MUHAMMAD HILAL v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 58/2025, 24/11/2025
print
Τίτλος:
MUHAMMAD HILAL v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 58/2025, 24/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 58/2025)

 

24 Νοεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

MUHAMMAD HILAL,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

______________________________

 

Μ. Παυλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κουτσόφτας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων, κατόπιν ακρόασης, κρίθηκε ένοχος σε κατηγορία απαγορευμένου μετανάστη, κατά παράβαση του Άρθρου 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Το τι αποδιδόταν με την αναφερόμενη κατηγορία είναι ότι, στις 26.2.2024, ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης, βρέθηκε σε χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας χωρίς την απαιτούμενη από τον νόμο άδεια. Με βάση το συγκεκριμένο κατηγορητήριο, ο εφεσείων αντιμετώπιζε άλλες επτά κατηγορίες για συναφή αδικήματα υποβοήθησης απαγορευμένων μεταναστών να εισέλθουν στη Δημοκρατία και συμμετοχή σε λαθρεμπόριο μεταναστών, στις οποίες αθωώθηκε και απαλλάχθηκε. Το Κακουργοδικείο Λάρνακας επέβαλε στον εφεσείοντα, στην ως άνω κατηγορία, ποινή φυλάκισης τριών ετών.

 

Η πρωτόδικη αυτή απόφαση εφεσιβάλλεται με συνολικά οκτώ λόγους έφεσης, οι οποίοι προσβάλλουν την πρωτόδικη κρίση ως επιβάλλουσα στον εφεσείοντα υπερβολική ποινή και ως αποτέλεσμα παραλείψεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Έχουμε εξετάσει καθετί σχετικό με την παρούσα έφεση, περιλαμβανομένων των θέσεων της κάθε πλευράς, υπό το φως και της σχετικής νομολογίας.

 

Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΜΥΛΩΝΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, ημερομηνίας 14.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B537, επαναλήφθηκαν  οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, ως τέθηκαν σε σχετικό απόσπασμα στην ΚΥΠΡΙΖΟΓΛΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017 κ.ά., ημερομηνίας 15.12.2017:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

“Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015  και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015).”»

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα έκδηλα υπερβολική ποινή, μη λαμβάνοντας επαρκώς υπ' όψιν τη μη δίωξη των υπολοίπων που επέβαιναν στην επίδικη βάρκα, οι οποίοι ήταν επίσης απαγορευμένοι μετανάστες, παρά την περί του αντιθέτου λεκτική αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα ως προς το ότι δεν έλαβε επαρκώς υπ' όψιν προς μετριασμό της ποινής, ότι ο εφεσείων ήταν επιβάτης και δεν έπραξε οτιδήποτε περισσότερο από τους υπόλοιπους επιβαίνοντες, οι οποίοι δεν διώχθηκαν ποινικά.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης, προβάλλει παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπ' όψιν το Άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου κατά του λαθρεμπορίου μεταναστών από ξηρά, θάλασσα και αέρα, σύμφωνα με το οποίο οι μετανάστες δεν διώκονται ποινικά για το γεγονός ότι υπήρξαν το αντικείμενο πράξεων λαθρεμπορίου μεταναστών. Ο τέταρτος λόγος έφεσης προβάλλει παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπ' όψιν την απόφαση YOUSOR v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση 202/2024, ημερομηνίας 25.2.2025, ενώ ο πέμπτος λόγος έφεσης αποδίδει σφάλμα στο ότι δόθηκε σημασία στη μη παραδοχή του εφεσείοντα, ως επιβαρυντικό στοιχείο. Με τους έκτο και έβδομο λόγους έφεσης, προβάλλεται ότι δεν λήφθηκε υπ' όψιν η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα και οι ιδιαίτερες περιστάσεις του κατά τη διάπραξη του αδικήματος, αντιστοίχως. Τέλος, με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα μετά την καταδίκη του, δικαιολογούσε, πρωτοδίκως, την επιβολή ηπιότερης ποινής και αναστολή της, ως δικαιολογείται τέτοια απόφαση και από το Εφετείο.

 

Είναι χρήσιμο να τεθεί το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης, ως συνοψίστηκε από το Κακουργοδικείο:

 

«Συνοπτικά και για σκοπούς της παρούσας να θέσουμε ότι στις 25/2/2024 εντοπίστηκε ύποπτος στόχος να κινείται στα 16 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά του αεροδρομίου Λάρνακας. Προς εντοπισμό του στόχου περί ώρα 23:00, απέπλευσε η αστυνομική άκατος Αστραπή. Ο στόχος κινείτο με ταχύτητα περί τα 3,5 με  5,5 knots  και εντοπίστηκε στις 26/2/2024 στα 11 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά του κόλπου της Λάρνακας. Επρόκειτο για μια ξύλινη βάρκα περίπου 12 μέτρων στην οποία επέβαιναν 99 άτομα, όλοι παράτυποι μετανάστες, ήταν υπερφορτωμένη και οι επιβαίνοντες φώναζαν ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα η μηχανή. Ως εκ των ανωτέρω η βάρκα κρίθηκε ότι δεν ήταν σε κατάσταση να ρυμουλκηθεί. Προς διάσωση των επιβαινόντων, έσπευσε στο σημείο η αστυνομική άκατος Οδυσσέας, η οποία παρέλαβε τους επιβαίνοντες. Η βάρκα αφέθηκε στο σημείο που εντοπίστηκε και στο τέλος παρασύρθηκε από τα ρεύματα. Μεταξύ των επιβαινόντων ήταν και ο κατηγορούμενος ο οποίος εισήλθε στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας χωρίς να κατέχει σχετική άδεια.»

 

Ως προκύπτει και από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και από τα όσα θα ακολουθήσουν, τα όσα προβάλλονται με τους λόγους έφεσης, κατ' ουσίαν, προβάλλουν περισσότερο το παράπονο του εφεσείοντα ότι, υπό τα δεδομένα της υπόθεσης, η όποια ανάλυση του Κακουργιοδικείου παρέμενε λεκτική μόνο, η δε ποινή είναι υπερβολικά υψηλή.

 

Προκύπτει, συνεπώς, τέτοια συνάφεια στα θέματα των λόγων έφεσης που επιτρέπει, αν όχι επιβάλλει, την παράλληλη εξέτασή τους μέσα από μία ενιαία κρίση της πρωτόδικης απόφασης.

 

Βασική θέση της πλευράς του εφεσείοντα είναι ότι δεν έπραξε οτιδήποτε περισσότερο από τους υπόλοιπους 98 επιβαίνοντες στο σκάφος, ώστε αυτός να διωχθεί ποινικά και να του επιβληθεί τέτοια ποινή.

 

Το Κακουργιοδικείο, όπως προκύπτει από την υπό κρίση απόφασή του, έχοντας καταγράψει το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα αλλά και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, ανέλυσε τη νομική πτυχή της επίδικης κατηγορίας, για την οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης 10 ετών ή χρηματική ποινή μέχρι €50.000 ή και οι δύο αυτές ποινές. Αφού υπέδειξε ότι η προβλεπόμενη ποινή αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα του αδικήματος, ανέφερε τα ακόλουθα, παραπέμποντας και σε νομολογία:

 

«Στην υπό κρίση υπόθεση η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προκύπτει κατ' αρχήν από τις προβλεπόμενες ποινές. Συγκεκριμένα το αδίκημα της κατηγορίας 1 προβλέπει ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα  έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €50.000 ή και τις δύο αυτές ποινές. Σημειώνεται ότι πριν την τροποποίηση του επίδικου άρθρου με τον Ν46(Ι)/2021, προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερέβαινε τις πέντε χιλιάδες λίρες (€8.543) ή και τις δύο αυτές ποινές. Η αισθητή αύξηση των ποινών, αντανακλά ακριβώς την αυξημένη σοβαρότητα που ο νομοθέτης ήθελε να προσδώσει στο υπό εξέταση αδίκημα.

Περαιτέρω, η νομολογία έχει κατ' επανάληψη τονίσει την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο, διέλευση και παραμονή στη Δημοκρατία, λόγω της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και του γεγονότος ότι αυτά επιφέρουν προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως καθώς και προβλήματα αστυνόμευσης. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις αποφάσεις Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 231, 234, Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421, 429, Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 80 και Στρουθιάς ν. Αστυνομίας (2015) 2Α ΑΑΔ 493 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Kabeer Khan, Ποιν. Έφ. 123/23, ημερομηνίας 15.9.2023.

Στην υπόθεση Khan (ανωτέρω), που είχε κριθεί αδίκημα υποβοήθησης προσώπου να εισέλθει στη Δημοκρατία είχαν τεθεί τα ακόλουθα:

«Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.».

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.

Να πούμε εδώ ότι δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση της κυρίας Παυλίδου ότι δεν υπάρχει τόση έξαρση σε τέτοιας φύσεως αδικήματα κάτι που επηρεάζει την αναγκαιότητα της γενικής αποτροπής. Αδικήματα παρόμοιας φύσεως διαπράττονται πάρα πολύ συχνά και λαμβάνουμε γνώση από τον μεγάλο αριθμό υποθέσεων που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου αφού επιλαμβάνεται υποθέσεις για παράνομους μετανάστες που εισέρχονται στη Δημοκρατία διά της θαλάσσιας οδού (βλ. Καρανίκκη v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 118, 123, Υousor v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ.202/24 ημερομηνίας 25/2/2025 και σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, Β  έκδοση, σελ. 269.). Ως τονίστηκε και στην Khan (ανωτέρω) επιβάλλεται η αυστηρή αντιμετώπιση τους με στόχευση την ειδική αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες.

Προκύπτει, συνεπώς, ότι σε υποθέσεις που αφορούν αδικήματα που σχετίζονται με παράνομη μετανάστευση, σύμφωνα με τη νομολογία αλλά και με βάση την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξή τους αλλά και σε συνάρτηση με τις συνθήκες διάπραξης, υφίσταται η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών με το ύψος της να συναρτάται με τις συνθήκες εκάστου αδικήματος (βλ. Mohamed κ.α. v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 166).»

 

Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να αναλύσει εν δυνάμει επιβαρυντικούς παράγοντες, με αναφορά και στην αγγλική υπόθεση LE AND STARK [1999] 1 Cr App R (S) 422. Έχοντας λοιπόν εξηγήσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη ικανοποίησης του στοιχείου της αποτροπής, ανέδειξε το, επίσης νομολογιακά αναγνωρισμένο, δικαίωμα εξατομίκευσης της ποινής και κρίσης κάθε περίπτωσης με βάση τα δικά της γεγονότα. Λεπτομερής είναι η ανάλυση στην οποία το Κακουργιοδικείο προέβηκε όσον αφορά τη μη διαφορετική συμπεριφορά του εφεσείοντα, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους επιβαίνοντες, στο πλαίσιο της θεμελιακής αρχής της ίσης μεταχείρισης παραβατών. Παρέπεμψε, προς τούτο σε αποσπάσματα από τις υποθέσεις ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1999) 2 Α.Α.Δ. 141 και ΚΥΡΙΑΚΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση 35/2022, ημερομηνίας 25.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:B24. Συνακόλουθα, κατέγραψε την κρίση του ότι με δεδομένη τη μη δίωξη οποιουδήποτε άλλου επιβαίνοντα στη βάρκα, η αρχή της ισότητας επενεργούσε μετριαστικά στην επιμέτρηση της ποινής.

 

Καθ’ όσον αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης, είναι αρκετό να λεχθεί ότι το αντικείμενο των Διεθνών Συμβάσεων που αναφέρει η πλευρά του εφεσείοντα, προφανώς αφορά υπεράσπιση τέτοιων μεταναστών σε περίπτωση δίωξής τους και δεν αφορά υπόθεση ως η υπό κρίση. Άλλωστε, είναι σαφής τόσο η νομοθεσία όσο και η νομολογία επί των θεμάτων που απασχόλησαν το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση. Επομένως, αβάσιμος κρίνεται, από αυτό το στάδιο, ο τρίτος λόγος έφεσης.

 

Όσον αφορά τη διαφοροποίηση της υπόθεσης YOUSOR (ανωτέρω) (τέταρτος λόγος έφεσης), επίσης, προφανές είναι το ότι διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση. Εκεί επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ίδια ποινή με το πρόσωπο το οποίο παρείχε συνδρομή και βοήθεια στους απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν στη Δημοκρατία, επομένως κρίθηκε ορθό να μειωθεί η ποινή στον εφεσείοντα ώστε να αποδώσει σημασία στη διαφορετική εγκληματική συμπεριφορά των δύο προσώπων. Αβάσιμο κρίνεται το παράπονο αυτό του εφεσείοντα στην παρούσα έφεση.

 

Αβάσιμο, όμως, είναι και το παράπονο του εφεσείοντα σε σχέση με τη μη παραδοχή του (πέμπτος λόγος έφεσης). Σαφώς, το Κακουργιοδικείο εξήγησε ότι μη παραδοχή σε κατηγορία αποτελεί απόλυτο δικαίωμα ενός κατηγορουμένου και δεν μπορεί να εκληφθεί ως επιβαρυντικός παράγοντας. Αυτό, όμως, έχει ως επακόλουθο να μην μπορεί να τύχει της επιείκειας που θα δικαιούτο και την έκπτωση στην ποινή αν δήλωνε παραδοχή, καταδεικνύοντας έμπρακτη μεταμέλεια για την πράξη του. Είναι ορθή η προσέγγιση και εξήγηση του Κακουργιοδικείου επί τούτου, καθιστώντας άνευ ερείσματος και αυτό το παράπονο του εφεσείοντα.

 

Από την πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει, επίσης, ότι το Κακουργιοδικείο απασχόλησε και η κατάσταση υγείας του εφεσείοντα και οι ιδιαίτερες προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, τις οποίες έλαβε υπ' όψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής, εντάσσοντας τις στο ορθό πλαίσιο, σύμφωνα με τη νομολογία. Δεν χωρεί, επί του προκειμένου, κρίση περί σφάλματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε η επιστολή λειτουργού του τμήματος φυλακών προς τη συνήγορο του εφεσείοντα, με αναφορά σε θέματα υγείας του εφεσείοντα, διαφοροποιεί την κατάσταση ή δίδει έρεισμα στην εισήγηση ότι υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις όσον αφορά την υγεία του εφεσείοντα ή τέτοια επιδείνωσή της, ώστε να μπορεί να ανατρέψει την πρωτόδικη κρίση.

 

Έχουμε την άποψη ότι το Κακουργιοδικείο, με επάρκεια προσέγγισε όλα τα θέματα που είχε ενώπιόν του και με σφαιρικό και δίκαιο τρόπο προχώρησε στο δύσκολο έργο της επιβολής ποινής στον εφεσείοντα. Το τι απομένει είναι να κριθεί κατά πόσον η επιβληθείσα τριετής ποινή φυλάκισης είναι, υπό τας περιστάσεις, υπερβολική.

 

Υπενθυμίζουμε, τα πιο κάτω λεχθέντα στην ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΧΑΤΖΗΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Ποινική Έφεση 20/2021, ημερομηνίας 19.10.2021, ως προς τη σημασία που δίδεται σε προηγούμενες αποφάσεις, στις οποίες επιβλήθηκε ποινή για τα επίδικα αδικήματα:


«Οι προηγούμενες αποφάσεις είναι, βεβαίως, ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα, χωρίς, όμως, να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα που ο καθορισμός αρχών ενέχει, εφόσον η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123.»
 

Το Κακουργιοδικείο άντλησε καθοδήγηση από άλλες αποφάσεις, επισημαίνοντας την πιο πάνω νομολογιακή αρχή, και κατέληξε στην ως άνω αναφερθείσα ποινή. Έχοντας εξετάσει και παραθέσει τα ως άνω, ώστε να αποδοθεί στην ολότητά του το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν εντοπίζουμε, είτε σφάλμα αρχής, είτε πεδίο επέμβασής μας στη διεργασία του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και στην ποινή στην οποία κατέληξε. Αν και θα μπορούσε, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, να χαρακτηριστεί αυστηρή, σε καμία περίπτωση δεν εκφεύγει του επιτρεπτού πλαισίου που η νομολογία έχει αναγνωρίσει για τέτοιας φύσης υποθέσεις.

 

Υπό αυτά τα δεδομένα, καταλήγουμε ότι κανένας από τους λόγους έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και, κατά συνέπεια, όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Η παρούσα έφεση απορρίπτεται στην ολότητά της. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                          Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.             

                                                          Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο