Oceanlink Holdings Ltd v. Marios Michaelides Temple Fitness Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. Ε84/22, 25/11/2025
print
Τίτλος:
Oceanlink Holdings Ltd v. Marios Michaelides Temple Fitness Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. Ε84/22, 25/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε84/22)

                  

ν.

Για εφεσείουσα: κος Μιλτιάδης Βιολάρης για M.VIOLARES LLC

Για εφεσίβλητη: κα Χριστίνα Παναγιώτου για Ηλίας Χρίστου Δ.Ε.Π.Ε.

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες  διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται ενδιάμεση απόφαση Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της εφεσείουσας για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Το αίτημα για συνοπτική απόφαση, περιοριζόταν στο μέρος της απαίτησης που αφορούσε την παράδοση κατοχής ενός υποστατικού ιδιοκτησίας της εφεσείουσας, το οποίο ενοικιάζει στην εφεσίβλητη. Οι υπόλοιπες απαιτήσεις για αποζημιώσεις και οφειλόμενα ενοίκια δεν συμπεριλήφθηκαν στο αίτημα για συνοπτική απόφαση. 

Για να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα της παρούσας, χρήζει στο παρόν στάδιο μια συνοπτική αναφορά στο δικονομικό ιστορικό της υπόθεσης.

Η εφεσείουσα καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, την υπό κρίση αγωγή με την οποία ζητά από την εφεσίβλητη την παράδοση κατοχής ενός υποστατικού που της ενοικιάζει, επικαλούμενη την παράλειψη πληρωμής του συμφωνηθέντος ενοικίου. Ζητά επίσης την πληρωμή των καθυστερημένων ενοικίων ύψους €85.575,19, αφού σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης η εφεσίβλητη από το 2017 σταμάτησε να πληρώνει οιονδήποτε ποσόν έναντι του συμφωνηθέντος ενοικίου. Επιπλέον με την αγωγή της, η εφεσείουσα αιτείται το ποσόν των €65.000,00 ως αποζημιώσεις για ζημίες στο εν λόγω κτήριο, που προκλήθηκαν κατά τους ισχυρισμούς της, από πράξεις της εφεσίβλητης.

Να σημειωθεί ότι η πιο πάνω αγωγή της εφεσείουσας στρέφεται και εναντίον του εναγομένου 2 ως εγγυητή της εφεσίβλητης. Η παρούσα έφεση δεν αφορά όμως τον εγγυητή αφού η αίτηση για συνοπτική απόφαση δεν συμπεριέλαβε την εγγύηση αλλά το μέρος της απαίτησης για την παράδοση κατοχής του υποστατικού, όσον αφορά μόνο την εφεσίβλητη ενοικιάστρια εταιρεία.

Πλην της υπό κρίση αγωγής, έχουν καταχωρηθεί και άλλες δικαστικές διαδικασίες μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με το επίδικο υποστατικό. Εκτός μιας αγωγής που η εφεσίβλητη καταχώρησε εναντίον της εφεσείουσας για παράνομη επέμβαση στο υποστατικό που ακόμη εκκρεμεί, η εφεσείουσα είχε σε προγενέστερο στάδιο καταχωρίσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την αγωγή 1374/2018 με την οποία ζητούσε τις ίδιες θεραπείες με την υπό κρίση αγωγή. Η εφεσείουσα διέκοψε την εν λόγω αγωγή στις 15/07/2020 και στην συνέχεια καταχώρισε την υπό κρίση αγωγή. Σημειώνεται όμως ότι η εφεσίβλητη καταχώρισε ανταπαίτηση στην εν λόγω αγωγή 1374/2018, η οποία εκκρεμεί μέχρι σήμερα και η εκδίκαση της οποίας, έχει με διάταγμα του Δικαστηρίου συνενωθεί με την εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής της εφεσείουσας, κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου ημ. 19/01/2022.

Ακολούθησε η καταχώριση από την εφεσείουσα της υπό κρίση αίτησης για συνοπτική απόφαση, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως διευκρινίστηκε από τον συνήγορο της εφεσείουσας στην προφορική του αγόρευση ενώπιον του Εφετείου, το παράπονο της εφεσείουσας εστιάζεται στην απόρριψη του αιτήματος για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον της εφεσίβλητης, μόνο σε σχέση με την κατοχή του υποστατικού. Ισχυρίστηκε ότι δεν έχει καταδειχθεί καμία υπεράσπιση αναφορικά με την μη πληρωμή των ενοικίων για μεγάλο χρονικό διάστημα, και ότι τουλάχιστον η κατοχή θα έπρεπε από τώρα να αποδοθεί στην εφεσείουσα και να παραμείνουν για εκδίκαση τα ζητήματα όπως η επάρκεια της εγγύησης και το ύψος των αποζημιώσεων, τα οποία όπως το έθεσε, είναι εκτός της εμβέλειας του αιτήματος για συνοπτική απόφαση. Ήταν η θέση του συνηγόρου ότι με την απόρριψη του αιτήματος, δόθηκε η ευκαιρία στην εφεσίβλητη να συνεχίσει την παράνομη της συμπεριφορά, αφού κατέχει το επίδικο ακίνητο για πάρα πολλά χρόνια χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη και χωρίς να πληρώνει κανένα ενοίκιο.

Η εφεσίβλητη από την πλευρά της, πρωτοδίκως έκανε αναφορά στην επίδικη σύμβαση ενοικίασης και συγκεκριμένα στον όρο που της επιτρέπει να αφαιρεί από το συμφωνηθέν ενοίκιο, όλα τα έξοδα επιδιόρθωσης στο επίδικο υποστατικό, στα οποία προβαίνει η ίδια. Ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι το υποστατικό ενοικιάστηκε ως γυμναστήριο, όμως δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Συμφωνήθηκε ως εκ τούτου όπως η εφεσίβλητη προβεί σε όλες τις αναγκαίες κατασκευαστικές εργασίες με την ταυτόχρονη παγοποίηση των ενοικίων, μέχρι να ξεκαθαριστεί το κόστος των επιδιορθώσεων και των κατασκευαστικών εργασιών.

Προβλήθηκε από την εφεσίβλητη ο ισχυρισμός ότι το κτήριο δεν ήταν κατάλληλο, δεν έχει πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, ούτε πιστοποιητικό πυρασφάλειας και ως αποτέλεσμα, δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί άδεια γυμναστηρίου και λόγω τούτου αναγκάζεται να καταβάλλει 19% ΦΠΑ ενώ θα έπρεπε να πληρώνει 5%. Οι κατασκευαστικές εργασίες στις οποίες προέβηκε η εφεσίβλητη ανέρχονται σύμφωνα με την ίδια σε ένα ποσόν πέραν των €190.000,00. Η εφεσίβλητη επικαλέστηκε επίσης παράβαση της σύμβασης από την εφεσείουσα, ισχυριζόμενη ότι αθέτησε την συμβατική της υποχρέωση να της παραχωρήσει τους χώρους στάθμευσης του υποστατικού.

Όλα τα πιο πάνω, η εφεσίβλητη τα προβάλει με την ανταπαίτηση της στην αγωγή 1374/2018, η οποία θα συνεκδικαστεί με την υπό κρίση αγωγή της εφεσείουσας. Θα ήταν ως εκ τούτου άδικο για την εφεσίβλητη να αναγκαστεί να παραδώσει το υποστατικό, προτού ακουστούν οι θέσεις της για τα πιο πάνω ζητήματα.

Τέλος, η εφεσίβλητη επικαλέστηκε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους της εφεσείουσας, παραπέμποντας στο πιο πάνω ιστορικό των δικαστικών διαδικασιών και ιδιαίτερα την καταχώριση και διακοπή της αγωγής 1374/2018, και στη συνέχεια την προώθηση της υπό κρίση αγωγής και της αίτησης για συνοπτική απόφαση σε πολύ καθυστερημένο στάδιο, ενώ εκκρεμεί η ανταπαίτηση της εφεσίβλητης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, εξέτασε αρχικά τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Έκρινε με παραπομπή σε νομολογιακές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες η κατάχρηση μπορεί να πάρει πολλές μορφές, ότι στην υπό κρίση περίπτωση η εφεσείουσα ενήργησε καταχρηστικά.  

Λέχθηκε επί του προκειμένου ότι πέραν της καθυστέρησης στην προώθηση του αιτήματος συνοπτικής απόφασης, ήτοι ένα χρόνο μετά την καταχώρηση της αγωγής,  τυχόν συνοπτική απόφαση θα έδινε προβάδισμα στην εφεσείουσα έναντι της ανταπαίτησης της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, μια τέτοια απόφαση θα δημιουργήσει μια ανισορροπία, την οποία η εφεσείουσα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εναντίον της εφεσίβλητης με αποτέλεσμα να μην μπορέσει η τελευταία να προωθήσει την υπόθεση της, και θα αποτελέσει πλήγμα στην προσπάθεια της να προβάλει την υπεράσπισή της, καθώς η απόφαση αυτή θα την εξοντώνει και οικονομικά.

Ανεξαρτήτως της πιο πάνω διαπίστωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Αφού προηγουμένως διαπίστωσε ότι πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1 στην συνέχεια προχώρησε στην εξέταση, της προβληθείσας υπεράσπισης της εφεσίβλητης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι ισχυρισμοί για συμφωνία παγοποίησης της πληρωμής των ενοικίων μέχρι να ξεκαθαρίσει το ζήτημα της αξίας των κατασκευαστικών εργασιών, συνιστούσε καλόπιστη υπεράσπιση εκ μέρους της εφεσίβλητης, στην οποία θα έπρεπε να δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί σε πλήρη ακροαματική διαδικασία. Έκρινε επί του προκειμένου ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί θα έπρεπε να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου με την προσκόμιση της αναγκαίας μαρτυρίας και να αξιολογηθούν ανάλογα.

Στην βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για συνοπτική απόφαση με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Η εφεσείουσα με 5 λόγους έφεσης προσβάλλει την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση.

Με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 3, προσβάλλονται τα πρωτόδικα ευρήματα ως προς την καθυστέρηση και την κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας από την εφεσείουσα. Συγκεκριμένα με τους λόγους έφεσης 1 και 2, η εφεσείουσα χαρακτηρίζει ως λανθασμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι με τις δικονομικές της ενέργειες επιδιώκει να προκαλέσει αδικία και να βάλει πίεση στην εφεσίβλητη, ώστε να μην μπορεί να προβάλει επαρκώς την ανταπαίτηση της. Επιπλέον με τον 3ο λόγο έφεσης, χαρακτηρίζεται ως λανθασμένη η πρωτόδικη κρίση ότι η αίτηση καταχωρήθηκε καθυστερημένα ή έστω θα μπορούσε με ευχέρεια να καταχωρηθεί στα αρχικά στάδια της αγωγής.

Με τον 4ο λόγο έφεσης προσβάλλεται το πρωτόδικο εύρημα ότι η εφεσείουσα έχει αποδείξει συζητήσιμη υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής.  Η εφεσείουσα δεν αμφισβητεί ότι είχε συμβατική υποχρέωση να καλύψει κάποιες επιδιορθώσεις στο ακίνητο. Ισχυρίζεται όμως ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αντιληφθεί ότι αυτή η συμβατική υποχρέωση περιορίστηκε σε καθορισμένες εργασίες και σε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, ενώ το ύψος των οφειλομένων ενοικίων κατά την ημερομηνία τερματισμού της ενοικίασης υπερκάλυπτε το ποσό αυτό. Ειδικότερα, η συμβατική υποχρέωση της εφεσείουσας για επιδιορθώσεις καθορίστηκε για συγκεκριμένες πάντοτε εργασίες σε €77,930.00, ενώ η οφειλή κατά την ημερομηνία τερματισμού ξεπερνούσε τα €80.000,00. Κατά την δε ημερομηνία εκδίκασης της αίτησης, το ποσό της οφειλής ανήρθε σε €143.895,19.

Τέλος, με τον 5ο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και κατά παράβαση των εχέγγυων της δικαστικής αμεροληψίας, αναπαρήγαγε αυτούσιο το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων της εφεσίβλητης, στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης.

Η εφεσείουσα με το περίγραμμα αγόρευσης της προώθησε τους πιο πάνω λόγους έφεσης, παραπέμποντας σε σχετικές αποφάσεις αναφορικά με την εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης, δυνάμει της Δ.18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Υποστήριξε επίσης τις θέσεις της για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και επέμενε με παραπομπή σε νομολογία στον ισχυρισμό ότι δεν τηρήθηκαν τα εχέγγυα δίκαιης δίκης, λόγω της αναπαραγωγής αυτούσιου του περιεχομένου της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων της εφεσίβλητης στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης.

Η εφεσίβλητη από την πλευρά της υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, τόσο ως προς τα συμπεράσματα για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης, όσο και ως προς την πρωτόδικη κατάληξη ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση. Ειδικότερα ως προς το τελευταίο, η εφεσίβλητη επιμένει στην θέση της ότι συμφωνήθηκε η παγοποίηση πληρωμής του ενοικίου μέχρι να ξεκαθαριστεί το ποσόν για τις κατασκευαστικές εργασίες που είναι αναγκαίες ώστε το υποστατικό να είναι σε θέση να εξασφαλίσει άδεια γυμναστηρίου. Ισχυρισμός που συνιστά υπεράσπιση, που πρέπει κατά την εφεσίβλητη να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο σε πλήρη ακρόαση.

Αναφορά έγινε και στην ανταπαίτηση της εφεσίβλητης, με την οποία επιζητούνται περαιτέρω ποσά ως αποζημιώσεις λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εφεσείουσας, η οποία διαβεβαίωνε για την καταλληλόλητα του υποστατικού. Προβάλλονται επίσης ισχυρισμοί για αντισυμβατική συμπεριφορά της εφεσείουσας μεταξύ άλλων και για την μη παραχώρηση των χώρων στάθμευσης αλλά και για την υποχρέωση της όπως εγκαταστήσει σύστημα κλιματισμού και εξαερισμού ανάμεσα σε άλλες υποχρεώσεις που είχε ως ιδιοκτήτρια.

Τέλος, η εφεσίβλητη ενώ δέχεται ότι σε ορισμένα σημεία της προσβαλλόμενης απόφασης φαίνεται να υιοθετήθηκαν οι θέσεις των συνηγόρων της, αρνείται τους ισχυρισμούς του 5ου λόγου έφεσης, ότι η πρωτόδικη απόφαση αναπαράγει με απόλυτη ταυτοσημία τη γραπτή τους αγόρευση.

Χρήζει στο στάδιο αυτό μια συνοπτική αναφορά στην νομολογία που ερμηνεύει την δυνατότητα έκδοσης συνοπτικής απόφασης δυνάμει των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία είναι πλούσια.

 Σύμφωνα με την Δ.18 θ.1(α) πρέπει να πληρούνται οι πιο κάτω τρεις προϋποθέσεις, προτού το Δικαστήριο εξετάσει τους ισχυρισμούς του εναγομένου για καλόπιστη υπεράσπιση.

1.    Να καταχωριστεί κλητήριο ένταλμα ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2 θ.6.

2.    Ο εναγόμενος να έχει καταχωρίσει εμφάνιση.

3.    Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση να γίνεται από τον ενάγοντα ή από πρόσωπο που μπορεί θετικά να ορκιστεί ως προς τα γεγονότα και που να μπορεί να επαληθεύσει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείτο και να δηλώνει ότι εξ όσων πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.

Επίσης δυνάμει της Δ.18 θ.2 η αίτηση για συνοπτική απόφαση θα πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα τεκμήρια που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση. Γνώση από έγγραφα συνταγμένα χωρίς την συμμετοχή του ενόρκως δηλούντα δεν είναι προσωπική. Βασίζεται σε πληροφορίες και δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της Δ.18 (βλ. μεταξύ άλλων The Chain Gulf Traders Ltd κ.α ν. Λαϊκής Τράπεζας Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ 1168).

Αφού ικανοποιηθούν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το βάρος μετατίθεται στον εναγόμενο να αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει απόφαση υπέρ του ενάγοντα, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι ο εναγόμενος έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή (βλ. CY.E.M.S.CO. ν. Central Co-Operative Industries (1982) 1 CLR 897).

Σύμφωνα με την νομολογία, όταν το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγομένου, η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του, θα πρέπει να περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του για την ύπαρξη συζητήσιμης υπεράσπισης. Γενική και αόριστη αναφορά σε υπερασπίσεις, χωρίς τις αναγκαίες λεπτομέρειες που τις στοιχειοθετούν, δεν είναι αρκετή ώστε να εκπληρώσει το καθήκον του εναγομένου για απόδειξη συζητήσιμης υπεράσπισης (βλ. μεταξύ άλλων Νεάρχου κ.α. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 818) .

Από την άλλη, είναι ευρέως νομολογημένο ότι η διαδικασία για έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει της Δ.18 είναι ένα εξαιρετικό μέτρο, το οποίο στην ουσία καταλήγει σε απόφαση χωρίς να ακουστεί ο εναγόμενος. Ως εκ τούτου πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όπου η υπόθεση του ενάγοντα είναι απολύτως καθαρή και είναι προφανές πέραν από κάθε λογική αμφιβολία ότι ο εναγόμενος δεν έχει καλόπιστη υπεράσπιση στην αγωγή. Είναι σαφές ότι συνοπτική απόφαση (summary judgement)  θα πρέπει να εκδίδεται με πολύ φειδώ και ως εξαίρεση στον βασικό κανόνα ότι το Δικαστήριο ακούει και τις δύο πλευρές προτού καταλήξει στην ετυμηγορία του. Δεν πρέπει να εμποδίζεται ο εναγόμενος να υπερασπιστεί εκτός σε περιπτώσεις όπου είναι αναμφίβολο ότι δεν έχει συζητήσιμη υπεράσπιση (βλ. μεταξύ άλλων Λαζάρου κα ν. Mακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ 817).

Στην απόφαση Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.α ν Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε (2001) 1 Α.Α.Δ 418, 423, τονίζεται ότι συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα  ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν την διεξαγωγή κανονικής δίκης. Εφ’ όσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των προτέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας και με ευρήματα έξω από το πλαίσιο δίκης στην αγωγή.

Σχετικό με την ιδιαίτερη φύση και τον σκοπό της διαδικασίας συνοπτικής απόφασης είναι και το πιο  το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση Νεάρχου (ανωτέρω), που υιοθετήθηκε στην μεταγενέστερη απόφαση Ανδρονίκου κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου  (2007) 1Β Α.Α.Δ 977:

«Ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση είναι κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόσο καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη, ενώ αντίθετα να δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή όμως η διαδικασία αυτή αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπίσει την υπόθεση σε κανονική δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης ασκείται πολύ προσεκτικά, σπάνια και με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία περιέχονται στη Δ.18 κκ.1-5, όπως αυτά εξηγήθηκαν τόσο σε αγγλική νομολογία όσο και σε νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

Η αγγλική Νομολογία καθιέρωσε ως βασική αρχή ότι όπου υπάρχει ειλικρινής διαφωνία αναφορικά με την ερμηνεία ενός εγγράφου στο οποίο βασίζεται η αξίωση ή διαφωνία ως προς τις συμβατικές υποχρεώσεις των μερών είτε ακόμα αβεβαιότητα ως προς το οφειλόμενο ποσόν, πρέπει να δίδεται στον εναγόμενο άδεια για υπεράσπιση (βλ. Annual Practice (1958) σελ. 264, παρ. "Question of fact").

Αναφορικά με την προβολή ανταπαίτησης εκ μέρους του εναγομένου, αυτή σύμφωνα με την νομολογία, δεν συνιστά υπεράσπιση και εμπόδιο στην έκδοση συνοπτικής απόφασης, εκτός αν επηρεάζει την αιτούμενη με την αγωγή θεραπεία και συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης.

Στην απόφαση Ch Aresti Estates (Ch Aresti Estates Ltd κ.α. Ν. Loucas Kyprianou Co Enterprises Ltd, Πολ. Έφεση 68/11, ημερ. 21/10/2016, λέχθηκε ότι οποιαδήποτε ανταπαίτηση του εναγομένου που δεν επηρεάζει την αιτούμενη με την αγωγή θεραπεία δεν συνιστά υπεράσπιση στην αγωγή για σκοπούς της Δ.18. Στην εν λόγω υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία διέταξε συνοπτική απόφαση για έξωση των εναγομένων λόγω μη πληρωμής οφειλόμενων ενοικίων. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

« Η όποια ενδεχόμενη απαίτηση των ιδίων των εφεσειόντων θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο ανταπαίτησης, ή χωριστής αγωγής, αλλά δεν επηρέαζαν το δικαίωμα των εναγόντων σε συνοπτική απόφαση.» 

Έχει εντούτοις νομολογηθεί ότι αν και η ανταπαίτηση θεωρείται ως ξεχωριστή αγωγή (cross action), για τους σκοπούς της Δ.18 των παλαιών  Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, μπορεί κάτω υπό προϋποθέσεις να λογιστεί ως υπεράσπιση, χωρίς να ανατρέπεται η αρχή που καθιέρωσε η υπόθεση Ch Aresti Estates (ανωτέρω). Ωστόσο για να δοθεί άδεια του Δικαστηρίου για έγερση ανταπαίτησης σε αίτημα για συνοπτική απόφαση, θα πρέπει αυτή να πληροί ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία περιγράφονται στην απόφαση Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1Α Α.Α.Δ 22 ως ακολούθως:

«Είναι καθιερωμένο ότι όπου εγείρεται καλή τη πίστη ανταπαίτηση που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα της αγωγής και συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης πρέπει να δίδεται τέτοια άδεια, ακόμα και αν ο εναγόμενος παραδέχεται μέρος ή ολόκληρη την απαίτηση (βλέπεː Morgan & Son Ltd. ν S. Martin Johnson & Co. (1949) 1 K.B. 107. Η ανταπαίτηση είναι αγωγή (cross action), αλλά για τους σκοπούς της Διαταγής 18 πρέπει να θεωρείται ως Υπεράσπιση (βλέπεː Zoedone Co. ν Barrett (1982) 26 S.J. 657) »

Στην μεταγενέστερη απόφαση L.P. Loukaides Ltd ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας, Πολ. Έφεση Ε211/14 ημ. 22.2.2022, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε την προβολή ανταπαίτησης σε αίτημα για συνοπτική απόφαση δυνάμει της Δ.18. Παρατέθηκε το πιο πάνω απόσπασμα από την υπόθεση Subotic v. Στυλιανίδη (ανωτέρω), και επιπλέον με παραπομπή στην υπόθεση Μάρκος Νικολάου Λτδ ν. Adamko Constructions Ltd (2005) 1Α A.A.Δ. 376, 380, τονίστηκε ότι στις περιπτώσεις όπου εγείρεται καλόπιστη ανταπαίτηση που προκύπτει από τα γεγονότα της αγωγής και συνδέεται με τους λόγους υπεράσπισης πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση, ακόμα και αν ο εναγόμενος παραδέχεται ολόκληρη ή μέρος της απαίτησης. Τονίστηκε όμως ταυτόχρονα ότι όσον αφορά συναλλαγματική, η αρχή αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις καθότι, χωρίς ισχυρό λόγο ανταπαίτησης, δεν χορηγείται άδεια σε αγωγή για συναλλαγματική, επιταγή ή άλλο αξιόγραφο που δεν αμφισβητείται καθόλου ή που η αμφισβήτηση δεν είναι σοβαρή.

Στην υπόθεση L.P. Loukaides Ltd ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (ανωτέρω), επισημάνθηκε ότι κάθε περίπτωση  σε αίτημα συνοπτικής απόφασης ιδιαίτερα αν προβάλλεται ανταπαίτηση, κρίνεται με τα ιδιαίτερα του περιστατικά. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

« Όπως και να έχουν τα πράγματα, οφείλουμε να καταγράψουμε πως όσα εκφράστηκαν στην Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 22, διόλου δεν αμβλύνουν την εμπεδωμένη αρχή ότι η κάθε περίπτωση αιτήματος για έκδοση συνοπτικής απόφασης ενδείκνυται όπως αντιμετωπίζεται εξατομικευμένα και κατά τα όσα το περιστοιχίζουν, μακριά από αφορισμούς και αγκυλώσεις (βλ. Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Δημητράκης Γ. Συκοπετρίτης Λίμιτεδ, Π.Ε. Ε214/19, ημ. 29.9.21).

Παρεμβάλλουμε, πως ο δικαστικός λόγος στην Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 22, δεν πρέπει να προτάσσεται ως άτεγκτη αρχή δικαίου οριζόντιας εφαρμογής σε κάθε υπόθεση αιτήματος για έκδοση συνοπτικής απόφασης όπου προβάλλεται ανταξίωση.»

Προκύπτει από τα πιο πάνω, ότι τυχόν ανταπαίτηση του εναγομένου είναι δυνατόν να συνιστά συζητήσιμη υπεράσπιση και εμπόδιο στην έκδοση συνοπτικής απόφασης, όταν μετά από εξέταση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, καταδειχθεί ότι η ανταπαίτηση προβάλλεται καλόπιστα, προκύπτει από τα γεγονότα της αγωγής και συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης στην αγωγή.

Είναι σημαντικό επίσης να λεχθεί ότι στην διαδικασία εξέτασης αιτήματος για συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο δεν προχωρεί σε αξιολόγηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών για να προβεί σε ευρήματα όσον αφορά την υπεράσπιση ή τυχόν ανταπαίτηση του εναγομένου, ως να εκδίκαζε την ουσία της υπόθεσης. Αρκεί να αποκαλυφθεί συζητήσιμο θέμα προς εκδίκαση ούτως ώστε να δοθεί άδεια για υπεράσπιση (βλ. Λαζάρου ν. Μακεδόνας (1999) 1 Α.Α.Δ 817).

Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας θα εξετάσω αρχικά τον 4ο λόγο έφεσης που αφορά το ζήτημα της απόδειξης από την εφεσίβλητη, συζητήσιμης υπεράσπισης στην ουσία της αγωγής.   

Στην υπό κρίση  περίπτωση και αφού εξέτασα με προσοχή  όλο το υλικό της υπόθεσης, κρίνω ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την θέση της εφεσίβλητης για απόδειξη συζητήσιμης υπεράσπισης, έστω και για το περιορισμένο μέρος της αξίωσης που αφορούσε μόνο, την παράδοση κατοχής του επίδικου υποστατικού.

Η αξίωση για παράδοση της κατοχής όπως αυτή εμφανίζεται στην έκθεση απαίτησης της εφεσείουσας δεν είναι αυτοτελής με την έννοια ότι δεν θα μπορούσε να διαχωριστεί από τις γενικότερες θέσεις της εφεσείουσας για παράλειψη πληρωμής ενοικίων. Αντιθέτως, αυτή η αξίωση κατοχής, στηρίζεται ακριβώς στην ύπαρξη των κατ’ ισχυρισμό οφειλομένων ενοικίων για την νομιμότητα όμως της οποίας, η εφεσίβλητη προβάλει κάποιους ισχυρισμούς που θα πρέπει να διερευνηθούν και αξιολογηθούν από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο κανονικής ακρόασης. 

Βέβαια η εφεσείουσα στηριζόμενη στον όρο 5.2(j) της συμφωνίας ενοικίασης, ισχυρίζεται ότι τα οφειλόμενα ενοίκια υπερβαίνουν κατά πολύ το προβλεπόμενο στην συμφωνία ποσό για επιδιορθώσεις στο υποστατικό. Με αυτήν την έννοια, είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη δεν μπορεί να επικαλείται την εκ μέρους της δαπάνη για επιδιορθώσεις, ώστε να συνεχίσει την παγοποίηση των ενοικίων.

Η πιο πάνω θέση όμως της εφεσείουσας, παραγνωρίζει ότι οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης για δικαίωμα παγοποίησης των ενοικίων δεν περιορίζονται μόνο στον πιο πάνω όρο της συμφωνίας ενοικίασης. Επικαλείται επιπλέον η εφεσίβλητη, και συμφωνία των μερών για παγοποίηση των ενοικίων μέχρι να διευκρινιστεί το συνολικό ποσό των κατασκευαστικών εργασιών που απαιτείται για την εξασφάλιση άδειας λειτουργίας του γυμναστηρίου. Επικαλείται επίσης παραβάσεις της σύμβασης ενοικίασης από την εφεσείουσα, ως προς την υποχρέωση της να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες και εργασίες για την εξασφάλιση της εν λόγω άδειας, στις οποίες προέβηκε αναγκαστικά η εφεσίβλητη με την κατ’ ισχυρισμό καταβολή δαπάνης πέραν των €190.000,00, ως επίσης και του επιπλέον ποσού ΦΠΑ που πληρώνει λόγω της μη εξασφάλισης άδειας. Επιζητά επίσης με την ανταπαίτηση της που θα συνεκδικαστεί με την υπό κρίση αγωγή, περαιτέρω αποζημιώσεις για αντισυμβατική συμπεριφορά της εφεσείουσας, αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό συμφωνηθείσα παροχή των χώρων στάθμευσης.

Όλα τα πιο πάνω συνιστούν επίδικα ζητήματα που θα επιλυθούν κατά την ακρόαση της ουσίας της αγωγής. Δεν μπορούν όμως να διαχωριστούν από την αξίωση για παράδοση της κατοχής του υποστατικού όπως ζητά η εφεσείουσα μέσω της αίτησης για συνοπτική απόφαση. Η αξίωση για παράδοση κατοχής του υποστατικού στην εφεσείουσα δεν είναι αυτοτελής. Σχετίζεται άμεσα με την επίλυση των πιο πάνω επίδικων ζητημάτων και ιδιαίτερα των ισχυρισμών της υπεράσπισης και ανταπαίτησης της εφεσίβλητης ως προς την νομιμότητα της αποκοπής των ενοικίων για τος σκοπούς που η εφεσίβλητη επικαλείται. Νομιμότητα που μόνο μετά από πλήρη ακρόαση και αξιολόγηση της εκατέρωθεν μαρτυρίας μπορεί να αποφασιστεί.

Όσον αφορά την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης, προκύπτει ότι αυτή δεν είναι άσχετη με τα γεγονότα της αγωγής, αλλά συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης. Αυτό όχι μόνο λόγω της διαταγής για συνεκδίκαση της υπό κρίση αγωγής με την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης, αλλά και για λόγους ουσίας αφού από το υλικό που έχει τεθεί ενώπιον μου, η εν λόγω ανταπαίτηση σχετίζεται άμεσα με τα επίδικα ζητήματα της υπό κρίση αγωγής και ειδικότερα με το βασικότερο επίδικο θέμα, που είναι η νομιμότητα της παγοποίησης των ενοικίων.

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία δεν εκδίδεται συνοπτική απόφαση όπου προκύπτει σοβαρή διαφωνία ως προς τα γεγονότα και τον Νόμο και ο εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης εφ’ όσον προκύπτει διαφορά που χρήζει επίλυσης. Κάτι που ισχύει στην παρούσα περίπτωση.   

Ενόψει των πιο πάνω, ο 4ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

Θα εξετάσω στην συνέχεια τον  5ο λόγο έφεσης, γιατί άπτεται του δικαιώματος δίκαιης δίκης, αποδοχή του οποίου θα καταστήσει τους υπόλοιπους λόγους έφεσης για κατάχρηση διαδικασίας άνευ αντικειμένου. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη απόφαση αναπαράγει με απόλυτη ταυτοσημία τη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων της εφεσίβλητης με αποτέλεσμα την αβασάνιστη αποδοχή των θέσεων της εφεσίβλητης, χωρίς να εξεταστούν οι θέσεις της εφεσείουσας. Ως αποτέλεσμα δεν τηρήθηκαν κατά την εφεσείουσα, τα εχέγγυα της αμεροληψίας και της δίκαιης δίκης.

Στην υπόθεση Ζερβός Παναγιώτης ν. Euroinvestment & Finance Public Limited (2012) 1 Α.Α.Δ. 1048, παρατηρήθηκε εκτεταμένη αντιγραφή μεγάλου μέρους της πρωτόδικης αγόρευσης της εφεσίβλητης, στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης.

Λέχθηκε εντούτοις ότι το γεγονός αυτό από μόνο του παρότι πρέπει να αποφεύγεται, δεν είναι καθοριστικό ώστε να κριθεί χωρίς άλλο μια απόφαση ότι παραβιάζει το καθήκον αμεροληψίας και δίκαιης δίκης. Κάθε δικαστής που είχε την ευκαιρία να ακούσει τη δοθείσα μαρτυρία, να την αξιολογήσει και να προβεί σε ευρήματα, μετά την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών, θα μπορούσε να υιοθετήσει τα γεγονότα όπως τα παρουσίασε η μια πλευρά, καθώς και τους νομικούς ισχυρισμούς που αυτή επικαλέστηκε, χωρίς μια τέτοια προσέγγιση να συνιστά παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

Εντούτοις, στην πιο πάνω περίπτωση Ζερβός κρίθηκε ότι με τον τρόπο που συντάχθηκε η πρωτόδικη απόφαση, τα απαραίτητα εχέγγυα αμεροληψίας και δίκαιης δίκης με την απαιτούμενη εξέταση και των θέσεων της άλλης πλευράς, δεν φαίνονταν ότι είχαν διασφαλιστεί. Συγκεκριμένα, παρατηρείτο πλήρης ταύτιση του λεκτικού του κειμένου της απόφασης αφενός και της αγόρευσης αφετέρου, χωρίς να δίνεται οποιαδήποτε εξήγηση γιατί υιοθετήθηκε πλήρως αυτή η αγόρευση. Δεν αναφερόταν ακόμα στην πρωτόδικη απόφαση ότι το χρησιμοποιηθέν κείμενο της προερχόταν από την αγόρευση της εφεσίβλητης,  αλλά το κείμενο της απόφασης παρουσιάστηκε ως αυθεντικά προερχόμενο να εκπηγάζει από το Δικαστήριο και ότι αυτή η ταυτόσημη φρασεολογία παρουσιαζόταν ως άσκηση κρίσης και αξιολόγηση από το ίδιο το Δικαστήριο.

Σημαντικό στοιχείο στην εν λόγω υπόθεση ήταν το γεγονός ότι η απόφαση από την ημερομηνία που επιφυλάχθηκε, εκδόθηκε μόλις 6 μέρες αργότερα, αποτελούμενη από 141 συνολικά σελίδες. Λέχθηκε ότι υπό άλλες συνθήκες, το γεγονός της έκδοσης μιας τόσο εκτενούς απόφασης σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, θα ήταν μια ιδιαίτερα καλοδεχούμενη εξέλιξη. Παρά ταύτα, η σχεδόν απόλυτη ταυτοσημία μεταξύ του κειμένου της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης και του κειμένου της υποβληθείσας γραπτής αγόρευσης της εφεσίβλητης, δεν μπορεί σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, παρά να προβληματίσει σοβαρά.

Η περίπτωση στην υπόθεση Ζερβός (ανωτέρω) χαρακτηρίστηκε ως ακραία, και υπό τας περιστάσεις κρίθηκε ότι εύλογα δημιουργούνταν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ασκήθηκε και μάλιστα επί όλων των πολυάριθμων ζητημάτων που ηγέρθηκαν κατά τη δίκη, η αναγκαία ανεξάρτητη δικαστική κρίση. Αυτό, δεδομένου και του σύντομου χρόνου έκδοσης της πολυσέλιδης απόφασης. Δόθηκε ως εκ τούτου διαταγή επανεκδίκασης της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

Αντιθέτως στην υπόθεση Σπετσιώτη ν. Τράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Εφέσεις 362/2012 και 364/2012, ημ 26/10/2018, η αντιγραφή μιας παραγράφου, και μάλιστα σύντομης από την αγόρευση του συνηγόρου της εφεσίβλητης, δεν κρίθηκε ότι δικαιολογεί συμπέρασμα για μη άσκηση ανεξάρτητης δικαστικής κρίσης.

Στην παρούσα περίπτωση εντοπίζονται στην πρωτόδικη απόφαση αρκετές παράγραφοι, οι οποίες αποτελούν αντιγραφή της αγόρευσης των συνηγόρων για την εφεσίβλητη. Πρόκειται για αναφορές στο ιστορικό της υπόθεσης, τις νομικές αρχές στις οποίες παραπέμπει η αγόρευση, αλλά και την  επιχειρηματολογία για την κατάχρηση της διαδικασίας από την εφεσείουσα όπως ακριβώς τίθεται στην γραπτή αγόρευση της εφεσίβλητης με την κατ’ ισχυρισμό αδικία που θα προκληθεί στην εφεσίβλητη από τυχόν αποδοχή του αιτήματος. Το ίδιο συμβαίνει και ως προς την θέση της εφεσίβλητης για καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης αλλά και ως προς την ουσία του αιτήματος, για ποιους λόγους δηλαδή δεν αποδείχθηκαν σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, οι προϋποθέσεις έκδοσης συνοπτικής απόφασης.

Η ακριβής αντιγραφή της επιχειρηματολογίας της εφεσίβλητης στην πρωτόδικη απόφαση όπως παρατίθεται στην αγόρευση των συνηγόρων της, χωρίς μάλιστα να αναφέρεται η προέλευση της, δεν μπορεί παρά να προβληματίσει. Εξυπηρετείται η αξιοπιστία του Δικαστηρίου όταν έχει αυτόνομο λόγο κατά την καταγραφή της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης και πρέπει να αποφεύγεται η αυτολεξεί αντιγραφή της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων, τις θέσεις των οποίων δυνατόν να υιοθετεί το Δικαστήριο μετά από την εξέταση της υπόθεσης.

Από την άλλη, τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης διαφέρουν από αυτά της υπόθεσης Ζερβός (ανωτέρω). Δεν εντοπίζεται στην παρούσα, σύντομη έκδοση πολυσέλιδης απόφασης με πολυάριθμα επίδικα θέματα, που να καταδεικνύουν σοβαρό ενδεχόμενο να μην έχει ασκηθεί η αναγκαία ανεξάρτητη δικαστική κρίση και η απόφαση να είναι απλή αντιγραφή της αγόρευσης της εφεσίβλητης, όπως συνέβη στην υπόθεση Ζερβός (ανωτέρω).

Στην παρούσα περίπτωση, η ακριβής αντιγραφή των θέσεων των συνηγόρων σε ορισμένες παραγράφους της απόφασης που είναι βέβαια ανεπίτρεπτη, δεν οδηγεί από μόνη της στο συμπέρασμα να μην ασκήθηκε η ανεξάρτητη δικαστική κρίση από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην υπόθεση Ζερβός (ανωτέρω) το γεγονός της αντιγραφής της αγόρευσης, συνδυάστηκε με τον σύντομο χρόνο έκδοσης της πολυσέλιδης απόφασης σε συνδυασμό με τα πολυάριθμα και πολύπλοκα επίδικα θέματα. Κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.  

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, από προσεκτική μελέτη του συνόλου της πρωτόδικης απόφασης και έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, δεν εντοπίζω ενδεχόμενο αβασάνιστης υιοθέτησης της θέσης της εφεσίβλητης, χωρίς τον αναγκαίο προβληματισμό και εξέταση και των θέσεων της άλλης πλευράς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την μη θεμιτή ακριβή υιοθέτηση των επιχειρημάτων της εφεσίβλητης, αναφέρθηκε εκτενώς και στις θέσεις της εφεσείουσας, επεξηγώντας με λεπτομέρεια γιατί τις απορρίπτει.

Δεν ευσταθεί ως εκ τούτου η θέση της εφεσείουσας ότι στην παρούσα περίπτωση δεν έχουν διασφαλιστεί τα απαραίτητα εχέγγυα αμεροληψίας και δίκαιης δίκης.

Ενόψει των πιο πάνω, ο 5ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης αφορούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την καθυστέρηση στην προώθηση του αιτήματος συνοπτικής απόφασης και κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους της εφεσίβλητης.

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης καθίστανται άνευ αντικειμένου δεδομένης της απόρριψης των λόγων έφεσης 4 και 5 και της κατάληξης μου ότι η εφεσίβλητη απέδειξε συζητήσιμη υπεράσπιση και ότι δεν παραβιάστηκαν τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης κατά την πρωτόδικη διαδικασία.

Ανεξαρτήτως τούτου, κρίνω ότι ούτε οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 ευσταθούν. Από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης προκύπτει ότι είναι  εύλογα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης για συνοπτική απόφαση. Στην υπόθεση Μέττη κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ.417 λέχθηκε ότι σε υποθέσεις αυτής της φύσης, η μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση του αιτήματος καθιστά τη διαδικασία ατελέσφορη, δεδομένης της έννοιας της συνοπτικής απόφασης που είναι συνυφασμένη με το δικαίωμα του ενάγοντα να εξασφαλίσει γρήγορα απόφαση όταν ο αντίδικός του δεν διαθέτει υπεράσπιση.

Εύλογα είναι επίσης και τα πρωτόδικα ευρήματα για κατάχρηση διαδικασίας αλλά και της πιθανότητας επηρεασμού της εφεσίβλητης στην υπόθεση της, αν αναγκαζόταν σε παράδοση κατοχής του υποστατικού πριν την εκδίκαση της υπόθεσης και των ισχυρισμών της, όπως προβάλλονται στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση της ως προς την νομιμότητα της παγοποίησης των ενοικίων. 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €6.000,00 έξοδα της έφεσης πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.   

 

 

 

Αλέξανδρος Α. Παναγιώτου

Πρόεδρος Εφετείου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο