ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 69/2020, 24/11/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 69/2020, 24/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 69/2020)

 

24 Νοεμβρίου 2025

 

 [Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Θ. ΘΩΜΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Εφεσείων

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Εφεσίβλητη

--------------------

 

Γ. Παπαθεοδώρου, Εφεσείων

Θ. Καουτζάνη (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων παραπονείται για την απόρριψη της αξίωσης του για αποζημιώσεις ύψους €5.100,14 εναντίον της Εφεσίβλητης τράπεζας. Η εν λόγω τράπεζα είχε κατά το 1997 δανείσει την εταιρεία W.M.K. Wolf Motor Trading Ltd. Εναντίον της εν λόγω εταιρείας και των τριών φυσικών προσώπων που την είχαν εγγυηθεί, η Εφεσίβλητη είχε καταχωρίσει την αγωγή 5909/2000. Μια εκ των εγγυητών, η Εναγόμενη 4 είχε υποθηκεύσει και το μερίδιο της σε ακίνητο στο Παλιομέτοχο (Υ.2821/97), προς εξασφάλιση του δανείου.

 

Ο Εφεσείων, ο οποίος είναι δικηγόρος, εκπροσώπησε στην αγωγή εκείνη όλους τους Εναγόμενους. Μετά την ακροαματική διαδικασία και την έκδοση απόφασης (στις 4.7.07) υπέρ της τράπεζας, ο Εφεσείων προχώρησε σε ψήφιση των δικηγορικών του εξόδων εναντίον των πελατών του (18.10.07). Εν συνεχεία, στις 26.10.07, κατέθεσε στο Κτηματολόγιο έγγραφα για την εγγραφή memo για το πιο πάνω ποσό των €5.100,14 επί της προαναφερθείσας ακίνητης ιδιοκτησίας της Εναγομένης 4. Όταν όμως το 2011 ο Εφεσείων θέλησε να  λάβει μέτρα για καταναγκαστική πώληση του ακινήτου, διαπίστωσε έκπληκτος ότι, τόσον το δικό του memo όσον και η παλαιότερη υποθήκη της Εφεσίβλητης, είχαν αποσυρθεί και διαγραφεί. Στη βάση στοιχείων, τα οποία περιήλθαν στην αντίληψη του, θεώρησε υπεύθυνη για την απόσυρση του δικού του memo την Εφεσίβλητη, οπότε ήγειρε την κρινόμενη εδώ αγωγή. Η Εφεσίβλητη αρνήθηκε ευθύνη. Επικαλέστηκε σφάλματα του Κτηματολογίου, το οποίο (η Εφεσίβλητη) προσεπικάλεσε ως Τριτοδιάδικο.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν προς υποστήριξη της αγωγής ο Εφεσείων (Μ.Ε.1) και ένας κτηματολογικός λειτουργός (Μ.Ε.2). Εκ μέρους της Εφεσίβλητης κατέθεσαν ο τραπεζικός λειτουργός Α. Βανέζης (Μ.Υ.1) και δύο άλλοι κτηματολογικοί λειτουργοί (Μ.Υ.2, Μ.Υ.3). Ο Τριτοδιάδικος δεν κάλεσε και ούτε αντεξέτασε οποιονδήποτε μάρτυρα. Η πρωτόδικη Δικαστής έκρινε πως όλοι προσπάθησαν εντίμως να καταθέσουν με ειλικρίνεια τα γεγονότα, όπως τα είχαν βιώσει, καθώς και ότι το ουσιώδες μέρος των γεγονότων συνιστούσε κοινό υπόβαθρο ή προέκυπτε από αναντίλεκτα ως προς το περιεχόμενο τους έγγραφα. Αφού πρώτα σημείωσε, αφενός ότι μετά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή 5909/00 (4.7.07), οι εκεί εναγόμενοι διευθέτησαν το χρέος, οπότε είχε εξαλειφθεί η υποθήκη και αφετέρου ότι στις 26.10.07 ο Εφεσείων όντως μετέβη στο Κτηματολόγιο με σκοπό να εγγράψει memo, η πρωτόδικη Δικαστής διετύπωσε τα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Επιστρέφοντας στον Ενάγοντα, αυτός έχοντας το σφραγισμένο πιστοποιητικό ψήφισης, όταν πήγε στο Κτηματολόγιο συμπλήρωσε τα έντυπα Ν.55 και Ν.56, τα παρουσίασε στην υπάλληλο, πλήρωσε και έχοντας λάβει πίσω τη βεβαίωση εγγραφής Τύπου Ν.55, αναχώρησε πιστεύοντας ότι το memo είχε εγγραφεί προς όφελός του. Στην πραγματικότητα του είχε δοθεί βεβαίωση για καταχώριση συντηρητικού διατάγματος υπ’ αρ. Ε.Β. 2198/07, αλλά η ουσία είναι πως δεν αμφισβητείται ότι βάσει του Τύπου Ν.56 στα Μητρώα του Κτηματολογίου είχε όντως εγγραφεί Μemo με τον πιο πάνω αριθμό, το οποίο επιβάρυνε το μερίδιο της εναγομένης 4 στο Ακίνητο.

 

Η διαφορά, όμως, η οποία έχει σημασία είναι πως η Μ.Υ.2, βλέποντας τα έγραφα του Τεκμηρίου 4,  και συγκεκριμένα τον τίτλο της Αγωγής 5909/00, όπως αυτός φαινόταν στο πιστοποιητικό ψήφισης εξόδων, καθώς και στον Τύπο Ν.56 (που είχε συμπληρώσει ο Ενάγων), καταχώρισε στο μηχανογραφημένο σύστημα του Κτηματολογίου ότι το Μemo ενεγράφη προς όφελος της εκεί εμφαινόμενης ενάγουσας, δηλαδή της Τράπεζας. Η Μ.Υ.2 ευθαρσώς και εντίμως παραδέχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου πως είναι από λάθος που ενέγραψε το Μemo προς όφελος της Τράπεζας.

 

Όσον αφορά το χρέος των πελατών του Ενάγοντα, δηλαδή των εναγομένων στην  Αγωγή 5909/00, προς την Τράπεζα, η επόμενη εξέλιξη ήταν στις 15/11/07 η διαγραφή του εναπομείναντος χρέους (μετά την πληρωμή μέρους) και στη συνέχεια η εξάλειψη στις 20/11/2007 από το Κτηματολόγιο της Υποθήκης με αρ. Υ2821/97, την οποία διατηρούσε η Τράπεζα εις βάρος του ίδιου Ακινήτου της εναγομένης 4. Η δε υπόθεση για την Τράπεζα θεωρήθηκε πλέον «κλειστή».

 

Όπως ήταν φυσικό, όταν στις 3/12/2007 η εναγομένη 4 εμφανίστηκε στο Κτηματολόγιο με σκοπό να μεταβιβάσει το Ακίνητό της (μερίδιο), οι αρμόδιοι υπάλληλοι εντόπισαν στο σύστημα την πιο πάνω εγγραφή Μemo προς όφελος της Τράπεζας και ενημέρωσαν σχετικά την εναγομένη 4. Αυτή με τη σειρά της μίλησε με κάποιον τραπεζικό υπάλληλο (Πολυδώρου) και ο τελευταίος με τον Μ.Υ.1, ο οποίος, όπως επίσης ήταν φυσικό, είχε υπόψη του πως η συγκεκριμένη υπόθεση είχε διευθετηθεί προ μόλις δύο βδομάδων και ότι μη έχοντας άλλη αξίωση η Τράπεζα είχε καθηκόντως διαγράψει την Υποθήκη από τις 20/11/07. Σε κάθε περίπτωση, αυτός επικοινώνησε αμέσως με το Κτηματολόγιο, οι λειτουργοί του οποίου επιβεβαίωσαν τα λεγόμενα της εναγομένης 4, και κατά ανάλογο τρόπο, όπως επίσης εξήγησε ο Μ.Υ.1, την ίδια ημέρα (3/12) ενημέρωσαν το Κτηματολόγιο ότι ως Τράπεζα είχαν εξοφληθεί, δεν είχαν οποιαδήποτε αξίωση, οπότε μετά και την παρουσίαση του προβλεπόμενου εντύπου απόσυρσης ή ακύρωσης, η Μ.Υ.3 προχώρησε στη διαγραφή του Μemo στο μηχανογραφημένο σύστημα, πράγμα που ο Ενάγων έμαθε κατά την 1/3/2011.

 

(έμφαση δοθείσα)

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης – Μη Εγγραφή του Μemo

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν είχε επιτευχθεί εγγραφή του memo προς όφελος του Εφεσείοντος. Είναι γεγονός ότι, μετά την παράθεση των προαναφερθέντων ευρημάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ξεκαθάρισε, ως πρώτο ζήτημα, πως ασχέτως λόγου και αιτίας, δεν είχε οποτεδήποτε επιτευχθεί εγγραφή του memo προς όφελος του Εφεσείοντος. Όπως επί λέξει ανέφερε «… είτε λόγω της μη σαφούς συμπλήρωσης των εντύπων είτε λόγω εσφαλμένης αντίληψης ή ελλιπούς προσοχής των αρμοδίων του Κτηματολογίου, σε καμμιά περίπτωση δεν ενεγράφη στο μηχανογραφημένο σύστημα ή στο Μητρώο του Κτηματολογίου εμπράγματο βάρος και δη memo προς όφελος του Ενάγοντα».

 

        Δεν συμφωνούμε με τις εισηγήσεις και την επιχειρηματολογία του Εφεσείοντος. Εν  πρώτοις δεν συμφωνούμε με τη θέση ότι το Δικαστήριο πρώτα αποφάσισε πως δεν είχε επιτευχθεί εγγραφή και πως «ακολούθως προέβη σε διάφορους υπαλλακτικούς συλλογισμούς και προέβη σε διάφορες υποθέσεις», ήτοι εικασίες. Υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η αξιόπιστη, αποδεκτή και ακλόνητη δήλωση (παραδοχή) της Μ.Υ.2 ότι η ίδια, εκ λάθους δικού της, ενέγραψε εξαρχής το memo προς όφελος της Εφεσίβλητης. Είχε προηγηθεί επίσης εύρημα επί των γεγονότων ότι στον Τύπο Ν.56 φαινόταν ο τίτλος της αγωγής 5909/00 με Ενάγουσα την Εφεσίβλητη και Εναγομένη την εταιρεία W.M.K. Wolf Motor Trading Ltd και άλλους. Δεν φαίνονταν δηλαδή στο έντυπο τα μέρη της διαδικασίας ψήφισης εξόδων. Ούτε η Μ.Υ.2 πρόσεξε το επισυναφθέν Πιστοποιητικό Καταλόγου Εξόδων (Τεκμήριο 10), πράγμα το οποίο, αν έπραττε, θα καταλάβαινε ότι το memo αφορούσε έξοδα και σχετική αξίωση του Εφεσείοντος εναντίον της Εναγομένης 4.

 

        Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν ήταν ούτως ή άλλως απαραίτητο να αποφασιστεί ο ακριβής λόγος εξαιτίας του οποίου υπήρξε το σφάλμα. Ούτε βέβαια και αποφάσισε κάτι τέτοιο το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το ουσιώδες ήταν ότι όντως υπήρξε εσφαλμένη εγγραφή του memo προς όφελος της Εφεσίβλητης, ότι το σφάλμα αυτό το διέπραξε λειτουργός του Κτηματολογίου και ότι αυτό έγινε χωρίς οποιαδήποτε εμπλοκή εκ μέρους της Εφεσίβλητης τράπεζας.

 

        Προβάλλει ο Εφεσείων πως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να προβεί το ίδιο σε αξιολόγηση και απόφανση επί του ορθού περιεχομένου των εγγράφων (Τεκμηρίου 4) και αντί αυτού υιοθέτησε τη μαρτυρία της Μ.Υ.2. ως προς την ερμηνεία την οποία η τελευταία απέδωσε τόσο σε αυτά όσο και στον επακόλουθο λανθασμένο χειρισμό. Καταλήγει δε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε το καθήκον του να αποφασίσει αναφορικά με το ποιος ήταν ο δικαιούχος του memo και αντί τούτου υιοθέτησε τη γνώμη της Μ.Υ.2 για το θέμα αυτό.

 

        Διευκρινίζουμε πως δεν ήταν αυτό το ζητούμενο στην υπόθεση. Δεν αμφισβήτησε κάποιος ότι είχε δικαίωμα ο Εφεσείων να εγγράψει memo ή ότι προς όφελος του θα έπρεπε εξαρχής να είχε εγγραφεί. Δεν έγινε όμως εγγραφή προς όφελος του. Αυτό ήταν που αποφάσισε το Δικαστήριο. Θα προσθέταμε πως, το γεγονός της ύπαρξης εγγραφής προς όφελος της Εφεσίβλητης, επιβεβαιώνεται ούτως ή άλλως τόσον από το ότι αυτό είδαν οι αρμόδιοι λειτουργοί στο Κτηματολογικό Μητρώο στις 3.12.07 και για αυτό ενημέρωσαν σχετικά την Εναγόμενη 4 όσον και από το ότι αυθημερόν τα ίδια επανέλαβαν και στον τραπεζικό λειτουργό (Μ.Υ.1). Δεν διεφάνη από τη μαρτυρία και ούτε ως θέμα λογικής προκύπτει ότι υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος οι κτηματολογικοί λειτουργοί να έβλεπαν εγγραφή memo, να ενημέρωναν καθηκόντως για την ύπαρξη της εγγραφής αλλά να ψεύδονται ειδικά ως προς το πρόσωπο προς όφελος του οποίου είχε εγγραφεί. Το γεγονός δηλαδή ότι ενημέρωσαν την Εφεσίβλητη και αναζήτησαν την απόσυρση από την ίδια για να μπορεί η Εναγόμενη 4 να προχωρήσει με τη μεταβίβαση που ήθελε, επιβεβαιώνει ότι η εγγραφή είχε όντως γίνει προς όφελος της Εφεσίβλητης.

 

        Ο πρώτος λόγος υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγοι Έφεσης αρ. 2 και 3 - Αμέλεια

 

Οι εναπομείναντες δύο λόγοι έφεσης αφορούν το ζήτημα της αμέλειας και κρίνουμε ότι εξυπηρετεί καλύτερα η συνεξέταση τους.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι δεν έγιναν ευρήματα αναφορικά με τις συνέπειες από την απόσυρση του memo. Υποστηρίζεται ότι η παραδεκτή «εξ αβλεψίας και ή εκ παραδρομής» απόσυρση του memo ήταν η αιτία της πρόκλησης ζημιάς στον ίδιο ύψους €5.100,14, συνεπεία της αποδέσμευσης του ακινήτου. Επικαλείται προς τούτο τη μαρτυρία της Μ.Υ.3, περί του ότι ο μόνος τρόπος απόσυρσης του memo ήταν η υπογραφή και υποβολή του σχετικού Τύπου 58 (Τεκμήριο 13) στο Κτηματολόγιο, όπως και έγινε.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως εσφαλμένα κρίθηκε ότι η Εφεσίβλητη με την ενέργεια της να αποσύρει το memo δεν ήταν αμελής και ότι η ζημιά την οποία υπέστη ο Εφεσείων δεν ήταν προβλεπτή ή αποτιμητέα σε χρήμα.      

 

Για ό,τι ειδικότερα ενδιαφέρει στην παρούσα, σημειώνουμε κατ’ αρχάς πώς, σύμφωνα με το Άρθρο 51(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, η αμέλεια συνίσταται (1) στην τέλεση πράξης, την οποίαν υπό τις περιστάσεις δεν θα τελούσε λογικός συνετός άνθρωπος ή στην παράλειψη τέλεσης πράξης, την οποίαν υπό τις περιστάσεις θα τελούσε ο λογικός συνετός άνθρωπος και (2) στην πρόκληση ζημιάς ένεκα της ως άνω πράξης ή παράλειψης. Η επιφύλαξη του Άρθρου 51 ορίζει ότι για τη ζημιά δύναται να τύχει αποζημίωσης μόνον το πρόσωπο έναντι του οποίου ο υπαίτιος της αμέλειας υπείχε υποχρέωση να μην επιδείξει αμέλεια. Στον χώρο του Κοινοδικαίου η ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας (duty of care) συνιστά όρον εκ των ων ουκ άνευ για τη στοιχειοθέτηση αμέλειας. Όπως καθοδηγητικά συνοψίστηκαν τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν το αστικό αδίκημα της αμέλειας στην Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 453:

 

«Αμέλεια είναι, κατά το άρθρο 51 του Νόμου περί Αστικών Αδικημάτων που στην ουσία κωδικοποιεί τις αρχές του Κοινού Δικαίου στον κλάδο αυτό, παράβαση καθήκοντος επιμέλειας. Το καθήκον τούτο περιλαμβάνει την επιμέλεια που υποθετικά καταβάλλει ο μέσος λογικός άνθρωπος κάτω από τις ίδιες αντικειμενικές συνθήκες και περιστάσεις που ενήργησε ο εναγόμενος.

 

Βασικό χαρακτηριστικό της αμέλειας είναι, καταρχήν, η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής την οποία ο δράστης όφειλε και μπορούσε στις δοσμένες περιστάσεις να καταβάλει για να μην προκαλέσει ζημιά στον πλησίον του. Τα στοιχεία του "μέσου συνετού ανθρώπου" και του "πλησίον" διαγράφουν τα όρια της επιμέλειας την οποία όφειλε να καταβάλει ο εναγόμενος. H έννοια του καθήκοντος επιμέλειας ολοκληρώνεται με το στοιχείο της δυνατότητας πρόβλεψης ότι, δηλαδή, η ενεργούμενη παρά το καθήκον επιμέλειας πράξη μπορεί να προκαλέσει το συγκεκριμένο ζημιογόνο αποτέλεσμα».

 

         Παρομοίως και στην υπόθεση Ξενοφώντος ν. Κ.Ν. Zoo Bar Restaurant Ltd κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2786 αναλυτικά εξηγήθηκε ότι:

 

«Το καθήκον επιμέλειας, η διάρρηξη του καθήκοντος αυτού και η επέλευση ζημιάς ως αποτέλεσμα αποτελούν τα τρία κλασσικά συστατικά ή παράγοντες που ο ενάγων πρέπει να αποδείξει για να στοιχειοθετήσει ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου. Δεν είναι όμως η έλευση κάθε ζημιάς από τρίτο που καθιερώνει αξίωση αμέλειας. Κατά τη νομολογιακή προσέγγιση της έννοιας της αμέλειας είναι απαραίτητη πρωταρχικά η απόδειξη ότι το άτομο, φυσικό ή νομικό, που προκάλεσε τη ζημιά, όφειλε καθήκον επιμέλειας, έναντι του ζημιωθέντος («duty of care») που περικλείεται στη ρήση του Lord Atkin στην πασίγνωστη υπόθεση Donoghue v. Stevenson [1932] AC 562, με τη χρήση της έννοιας ή κριτηρίου του γείτονα («neighbour principle»). Όπου πρόσωπο βρίσκεται σε τέτοια γειτνίαση με άλλο ώστε το τελευταίο να αντιλαμβάνεται ως θέμα εύλογης αποτίμησης των δεδομένων («reasonable foreseeability»), ότι πράξη ή παράλειψη του  πιθανόν  να επιφέρει στο πρώτο ζημιά,  τότε αναδύεται καθήκον επιμέλειας.

  

Οι κατηγορίες ή συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να εγερθεί τέτοιο καθήκον αναγνωρίστηκε ήδη από την Donoghue v. Stevenson, από τον Lord McMillan, ότι δεν είναι ποτέ στεγανοποιημένες. Η αμέλεια ως έννοια μπορεί να επιδεικνύεται σε μια μεγάλη κατηγορία συνθηκών. Δεν είναι αναγκαίο τα εξεταζόμενα γεγονότα να εντάσσονται σε υποθέσεις όπου και προηγουμένως είχε στοιχειοθετηθεί αμέλεια. Το θέμα εξετάζεται, σύμφωνα με την Anns vMerton London Borough Council [1978] AC 728, σε δύο στάδια: Πρώτον, κατά πόσο υπάρχει η αναγκαία γειτνίαση ώστε να εγείρεται το ερώτημα ότι η έλλειψη φροντίδας δυνατόν να προκαλέσει ζημιά ως θέμα εύλογης πρόβλεψης. Δεύτερον, αν η απάντηση είναι καταφατική, κατά πόσον υπάρχουν δεδομένα που αδρανοποιούν ή περιορίζουν την έκταση αυτής της επιμέλειας.

 

Η έννοια της επιμέλειας περιορίστηκε στο χρόνο ώστε να αναχαιτιστεί η ανεξέλεγκτη επέκταση και ένταξη των διαφόρων περιπτώσεων στην έννοια, ώστε με την έλευση και μόνο της  ζημιάς να εγείρεται έστω εκ πρώτης όψεως αναζήτηση αποζημιώσεων από τρίτους, κυρίως ασφαλιστικές εταιρείες και κρατικές ή κοινωφελείς υπηρεσίες, (Stovin v.Wise [1996] AC 923. Σήμερα, η έννοια της επιμέλειας οριοθετείται από το Caparo test, από την υπόθεση Caparo Industries plc v. Dickman [1990] 1 All E.R. 568 και τη σύγχρονη της, Marc Rich & Co. AG v. Bishop Rock Marine Co Ltd [1996] 1 AC 211, ώστε θα πρέπει: (1) ο ενάγων να δείξει ότι εμπίπτει στα πρόσωπα που ευλόγως μπορούσαν να επηρεαστούν, ανάλογα με τη ζημιά που έγινε, (2) ότι ενάγων και εναγόμενος βρίσκονται σε σχέση γειτνίασης («proximity») και (3) να είναι δίκαιο, ορθό και εύλογο («fair, just and reasonable») να εναποτεθεί καθήκον επιμέλειας υπό τις περιστάσεις».

 

        Η πρωτόδικη Δικαστής παρέπεμψε στην πιο πάνω υπόθεση Ξενοφώντος και έκρινε, ουσιαστικά υπαγάγοντας τα γεγονότα ορθώς σε όλα τα κριτήρια της υπόθεσης Caparo, ως εξής:

 

«Στην παρούσα περίπτωση, η Εναγόμενη Τράπεζα δεν είχε καμιά ενημέρωση ή ένδειξη ή στοιχείο για την ύπαρξη αξίωσης από τον Ενάγοντα ή για την παλαιότερη προσπάθειά του για εγγραφή memo. Αυτό για το οποίο έλαβε γνώση είναι πως υπό τον τίτλο της δικής (sic) Αγωγής υφίστατο memo προς όφελός της, ενώ η ίδια δεν είχε οποιαδήποτε αξίωση. Η ουσία είναι πως αποσύροντας το Μemo η Εναγομένη Τράπεζα δεν είχε την απαραίτητη σχέση επαρκούς εγγύτητας (proximity), η ζημιά στον Ενάγοντα από δική της δράση δεν ήταν καθόλου προβλεπτή και, υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν κρίνεται δίκαιο και εύλογο να τίθεται υποχρέωση επιμέλειας στους ώμους της έναντι του Ενάγοντα».

 

        Δεν εντοπίζουμε σφάλμα και δεν διαφωνούμε με τα αναφερθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην επιχειρηματολογία του, υπέρ του τρίτου λόγου έφεσης, ο Εφεσείων επικαλείται τη μαρτυρία του κτηματολογικού λειτουργού (Μ.Ε.2) ως προς το ότι εάν ο ίδιος (ο Εφεσείων) ζητούσε να εκποιηθεί το ακίνητο «τότε  θα εντοπίζετο το λάθος το οποίο είπε προηγουμένως […] ότι έγινε από πλευράς καταχώρησης». Ασφαλώς και δεν δύναται να αποκλειστεί ότι ήταν πιθανή μια τέτοια εξέλιξη. Πλην όμως, θα πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο πως μια τέτοια, δυνητική τότε και μελλοντική, πορεία δεν διαφοροποιεί ποσώς τις περιστάσεις υπό τις οποίες ενήργησε η Εφεσίβλητη. Πράγμα το οποίο έχει ουσιώδη σημασία αφού, όπως ήδη αναφέραμε, κριτήριο είναι η επιμέλεια που θα κατέβαλλε «ο μέσος λογικός άνθρωπος υπό τις ίδιες αντικειμενικές συνθήκες και περιστάσεις που ενήργησε» η Εφεσίβλητη (βλ. Στρατμάρκο Λτδ, ανωτέρω).

 

        Οι ειδικότερες περιστάσεις εδώ είναι ότι στις 3.12.07 το πρωί, μια πολίτης και ένας κτηματολογικός λειτουργός ειδοποιούν την Εφεσίβλητη ότι έχει εγγεγραμμένο memo προς όφελος της. Αυτό το οποίο γνωρίζει η Εφεσίβλητη είναι πως η ίδια είχε εξοφληθεί. Μη έχοντας οποιαδήποτε αξίωση, προχωρεί το ίδιο πρωί στην απόσυρση του memo. Δεν μπορεί όμως να παραγνωρίζεται ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν απέσυρε memo εγγεγραμμένο προς όφελος του Εφεσείοντος. Απέσυρε memo εγγεγραμμένο προς όφελος της. Είναι υπό αυτές τις δεδομένες περιστάσεις που ενήργησε και υπό αυτές τις περιστάσεις που κρίνεται. Χωρίς να εντοπίζεται έλλειψη προσήκουσας προσοχής εκ μέρους της. Με άλλα λόγια, εάν η ζημιογόνα πράξη είναι η «απόσυρση» (όπως και ο ίδιος ο Εφεσείων εισηγείται), δεν κρίνεται δίκαιο, ορθό και εύλογο να εναποτεθεί στην ίδια καθήκον επιμέλειας προς τον Εφεσείοντα, κατά την απόσυρση του δικού της memo, υπό τις περιστάσεις, εννοείται, της παρούσας περίπτωσης.   

 

        Περαιτέρω, θα πρέπει ξανά να τονίσουμε πως, με βάση το Άρθρο 51 του Κεφ. 148, η δεύτερη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση αμέλειας είναι να έχει προκληθεί ζημιά εξαιτίας της πράξης ή παράλειψης, η οποία συνιστά την αμέλεια. Ο Εφεσείων βέβαια εκλαμβάνει πως με την αποδέσμευση του ακινήτου τεκμηριώνεται αυτομάτως και η ζημιά του για το ισάξιο του εμπράγματου βάρους. Στην πραγματικότητα όμως, με τη διαγραφή του memo δεν απώλεσε το ποσόν αλλά την ευκαιρία να επεδίωκε την είσπραξη μέσω καταναγκαστικής πώλησης.

 

        Θα αρκεστούμε στο να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με την Ποντίκη ν. Κωνσταντινίδη (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 875, «[Η] αποζημίωση στη βάση απώλειας ευκαιρίας είναι είδος αποζημίωσης που δεν μπορεί να υπολογισθεί με απόλυτη ακρίβεια γιατί ακριβώς υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες που εμποδίζουν τον ακριβή υπολογισμό της». Τέτοιοι  παράγοντες εδώ θα ήταν η ίδια η δυνατότητα πώλησης και κυρίως η τιμή η οποία θα ήταν δυνατό να εξασφαλιστεί, υπό συνθήκες καταναγκαστικής πώλησης μεριδίου (1/4) σε ακίνητο, στοιχεία για τα οποία δεν είχε ούτως ή άλλως προσκομιστεί μαρτυρία.

 

        Εννοείται, ασφαλώς, πως θα έπρεπε σε μια τέτοια περίπτωση να συνεκτιμηθεί και το κατά πόσον ο Εφεσείων έλαβε μέτρα προς μετριασμό της όποιας ζημιάς ή απώλειας του, ιδιαίτερα εν όψει της ύπαρξης σειράς άλλων μεθόδων εκτέλεσης στο Άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Ούτε για αυτό το θέμα προσφέρθηκε κάποια σχετική μαρτυρία (βλ. Ταμπούρας v. Κολάνη (2008) 1 (Α) Α.Α.Δ. 384). 

 

        Υπάρχει όμως ακόμα μια πτυχή, η οποία δεν θα επέτρεπε την επιτυχία της έφεσης. Ο Εφεσείων προβάλλει έντονα, στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης, την αναφορά της Εφεσίβλητης στην υπεράσπιση της ότι εξ αβλεψίας «απέστειλαν οδηγίες … προς ακύρωση». Παραγνωρίζεται όμως και εδώ η αμέσως επόμενη υπερασπιστική θέση της Εφεσίβλητης. Της οποίας θέσης η ουσία είναι ότι «… το Κτηματολόγιο και ή οι υπαλλήλοι του όφειλαν να προβούν σε μελέτη των σχετικών εγγράφων και ή να διαπιστώσουν σε ποιον ανήκε το εν λόγω memo και ή να επιβεβαιώσουν ότι οι οδηγίες ήταν σωστές προτού προβούν στην ακύρωση του […] για την ισχυριζόμενη ζημιά οφείλεται αποκλειστικά στο […] Κτηματολόγιο …».

 

        Τα πιο πάνω, κατά τη δική μας κρίση, επέχουν θέση υπεράσπισης που προβλέπεται στο Άρθρο 56 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου. Το οποίο προνοεί πως σε αγωγή για αμέλεια, συνιστά υπεράσπιση, ανεξαρτήτως του κατά πόσον ο εναγόμενος επέδειξε αμέλεια, το ότι κάποιος τρίτος επέδειξε αμέλεια, η δε υπό του τρίτου επιδειχθείσα αμέλεια, «ήταν η αποφασιστική αιτία της ζημιάς». Εδώ το   σφάλμα του Κτηματολογίου ήταν παραδεκτό από κτηματολογικούς λειτουργούς. Ως έχουμε ήδη καταγράψει, το επικαλείται και ο Εφεσείων στο περίγραμμα αγόρευσης του.

 

        Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε αναλυτικά τα κριτήρια της υπόθεσης Caparo (ανωτέρω) εν σχέσει με την τυχόν ευθύνη του Κτηματολογίου. Θεωρούμε πως είναι από τις περιπτώσεις που ως Κρατικό Τμήμα, έχει καθήκον επιμέλειας απέναντι σε πολίτη, ο οποίος καταθέτει τα αναγκαία έγγραφα για εγγραφή memo εμπράγματου βάρους. Το καθήκον αυτό καλύπτει τουλάχιστον την προσήκουσα προσοχή ούτως ώστε τα όσα θα ακολουθήσουν από πλευράς ενεργειών του Κτηματολογίου να συσχετίζονται με το συγκεκριμένο αίτημα του πολίτη. Θα πρέπει δε να διευκρινίσουμε πως η αμέλεια του Κτηματολογίου στην παρούσα παρουσιάζεται να εκτείνεται σε τουλάχιστον τρία χρονικά σημεία και δη: (α) Κατά την παραλαβή των εγγράφων, την εσφαλμένη ανάγνωση αυτών και την εσφαλμένη εγγραφή στο Μητρώο, (β) Κατά την ενημέρωση της Εναγομένης 4 και λίγο αργότερα του τραπεζικού λειτουργού, για την ύπαρξη memo προς όφελος της Εφεσίβλητης, και (γ) Κατά την ακύρωση του memo, με την αποδοχή απόσυρσης από την Εφεσίβλητη.

 

        Κρίνουμε πως η παρούσα διακρίνεται από την Κουντουρέτης ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. 351/18, ημερ. 3.6.24, στην οποία το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη κατάληξη ότι κατά την κατάθεση πωλητηρίου εγγράφου δεν υπήρχε καθήκον του Κτηματολογίου για ενημέρωση του καταθέτοντος περί της ύπαρξης τυχόν παλαιότερου πωλητηρίου εγγράφου.

 

        Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως οι πιο πάνω ενέργειες ή παραλείψεις εκ μέρους του Κτηματολογίου ήταν ουσιώδεις και κρίσιμες, καθότι από αυτές εξαρτάτο η εγγραφή, η διατήρηση και η ισχύς του εμπράγματου βάρους, δηλαδή η εξέλιξη της ενέργειας στην οποία ο Εφεσείων επέλεξε να προβεί. Εξηγήσαμε και κατά τις αγορεύσεις την πτυχή αυτή, πλην όμως ο κ. Παπαθεοδώρου διατήρησε τη θέση του σε σχέση με το ότι το memo δεν θα αποσύρετο εάν δεν υπέγραφε το σχετικό έντυπο απόσυρσης η Εφεσίβλητη. Με κάθε σεβασμό διαφωνούμε. Υπό την έννοια ότι ανεξαρτήτως της αβλεψίας εκ μέρους της Εφεσίβλητης, η αποφασιστική αιτία της διαγραφής του memo ήταν ο όλος χειρισμός από το Κτηματολόγιο.

 

        Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Κατάληξη

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

 

        Επιδικάζονται προς όφελος της Εφεσίβλητης και εις βάρος του Εφεσείοντος έξοδα €2.000 συν Φ.Π.Α.

 

 

 

 

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.              Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.            Θ. ΘΩΜΑ, Δ.   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο