και το μόνο αρμόδιο, κατά το Άρθρο 11.7 του Συντάγματος να κρίνει τη νομιμότητα της κράτησης. Δικαίωμα το οποίο και άσκησε ο Εφεσείων αφού ως εξηγεί στο Έγγραφο Β (§14), ζήτησε κατά την πρώτη εμφάνιση του όπως αφεθεί ελεύθερος αλλά το εκδικάζον Δικαστήριο διέταξε όπως παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, ως επικίνδυνος για φυγή. Λόγος βέβαια για τον οποίο επιτρέπεται η κράτηση βάσει του Άρθρου 11.2 (γ) του Συντάγματος. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ν. Λοΐζου, 2001, σ.57: «Κράτηση είναι κατ’ αρχή νόμιμη αν είναι σε εκτέλεση δικαστικής διαταγής. Το μεταγενέστερο εύρημα ότι το δικαστήριο έσφαλε κάτω από τον ημεδαπό νόμο, εκδίδοντας τη διαταγή, δεν επηρεάζει, κατ’ ανάγκην, αναδρομικά την εγκυρότητα της κράτησης». Δεν προέκυψε στην παρούσα ότι είχε ασκηθεί οποιοδήποτε ένδικο μέσο κατά της διαταγής κράτησης (π.χ. έφεση ή αίτηση για habeas corpus).

 

Η άμεση λογική συνέπεια των πιο πάνω βέβαια είναι ότι ο Εφεσείων κρατείτο μέχρι εκδίκασης στη βάση νόμιμων διαταγών του αρμόδιου εκδικάζοντος ποινικού Δικαστηρίου. Όπως έχει λεχθεί στην Grant ν. Γενικού Εισαγγελέα (2017) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3051 υπάρχει «διαφορά μιας κράτησης δυνάμει νόμιμης διαταγής δικαστηρίου από την παράνομη κράτηση που συνιστά αστικό αδίκημα». Η ουσία είναι πως ο ισχυρισμός στην παρούσα περί αδικαιολόγητης και αντισυνταγματικής (παράνομης) κράτησης του Εφεσείοντος δεν ευσταθεί, όπως κατά συνέπειαν δεν ευσταθεί και οποιαδήποτε αξίωση τίθεται σε αυτή τη βάση (βλ. και Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 246/19, ημερ. 26.9.25).

 

        Ο τέταρτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.

       

Πέμπτος Λόγος Έφεσης – Δικόγραφα

 

        Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τα δικόγραφα του και ότι αυτά σε συνδυασμό με τη νομοθεσία και τη μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του, θα έπρεπε να κριθούν ότι ικανοποιούν ούτως ώστε να εκδοθεί απόφαση υπέρ του για πολύ μεγαλύτερο ποσό από τις €3.500. Στην αιτιολογία προβάλλεται ότι η θέση του Εφεσείοντος καταγράφεται στην τότε τελική αγόρευση του, την οποία εσφαλμένα αγνόησε πλήρως το πρωτόδικο Δικαστήριο. Βέβαια, εννοείται πως εν όψει της προηγηθείσας κατάληξης μας δεν τίθεται θέμα απόφασης για οποιοδήποτε ποσό πλην όμως, για σκοπούς πληρότητας, κρίνουμε ορθό, έστω και σε συντομία να σχολιάσουμε και αυτό τον λόγο. 

 

        Δεν θα συμφωνήσουμε με τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε οποιοδήποτε δικόγραφο. Αυτό το οποίο σχολίασε το Δικαστήριο, και μάλιστα υπό μορφή εν παρόδω λεχθέντος (obiter dictum), ήταν ότι «τόσον η Έκθεση Απαίτησης όσον και η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του ενάγοντα - ιδιαίτερα η τελευταία για λόγους που καθίστανται αυτόδηλοι σε όποιον την αναγνώσει στο σύνολο της - πολύ απέχουν από το να καθορίζουν με την απαιτούμενη ενάργεια και ακρίβεια το νομικό, συνταγματικό ή άλλο θεμέλιο από το οποίο έλκεται η θέση του περί παραβιάσεων του εναγομένου, αφού τούτο απογράφεται ατάκτως, συλλήβδην και άνευ επαρκούς επίρρωσης». Έδωσε δε παραδείγματα εντελώς άσχετης νομοθεσίας, η οποία είχε συμπεριληφθεί εν εκτάσει στην αγόρευση. Δεν υπερέβαλε καθόλου το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα.

 

        Αρκούμαστε στο να πούμε ότι στις πρώτες 10 εκ των 13 σελίδων της αγόρευσης παρετίθεντο οι τίτλοι και κάποιες διατάξεις από 19 Νόμους της Δημοκρατίας ή από Οδηγίες και Κανονισμούς της Ε.Ε. Πλείστα εξ αυτών δεν είχαν απολύτως καμμιά σχέση με το συζητούμενο επίδικο θέμα (π.χ. Κανονισμός για τα in vitro διαγνωστικά ιατροτεχνολογικά προϊόντα, Οδηγία σχετικά με τη ρύπανση από πλοία, Νόμος για αποζημιώσεις επί παραβάσεων του ανταγωνισμού, Νόμος περί κατωτάτου ορίου μισθού και αρκετά άλλα).

 

        Στις επόμενες δύο σελίδες της αγόρευσης υπήρχε κάποιου είδους ανάλυση μαρτυρίας και στην προτελευταία σελίδα υπήρχαν εισηγήσεις ότι: (α) Προκύπτει αστική ευθύνη της Δημοκρατίας και ειδικότερα ευθύνη με βάση τον Ν.133(Ι)/04, διότι όφειλαν να «προβούν σε … παραλαβή εντός 10 ημερών», (β) Από το Σύνταγμα, τον Ν.163(Ι)/05, τον Ν.235/90 και την ΕΣΔΑ «καθίσταται φανερή η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος», (γ) Στο Κεφ. 148, στον Ν.1/90 και στην Οδηγία (ΕΕ) 2016/1919, «γίνεται ανάλυση της εκ προστήσεως ευθύνης για πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλων (στην προκειμένη περίπτωση να παραλάβουν και εκτελέσουν το διεθνές ένταλμα και έκδοση σε κατάλληλο χρόνο) και επίσης γίνεται αναφορά σε … αστική ευθύνη δημοσίων υπαλλήλων» και (δ) Απλή ανάγνωση της νομοθεσίας και υπαγωγή των γεγονότων σε αυτή, κατεδείκνυαν αστική ευθύνη της Δημοκρατίας.     

 

        Αποκορύφωμα όλων ήταν ότι αμέσως μετά την παράθεση των πιο πάνω, στην αναφερόμενη αγόρευση του, ο Εφεσείων, μέσω του συνηγόρου του, εισηγήθηκε τα εξής:

 

«ΥΨΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ

 

-           Υπάρχει εύρημα της πλευράς του ενάγοντος ότι ο ίδιος τελούσε σε παράνομη κράτηση (υπό ευρεία έννοια) (περιορισμός) από 5/7/05 μέχρι 15/11/2005.

-           Υπάρχει εύρημα της πλευράς του ενάγοντος ότι ο ίδιος τελούσε σε παράνομη κράτηση (υπό στενή έννοια) (φυλακές) από 15/11/2005 μέχρι 7/4/2006.

Στη βάση αυτή θα πρέπει να γίνει υπολογισμός αποζημίωσης για παράνομη κράτηση μόνο για το ανωτέρω χρονικό διάστημα».

 

(έμφαση δοθείσα)

 

        Παρατηρούμε λοιπόν πως ήταν απολύτως ορθή και δικαιολογημένη η πρωτόδικη διαπίστωση πως δεν υπήρχε η απαιτούμενη ενάργεια και σαφήνεια στον προσδιορισμό της αξίωσης. Θα λέγαμε πως δεν υπήρχε όχι μόνον από νομικής πλευράς αλλά και από πλευράς γεγονότων επί των οποίων εν τέλει στήριξε την αξίωση του για αποζημιώσεις ο Εφεσείων. Από νομικής πλευράς το εύρος των εισηγήσεων κυμαίνετο από τη στέρηση της ελευθερίας κατά παράβαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος και κατέληγε στην αμέλεια εν σχέσει με τον χρόνο παραλαβής του. Από πλευράς γεγονότων, ως βάση για αποζημιώσεις, εν τέλει με την αγόρευση του περιορίστηκε στο χρονικό διάστημα που παρέμεινε υπό κράτηση στη Ρουμανία (πέντε μήνες). Η ουσία βέβαια είναι ότι, ως εξηγήθηκε τόσο στην πρωτόδικη όσο και στην παρούσα απόφαση, καμμιά από τις τρεις διαφαινόμενες βάσεις αγωγής δεν μπορούσε να επιτύχει.

 

        Ο πέμπτος λόγος έφεσης υπόκειται επίσης σε απόρριψη.

 

        Στη βάση των πιο πάνω όλοι οι λόγοι έφεσης, όπως και η ίδια η έφεση απορρίπτονται.

 

        Σε σχέση με τα έξοδα, συνεκτιμώντας όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, κρίνουμε ορθότερο όπως επιδικαστούν σε χαμηλότερη κλίμακα και δη στη βάση της δυνητικής αποζημίωσης, ως την καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επιδικάζονται προς όφελος του Εφεσίβλητου και εις βάρος του Εφεσείοντος έξοδα ύψους €2.000.

  

 

 

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 

 

Θ. ΘΩΜΑ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο