STOBA TRADING LTD κ.α. v. SOUTH AUTOMOBILE GROUP LLC κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: E223/2019, 27/11/2025
print
Τίτλος:
STOBA TRADING LTD κ.α. v. SOUTH AUTOMOBILE GROUP LLC κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: E223/2019, 27/11/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: E223/2019)

 

27 Νοεμβρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.  STOBA TRADING LTD,

2.  CERIM TRADING LTD,

Εφεσείοντες,

v.

 

1.  SOUTH AUTOMOBILE GROUP LLC,

2.   BELOZEROVA OLGA YUREVNA ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ MIKHAIL YUSARIEVICH PARAMONOV,

Εφεσίβλητοι.

___________________

 

Α. Γεωργίου, για Άντης Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Α. Κούμας με Γ. Γεωργιάδου (κα) για Στέλιος Αμερικάνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:   Πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 18.11.2019, απέρριψε αίτηση των εφεσειόντων – εναγομένων 2 και 3 στην πρωτόδικη διαδικασία – με την οποία αιτήθηκαν την εκδίκαση, προδικαστικά, ζητημάτων τα οποία είχαν προωθήσει με την υπεράσπιση τους, ως προδικαστικές ενστάσεις.  Ειδικότερα, το περιεχόμενο των προδικαστικών ενστάσεων, ως το έχει παραθέσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση, έχει ως ακολούθως:

 

«(α) Το παρόν δικαστήριο αποστερείται δικαιοδοσίας για εκδίκαση της παρούσης υπόθεσης.

 

(β)    Το παρόν δικαστήριο αποστερείται δικαιοδοσίας επί των επίδικων θεμάτων και/ή η ισχυριζόμενη βάση αγωγής και/ή τα κατ' ισχυρισμό αγώγιμα δικαιώματα αφορούν τα δικαστήρια της Ρωσίας και/ή τα κατ' ισχυρισμό αστικά αδικήματα και/ή γεγονότα που διεπράχθησαν στο εξωτερικό και/ή λόγω πολλαπλότητας των διαδικασιών και/ή κατάχρησης διαδικασίας και/ή δικαστικής αρωγής (comity) και/ή δημόσιας τάξης.

 

(γ)    Το παρόν δικαστήριο δεν είναι το πλέον κατάλληλο και/ή αρμόδιο (FORUM ΝΟΝ CONVENIENS) να εκδικάσει την παρούσα αγωγή, καθ' ότι τα Ρωσικά δικαστήρια είναι τα πλέον αρμόδια να το πράξουν.

 

(δ)   Τα γεγονότα της παρούσης αποτελούν δεδικασμένο σε διάφορες υποθέσεις ενώπιον των ρωσικών δικαστηρίων.

 

(ε)    Η υπόθεση δεν δύναται να προχωρήσει, καθώς δεν έχει επιδοθεί ακόμη στους εναγομένους 1 και 5.»

 

Η αίτηση των εφεσειόντων - εναγομένων 2 και 3 πρωτοδίκως, ( ο εναγόμενος 4 που ήταν επίσης αιτητής δεν εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση) – υποστηρίχθηκε με ένορκη δήλωση ενός εκ των συνηγόρων τους και ταυτόχρονα διοικητικού συμβούλου και/ή μετόχου των εφεσειόντων 1.  Αυτούσιο, το ουσιαστικό περιεχόμενο της εν λόγω ένορκης δήλωσης, ως το συνόψισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχει ως εξής:

 

«…Προκρίνοντας τη θέση ότι στη βάση των δικογραφημένων θέσεων των πλευρών η επίδικη διαφορά αφορά περιουσιακά στοιχεία Ρωσικής εταιρείας η οποία τελεί υπό εκκαθάριση και στην οποία Εκκαθαριστής/Διαχειριστής έχει διοριστεί ο Εναγόμενος 1, υποδεικνύει παράλληλα ότι αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων ότι ένα από τα θέματα που απασχολούν «είναι κατά πόσο οι εναγόμενοι 2, 3 και 4 έχουν προτεραιότητα έναντι των εναγόντων σε στοιχεία του ενεργητικού κινητής περιουσίας του εναγομένου 1». Τα ως άνω θέματα, προκρίνει, αποφασίστηκαν τελεσίδικα από τα Ρωσικά Δικαστήρια, τα οποία έδωσαν προτεραιότητα στους Εναγομένους 2, 3 και 4 στα ως άνω περιουσιακά στοιχεία. Παραπέμπει προς τούτο σε αριθμό αποφάσεων Ρωσικών Δικαστηρίων. Αντίθετα με την προβαλλόμενη από τους Ενάγοντες θέση, ότι δηλαδή στις διαδικασίες που εκκρεμούσαν στην Ρωσία δεν μπορούσε να εγερθεί ζήτημα απάτης, παραπέμπει σε επισημάνσεις Ρωσικού Εφετείου ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη δόλου και/ή απάτης ως επίσης, εάν υπήρχε, θα ήταν καθήκον του Εναγομένου 1 - Διαχειριστή να καταγγείλει κάτι τέτοιο στη Ρωσική Αστυνομία ώστε να διερευνηθεί κατά πόσο προκύπτουν σχετικά ποινικά αδικήματα, πράγμα που ο τελευταίος δεν έπραξε. Τα Κυπριακά Δικαστήρια, υποστηρίζει, δεν έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν ισχυρισμούς για δόλο και/ή απάτη και/ ή ψευδή παράσταση, σημειώνοντας ότι τα γεγονότα επί των οποίων εδράζονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί των Εναγόντων έχουν λάβει χώρα στη Ρωσία και όλη η μαρτυρία επί του θέματος βρίσκεται στη Ρωσία. Πέραν του ότι οι Ενάγοντες δεν έχουν καλή βάση αγωγής, υποστηρίζει, τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν είναι η κατάλληλη έδρα (Forum) για να εκδικαστεί η υπό συζήτηση υπόθεση, την οποία χαρακτηρίζει καταχρηστική και άδικη προς τους Εναγομένους 2, 3 και 4. Τα ως άνω προδικαστικά σημεία, υποδεικνύει, αποτελούν αμιγώς νομικά θέματα ενώ τα γεγονότα επί των οποίων εδράζονται βρίσκονται ήδη στα δικόγραφα. Τυχόν εκδίκαση τους κατά προτεραιότητα θα είναι χρήσιμη για τη δικαιοσύνη, περισώζοντας πολύτιμο δικαστικό χρόνο, δικηγορικά και άλλα έξοδα, αφού η επίλυση τους μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη της αγωγής χωρίς να χρειαστεί οποιαδήποτε περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη σχετική επί των εγειρόμενων θεμάτων νομολογία, αλλά, και στις προκύπτουσες από αυτήν αρχές, αφορούσες στην ενώπιον του αίτηση, έχοντας λάβει υπόψη και τους λόγους ένστασης, διατύπωσε το σκεπτικό του αλλά  και συμπεράσματα του.  Παρατίθενται στη συνέχεια σχετικά αποσπάσματα, από την εκκαλούμενη απόφαση, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«Στην υπό συζήτηση περίπτωση επιζητείται από την πλευρά των αιτητών να επιλυθούν προδικαστικά, ανάμεσα σε άλλα, θέματα δεδικασμένου που ως υποστηρίζουν προκύπτουν σε σχέση με ζητήματα που απασχολούν στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής. Τούτο, ως προβάλλουν, ενόψει τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων Ρωσικών δικαστηρίων.

 

Κώλυμα λόγω δεδικασμένου είναι δυνατό να προκύπτει τόσο σε σχέση με την αιτία της αγωγής (cause of action estoppel) αλλά και σε σχέση με το επίδικο θέμα (issue estoppel) (βλ. Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ν. Θεοδόση Μυλωνά (2002) 1 Α.Α.Δ. 120 και Halsbury' s Laws of England, 5th Ed., Vol. 12, par. 1169). Η εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου προϋποθέτει ότι υπάρχει προγενέστερη τελεσίδικη απόφαση η οποία εκδόθηκε επί της ουσίας της διαφοράς, ταύτιση των διαδίκων και της ιδιότητάς τους, ταύτιση επιδίκων θεμάτων, ενώ μπορεί να αφορά επίδικα θέματα που όχι μόνο ηγέρθηκαν σε προγενέστερη δικαστική διαδικασία αλλά και όσα  θα μπορούσαν με εύλογη επιμέλεια να εγερθούν σε αυτήν (Κατσελλή Γιαννούλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, επί του συζητούμενου, τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου η ύπαρξη αριθμού αποφάσεων Ρωσικών Δικαστηρίων. Γεγονός παραμείνει ωστόσο ότι οι ως άνω αποφάσεις, για τις οποίες γίνεται αναφορά από τον ομνύοντα Μ. Μιχαηλίδη, αφενός δεν φαίνεται να έχουν εγγραφεί και αναγνωριστεί στη Δημοκρατία ως τέτοιες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βεβαίωση όχι μόνο της ύπαρξης και της εγκυρότητας τους, ακόμα και της τελεσιδικίας τους (βλ. Αναφορικά με την Εταιρεία Besuno, ECLI:CY:AD:2014:A123, Πολ. Έφεση αρ. 269/2009, ημερ. 20.02.2014), και αφετέρου δεν έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου ανάλογη και ειδική για τα πιο πάνω ζητήματα μαρτυρία αναφορικά με τα ισχύοντα στη Ρωσική έννομη τάξη, πραγματικότητα που αφήνει το ζήτημα ανοικτό. Ομοίως, δεν έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου με ανάλογη και αναγκαία προς τούτο μαρτυρία, η οποία θα επέτρεπε εκ των προτέρων την υιοθέτηση της θέσης των Αιτητών ότι η ουσιαστική διαφορά που η παρούσα υπόθεση αφορά - όπως αυτή εκτίθεται στην Έκθεση Απαίτησης στο σύνολό της, έχει απασχολήσει ή καλυφθεί κατά τον πιο πάνω τρόπο από τις εν λόγω Ρωσικές αποφάσεις. Ούτε έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου κατάλληλη μαρτυρία σε σχέση με το Ρωσικό Δίκαιο και διαδικασίες, η οποία θα επέτρεπε την υιοθέτηση της θέσης ότι τα ζητήματα που απασχολούν στα πλαίσια της παρούσας αγωγής θα μπορούσαν πράγματι να εγερθούν στα πλαίσια των Ρωσικών διαδικασιών. Αντίθετα, έχοντας κατά νου όλα όσα έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου για το ζήτημα, είναι φανερό ότι δεν μπορεί με ασφάλεια να διαπιστωθεί, σε αυτό το στάδιο, αν τα θέματα και νομικά ζητήματα τα οποία ηγέρθησαν στο πλαίσιο των ως άνω Ρωσικών διαδικασιών ταυτίζονται με αυτά που εγείρονται, προωθούνται και απασχολούν στην παρούσα αγωγή. Είναι εξάλλου φανερό ότι δεν υπάρχει ταύτιση των διαδίκων της παρούσας αγωγής και της ιδιότητας τους με τους διαδίκους που κατά περίπτωση φαίνεται να αφορούν οι Ρωσικές δικαστικές αποφάσεις. Ο σκοπός άλλωστε ο οποίος επιδιώκεται μέσω της παρούσας από τις Ενάγουσες και οι θεραπείες που επιζητούνται, είναι προφανές ότι διαφέρουν από το σκοπό των διαδικασιών στις οποίες αναφέρονται οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4, παραπέμποντας στις Ρωσικές διαδικασίες.

 

Στη βάση όλων όσων έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου για  το ζήτημα του δεδικασμένου, ως προβάλλεται τούτο από την πλευρά των Αιτητών, είναι φανερό ότι τούτο, έχοντας κατά νου μόνο τις δικογραφημένες θέσεις των πλευρών, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ασφαλούς δικαστικής κρίσης από αυτό το πρώιμο στάδιο. Πρόκειται άλλωστε για ζήτημα που στην υπό εξέταση περίπτωση δεν φαίνεται να αφορά αμιγώς νομικά ζητήματα τα οποία ξεκάθαρα προκύπτουν από την δικογραφία αλλά να διασυνδέεται και με πραγματικά γεγονότα για τα οποία θα πρέπει να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου περαιτέρω σχετική μαρτυρία, για να μπορέσει το τελευταίο να τοποθετηθεί επί τούτου.

 

Ούτε το ζήτημα της δικαιοδοσίας και/ή ακαταλληλότητας του Δικαστηρίου λόγω αναρμοδιότητας να επιληφθεί δικαστικά της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, ως τέθηκε από τους Αιτητές, φαίνεται να μπορεί να απασχολήσει προδικαστικά στην υπό συζήτηση περίπτωση.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση ως αναδύονται από τις δικογραφημένες θέσεις των πλευρών, καταδεικνύουν αναμφίβολα μια πολυπλοκότητα τόσο στην εξέλιξη τους όσο και στο ρόλο του καθενός από τους διαδίκους και δη τους Εναγομένους σε αυτά. Είναι φανερό ότι σε σχέση με ζητήματα που αφορούν τη συμπεριφορά, τη στάση, το ρόλο και την εμπλοκή κάθε εναγομένου στην εξέλιξη των γεγονότων, δεν υπάρχει κοινά αποδεκτό υπόβαθρο γεγονότων. Γεγονός παραμένει ότι από τους Ενάγοντες αποδίδονται στους Εναγόμενους συγκεκριμένοι τρόποι συμπεριφοράς, αντίδρασης και εμπλοκής στην ισχυριζόμενη σε βάρος τους συνομωσία και γενικότερα στην εξαπάτηση τους, κατά τρόπο που η αποσαφήνιση του ρόλου που ο κάθε ένας διαδραμάτισε στην εξέλιξη των γεγονότων είναι πρωτίστως αναγκαία για να μπορέσει το Δικαστήριο να τοποθετηθεί και για το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της παρούσας υπόθεσης.  Η δικαστική τοποθέτηση εξάλλου για το ζήτημα της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στην υπό συζήτηση περίπτωση, προϋποθέτει, εκ των πραγμάτων, όχι μόνο να προβεί το Δικαστήριο σε ευρήματα γεγονότων αλλά και στη βάση τούτων να τοποθετηθεί σε περίπλοκα και ενίοτε ασαφή νομικά ζητήματα, πραγματικότητα που δεν επιτρέπει στη βάση όλων όσων έχουν τεθεί υπόψη του μέσω των δικογραφημένων θέσεων των πλευρών να πράξει σε αυτό το στάδιο, με την ασφάλεια που απαιτείται.

 

Τα πιο πάνω, πέραν του γεγονότος ότι η δικονομική συμπεριφορά των ως άνω Εναγομένων - Αιτητών (οι δύο εκ των οποίων αποτελούν Κυπριακές εταιρείες) όχι μόνον να συμμετάσχουν ανεπιφύλακτα στη διαδικασία, συγκατατιθέμενοι μάλιστα όπως προσωρινά διατάγματα που εκδόθηκαν εναντίον τους καταστούν απόλυτα, αλλά και ποικιλοτρόπως λαμβάνοντας μέρος σε αυτήν, πότε προωθώντας αίτηση για τροποποίηση των συγκεκριμένων διαταγμάτων και πότε συμμετέχοντας στη κλήση του Δικαστηρίου για οδηγίες προς τον σκοπό περαιτέρω προγραμματισμού και προώθησης της υπόθεσης, αποτελούν συμπεριφορές που θα μπορούσαν, ούτως ή άλλως, να καταδείξουν οικειοθελή υπαγωγή τους στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

 

Το προτεινόμενο εξάλλου προς προδικαστική επίλυση ζήτημα της μη δυνατότητας προώθησης της αγωγής, καθ΄ ην έκταση αυτή δεν έχει επιδοθεί στους Εναγομένους 1 και 5, πέραν από το γεγονός ότι επί του θέματος της επίδοσης ή όχι της αγωγής στον Εναγόμενο 5 υπάρχει διάσταση θέσεων, δεν έχει καν εξηγηθεί στο Δικαστήριο γιατί, υπό τις περιστάσεις πάντα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, η εξέτασή του προδικαστικά θα εξυπηρετούσε τους στόχους που είναι ταγμένη να εξυπηρετήσει η Δ.27 των Διαδικαστικών Κανονισμών περί Πολιτικής Δικονομίας.

 

Ενόψει όλων όσων πιο πάνω προσπάθησα να εξηγήσω, συνολικά θεωρούμενων, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί και η Νομολογία των Δικαστηρίων μας θέτει για την εκδίκαση των ζητημάτων που προκρίνονται από την πλευρά των Αιτητών, προδικαστικά.»

 

Με έξι (6) λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες επιζητούν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας θέσεις οι οποίες αντιμάχονται τα επιμέρους πρωτόδικα συμπεράσματα, ως αυτά έχουν παρατεθεί πιο πάνω.  Ειδικότερα, προωθούνται οι θέσεις ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν εξέτασε το προβαλλόμενο ζήτημα περί δικαιοδοσίας, υπό το πρίσμα του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, αλλά, και της αντίστοιχης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του αγγλικού Εφετείου, επί της εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού (πρώτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν θεώρησε πως τα γεγονότα που αφορούν, ή που χρειάζονται για να εξετασθεί το ζήτημα της δικαιοδοσίας υπό το πρίσμα του Άρθρου 24 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012, δεν ήταν παραδεκτά και εμφανή επί των δικογραφημένων θέσεων των δύο πλευρών, αλλά, και επί των ενόρκων δηλώσεων τους (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε πως η αποδοχή των εφεσειόντων (εναγομένων 2 και 3), με τη συμπεριφορά τους και τη συμμετοχή τους στη διαδικασία, αποτελούσε ζήτημα σχετικό με το εγειρόμενο θέμα της δικαιοδοσίας (τρίτος λόγος έφεσης), ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε κάθε ευκαιρία να παραπέμψει νομικό ερώτημα στο ΔΕΕ, αναφορικά με την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012 και, όμως, λανθασμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά της εν λόγω ευκαιρίας (τέταρτος λόγος έφεσης), ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν άσκησε με τον ορθό τρόπο τη διακριτική του ευχέρεια ώστε να ακούσει και να αποφασίσει προδικαστικό ζήτημα το οποίο, σε περίπτωση επιτυχίας, θα εξοικονομούσε πολύτιμο δικαστικό χρόνο, έξοδα και θα αποφευγόταν ταλαιπωρία στους διαδίκους, ως επίσης, θα καταργούσε το προσωρινό διάταγμα που ίσχυε εναντίον των εφεσειόντων (πέμπτος λόγος έφεσης) και ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, όφειλε, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της Δ.27 Κ.1 και 2, των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας να δώσει τη  δικονομική ευχέρεια που ισχύει στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό και όχι να παραμείνει στα όρια της εθνικής νομολογίας και εφαρμογής των δικονομικών κανόνων (έκτος λόγος έφεσης).

 

Έχουμε μελετήσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα που προωθούν οι συνήγοροι των διαδίκων, το περιεχόμενο των δικογράφων και των ενόρκων δηλώσεων που υποστήριξαν την επίμαχη αίτηση των εφεσειόντων, αλλά, και την ένσταση των εφεσίβλητων.

 

Κρίνεται, κατ’ αρχάς, χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το περιεχόμενο του Άρθρου 24 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

« Άρθρο 24

 

Τα ακόλουθα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων:

 

1) σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου. Πάντως, σε υποθέσεις μισθώσεων ακινήτων που συνάπτονται για προσωρινή ιδιωτική χρήση μέγιστης διάρκειας έξι συνεχών μηνών, έχουν επίσης διεθνή δικαιοδοσία τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, εφόσον ο μισθωτής είναι φυσικό πρόσωπο και ο ιδιοκτήτης και ο μισθωτής έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος·

 

2) σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο το κύρος της σύστασης, ακυρότητας ή λύσης εταιρειών ή άλλων νομικών προσώπων ή ενώσεων φυσικών ή νομικών προσώπων ή το κύρος αποφάσεων των οργάνων τους, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο η εταιρεία, το νομικό πρόσωπο ή η ένωση έχουν την έδρα τους. Προκειμένου να καθορισθεί η έδρα, το δικαστήριο εφαρμόζει τους ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνες του·

 

3) σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο το κύρος καταχωρίσεων σε δημόσια βιβλία, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τηρούνται τα βιβλία αυτά·

 

4) σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο την καταχώριση ή το κύρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σημάτων, σχεδίων και υποδειγμάτων ή άλλων ανάλογων δικαιωμάτων τα οποία επιδέχονται κατάθεση ή καταχώριση, ανεξαρτήτως εάν το ζήτημα τίθεται στο πλαίσιο ασκήσεως αγωγής ή προβολής ένστασης, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ζητήθηκε, πραγματοποιήθηκε, ή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε η κατάθεση ή η καταχώριση σύμφωνα με πράξη της Ένωσης ή με διεθνή σύμβαση.

 

Με την επιφύλαξη της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, σύμφωνα με τη σύμβαση χορηγήσεως ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που υπογράφηκε στο Μόναχο στις 5 Οκτωβρίου 1973, τα δικαστήρια κάθε κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις που αφορούν την καταχώριση ή το κύρος οποιουδήποτε ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας που χορηγείται για το εν λόγω κράτος μέλος·

 

5) σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο την αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους εκτέλεσης της απόφασης.

 

 

Στην αγωγή, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, οι βάσεις αγωγής είναι, μεταξύ άλλων, κυρίως για απάτη, δόλο, συνωμοσία, καταδολίευση, ψευδείς παραστάσεις και παράνομη αποξένωση χρημάτων.  Επίσης δεν υφίσταται θέμα ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας και, εν πάση περιπτώσει, οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε μαρτυρία περί του αντιθέτου. Επίσης, η αγωγή δεν αφορά το κύρος σύστασης, ακυρότητας ή λύσης εταιρειών, αλλά ούτε το κύρος καταχωρίσεων σε δημόσια βιβλία.

 

Μετά την επισήμανση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της ουσίας των προδικαστικών ενστάσεων των εφεσειόντων προβαίνουμε, για ό,τι αυτό αξίζει και σε σχολιασμό των θέσεων των εφεσειόντων τις οποίες υποστήριξαν με νομολογία.

 

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάσισε, στην υπόθεση Owusu ν. Jackson C-281/02, ημερομηνίας 01.03.2005, την οποία επικαλούνται οι εφεσείοντες, ότι το Άρθρο 2 του Κανονισμού 44/2001, σημειωτέον έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο με το Άρθρο 4 του Κανονισμού 1215/2012, το οποίο προνοεί πως «τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους», είναι επιτακτικού χαρακτήρα και εμποδίζει τα αγγλικά Δικαστήρια να αρνηθούν την ανάληψη δικαιοδοσίας, έστω και αν αυτά έχουν την άποψη ότι τα δικαστήρια κράτους μη-μέλους («non-member state») είναι καταλληλότερος χώρος («more appropriate forum») εκδίκασης.  Η υπόθεση Owusu (ανωτέρω) αναφέρθηκε  στην υπόθεση Hampton Advisory Group S.A. ν. Bost AD (2012) 1 Α.Α.Δ. 549.

 

Προς υποστήριξη των λόγων έφεσης, οι εφεσείοντες επικαλούνται, επίσης, την υπόθεση του ΔΕΕ, C-175/15 Taser International lnc. ν SC Gate 4 Business SRL and Cristian Mircea Anastasiu, ημερομηνίας 17.03.2016. Τα γεγονότα, όμως, της υπόθεσης αυτής διαφέρουν από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, καθ’ ότι, στην υπόθεση εκείνη υπήρχε ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των Δικαστηρίων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Εν πάση περιπτώσει, όμως, σε αυτή την υπόθεση το ΔΕΕ έκρινε ότι ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχει ρήτρα δικαιοδοσίας αλλοδαπού Δικαστηρίου, σε περιπτώσεις παράβασης σύμβασης, εάν ο ενάγων προσφύγει στα Δικαστήρια κράτους μέλους στο έδαφος που ο εναγόμενος έχει την έδρα του, η δικαιοδοσία των εν λόγω Δικαστηρίων δύναται να απορρέει από το Άρθρο 24 του Κανονισμού 44/2001 (αντίστοιχο του Άρθρου 26 του Κανονισμού 1215/2012), εφόσον ο εναγόμενος δεν αμφισβητεί τη δικαιοδοσία τους.  Υπενθυμίζεται πως στην παρούσα περίπτωση οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν από την αρχή τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων.

 

Ούτε η υπόθεση Konkola Copper Mines Plc ν Coromin Ltd [2005] EWHC 898 (Comm) τυγχάνει εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, τα οποία είναι, επίσης, ουσιαστικώς διαφορετικά.  Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε παράβαση και ερμηνεία σύμβασης καθώς και ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας αλλοδαπού δικαστηρίου. Και πάλι, όμως, το Αγγλικό Δικαστήριο, παρόλο που προέβη σε διαχωρισμό των υποθέσεων που αφορούν ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας και των υποθέσεων που αφορούν το δόγμα forum non convenience, αρνήθηκε να αναστείλει την υπόθεση και ανέλαβε δικαιοδοσία.

 

Περαιτέρω, οι υποθέσεις Winnetka Trading Corp ν Julius Baer International Ltd [2008] EWHC 3146 (Ch) και Ferrexpo AG v Gilson lnvestments Ltd [2012] EWHC 721 (Comm), ομοίως, κρίνεται ότι διαχωρίζονται από την παρούσα υπόθεση, καθ’ ότι αφορούσαν  παράβαση σύμβασης και ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας.

 

Ενόψει των όσων έχουμε εξηγήσει πιο πάνω, ο λόγος έφεσης 1 κρίνεται αβάσιμος.

 

Η ευχέρεια της προδικαστικής εκδίκασης νομικού σημείου αποφασίζεται με βάση τις πρόνοιες των Θεσμών 1 και 2 της Διαταγής 27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Τα εγειρόμενα νομικά ζητήματα πρέπει να αφορούν εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι περιπτώσεις που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση, ως επίσης, ούτε όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα (βλέπετε Ιωάννης Νικόλα Χ”Οικονόμου ν. Ελληνικής Τραπέζης Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 949). Ειδικότερα, οι Θεσμοί 1 και 2 της Διαταγής 27 δεν έχουν εφαρμογή όταν τα πραγματικά γεγονότα ή ανάμεικτα νομικά θέματα αμφισβητούνται. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν απλά γεγονότα, αλλά περίπλοκα και σύνθετα ζητήματα, συνδεδεμένα με τις βάσεις αγωγής που έχουμε προαναφέρει και, εκ του περισσού, σημειώνουμε ότι τα εν λόγω ζητήματα προωθούνται μέσα από την Έκθεση Απαίτησης, αποτελούμενης από 20 σελίδες.  Δεν προβάλλεται πειστικός αντίλογος επί αυτής της διαπίστωσης. Έπεται πως, ενόψει των πιο πάνω νομολογηθέντων, και εφ’ όσον ορθά κρίθηκε ότι εγείρονταν περίπλοκα ζητήματα, ορθά, κατ’ επέκταση, δεν διατάχθηκε η προδικαστική εκδίκαση των εγειρόμενων ζητημάτων.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης 2 κρίνεται αβάσιμος. 

 

Ομοίως, αβάσιμος κρίνεται και ο λόγος έφεσης 3.  Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την αρχή που έλαβαν γνώση για την εναντίον τους διαδικασία.  Κρίνεται, συνεπώς, ορθή, η συνεκτίμηση αυτού του στοιχείου εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και η θέση των εφεσίβλητων, ότι οι  εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν να ζητούν την προδικαστική εκδίκαση του ζητήματος της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, στο στάδιο που το έπραξαν, αφού την αποδέχθηκαν έμμεσα πλην, όμως, σαφώς, επειδή ουδέποτε καταχώρισαν εμφάνιση υπό διαμαρτυρία και δεν ζήτησαν την άδεια του Δικαστηρίου για καταχώριση αίτησης για παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος, στη βάση ισχυρισμού τους για έλλειψη δικαιοδοσίας.  Αντίθετα, οι εφεσείοντες, ως υποδείχθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχαν ζητήσει και θεραπεία τροποποίησης του προσωρινού διατάγματος το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον τους.  Παράλληλα, κρίνουμε ότι το ζήτημα αυτό ήταν καθόλα σχετικό και επομένως ορθά το συνεκτίμησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε, οριστικά, επί του εν λόγω θέματος, της δικαιοδοσίας, αλλά το αξιολόγησε ως τέτοιο που δεν ήταν επιτρεπτό να το αποφασίσει προδικαστικά.

 

Επομένως, ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Όσον αφορά στον λόγο έφεσης 4, και πως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα δεν παρέπεμψε νομικό ερώτημα στο ΔΕΕ,  κρίνουμε ότι είναι ανεδαφικός.  Θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να αναλύσουμε ιδιαίτερα ένα τέτοιο ζήτημα.  Οι προϋποθέσεις παραπομπής είναι σαφώς διατυπωμένες στη νομολογία.  Τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να αναφέρονται σε ερμηνευτικά προβλήματα του κοινοτικού δικαίου και να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο που να επιτρέπεται στο Δικαστήριο να προβαίνει στην αιτηθείσα ερμηνεία.  Στην παρούσα περίπτωση, ό,τι αποτελεί ερώτημα κατά τους εφεσείοντες σχετίζεται με πιθανή σύγκρουση μεταξύ του κοινοτικού δικαίου και της Δ.27 Κ.1 και 2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Επίσης, ούτως ή άλλως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να παραπέμψει τέτοιο ζήτημα, καθ’ ότι δεν είναι Δικαστήριο τελευταίου βαθμού.  Πρόσθετα, η νομολογία για τα ενώπιον του Δικαστηρίου ζητήματα ήταν, επίσης, σαφής και την εφάρμοσε.

 

Απορρίπτεται, συνεπώς, ως αβάσιμος ο λόγος έφεσης 4.

 

Αναφορικά με τον λόγο έφεσης 5, γίνεται αντιληπτό πως, προφανώς, ήταν γνωστή, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, η παράμετρος περί εξοικονόμησης χρόνου και εξόδων, που είναι το αποτέλεσμα εκδίκασης προδικαστικά νομικών σημείων, δεν συνέτρεχαν, όμως, ως κρίθηκε, ορθά, οι προϋποθέσεις. Ο σκοπός δεν προηγείται των προϋποθέσεων.

 

Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος έφεσης 5.

 

Όσον αφορά στον λόγο έφεσης 6, κρίνουμε ότι με τη θέση που προβάλλεται από τους εφεσείοντες προκύπτει ότι, αυτό για το οποίο παραπονούνται, ήταν επιβεβλημένο να εφαρμοστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της Δ.27 Κ.1 και 2, η οποία ρυθμίζει ένα διαφορετικό δικονομικό ζήτημα για το οποίο δεν προκύπτει εμπόδιο στην εφαρμογή της εν λόγω Διαταγής μέσα από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1215/2012. Άλλωστε η Δ.27 Κ.1 και 2 συνιστούσε τη νομική βάση της αίτησης των εφεσειόντων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει τη σχετική νομολογία περί των προϋποθέσεων εκδίκασης νομικών σημείων προδικαστικά, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση στον προαναφερόμενο Ευρωπαϊκό Κανονισμό. Πρόκειται για δύο ξεχωριστά ζητήματα.

 

Κρίνουμε αβάσιμο και τον λόγο έφεσης 6.

 

Καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας όλα τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του, τα ενέταξε ορθά στη σχετική νομολογία και, ορθά, κατέληξε πως η περίπτωση ενώπιον του δεν δικαιολογούσε διαταγή για προδικαστική εκδίκαση των ζητημάτων που ήγειραν οι εφεσείοντες στην υπεράσπιση τους.  Κοντολογίς, δεν έχουμε ακούσει πειστικό αντίλογο, εκ μέρους των εφεσειόντων, ικανό για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

 

Τέλος, υπενθυμίζουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε την ουσία των προδικαστικών ενστάσεων των εφεσειόντων, ως τις ήγειραν στην Υπεράσπιση τους, αλλά, μόνο ότι δεν ήταν το κατάλληλο στάδιο, για τους λόγους που εξήγησε, να ακουσθούν προδικαστικά.

 

Συνακόλουθα με όλα τα πιο πάνω, εφ’ όσον ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η πρωτόδικη, εκκαλούμενη, απόφαση επικυρώνεται και η έφεση απορρίπτεται

 

Επιδικάζονται έξοδα €7.400,00 πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

                                                                             Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                                             Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο