ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε165/2019)
26 Νοεμβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Θ. ΘΩΜΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. CAMERIN INVESTMENTS LLP
2. SUNNEX INVESTMENTS LLP
3. TAMPLEMON INVESTMENTS LLP
4. BERLINI COMMERCIAL LLP
5. LUMIL INVESTMENTS LLP
6. SOFINAM INVESTMENTS LLP
Εφεσείοντες
v.
PUBLIC JOINT-STOCK COMPANY COMMERCIAL BANK «PRIVATBANK»
Εφεσιβλήτων
______________________________
Τ. Παντελή με Ι. Σπηλιωτοπούλου (κα) για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., Ανδρέα Μ. Σοφοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες
Κ. Κακουλλή (κα) με Ε. Μαδέλα (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC και Μ. Χριστοδούλου (κα) για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Μ. Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 5.8.19, με την οποία απορρίφθηκε ενδιάμεση αίτηση ημερ. 3.12.18, για έκδοση προσωρινού διατάγματος. Η ενδιάμεση αίτηση καταχωρίστηκε από τους Ενάγοντες – Εφεσείοντες στο πλαίσιο της αγωγής 2510/17, εναντίον των Εναγομένων – Εφεσιβλήτων.
Κάθε ένας από τους Εφεσείοντες είναι συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης, με εγγεγραμμένο γραφείο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Εφεσίβλητοι είναι νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο στην Ουκρανία, το οποίο ασκεί τραπεζικές εργασίες δυνάμει σχετικής άδειας της Κεντρικής Τράπεζας της Ουκρανίας. Από το 1999 διατηρούν υποκατάστημα στην Κύπρο, δυνάμει σχετικής άδειας που εξασφάλισαν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Το υποκατάστημα έχει εγγραφεί ως αλλοδαπή εταιρεία δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Οι Εφεσείοντες διατηρούσαν στο υποκατάστημα των Εφεσιβλήτων στην Κύπρο τρεχούμενους λογαριασμούς και λογαριασμούς καταθέσεων, δυνάμει συμφωνιών που υπογράφηκαν στην Κύπρο.
Σύμφωνα με τους Εφεσείοντες, στις 18.12.16 πληροφορήθηκαν ότι οι αρμόδιες αρχές της Ουκρανίας είχαν αποφασίσει να απομειώσουν πλήρως τα πιστωτικά υπόλοιπα όλων των τραπεζικών λογαριασμών των Εφεσειόντων, περιλαμβανομένων και αυτών που διατηρούντο στο υποκατάστημα της Κύπρου, βάσει ισχυρισμών ότι ελέγχονταν από και ή σχετίζονταν με πρόσωπο, το οποίο, μέχρι τότε, ήταν μεγαλομέτοχος των Εφεσιβλήτων. Στις 18.12.16, η κυβέρνηση της Ουκρανίας αποφάσισε και την κρατικοποίηση των Εφεσιβλήτων. Ακολούθησαν μέτρα εξυγίανσης από τις ουκρανικές εποπτικές αρχές.
Οι Εφεσείοντες, με άλλα δύο πρόσωπα, καταχώρισαν, στις 19.12.16, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, την αγωγή 5880/16, με την οποία ζητούσαν μόνο Δηλωτικές Αποφάσεις αναφορικά με τους μοναδικούς και νόμιμους δικαιούχους των επίδικων τραπεζικών λογαριασμών και πέτυχαν στις 19.12.16, μονομερώς, την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων με τα οποία απαγορεύθηκε στους Εφεσίβλητους «… να μειώσουν και/ή απομειώσουν και/ή αποξενώσουν και/ή μηδενίσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή αλλοιώσουν με οποιοδήποτε τρόπο το πιστωτικό υπόλοιπο…» των σχετικών λογαριασμών των Εφεσειόντων. Τα εν λόγω προσωρινά διατάγματα, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον άλλου Δικαστή από τον Δικαστή που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, έχουν καταστεί απόλυτα στις 24.5.17.
Παρεμβάλλεται εδώ, για ό,τι αξίζει, πως προτού καταστούν απόλυτα, ήτοι στις 21.4.17 οι Εφεσείοντες καταχώρισαν και δεύτερη αγωγή, την αγωγή 1813/17, με την οποία αξίωναν τα ποσά που φέρονταν να είχαν παγοποιηθεί στην πρώτη ως άνω αγωγή 5880/16, ισχυριζόμενοι ότι οι Εφεσίβλητοι διέγραψαν παράνομα και κατά παράβαση των πιο πάνω προσωρινών διαταγμάτων, τα πιστωτικά υπόλοιπα των τρεχούμενων λογαριασμών. Στις 2.6.17 οι Εφεσείοντες τερμάτισαν τις συμφωνίες και αξίωσαν την καταβολή των ποσών και των τόκων και την ίδια μέρα διέκοψαν την αγωγή 1813/17 άνευ βλάβης των δικαιωμάτων τους.
Ακολούθησε στις 16.6.17 η προαναφερθείσα τρίτη αγωγή 2510/17, στην οποία, ας σημειωθεί πως, οι Εφεσείοντες καταχώρισαν στις 24.8.17 και αίτηση για συνοπτική απόφαση, η οποία στις 5.8.19, δηλαδή κατά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, εκκρεμούσε. Σημειώνεται επίσης πως με απόφαση ημερ. 7.2.20, η αίτηση για συνοπτική απόφαση πρωτοδίκως απερρίφθη, ως επίσης απερρίφθη και η έφεση που καταχώρισαν οι Εφεσείοντες επ’ αυτής, με την Camerin Investments LLP κ.ά. ν. Public Joint – Stock Company Commercial Bank “Privatbank”, Πολ. Έφ. Ε36/20 ημερ. 4.4.25.
Οι Εφεσείοντες καταχώρισαν και τις ακόλουθες δικαστικές διαδικασίες στην Ουκρανία, όπως καταγράφηκαν στην εκκαλούμενη απόφαση:
«Οι Ενάγοντες τροχοδρόμησαν δικαστικές διαδικασίες και στην Ουκρανία. Συγκεκριμένα, στις 25.7.17 εξεδόθη δικαστική Απόφαση προς όφελός τους. Με την εν λόγω απόφαση, το Διοικητικό Δικαστήριο της Ουκρανίας, ακύρωσε τις προσβαλλόμενες Αποφάσεις των Ουκρανικών Αρχών και ταυτόχρονα διέταξε την καταβολή στους Ενάγοντες των ποσών που βρίσκονταν κατατεθειμένα στους λογαριασμούς τους. Η εν λόγω Ουκρανική Απόφαση έχει εφεσιβληθεί από τους Εναγομένους, αλλά η Έφεση έχει ανασταλεί μετά που οι ίδιοι οι Ενάγοντες καταχώρισαν στην Ουκρανία, στις 20.7.18, Αίτηση για αναστολή της Ουκρανικής Έφεσης μέχρι να εκδοθεί Απόφαση στην παρούσα Αγωγή.
Επίσης στις 9.2.17 οι Ενάγοντες καταχώρισαν ενώπιον πρωτόδικου Ουκρανικού Δικαστηρίου, Αστική Υπόθεση εναντίον των Εναγομένων και άλλων προσώπων, και την ίδιαν ημέρα εξασφάλισαν Ενδιάμεσο Διάταγμα προς όφελός τους, με το οποίο απαγορεύεται στους Εναγομένους να απομειώσουν τα κεφάλαια των Εναγόντων που διατηρούσαν στο υποκατάστημα. Απαγορεύει επίσης την επιβολή οποιωνδήποτε περιορισμών στη λειτουργία των λογαριασμών των Εναγόντων στο υποκατάστημα, και επιβάλλει στους Εναγομένους την υποχρέωση συμμόρφωσης με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Είναι η θέση των Εναγόντων ότι οι Εναγόμενοι δεν έχουν συμμορφωθεί με το εν λόγω Ενδιάμεσο Διάταγμα. Στις 12.5.17 το Πρωτόδικο Ουκρανικό Δικαστήριο μετά από Αίτηση και πάλι των Εναγόντων, ανέστειλε την Αστική Ουκρανική Υπόθεση μέχρι να εκδοθεί Απόφαση στην Ουκρανική Διοικητική διαδικασία».
Με την αγωγή 2510/17 οι Εφεσείοντες αξίωναν την επιστροφή ουσιαστικά των ποσών που κατέθεσαν στο υποκατάστημα των Εφεσιβλήτων, στην Κύπρο, πλέον τόκους, προβάλλοντας ότι οι λογαριασμοί τους είχαν απομειωθεί παράνομα και αδικαιολόγητα. Στο πλαίσιο της αγωγής, οι Εφεσείοντες καταχώρισαν στις 3.12.18 μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν τις ακόλουθες προσωρινές θεραπείες:
«I. Διάταγμα του Δικαστηρίου, το οποίο να απαγορεύει στους Καθ' ων η Αίτηση να αποσύρουν και / ή αποξενώσουν και / ή μειώσουν και / ή μεταφέρουν και / ή δώσουν εντολή στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου για μεταφορά και / ή πληρωμή των δεσμευμένων καταθέσεων των καθ' ων η αίτηση ύψους Ευρώ 52.998.000 (…), και/ή οποιωνδήποτε καταθέσεων που διατηρούνται από τους Καθ' ων η Αίτηση με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, […].
ΙΙ. Διάταγμα του Δικαστηρίου, το οποίο να απαγορεύει στους Καθ' ων η Αίτηση:
(α) να μεταφέρουν εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας οποιαδήποτε περιουσιακά τους στοιχεία, […], και / ή
(β) να αποξενώσουν και / ή να επιβαρύνουν και / ή μειώσουν με οποιοδήποτε τρόπο την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων, τα οποία βρίσκονται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, και / ή
(γ) να αποξενώσουν και / ή επιβαρύνουν και / ή μειώσουν την αξία των οποιωνδήποτε περιουσιακών τους στοιχείων, τα οποία βρίσκονται εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτός εάν η συνολική αξία των μη επιβαρυμένων περιουσιακών τους στοιχείων που βρίσκονται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπερβαίνει το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ 280.500.000 (…),
[…].
ΙΙΙ. Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο:
(α) να διατάζει τους Καθ' ων η Αίτηση να μεταφέρουν συνολικά το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ 280.500.000 (…) από οποιουσδήποτε λογαριασμούς τους, που διατηρούν είτε στην Ουκρανία είτε σε ανταποκριτές λογαριασμούς (corresponding accounts) εκτός Ουκρανίας στο όνομα του Πρωτοκολλητή […] ή, υπαλλακτικά.
(β) να διατάζει τους Καθ' ων η αίτηση να καταθέσουν στο Δικαστήριο (payment in court) συνολικά το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ 280.500.000 (…)».
Η αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του δικηγόρου Α. Σοφοκλέους, ο οποίος φερόταν να είχε υπογράψει τις συμφωνίες εκ μέρους των Εφεσειόντων. Σημειώνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της μονομερούς αίτησης. Σημειώνεται, επίσης, πως οι συνήγοροι των Εφεσειόντων, στο στάδιο των αγορεύσεων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με προφορική δήλωση, τροποποίησαν το αιτητικό ΙΙ (γ) της αίτησης, ούτως ώστε με αυτό να απαγορεύεται στους Εφεσίβλητους να αποξενώσουν περιουσιακά στοιχεία τα οποία βρίσκονται εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας και εκτός της Ουκρανίας.
Οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν ένσταση η οποία βασιζόταν σε 13 λόγους. Η ένσταση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του Κ. Shevchenko, γενικού διευθυντή του υποκαταστήματος των Εφεσιβλήτων στην Κύπρο, ο οποίος αρνήθηκε ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν παραβιάσει τα εκδοθέντα διατάγματα ημερ. 19.12.16 στην αγωγή 5880/2016 και ισχυρίστηκε ότι μετά την έκδοση αυτών και σε συμμόρφωση με κανονισμό της Εθνικής Τράπεζας της Ουκρανίας, προέβησαν σε αλλαγή του λογισμικού του κυπριακού υποκαταστήματος και «… το μόνο πράγμα που έχει αλλάξει είναι ο αριθμός του κάθε ενός από τους Λογαριασμούς Κατάθεσης. Δηλαδή, οι λογαριασμοί των Εναγόντων παρουσιάζουν τα ίδια υπόλοιπα και κάθε Ενάγων παραμένει δικαιούχος του αντίστοιχου λογαριασμού του, ωστόσο, οι λογαριασμοί απλά φέρουν διαφορετικό αριθμό από εκείνον που έφεραν προηγουμένως». Ήταν η θέση του ενόρκως δηλούντος ότι αυτό που σκόπευαν να προστατεύσουν τα διατάγματα ημερ. 19.12.16 είχε ήδη προστατευθεί. Παρέθεσε πως οι Εφεσείοντες επεδίωκαν να επιβαρύνουν καταθέσεις που δεν ήταν διαθέσιμες για εκτέλεση, αφού είχε προηγηθεί απομείωση και πως οι Εφεσίβλητοι δεν αναμείχθηκαν, αλλά ούτε μπορούσαν να αναμειχθούν στη διαδικασία απομείωσης. Επεσήμανε, επίσης, πως οι Εφεσείοντες όχι μόνο αμφισβήτησαν τις σχετικές ουκρανικές διοικητικές πράξεις ενώπιον Ουκρανικού Διοικητικού Δικαστηρίου αλλά αξίωσαν, επίσης από τους Εφεσίβλητους σε Ουκρανικό Εμπορικό Δικαστήριο, τα ίδια ακριβώς ποσά που αξίωναν με την αγωγή 2510/17.
Για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, με βάση το Άρθρο 32 του Ν. 14/60 απαιτείται να καταδειχθεί :
(i) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,
(ii) η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας και
(iii) ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος
(βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, Τσιολάκκη κ.ά. v. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη v. Μέζου (1994) 1 Α.Α.Δ. 201).
Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε διαδικασίες έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει του Άρθρου 32 του Ν.14/60, έργο του Δικαστηρίου είναι μόνο η διακρίβωση της ύπαρξης ή όχι των προϋποθέσεων για έκδοση τέτοιων διαταγμάτων. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ευρήματα επί της ουσίας της διαφοράς (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 263).
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, θα πρέπει το Δικαστήριο να εξετάσει και το πού κλίνει το ισοζύγιο της ευχέρειας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, επίσης, στην ευρύτατη εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο να εκδίδει προσωρινά διατάγματα δυνάμει του Άρθρου 32 του Ν.14/60. Στην Αβερκίου ν. ΘΕΟ Κτηματική Λτδ κ.ά. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 222, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Η έκδοση ή μη, ενός ενδιαμέσου διατάγματος αποτελεί το επιστέγασμα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και αυτή δεν πρέπει να διαταράσσεται, στο πλαίσιο της ασκηθείσας έφεσης, εκτός εάν το εφετείο έχει ικανοποιηθεί ότι η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκήθηκε λανθασμένα, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Jonitexo (ανωτέρω)».
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε πως πληρούτο η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60, δηλαδή ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, αφού έλαβε υπόψη πως οι Εφεσείοντες αξίωναν με την αγωγή, συγκεκριμένα ποσά και τόκους για κατ’ ισχυρισμόν παράβαση συμφωνιών, οι οποίες αφορούσαν τρεχούμενους λογαριασμούς και το ότι γινόταν, επίσης, αναφορά σε διαγραφή πιστωτικών υπολοίπων των τρεχούμενων λογαριασμών, καθώς και σε επιστολές των Εφεσειόντων με τις οποίες ζητούσαν από τους Εφεσίβλητους να «πιστώσουν πίσω στους τρεχούμενους λογαριασμούς 1 έως και 6 τα πιστωτικά υπόλοιπα που διέγραψαν κατά ή περί την 04.05.2017», αλλά αυτοί ουδέν έπραξαν.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, για λόγους που με λεπτομέρεια επεξήγησε, έκρινε πως δεν πληρούτο η δεύτερη προϋπόθεση. Ως εκ τούτου, δεν θεώρησε ορθό να αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση και το ισοζύγιο της ευχέρειας. Πρόσθεσε δε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις δικαστικές διαδικασίες που οι ίδιοι οι Εφεσείοντες προώθησαν και τις θεραπείες που εξασφάλισαν, τόσο εντός όσο και εκτός Κύπρου, και τις αναστολές διαδικασιών που οι ίδιοι ζήτησαν και εξασφάλισαν στην Ουκρανία, η καταχώριση της υπό κρίση αίτησης για εξασφάλιση ακόμα μια φορά προσωρινών θεραπειών για να προστατεύσουν τα ίδια κατ’ ισχυρισμόν δικαιώματα, συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας.
Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ενδιάμεση αίτηση.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση με πέντε λόγους έφεσης. Ειδικότερα, παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν ικανοποίησαν τη δεύτερη προϋπόθεση (πρώτος λόγος), ότι εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν ήταν αναγκαία η εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης και του ισοζυγίου της ευχέρειας (δεύτερος λόγος), ότι εσφαλμένα έκρινε ότι η αγωγή και η αίτηση συνιστούν κατάχρηση διαδικασίας (τρίτος λόγος), ότι εσφαλμένα εξέλαβε ως πραγματικό και ή ουσιώδες γεγονός ότι η απομείωση των καταθέσεων τους έλαβε χώρα στις 18.12.16, ελλείψει σχετικής επί του συγκεκριμένου ζητήματος μαρτυρίας και ή αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία κατά τρόπο απαράδεκτο για τους σκοπούς εκδίκασης της αίτησης (τέταρτος λόγος), και ότι ως απόρροια του πρώτου, τρίτου και τέταρτου λόγου έφεσης, εσφαλμένα δεν εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα (πέμπτος λόγος).
Οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν Ειδοποίηση Εφεσίβλητης (Αντέφεση), με βάση τη Δ.35 θ.10 των τότε ισχυόντων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας με την οποία ζητούν όπως η απόφαση τροποποιηθεί, προβάλλοντας τέσσερεις λόγους. Ειδικότερα, παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει και αποφασίσει ότι η ενδιάμεση αίτηση καταχωρίστηκε στο πλαίσιο αγωγής που είναι καταχρηστική, εφόσον διαδικασίες με παρόμοια και ή ταυτόσημα ζητήματα εκκρεμούσαν στην Ουκρανία (πρώτος λόγος), ότι εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει και αποφασίσει ότι οι Εφεσείοντες απέτυχαν να ικανοποιήσουν την τρίτη προϋπόθεση, (δεύτερος λόγος), ότι εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει και αποφασίσει ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει υπέρ της απόρριψης της αίτησης (τρίτος λόγος), και ότι εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει και αποφασίσει ότι οι Εφεσείοντες ήταν υπαίτιοι μη πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης (τέταρτος λόγος).
Έχουμε μελετήσει προσεκτικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης και αντέφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων τόσο στα περιγράμματα αγόρευσης, όσο και προφορικά.
Πριν από οτιδήποτε άλλο κρίνουμε πως προέχει προς εξέταση ο τέταρτος λόγος της αντέφεσης με τον οποίο οι Εφεσίβλητοι παραπονούνται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να εξετάσει ότι οι Εφεσείοντες ήταν υπαίτιοι μη πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης. Δεν συμφωνούμε με το παράπονο αυτό των Εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν εξέδωσε οποιοδήποτε διάταγμα μονομερώς αλλά διέταξε την επίδοση της αίτησης. Σύμφωνα με τη νομολογία, η υποχρέωση του αιτητή για αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων υφίσταται μόνο στην περίπτωση μονομερούς αίτησης. Το ζήτημα της εφαρμογής του καθήκοντος πλήρους αποκάλυψης εξετάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Νέστωρας Κυριακίδης (2011) 1 Α.Α.Δ. 816, όπου επιδόθηκε μονομερής αίτηση και λέχθηκαν τα εξής:
«Κατ' αρχάς, το Δικαστήριο δεν εξέταζε αίτηση με τη μονομερή διαδικασία, ώστε να εφαρμόζονται σε όλη τους την έκταση οι σχετικές αρχές για πλήρη αποκάλυψη (βλ. Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 597 και Ahmad Zein κ.ά. v. Παράσχου Κ. Καμπανελλά Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 606). Ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν και οι δύο διάδικοι, οι οποίοι είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν κάθε στοιχείο που τέθηκε ενώπιόν του».
(Βλ. Επίσης Investar SPC Ltd v. Investar Investments Ltd, Πολ. Έφ. Ε50/21, ημερ. 15.2.24). Μετά την επίδοση της στην άλλη πλευρά, η μονομερής αίτηση απώλεσε την υπόσταση της μονομερούς αίτησης και μετατράπηκε σε αίτηση δια κλήσεως (Βλ. Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 Α.Α.Δ. 43).
Συνακόλουθα, ο τέταρτος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.
Σε σχέση με τα υπόλοιπα θέματα κρίνεται σκόπιμο να εξετάσουμε κατ’ αρχάς, τον πρώτο και τον τέταρτο λόγο έφεσης μαζί, λόγω της συνάφειας τους.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν πληρούτο η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ως πραγματικό και ή ως ουσιώδες το γεγονός ότι η απομείωση των καταθέσεων των Εφεσειόντων έλαβε χώρα στις 18.12.16 από τις Ουκρανικές Αρχές, χωρίς την ανάμειξη των Εφεσιβλήτων, συνδέοντας το συμπέρασμα αυτό με την κατάληξη του ότι δεν πληρούτο η δεύτερη προϋπόθεση.
Η θέση των Εφεσειόντων περιστρέφεται γύρω από το επιχείρημα πως η Ουκρανική νομοθεσία και οι ενέργειες των Ουκρανικών Αρχών δεν μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την απαλλαγή των Εφεσιβλήτων από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, βάσει των σχετικών συμφωνιών κατάθεσης, οι οποίες δεν διέπονται από το Ουκρανικό Δίκαιο, αλλά από το Κυπριακό Δίκαιο, ως οι διάδικοι συμφώνησαν με ρητό όρο στις συμφωνίες, παραπέμποντας σε αγγλικό σύγγραμμα (Dicey, Morris & Collins The Conflict of Laws, 15th edition, par. 32 – 157) και σε αγγλική νομολογία. Σύμφωνα με το επιχείρημα, το αγώγιμο δικαίωμα των Εφεσειόντων, ως πιστωτών εναντίον των Εφεσιβλήτων, ως οφειλετών, είναι συμβατικό και ισχύουν οι αρχές της αγγλικής νομολογίας. Ενώπιον μας, ο δικηγόρος των Εφεσειόντων επεκτείνοντας το επιχείρημα, υπέμνησε πως δεν έχει σημασία αν η απομείωση έγινε στις 18, 19 ή 20 Δεκεμβρίου του 2016, διότι το τι έγινε στην Ουκρανία είναι άσχετο με την υπό κρίση υπόθεση, η οποία αφορά τις συμβατικές υποχρεώσεις των Εφεσιβλήτων, οι οποίες διέπονται από το Κυπριακό Δίκαιο.
Οι Εφεσείοντες προέβαλαν επίσης, πως η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο (Ν.22(Ι)/16), λαμβάνει δική της απόφαση ως προς το αν θα αναγνωρίσει και θα εκτελέσει τα μέτρα εξυγίανσης άλλων κρατών, όμως στην προκειμένη περίπτωση, με μαρτυρία και συγκεκριμένα με επιστολές που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, ουδέποτε αναγνώρισε μέτρα εξυγίανσης υπό της Ουκρανίας σε σχέση με τους Εφεσίβλητους. Μόνον αν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αναγνώριζε τις εν λόγω διαδικασίες εξυγίανσης, οι επίδικες καταθέσεις θα μπορούσαν να απομειωθούν.
Πρόσθετα, οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι ο μηδενισμός των λογαριασμών κατάθεσης που διατηρούσαν, αποτελούσε παραβίαση των όρων του προσωρινού διατάγματος, ημερομηνίας 19.12.16, στην αγωγή 5880/16 το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν παρείχε ουσιαστική εξασφάλιση, γι’ αυτό και ήταν αναγκαία η έκδοση των αιτούμενων προσωρινών διαταγμάτων. Εσφαλμένα, επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ότι δεν πληρούτο η δεύτερη προϋπόθεση έκδοσης του.
Αντιθέτως, οι Εφεσίβλητοι, υπεραμύνθηκαν της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση και προέβαλαν πως δεν παραβίασαν οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση τους. Τα ποσά απομειώθηκαν με διοικητικές πράξεις των Ουκρανικών Αρχών, τις οποίες πράξεις οι Εφεσείοντες προσέβαλαν ενώπιον των Ουκρανικών Διοικητικών Δικαστηρίων και οι ίδιοι (οι Εφεσίβλητοι) δεν είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη. Οι συνέπειες της εξυγίανσης ήταν αυτές που προκάλεσαν την αδυναμία εκτέλεσης των συμφωνιών καταθέσεων. Οι Εφεσίβλητοι προέβαλαν, επίσης, ότι είτε ο μηδενισμός των καταθέσεων έγινε στις 18.12.16 είτε στις 20.12.16, δεν είχε τόση σημασία, αλλά το κρίσιμο είναι ότι κατά τον χρόνο διεκδίκησης των χρημάτων, αυτά όντως δεν υπήρχαν στους λογαριασμούς των Εφεσειόντων, όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης των Εφεσειόντων με βάση τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60, έκρινε πως ήταν ουσιώδες το ότι η απομείωση των καταθέσεων φέρεται να έλαβε χώρα στις 18.12.16, και κατά συνέπεια, όταν το Δικαστήριο (στην αγωγή 5880/16) στις 19.12.16 εξέδιδε τα προσωρινά διατάγματα, τα πιστωτικά υπόλοιπα στους λογαριασμούς των Εφεσειόντων είχαν ήδη μηδενιστεί, σημειώνοντας ότι δεν επρόκειτο να εξετάσει ζήτημα παραβίασης των προσωρινών διαταγμάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επίσης, υπέμνησε πως η απομείωση δεν φέρεται να έγινε από τους Εφεσίβλητους και ότι δεν θα μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο της επίδικης ενδιάμεσης αίτησης ή της αγωγής, η νομιμοποίηση των Αρχών της Ουκρανίας να αποξενώσουν τα πιστωτικά υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών των Εφεσειόντων. Παραθέτουμε απόσπασμα:
«Περαιτέρω, η απομείωση δεν φέρεται να έλαβε χώραν από την ίδια την Τράπεζα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κ. Α. Σοφοκλέους στην παράγραφο 32 της ένορκης του δήλωσης «Την 18.12.16, οι Αιτητές και εγώ προσωπικά λάβαμε πληροφόρηση ότι οι αρμόδιες αρχές της Ουκρανίας είχαν αποφασίσει να απομειώσουν πλήρως τα πιστωτικά υπόλοιπα….». Καθίσταται σαφές ότι δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας Αγωγής, και κατ΄ επέκταση ούτε και στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης, η απόφαση των Αρχών της Ουκρανίας να απομειώσουν τα πιστωτικά υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών των Εναγόντων. Κάτι τέτοιο εδώ δεν είναι επίδικο θέμα. Μάλιστα, για αυτήν την απομείωση οι Ενάγοντες, ως ελέχθη, έχουν κινηθεί δικαστικά στα Δικαστήρια της Ουκρανίας και πρωτόδικα έχουν δικαιωθεί. Για το θέμα αυτό παραθέσω τα όσα αναφέρει ο κ. Shevchenko:
«Οι Ουκρανοί δικηγόροι της Εναγόμενης με συμβουλεύουν ότι στις 20 Ιανουαρίου 2017 υποβλήθηκε από τους Ενάγοντες μια ταυτόσημη χρηματική απαίτηση εναντίον, μεταξύ άλλων, της Εναγόμενης στο Επαρχιακό Διοικητικό Δικαστήριο του Κιέβου ως Υπόθεση υπ 'αριθ. 826/1317/17 (η «Ουκρανική Απαίτηση»). ………………………… ……………………………………………………………………………………. Όπως μπορεί να διαπιστώσει το Δικαστήριο, με την Ουκρανική απαίτηση εναντίον της Εναγόμενης επιδιώκεται η ανάκτηση των ίδιων ποσών βάσει της(των) ίδιας(ων) συμφωνίας(ών) καταθέσεως, που ο κάθε ένας από τους Ενάγοντες απαιτεί βάσει της(ων) αντίστοιχης(ων) Συμφωνίας(ών) Κατάθεσης του στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Συγκεκριμένα, στις παραγράφους 15-20 της αιτητικού της Ουκρανικής Απαίτησης, καθένας από τους Ενάγοντες διεκδικεί ακριβώς τα ίδια ποσά που αξιώνει με την παρούσα αγωγή αναφορικά με τις Συμφωνίες Καταθέσεως και τους δεδουλευμένους τόκους μέχρι την 28 Φεβρουαρίου 2017. Οι Ουκρανοί δικηγόροι της Εναγόμενης με συμβουλεύουν ότι το εν λόγω δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του υπέρ των Εναγόντων και εναντίον της Εναγόμενης την 25/07/2017. Η Εναγόμενη καταχώρησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου του Κιέβου, η εκδίκαση της οποίας ανεστάλη τον Οκτώβριο του 2017 και στη συνέχεια εκδόθηκε την 27/9/2018 νέα απόφαση για την αναστολή της έφεσης κατόπιν αίτησης που καταχώρησαν οι ίδιοι οι Ενάγοντες. Οι Ουκρανοί δικηγόροι της Εναγόμενης με συμβουλεύουν ότι αν απορριφθεί η προσφυγή της Εναγόμενης, η πρωτόδικη απόφαση θα καταστεί εκτελεστή. Όπως θα εξηγήσω παρακάτω, η Εναγόμενη είναι φερέγγυα και θα μπορέσει να ικανοποιήσει τέτοια απόφαση.»
……………………………………………………………………………………….
Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτολεξεί την παράγραφο 54(γ) από την ένορκη δήλωση του κ. Σοφοκλέους:
«Σε σχέση με την Ουκρανική Διαδικασία, διευκρινίζω ότι αυτή αφορά αίτηση ενώπιον Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία οι Αιτητές αιτήθηκαν, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των αποφάσεων των Ουκρανικών αρχών, βάσει των οποίων οι Αιτητές κρίθηκαν ότι είναι συνδεδεμένα πρόσωπα με τον ΙΚ και άρα δεν θα έπρεπε να απομειωθούν οι καταθέσεις τους. Την 25.07.2017, εκδόθηκε δικαστική απόφαση βάσει της οποίας το Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις των Ουκρανικών αρχών και παράλληλα διέταξε την καταβολή στους Αιτητές των ποσών που βρίσκονταν κατατεθειμένα στους Λογαριασμούς Κατάθεσης 1 έως και 6 (πιο κάτω η «Απόφαση 25.07.2017. ……………………………………
………………………………………………………………………………….
Η εν λόγω Ουκρανική απόφαση έχει εφεσιβληθεί (πιο κάτω η «Ουκρανική Έφεση») αλλά η Ουκρανική Έφεση έχει ανασταλεί μετά που οι Αιτητές καταχώρησαν στην Ουκρανία, στις 20.07.2018, αίτηση για αναστολή της Ουκρανικής Έφεσης μέχρι έκδοσης απόφασης στην παρούσα Αγωγή (πιο κάτω η «Αίτηση για Αναστολή της Ουκρανικής Διαδικασίας»).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως αυτό που φέρεται να έχει προκαλέσει ζημιά στους Εφεσείοντες ήταν η απόφαση των Ουκρανικών Αρχών για την απομείωση, την οποία ήδη προσέβαλαν ενώπιον των Δικαστηρίων της Ουκρανίας. Επομένως οι Εφεσίβλητοι δεν αρνούνται αδικαιολόγητα να τιμήσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Κατέληξε δε πως στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας, η αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης των Εφεσειόντων ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν παραβεί συμβατική υποχρέωση, είχε εξασθενίσει σε βαθμό που οι Εφεσείοντες να μην έχουν ικανοποιήσει τη δεύτερη προϋπόθεση. Παραθέτουμε απόσπασμα:
«Δεν αγνοώ ότι οι θεραπείες που αξιώνονται με την παρούσα Αγωγή δεν είναι οι ίδιες με αυτές που αξιώνονται με την Αγωγή 5880/16, παρόλο που και οι δύο Αγωγές βασίζονται στους ίδιους τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους θέλουν να προστατεύσουν. Επαναλαμβάνεται όμως πως αυτό που φέρεται να έχει προκαλέσει την κατ΄ ισχυρισμόν ζημιά στους Ενάγοντες είναι η απομείωση (πράξη-απόφαση των Ουκρανικών Αρχών) την οποία έχουν ήδη προσβάλει ενώπιον Δικαστηρίων της Ουκρανίας. Ως ελέχθη, η απομείωση φέρεται να έλαβε χώρα πριν από την καταχώριση των Αγωγών στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Κύπρου. Κατ΄ επέκταση η θέση των Εναγομένων είναι ότι μετά την απομείωση δεν υπήρχε οποιοδήποτε ποσό στους λογαριασμούς, και συνεπώς δεν ετίθετο θέμα αυτοί να πιστωθούν με τόκους. Ούτε βεβαίως ετίθετο θέμα υποχρέωσης της Τράπεζας να επιστρέψει ανύπαρκτα ποσά. Ας μην ξεχνάμε ότι η κατάθεση χρημάτων σε Τράπεζα φέρει τον χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, αφού σε τέτοια περίπτωση, τα χρήματα με την κατάθεσή τους στην Τράπεζα, παύουν να ανήκουν στον καταθέτη. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Μυρτώ Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427:
«Η σχέση καταθέτη και Λαϊκής είναι εκείνη πιστωτή και οφειλέτη. Ο καταθέτης ουσιαστικά παραδίδει τα χρήματά του στην τράπεζα, τα οποία και απορροφούνται στο όλο ενεργητικό της ως δικά της πλέον περιουσιακά στοιχεία, και η τράπεζα οφείλει στον καταθέτη το ποσό της κατάθεσής του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης κατάθεσης. Ο λογαριασμός του με την Τράπεζα δεν του δίδει δικαίωμα σε συγκεκριμένα χρήματα παρά μόνο συνιστά ακριβώς το δούναι και λαβείν του, ως λογαριασμού, με την τράπεζα, υπό τη μορφή της καταγεγραμμένης κατάστασης της συμβατικής τους σχέσης………..».
Εδώ, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση όπου η Τράπεζα αρνείται αδικαιολόγητα να τιμήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι του καταθέτη και να επιστρέψει τα όποια οφειλόμενα χρήματα σε αυτόν. Σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό, το οποίο στο παρόν στάδιο, επαναλαμβάνω, δεν αξιολογείται, η σταθερή θέση της Τράπεζας ήταν και είναι ότι κατά τον χρόνο που οι Ενάγοντες τερμάτισαν τις συμφωνίες κατάθεσης, τα πιστωτικά υπόλοιπα των λογαριασμών είχαν ήδη μηδενισθεί από τις 18.12.16 και συνεπώς δεν ετίθετο θέμα να τους δώσουν χρήματα που δεν ήταν πλέον πιστωμένα στους λογαριασμούς τους. Δεν είναι τυχαίο που όταν καταχώρισαν την Αγωγή 5880/16 στις 19.12.16, δηλαδή αμέσως μετά την κατ΄ ισχυρισμόν απομείωση των καταθέσεων, δεν επέρριπταν οποιαδήποτε ευθύνη στην Τράπεζα, αλλά ζητούσαν μόνον δηλωτικές αποφάσεις στη βάση των οποίων να αναγνωρίζονται οι ίδιοι ως οι μοναδικοί νόμιμοι δικαιούχοι των επίδικων τραπεζικών λογαριασμών ……………………………………………………... .
……………………………………………………………………………………….
Περαιτέρω, ως ελέχθη, οι Ενάγοντες στην προσπάθειά τους να ακυρώσουν τις αποφάσεις των Ουκρανικών Αρχών και κατ΄ επέκταση για να εξασφαλίσουν απόφαση για τα πιστωτικά υπόλοιπα των λογαριασμών τους, προσέφυγαν στις 20.1.17 στα Δικαστήρια της Ουκρανίας προσβάλλοντας τις εν λόγω Αποφάσεις στη βάση των οποίων οι καταθέσεις τους απομειώθηκαν. Η εν λόγω υπόθεση (Τεκμήρια 8 και 8Α στην ένορκη δήλωση του κ. Shevchenko) στρεφόταν εναντίον οκτώ Εναγομένων (ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβανόταν και η εδώ Εναγόμενη Τράπεζα, το Υπουργείο Οικονομικών της Ουκρανίας, η Εθνική Τράπεζα της Ουκρανίας κλπ). Με άλλα λόγια, είχαν αντιληφθεί και οι ίδιοι πως για την απομείωση των καταθέσεων τους ουσιαστικά την ευθύνη την έφεραν οι Ουκρανικές Αρχές. Το Διοικητικό Δικαστήριο της Ουκρανίας πρωτόδικα τους δικαίωσε αφού ακύρωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις των Ουκρανικών Αρχών και ταυτόχρονα «διέταξε την καταβολή στους Αιτητές των ποσών που βρίσκονταν κατατεθημένα στους Λογαριασμούς Κατάθεσης» (παράγραφος 54(γ) από την ένορκη δήλωση του κ. Σοφοκλέους).
Έχοντας ενώπιον μου τα πιο πάνω και χωρίς να αγνοώ το μαρτυρικό υλικό στο σύνολο του, το οποίο, επαναλαμβάνω, προσεγγίζω μόνο για σκοπούς έκδοσης προσωρινών θεραπειών-συντηρητικών μέτρων, βρίσκω ότι οι Ενάγοντες δεν έχουν ικανοποιήσει την δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή την ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Στη βάση του συνόλου της προσαχθείσας μαρτυρίας, βρίσκω ότι η αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης των Εναγόντων ότι η Εναγόμενη Τράπεζα έχει παραβεί συμβατική υποχρέωση για την οποία έγινε αναφορά πιο πάνω, έχει εξασθενήσει σε βαθμό που οι Ενάγοντες να μην έχουν ικανοποιήσει τη δεύτερη προϋπόθεση. Καθίσταται σαφές πως με την πιο πάνω απόφασή μου, δεν αποφασίζεται τώρα ότι η Αγωγή καταχωρίστηκε για αλλότριους σκοπούς, όπως περίπου εισηγήθηκε ο κ. Τριανταφυλλίδης, ο οποίος με την επίσης ικανή αγόρευσή του, ανέφερε ότι οι ενέργειες και η εν γένει συμπεριφορά των Εναγόντων, ως λεπτομερώς παρέθεσε, συνιστούν «θέατρο του παραλόγου». Όλα αυτά και πολλά άλλα στα οποία ενδιέτριψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων με τις αγορεύσεις τους, θα εξεταστούν όταν το Δικαστήριο θα εκδικάζει την ουσία της Αγωγής».
Η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60 έχει αναλυθεί σε μεγάλο αριθμό αυθεντιών.
Στη Λόρδος κ.ά. ν. Σιακόλα κ.ά., Πολ. Έφ. Ε143/2015, ημερ. 23.3.2017, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
Όπως εξηγήθηκε στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557, η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, δηλαδή η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία, συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσής του. Συνεπώς, τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία. Το απαιτούμενο βέβαια επίπεδο δεν είναι πολύ ψηλό. Ό,τι απαιτείται να καταδειχθεί, είναι η πιθανότητα επιτυχίας, ήτοι κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων». Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, ελέχθη συναφώς ότι, «κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο.»
Ο πρωτόδικος Δικαστής, στην εκκαλούμενη απόφαση, για να καταλήξει κατά πόσο πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση, έστρεψε, κατ’ αρχάς, την προσοχή του στο πότε έλαβε χώρα η απομείωση των καταθέσεων. Χωρίς να προβαίνει σε εύρημα, ανέφερε ότι «η απομείωση των καταθέσεων φέρεται να έλαβε χώρα στις 18.12.16», βασιζόμενος και στα όσα αποδέχθηκε ο δικηγόρος των ίδιων των Εφεσειόντων στο στάδιο των αγορεύσεων. Έχουμε διεξέλθει των πρακτικών και έχουμε διαπιστώσει ότι πράγματι ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Εφεσειόντων δέχθηκε ότι η απομείωση έγινε στις 18.12.16. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«κ. Χαβιαράς: Μάλιστα. Στις 18.12.16 οι ουκρανικές εποπτικές αρχές αποφάσισαν την κρατικοποίηση της καθ’ ης η αίτηση και εφάρμοσαν μέτρα εξυγίανσης. Στα πλαίσια αυτών των διεργασιών οι ουκρανικές αρχές αποφάσισαν να απομειώσουν πλήρως τα πιστωτικά υπόλοιπα των λογαριασμών των αιτητών στο υποκατάστημα, βάσει ισχυρισμών ότι δήθεν οι αιτητές ελέγχονται ή σχετίζονται με κάποιον κύριο Kolomski.
…………………………………………………………………………………
κ. Χαβιαράς: Επειδή λοιπόν λένε οι ενάγοντες είχαν σχέση με τον μεγαλομέτοχο τους να τους πιάμε τις καταθέσεις τους στο 100%. Να μην μείνει τίποτε. Όταν οι αιτητές πληροφορούνται αυτή την κίνηση στις 19.12, την επόμενη δηλαδή καταχώρησαν την αγωγή 5880/16 στην Κύπρο. ……
…………………………………………………………………………………
Δικαστήριο (προς κ.. Χαβιαρά): Έχει κουρέψει λέτε πότε;
κ. Χαβιαράς: Στις 18. …».
Συνεπώς, η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απομείωση έγινε στις 18.12.16 και πως στις 19.12.16, ημερομηνία έκδοσης των προσωρινών διαταγμάτων στην αγωγή 5880/16, τα πιστωτικά υπόλοιπα στους λογαριασμούς των Εφεσειόντων είχαν ήδη μηδενιστεί, ήταν εύλογη. Εν πάση περιπτώσει, τόσον η αγωγή 2510/17 όσον και η υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση ημερ. 3.12.18, καταχωρίστηκαν μετά την απομείωση, είτε αυτή έγινε στις 18.12.16, 19.12.16 ή 20.12.16. Επομένως κατά τον χρόνο διεκδίκησης των επίδικων ποσών, (το 2017), τα πιστωτικά υπόλοιπα είχαν ήδη μηδενιστεί, οπότε ευλόγως το στοιχείο αυτό επηρέαζε την πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής, υπό την έννοια της πιθανότητας να διαταχθούν οι Εφεσίβλητοι να δώσουν χρήματα που δεν ήταν πιστωμένα στους λογαριασμούς τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιόρισε την κρίση του στην ημερομηνία απομείωσης για να καταλήξει πως δεν πληρούτο η δεύτερη προϋπόθεση. Όπως φαίνεται από το πιο πάνω απόσπασμα, έλαβε υπόψη και το γεγονός ότι η απομείωση δεν έγινε από τους ίδιους τους Εφεσίβλητους, αλλά από τις αρμόδιες αρχές της Ουκρανίας, γεγονός παραδεκτό στην ένορκη δήλωση των Εφεσειόντων (Σοφοκλέους) και γεγονός που οι Εφεσείοντες είχαν ήδη προσβάλει ενώπιον Δικαστηρίων της Ουκρανίας. Συνεπώς, εύλογα έκρινε πως η αποδεικτική δύναμη της προβληθείσας θέσης ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν παραβεί συμβατική υποχρέωση, είχε εξασθενήσει.
Καταλήγουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τις νομολογιακές αρχές στα γεγονότα της υπόθεσης και ορθά, κατά την κρίση μας, διαπίστωσε πως με βάση τη μαρτυρία, στο στάδιο του προσωρινού διατάγματος, δεν είχε καταδειχθεί ότι υπήρχε ορατή πιθανότητα επιτυχίας.
Ως εκ των ανωτέρω, οι πρώτος και τέταρτος λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν αναγκαία η εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του Ν.14/60 και του ισοζυγίου της ευχέρειας. Ο δεύτερος λόγος έφεσης ταυτίζεται με τον δεύτερο και τρίτο λόγο αντέφεσης.
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως αναφέρθηκε και πιο πάνω, έκρινε πως εφόσον δεν πληρούτο η δεύτερη προϋπόθεση, δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση, ούτε και σε σχέση με το ισοζύγιο της ευχέρειας.
Οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60 πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά (βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (ανωτέρω)). Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη «Διατάγματα», σελ. 120: «Αν κριθεί ότι κάποια από τις προϋποθέσεις δεν ικανοποιείται, τότε δεν εκδίδεται προσωρινό διάταγμα». Χρήσιμη καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την Ελευθεριάδου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. Ε23/2016, ημερ. 22.6.23, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Συνεπώς, ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως, εν προκειμένω, δεν θα μπορούσαν να είχαν εκδοθεί τα αιτούμενα προσωρινά διατάγματα αφού η Εφεσείουσα δεν είχε ικανοποιήσει την δεύτερη προϋπόθεση (Πόλα Θεοδοσιάδου κ.ά. ν. Themis Portfolio Management Holdings Limited, Πολ. Έφ. Ε51/22, ημερ. 3.2.2023). Από τη στιγμή που δικαιολογημένα διαπιστώθηκε πως η Εφεσείουσα δεν είχε ικανοποιήσει την προϋπόθεση που αφορά σε ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή της, περιττεύει η εξέταση των άλλων προϋποθέσεων του Άρθρου 32».
Στην Sergiy Marfut v. Zaforpo Ventures Ltd κ.ά., Πολ. Έφ. Ε144/2020, ημερ. 29.3.24 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Εφόσον μία από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60, δεν πληρείτο, εν προκειμένω η δεύτερη προϋπόθεση, δεν θα μπορούσε να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα, συνεπώς δεν είναι αναγκαία η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης που αφορά την πρώτη προϋπόθεση (βλ. Θεοδοσιάδου κ.ά. v. Themis Portfolio Management Holdings Ltd (ανωτέρω), Ελευθεριάδου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε23/2016, ημερομηνίας 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A216)».
Καταλήγουμε ότι, ενόψει της ως άνω κατάληξης μας πως ήταν ορθή η κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι δεν πληρούτο η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60, καθίσταται άνευ αντικειμένου η εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης και του ισοζυγίου της ευχέρειας και συνεπώς και των προαναφερθέντων λόγων.
Ως εκ των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος έφεσης και οι δεύτερος και τρίτος λόγοι αντέφεσης, απορρίπτονται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η καταχώριση της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης, συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Μαζί με τον τρίτο λόγο έφεσης θα εξεταστεί και ο πρώτος λόγος αντέφεσης, με τον οποίο οι Εφεσίβλητοι παραπονούνται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει πως η υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση καταχωρίστηκε στο πλαίσιο αγωγής που είναι καταχρηστική, εφόσον εκκρεμούσαν στην Ουκρανία διαδικασίες με παρόμοια ή ταυτόσημα ζητήματα.
Οι Εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε τη συγκεκριμένη διαδικαστική φύση των Ουκρανικών διαδικασιών η οποία είναι διαφορετική από τη φύση της υπό κρίση αίτησης. Η ουκρανική διαδικασία είναι διοικητικής φύσεως και είχε ως αντικείμενο την ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων των Ουκρανικών Αρχών, ενώ η υπό κρίση αγωγή και αίτηση είναι αστικής φύσεως και αφορούν συμβάσεις που διέπονται από το Κυπριακό Δίκαιο. Κατά τους Εφεσείοντες, το ότι το Διοικητικό Δικαστήριο στην Ουκρανία, ακυρώνοντας τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, διέταξε την καταβολή στους Εφεσείοντες των ποσών που βρίσκονταν κατατεθειμένα στους επίδικους λογαριασμούς κατάθεσης, δεν έχει σημασία και δεν αναιρεί τον διοικητικό χαρακτήρα των σχετικών ουκρανικών διαδικασιών. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θέση τους, επέλεξαν να προωθήσουν την αγωγή στην Κύπρο και αιτήθηκαν την αναστολή των ουκρανικών διαδικασιών εκκρεμούσης της εκδίκασης της αγωγής στην Κύπρο, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό στην Ουκρανία. Εισηγήθηκαν πως δεν εμποδίζεται αυτόματα ένας ενάγων από το να προωθήσει δύο παράλληλες διαδικασίες σε δύο διαφορετικές δικαιοδοσίες και ότι σε τέτοια περίπτωση η ορθή προσέγγιση είναι να ζητείται από τον Ενάγοντα να επιλέξει ποια διαδικασία θα επιμένει να προωθήσει, όπως έγινε και στην υπό κρίση περίπτωση. Εισηγήθηκαν, επίσης, πως και με βάση το κοινοδίκαιο, θα μπορούσαν να προωθήσουν παράλληλα τις διαδικασίες, στην Κύπρο και στην Ουκρανία.
Αντιθέτως, οι Εφεσίβλητοι υπεραμύνθηκαν της πρωτόδικης απόφασης ότι η υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση ήταν καταχρηστική, επισημαίνοντας πως οι Εφεσείοντες, χωρίς να επεξηγήσουν γιατί, επεδίωκαν με παράλληλες διαδικασίες, ταυτόσημο αποτέλεσμα. Με τον πρώτο λόγο της ειδοποίησης εφεσίβλητης επιχειρηματολόγησαν πως υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου επαρκές υλικό για να κριθεί ότι και η ίδια η αγωγή, στο πλαίσιο της οποίας καταχωρίστηκε η υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση, ήταν καταχρηστική.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Παρ' όλο που τα επίδικα θέματα της έφεσης δεν είναι επάλληλα με εκείνα της παρούσας διαδικασίας είναι γεγονός ότι και τα δύο ένδικα μέσα αποβλέπουν στην επίτευξη του ίδιου αντικειμενικού στόχου δηλαδή στον παραμερισμό και ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Η επίκληση των δικαιοδοσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου».
Αναφορά, επίσης, έγινε και στην Beogradska (1996) 1(B) A.A.Δ. 911, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Έχουμε διαπιστώσει ότι οι δυο εφέσεις έχουν τον ίδιο σκοπό. Τον παραμερισμό της απόφασης ημερ, 22.4.94 στη μονομερή αίτηση καθώς και τον παραμερισμό της απόφασης ημερ. 10.3.95. Οι λόγοι έφεσης και στις δυο εφέσεις, παρόλο ότι δεν έχουν διατυπωθεί με το ίδιο λεκτικό, δεν διαφέρουν καθόλου στην ουσία τους. Αντιμετωπίζουν, επομένως, οι εφεσίβλητοι δυο παράλληλες διαδικασίες, ανεξάρτητες δικονομικά αλλά όμοιες ως προς το αντικείμενό τους».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε πως υπήρξε εκ μέρους των Εφεσειόντων κατάχρηση διαδικασίας, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Εδώ, οι Ενάγοντες λίγες ημέρες μετά την κατ΄ ισχυρισμόν απομείωση των καταθέσεών τους, ήγειραν στις 20.1.17 δικαστική διαδικασία στην Ουκρανία αξιώνοντας ουσιαστικά τις ίδιες θεραπείες που αξιώνουν και εδώ. Στην Ουκρανία πρωτόδικα δικαιώθηκαν (Απόφαση αλλοδαπού Δικαστηρίου ημερ. 25.7.17). Λίγες ημέρες πριν από την έκδοση Απόφασης στην Ουκρανία καταχώρισαν την παρούσα Αγωγή. Η Εναγόμενη Τράπεζα καταχώρισε Έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου του Κιέβου, η εκδίκαση της οποίας ανεστάλη κατόπιν Αιτήσεων που καταχώρισαν οι ίδιοι οι Ενάγοντες. Εκκρεμούσης αυτής της αναστολής, οι Ενάγοντες επανήλθαν, και μάλιστα με Μονομερή Αίτηση στις 3.12.18 (18 περίπου μήνες μετά την καταχώριση της Αγωγής), με την οποία αξιώνουν τις προσωρινές θεραπείες για τις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω. Παραθέτουν βεβαίως τους λόγους για τους οποίους αποφάσισαν να αξιώσουν τις προσωρινές θεραπείες τη δεδομένη χρονική στιγμή. Σημειώνεται ακόμη ότι στην Ουκρανία κατέθεσαν και αστική υπόθεση εναντίον, μεταξύ άλλων, των Εναγομένων και την ίδια ημέρα εξεδόθη προς όφελός τους Ενδιάμεσο διάταγμα «το οποίο απαγόρευε στους Καθ΄ ων η Αίτηση την απομείωση των κεφαλαίων των Αιτητών που διατηρούσαν στο υποκατάστημα ….. » (παράγραφος 58 από την ένορκη δήλωση του κ. Α. Σοφοκλέους). Στις 12.5.17 το Ουκρανικό Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέστειλε και πάλι μετά από Αίτηση των Εναγόντων την εν λόγω Αστική Ουκρανική Υπόθεση μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το Διοικητικό Δικαστήριο της Ουκρανίας.
Εν κατακλείδι, με τις δικαστικές διαδικασίες που οι ίδιοι οι Ενάγοντες έχουν τροχοδρομήσει τόσο στην Κύπρο όσο και εκτός Κύπρου, με τις θεραπείες που έχουν ήδη εξασφαλίσει τόσο εντός Κύπρου όσο και εκτός, και με τις αναστολές που οι ίδιοι έχουν ζητήσει και εξασφαλίσει, βρίσκω ότι η καταχώριση της υπό εκδίκαση Αίτησης για εξασφάλιση για άλλη μια φορά προσωρινών θεραπειών για να προστατεύσουν τα ίδια κατ΄ ισχυρισμόν δικαιώματα, συνιστά κατάχρηση διαδικασίας. Τα όσα ανέφερε σε σχέση με το θέμα της κατάχρησης η κα Κακουλλή, με βρίσκουν σύμφωνο. Οι σχετικοί με την κατάχρηση λόγοι Ένστασης, είναι βάσιμοι».
Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις υπό το φως των αρχών που αφορούν την αποτροπή κατάχρησης των διαδικασιών του Δικαστηρίου.
Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις των Εφεσειόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κατέγραψε με λεπτομέρεια όλες τις δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούσαν, τόσο στην Ουκρανία όσο και στην Κύπρο, τις αποφάσεις που εκδόθηκαν υπέρ των Εφεσειόντων και τις αναστολές των διαδικασιών στην Ουκρανία, τις οποίες αναστολές οι ίδιοι επιδίωξαν και πέτυχαν, με ανάλυση της νομολογίας, ορθά επεξήγησε πως η λήψη διαφορετικών ένδικων μέσων για επιδίωξη ίδιου σκοπού συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου και πως η καταχώριση της μεταγενέστερης ενδιάμεσης υπό κρίση αίτησης, η οποία επιδίωκε ίδιον σκοπό με τις προηγούμενες διαδικασίες, συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας.
Δεν συμμεριζόμαστε όμως ούτε και τη θέση των Εφεσιβλήτων πως σε αυτό το πρόωρο στάδιο θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει και καταλήξει πως η ίδια η αγωγή, στο πλαίσιο της οποίας καταχωρίστηκε η ενδιάμεση αίτηση, ήταν καταχρηστική. Το Δικαστήριο ορθώς εξέτασε το ζήτημα της κατάχρησης σε ένα τέτοιο στάδιο μόνο σε σχέση με την ίδια την ενδιάμεση αυτή διαδικασία και όχι ως τελική κρίση στην ίδια την αγωγή.
Επομένως, ο τρίτος λόγος έφεσης και ο πρώτος λόγος ειδοποίησης εφεσίβλητης απορρίπτονται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες προβάλλουν πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε τα αιτούμενα με την αίτηση διατάγματα. Στην αιτιολογία αυτού, επαναλαμβάνεται η αιτιολογία των προηγούμενων λόγων έφεσης.
Κρίνουμε ότι δεν χρήζει εξέτασης ο πιο πάνω λόγος έφεσης, λόγω της κατάληξης μας πως η πρωτόδικη κρίση ότι δεν πληρούτο η δεύτερη προϋπόθεση, συνεπεία της οποίας δεν εκδόθηκε το προσωρινό διάταγμα, ήτο εύλογη και ορθή.
Έπεται πως και ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, τόσο η έφεση, όσο και η ειδοποίηση εφεσίβλητης (αντέφεση) απορρίπτονται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται στην έφεση προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εις βάρος των Εφεσειόντων έξοδα €7.400, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει. Στην ειδοποίηση εφεσίβλητης (αντέφεση), καμμιά διαταγή για έξοδα, εφόσον δεν έχει καταχωριστεί περίγραμμα εκ μέρους των Εφεσειόντων.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
Θ. ΘΩΜΑ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο