INTERYACHTING LTD v. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 367/2018, 25/11/2025
print
Τίτλος:
INTERYACHTING LTD v. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 367/2018, 25/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 367/2018)

25 Νοεμβρίου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                                                                  

INTERYACHTING LTD

Εφεσείουσας/Ενάγουσας

 

και

 

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Εφεσίβλητης/Εναγόμενης

 

---------------------------------------------------------------

 

Γραφείο Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσείουσα.

Γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσίβλητη.

 

[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς τη φυσική παρουσία των μερών κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021]

 

--------------------------------------------------------------

 

         ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Ως προκύπτει από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 5.10.2018, η ενάγουσα/εφεσείουσα, ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτήτρια θαλάσσιων σκαφών, τα οποία  χρησιμοποιούσε επαγγελματικά για τη διοργάνωση ταξιδιών αναψυχής και ψυχαγωγίας. Κατά την προεξάρχουσα δικογραφημένη της θέση, στο πλαίσιο της επαγγελματικής αυτής δραστηριότητας, για τα έτη 2002-2006, κατέβαλε στην εναγόμενη/εφεσίβλητη τέλη ύψους €59.863,52, υπό την εσφαλμένη αντίληψη ότι υπήρχε νομοθετική και/ή κανονιστική πράξη που επέτρεπε στην εφεσίβλητη να επιβάλλει/εισπράττει τέτοια τέλη, κάτι που στην πραγματικότητα δεν ίσχυε. Ως αποτέλεσμα τούτου, η εφεσίβλητη εισέπραξε τα τέλη χωρίς αντιπαροχή και/ή χωρίς αντάλλαγμα, πλουτίζοντας αδικαιολόγητα σε βάρος της.

 

         Η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης ήταν ότι η υποχρέωση καταβολής των τελών προέκυπτε από συμφωνία που συνομολογήθηκε το 1999 μεταξύ της ίδιας και του Παγκύπριου Συνδέσμου Ιδιοκτητών Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών (ΠΣΙΕΤΣ). Η Συμφωνία αυτή δέσμευε τόσο υφιστάμενα μέλη όσο και μεταγενέστερα. Η εφεσείουσα έγινε μέλος το 2002 και άρα δεσμευόταν από τη Συμφωνία και μάλιστα πλήρωνε κανονικά και αδιαμαρτύρητα τα τέλη μέχρι και το 2006, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό τη δέσμευση της.

 

         Αξίζει να σημειωθεί, ότι προτού αποταθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσείουσα είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, αμφισβητώντας την επιβολή των τελών. Το Ανώτατο Δικαστήριο ωστόσο απορρίπτοντας την Προσφυγή, απεφάνθη, ότι η διαφορά ενέπιπτε στη σφαίρα του Ιδιωτικού Δικαίου και όχι του Διοικητικού.

 

         Στην πρωτόδικη διαδικασία κατέθεσαν δύο μάρτυρες, ο διευθυντής της εφεσείουσας ΝΕ (ΜΕ1) και η ανώτερη διοικητική λειτουργός της εφεσίβλητης ΓΣ (ΜΥ1). Δηλώθηκαν και παραδεκτά γεγονότα επί ουσιωδών ζητημάτων, με προεξάρχων ίσως, το γεγονός ότι πράγματι καταβλήθηκαν και εισπράχθηκαν τα υπό διεκδίκηση τέλη κατά τα έτη 2002-2006. Το σύνολο των παραδεκτών γεγονότων καταγράφεται στις σελίδες 2-3 της πρωτόδικης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά έκανε δεκτή τη μαρτυρία αμφότερων των μαρτύρων, με δύο όμως σημαντικές υποδείξεις/εξαιρέσεις σε σχέση με τη μαρτυρία του ΜΕ1. Η πρώτη, ότι οι όποιοι ισχυρισμοί του μάρτυρα ότι οι παρεχόμενες  υπηρεσίες ήταν ανεπαρκείς ή ότι δεν παρασχέθηκαν καθόλου υπηρεσίες από πλευράς εφεσίβλητης ήταν εκτός δικογράφων, και η δεύτερη, ότι η θέση του μάρτυρα πως η εφεσείουσα κατέβαλλε τα τέλη διότι η εφεσίβλητη με παράσταση της, της δημιούργησε την πεποίθηση ότι είχε   δικαίωμα επιβολής και είσπραξης βάσει Νόμου ή Κανονισμού, δεν ήταν πιστευτή και άρα απορριπτέα. Τέτοια παράσταση δεν έγινε, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

         Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε ότι η υποχρέωση καταβολής των τελών προέκυπτε από την επιστολή ημερ. 16.2.2001 (τεκμήριο 8) η οποία απεστάλη από την εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα εις απάντηση της δικής της επιστολής ημερ. 8.12.2000, με την οποία ζητούσε άδεια για τον ελλιμενισμό σκαφών στα λιμάνια Λεμεσού και Πάφου. Στο τεκμήριο 8 παρατίθενται οι όροι της συνεργασίας τους, που περιλάμβαναν και την απαίτηση/υποχρέωση καταβολής των επίμαχων τελών. Η εφεσείουσα, αποδεχόμενη ουσιαστικά τους όρους της επιστολής, η οποία χαρακτηρίζεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως «η  συμφωνία ή έστω η οιονεί συμφωνία των μερών», ελάμβανε τις υπηρεσίες που της προσέφερε η εφεσίβλητη (το αντάλλαγμα) και κατέβαλλε κανονικά και αδιαμαρτύρητα τα τέλη, κατόπιν της έκδοσης σχετικών τιμολογίων.

 

         Στη βάση του πιο πάνω σκεπτικού, έκρινε ουσιαστικά ότι τα τέλη καταβλήθηκαν έναντι ανταλλάγματος, βάσει συνομολογηθείσας συμφωνίας. Τοιουτοτρόπως απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας για αποζημίωση στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ταυτόχρονα απέρριψε την αγωγή, καταδικάζοντας μάλιστα την εφεσείουσα στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

         Η εφεσείουσα, εμφανώς δυσαρεστημένη με την πρωτόδικη απόφαση, την προσβάλλει με πέντε λόγους έφεσης.

 

         Στον πρώτο λόγο έφεσης, καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι προέβη σε λανθασμένο καθορισμό των επίδικων θεμάτων με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα και απόφαση. Στον δεύτερο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση του τεκμηρίου 8 και του ιστορικού της υπόθεσης γενικότερα, με αποτέλεσμα να παρασυρθεί και να απορρίψει λανθασμένα τη βασική θέση της εφεσείουσας και να καταλήξει σε λανθασμένη απόφαση. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα προφανώς λάμβανε τις υπηρεσίες τις οποίες η εφεσίβλητη χρέωνε, συμπέρασμα που το οδήγησε σε λανθασμένη απόφαση.  Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ακροσφαλής γιατί υπάρχει προφανής σύγχυση ως προς τα επίδικα θέματα. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαφορά δεν ενέπιπτε στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

         Ξεκινώντας από τον πρώτο λόγο έφεσης, προκύπτει από την αιτιολογία και την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων της εφεσείουσας, ότι το κύριο παράπονο της εφεσείουσας είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ή εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τον δικογραφημένο της ισχυρισμό ότι τα τέλη, μεταξύ άλλων, εισπράχθηκαν άνευ αντιπαροχής ή ανταλλάγματος.

 

         Είναι γεγονός ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός προβάλλεται στην Έκθεση Απαιτήσεως και μάλιστα σε διάφορα σημεία (παράγραφοι 3, 5 και 7). Εξάλλου, ή έλλειψη αντιπαροχής ή ανταλλάγματος βρίσκεται στον πυρήνα αξίωσης που εδράζεται στην αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (βλ. Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077.) Στο σύγγραμμα του Πόλυ Πολυβίου «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο», Τόμος Β (Έκδοση 2021) σελ. 778, η αρχή, συνοψίζεται με στόχευση ως ακολούθως:

 

         «Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο κρίνεται ως υπεύθυνο να προβεί σε αποκατάσταση (restitution) υπέρ κάποιου άλλου προσώπου εκτός των παραμέτρων του δικαίου των συμβάσεων, επί τη βάσει του ακόλουθου συλλογισμού. Ο Εναγόμενος έχει αποκομίσει κάποιο όφελος από τον Ενάγοντα, θεωρείται άδικο ο Ενάγων να στερηθεί του οφέλους και/ή ο Εναγόμενος να καρπωθεί το υπό κρίση όφελος σε βάρος του Ενάγοντα, δεν υπάρχει συμβατική σχέση μεταξύ τους με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η απόδοση θεραπείας στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων, αλλά παρά ταύτα κρίνεται ότι θα πρέπει να υπάρξει κάποια θεραπεία η οποία να εμποδίζει τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εναγόμενου σε βάρος του ενάγοντα.  Επομένως, το Δικαστήριο εκδίδει κάποια μη συμβατική θεραπεία, είτε στο κοινοδίκαιο είτε στο πλαίσιο των αρχών της επιείκειας, με σκοπό την αποκατάσταση της ορθής τάξης πραγμάτων, που συνήθως συνεπάγεται διαταγή για επιστροφή του επίδικου αντικειμένου από τον Εναγόμενο στον Ενάγοντα είτε διαταγή για αποζημίωση του δευτέρου από τον πρώτο σε σχέση με το όφελος που έχει καρπωθεί ή αποκομίσει ο Εναγόμενος σε βάρος του ενάγοντα.  Βασικός σκοπός δεν είναι η κάλυψη της ζημιάς ή απώλειας του Ενάγοντα αλλά η αποστέρηση από τον Εναγόμενο του κέρδους που διαφορετικά θα πραγματοποιούσε»

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αγνόησε τον πιο πάνω δικογραφημένο ισχυρισμό, ούτε προκύπτει να διακατέχετο από πλάνη σε ό,τι αφορά το γεγονός τούτο. Στη σελίδα 8 της πρωτόδικης απόφασης, γραμμές 4-5 αναφέρεται ρητά ότι «Ο ισχυρισμός για έλλειψη ανταλλάγματος/αντιπαροχής δεν ισχύει». Ομοίως το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδελέχεια αναλύει και εξετάζει την προωθηθείσα αιτία αγωγής, με υπαγωγή στα ευρήματα του, καταλήγοντας σε απορριπτικό αποτέλεσμα.

 

         Οι αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις σελίδες 5 ότι «με το δικόγραφο δεν προβάλλεται είτε ανεπάρκεια υπηρεσιών από την Αρχή Λιμένων είτε καμία παροχή υπηρεσιών» και 7 ότι «Καμία μαρτυρία υπάρχει ή δικογραφημένη θέση ότι η ενάγουσα δεν έλαβε υπηρεσίες» αφορούσε κάτι εντελώς διαφορετικό. Στις «λεπτομέρειες ζημιάς» και στο «παρακλητικό» της Έκθεσης Απαίτησης  προβάλλεται η θέση ότι τα τέλη εισπράχθηκαν ελλείψει νόμου, κανονισμού ή συμφωνίας. Συνεπώς, είναι πρόδηλο ότι η απουσία ανταλλάγματος και/ή αντιπαροχής για την οποία γίνεται λόγος στις πρώτες παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης, συναρτάται ακριβώς με την προαναφερθείσα κατ’ ισχυρισμό παντελή απουσία οποιασδήποτε συμφωνίας. Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου όμως, αφορούσε στην απουσία προσδιορίσιμου ισχυρισμού για πλήρη ή μερική αποτυχία παροχής υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα, της παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού. Τούτο όμως κατά παράβαση των όρων ισχύουσας συμφωνίας, όχι ελλείψει τέτοιας συμφωνίας. Τέτοιος ισχυρισμός όντως δεν υπήρχε στο δικόγραφο.

 

         Ο πρώτος λόγος έφεσης επομένως απορρίπτεται.

 

            Οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4, έχουν στον πυρήνα τους το τεκμήριο 8 και έτσι είναι ωφέλιμο να εξεταστούν μαζί. Το τεκμήριο 8 υπενθυμίζουμε είναι η επιστολή της εφεσίβλητης ημερ. 16.2.2001, η οποία απεστάλη προς την εφεσείουσα εις απάντηση της δικής της επιστολής ημερ. 8.12.2000. Το περιεχόμενο της επιστολής αυτής παρατίθεται αυτούσιο στις σελίδες 6-7 της πρωτόδικης απόφασης. Στην κατάληξη του (σελίδα 12) το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η επιστολή αυτή «είναι η συμφωνία ή έστω η οιονεί συμφωνία των μερών με δεδομένο πάντα ότι της αποστολής της πιο πάνω επιστολής ακολούθησε η έκδοση τιμολογίων και η πληρωμή τους από την ενάγουσα». Μάλιστα εντοπίζει και το δοθέν αντάλλαγμα μέσα από το περιεχόμενο του τεκμηρίου 8 αφού στη σελίδα 8 υποδεικνύει ότι «ο ισχυρισμός για έλλειψη ανταλλάγματος/αντιπαροχής επίσης δεν ισχύει. Τα ποσά έχουν δοθεί έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος από την Αρχή Λιμένων ως αυτό καθορίζεται στην πιο πάνω επιστολή» και ότι «Η επιβολή των συγκεκριμένων τελών έγινε έναντι ανταλλάγματος όπως αναφέρεται στην επιστολή - τεκμήριο 8 και η ενάγουσα κατέβαλλε αυτά τα ποσά ανελλιπώς».

 

         Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το περιεχόμενο μιας επιστολής μπορεί, όταν οι περιστάσεις το αναδεικνύουν, να θεωρηθεί αυτούσια η δεσμευτική σύμβαση των μερών ή ως μέρος της δεσμευτικής σύμβασης των μερών, με το υπόλοιπο μέρος να συμπληρώνεται από την προφορική συνεννόηση των μερών και/ή να συνάγεται από τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους (βλ. άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149).

 

         Για να καταλήξει όμως το Δικαστήριο σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, θα πρέπει η κατάληξη να συνάδει με ισχυρισμό που προβάλλεται στα  δικόγραφα των μερών και όχι να βρίσκεται σε αντίθεση μ’ αυτά (βλ. Καθητζιώτης v. Επιχειρήσεις Μέλιος και Παφίτης Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 252 και Βαριάνου v. Βορκά (2010) 1 Α.Α.Δ. 1541). Στην προκειμένη περίπτωση κανένα από τα μέρη δεν προέβαλε δικογραφημένη θέση ότι η επιστολή (τεκμήριο 8) αποτέλεσε τη συμφωνία των μερών, ούτε και προωθήθηκε μια τέτοια θέση κατά την ακρόαση. Όπως υποδείξαμε πιο πάνω, η δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας ήταν ότι τα τέλη επιβλήθηκαν χωρίς να υπάρχει νομοθετική και/ή κανονιστική πράξη που να το επιτρέπει ούτε και σε ισχύ οποιαδήποτε συμφωνία και άρα, καταβλήθηκαν άνευ ανταλλάγματος ή αντιπαροχής, ενώ η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης ήταν ότι τα τέλη επιβλήθηκαν δυνάμει της συμφωνίας που συνομολογήθηκε το 1999 μεταξύ της ίδιας και του ΠΣΙΕΤΣ, η οποία δέσμευε τόσο υφιστάμενα μέλη όσο και μεταγενέστερα, άρα και την εφεσείουσα που έγινε μέλος του ΠΣΙΕΤΣ το 2002.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επίγνωση του γεγονότος ότι τα μέρη προώθησαν διαφορετικές θέσεις. Ενδεικτικό τούτου είναι η επισήμανση στη σελίδα 7 της πρωτόδικης απόφασης ότι «Καμία αναφορά γίνεται σε συμφωνία με τον ΠΣΙΕΤΣ, καμία αναφορά γίνεται σε τέλη επιβαλλόμενα δυνάμει νομοθετικής πρόνοιας ή πρόνοιας ΚΔΠ. Αυτό σε αντίθεση με τα όσα προώθησαν και οι δύο μάρτυρες».

 

          Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε την κατάθεση του τεκμηρίου 8, ως εξωγενή, ερμηνευτική μαρτυρία της συμφωνίας του 1999, αλλά το θεώρησε ως αυτοτελή «συμφωνία ή έστω οιονεί συμφωνία των μερών». Επομένως, η νομολογία στην οποία παραπέμπουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσης τους και που αφορά στις εξαιρέσεις αποδοχής εξωγενούς μαρτυρίας για ερμηνεία μιας σύμβασης, δεν τυγχάνει εφαρμογής.  

 

         Εν όψει των πιο πάνω, με κάθε σεβασμό, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να στηριχθεί στο τεκμήριο 8 για να εξαγάγει συμπεράσματα και να απορρίψει την υπόθεση. Ενδεχομένως, ελλείψει αποδεκτής, ισχυρής μαρτυρίας από πλευράς εφεσείουσας, η οποία έφερε και το βάρος απόδειξης, η υπόθεση να μπορούσε να προσεγγιστεί και να επιλυθεί απ’ αυτή την οπτική. Από τη στιγμή όμως που το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξαγωγή συμπερασμάτων στη βάση ανύπαρκτης δικογραφημένης και μη προωθηθείσας θέσης, περιλαμβανομένης και της κατάληξης ότι το αντάλλαγμα της συνεργασίας είναι αυτό που αναφέρεται στο τεκμήριο 8, θα πρέπει οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4, σε ό,τι αφορά αποκλειστικά και περιοριστικά αυτό το ζήτημα, να γίνουν αποδεκτοί. Τούτο, μας υποχρεώνει συνάμα να διατάξουμε επανεκδίκαση της υπόθεσης.

 

         Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, παρέλκει η εξέταση του πέμπτου λόγου έφεσης.

 

         Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης, από άλλο δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Επιδικάζονται €3.400 έξοδα έφεσης πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσείουσας.

 

 

 

 

                                                                ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                                Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο