
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 201/2024)
13 Ιανουαρίου, 2025
[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α. Φ. ΕΚ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15/11/2024, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ ΝΟΜΟΥ 77(Ι)/1997, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟΝ 236/2004 ΑΙΤΗΣΗΣ
........................
Μ. Καζάκος, για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
Έ. Παπαλοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το διάταγμα προσωρινής νοσηλείας του ημερ. 15.11.2024.
Ο λόγος επί του οποίου βασίζεται η Αίτηση είναι ότι το υπό κρίση διάταγμα εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και ή κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (το κατώτερο Δικαστήριο) εξέτασε την αίτηση και εξέδωσε το διάταγμα χωρίς να δώσει οδηγίες για επίδοση της αίτησης και χωρίς να ακούσει τον Αιτητή, κατά παράβαση των σχετικών Κανονισμών. Επιπλέον, ότι το κατώτερο Δικαστήριο κατέληξε σε ακροσφαλές συμπέρασμα αναφορικά με το ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τη διαδικασία καθότι η μαρτυρία δεν ήταν ικανή από μόνη της να οδηγήσει σε τέτοιο συμπέρασμα και το Δικαστήριο δεν ζήτησε καν περαιτέρω εξηγήσεις.
Η Αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του ΚΦ, δικηγόρου που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο το οποίο εκπροσωπεί τον Αιτητή. Σε αυτή ο ΚΦ περιγράφει τα γεγονότα μέχρι και την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος και επαναλαμβάνει και αναλύει τον λόγο στον οποίο στηρίζεται η Αίτηση.
Η δικηγόρος του Καθ’ ου δεν καταχώρισε ένσταση παρά μόνο δήλωσε πως συναινούσε στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος στη βάση του ότι η Αίτηση κατέστη άνευ αντικειμένου καθότι έχει ήδη τερματιστεί η νοσηλεία του Αιτητή.
Ο δικηγόρος του Αιτητή εξέφρασε τη σύμφωνη γνώμη του ως προς τη θέση του Καθ’ ου για την έγκριση της Αίτησης, πλην όμως διαφώνησε ως προς το ότι η Αίτηση έχει καταστεί άνευ αντικειμένου. Εξέφρασε τη θέση πως η Αίτηση εξακολουθεί να έχει αντικείμενο καθότι αφενός ο Αιτητής έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να γνωρίζει κατά πόσο το υπό κρίση διάταγμα εκδόθηκε νόμιμα ή όχι και αφετέρου τυχόν επιτυχία της Αίτησης θα παρέχει σε αυτόν τη δυνατότητα λήψης άλλων μέτρων προς προάσπιση των συνταγματικών του δικαιωμάτων.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι κατά την καταχώριση της Αίτησης ο Αιτητής εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό νοσηλεία η οποία τερματίστηκε σε κατοπινό στάδιο και ενόσω εκκρεμούσε η υπό κρίση διαδικασία.
Παρά τη σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών ως προς την επιτυχία της Αίτησης, είναι το ίδιο το Δικαστήριο το οποίο έχει την υποχρέωση να εξετάσει την Αίτηση και καταλήξει επί αυτής.
Σε αυτό το πλαίσιο εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο η Αίτηση έχει καταστεί άνευ αντικειμένου. Η Αίτηση αφορά στη νομιμότητα ή μη του εκδοθέντος διατάγματος προσωρινής νοσηλείας δυνάμει του οποίου ο Αιτητής νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας για μια χρονική περίοδο μικρότερη των 28 ημερών που ήταν η χρονική περίοδος η οποία καθορίστηκε στο διάταγμα. Σαφώς η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων με συνακόλουθη την υποχρεωτική νοσηλεία κάποιου προσώπου και αποστέρηση και περιορισμό της ελευθερίας του, αποτελεί επέμβαση στην ελευθερία και προσωπική του ζωή με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η διαπίστωση περί του νόμιμου ή μη τέτοιων διαταγμάτων και συνακόλουθα της νοσηλείας του προσώπου, προς διεκδίκηση θεραπείας για παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του.
Θεωρώ ότι οι υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε ο Αιτητής, Ιωάννου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495 και Yordanova v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 19.2.2024, δεν τυγχάνουν εφαρμογής καθότι εκείνες αφορούσαν σε διατάγματα προσωποκράτησης στο πλαίσιο έφεσης. Η υπό κρίση περίπτωση θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, η οποία αφορούσε ένταλμα σύλληψης το οποίο είχε εκτελεστεί και ο αιτητής είχε αφεθεί ελεύθερος πριν την εκδίκαση της υπόθεσης. Σε εκείνη την υπόθεση λέχθηκαν τα εξής:
«Εχω όμως την εντύπωση ότι η αποκατάσταση της νομιμότητας, έστω και εκ των υστέρων, και η δυνατότητα διεκδίκησης οποιωνδήποτε τυχόν δικαιωμάτων του από τον Αιτητή ή από άλλο θύμα παράνομης σύλληψης, κάτω από το άρθρο 11.8 του Συντάγματος, συνιστούν αρκετόν όφελος … ώστε να επιτρέπεται και να επιβάλλεται η ακύρωση του επίδικων εντάλματος μέσω του αιτούμενου διατάγματος certiorari. Εξ άλλου, … στους χρήσιμους σκοπούς που εξυπηρετεί η ακύρωση παράνομων διαδικασιών περιλαμβάνεται και η δικαστική επιβεβαίωση της ακυρότητάς τους.
Εφόσο, με βάση την έννομη τάξη όπως ισχύει στη Δημοκρατία μας, … ο μοναδικός τρόπος άσκησης δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας ενταλμάτων συλλήψεως και ερεύνης που εκδίδεται από τα Επαρχιακά Δικαστήρια είναι μέσω της δικαιοδοσίας που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο από το άρθρο 155.4 του Συντάγματος, και λαμβανομένου ακόμα υπόψη του γεγονότος ότι η ισχύς των ενταλμάτων αυτών τερματίζεται τη στιγμή που η ύπαρξη τους έρχεται για πρώτη φορά σε γνώση του ενδιαφερόμενου πολίτη όχι νωρίτερα έχω τη γνώμη ότι, τυχόν υιοθέτηση εκ μέρους μου της εισήγησης του Χατζηπέτρου, θα συνιστούσε στην ουσία άρνηση ασκήσεως της δικαιοδοσίας μου, θα έθετε τα εντάλματα αυτά τώρα και στο διηνεκές έξω από οποιοδήποτε δικαστικό έλεγχο και θα μετέτρεπε τις πρόνοιες του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος σε γράμμα κενό.»
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Υπό το φως όσων αναφέρονται ανωτέρω, θεωρώ πως ανεξαρτήτως της λήξης της νοσηλείας του Αιτητή εκκρεμούσης της Αίτησης, η Αίτηση εξακολουθεί να δύναται να εξεταστεί για τον σκοπό διαπίστωσης της νομιμότητας του εκδοθέντος διατάγματος και τυχόν αποκατάστασης των δικαιωμάτων του Αιτητή.
Tα γεγονότα, όπως περιγράφονται στην ένορκη δήλωση του ΚΦ και διαφαίνονται μέσα από τα κατατεθέντα τεκμήρια, είναι πανομοιότυπα και καταγράφονται στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Πολ. Αίτηση Αρ. 192/2024, ημερ. 27.11.2024, με την οποία δόθηκε η άδεια για καταχώριση της παρούσας. Επομένως, υιοθετούνται πλήρως χωρίς την ανάγκη εκ νέου παράθεσης τους.
Το Δικαστήριο παραπέμπει στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Σ., Πολ. Έφεση Αρ. 360/2020, ημερ. 18.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:A551, στην οποία αναφέρθηκε στην ίδια ως άνω απόφαση, καθώς επίσης και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Μαρίας Οικονομίδου κ.ά. (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 491, από τις οποίες προκύπτει πως κατά την εξέταση της αίτησης για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος νοσηλείας, το κατώτερο Δικαστήριο δεν παρείχε το δικαίωμα στον Αιτητή να ακουστεί και δεν είχε επαρκή μαρτυρία για να καταλήξει στο κατά πόσο ο Αιτητής ήταν σε θέση να παρακολουθήσει δικαστική διαδικασία.
Ως εκ τούτου η Αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Certiorari ότι το διάταγμα προσωρινής νοσηλείας ημερ. 15.11.2024 κακώς εκδόθηκε.
€900 συμφωνηθέντα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο