ΕΦΟΡΟΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ v. ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΤΤΟΦΑΛΛΗ, Έφεση Αρ. 3/2024, 17/2/2025
print
Τίτλος:
ΕΦΟΡΟΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ v. ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΤΤΟΦΑΛΛΗ, Έφεση Αρ. 3/2024, 17/2/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Κατ΄ έφεση από απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ως Εκλογοδικείο)

 

(Έφεση Αρ. 3/2024)

 

17 Φεβρουαρίου, 2025

                                                                                                   

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΕΦΟΡΟΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

                                                       Εφεσείοντας,

 

ν.

 

ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΤΤΟΦΑΛΛΗ

                                                                             Εφεσίβλητου.

...............

 

Π. Χαραλάμπους (κα) μαζί με Σ. Πλατή, Δικηγόροι της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ευτυχίου μαζί με Γ. Αντωνίου, για τον Εφεσίβλητο.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.:  Στις 9.6.2024 διεξήχθησαν παγκύπριες εκλογές για ανάδειξη, μεταξύ άλλων, αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης. Σε αυτό το πλαίσιο διεξήχθησαν κοινοτικές εκλογές για την ανάδειξη προέδρου και μελών του κοινοτικού συμβουλίου της Άλασσας στη Λεμεσό. Υποψήφιοι για τη θέση προέδρου ήταν ο Σάββας Σάββα (ΣΣ) και ο Εφεσίβλητος. Ο ΣΣ έλαβε 108 ψήφους και ο Εφεσίβλητος 90 και υπήρχε και ένα άκυρο ψηφοδέλτιο. Στη βάση των πιο πάνω αποτελεσμάτων, ο ΣΣ κηρύχθηκε Πρόεδρος του κοινοτικού συμβουλίου Άλασσας και η εκλογή του δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Αξίζει να σημειωθεί πως ο ΣΣ διετέλεσε παλαιότερα μέλος του κοινοτικού συμβουλίου Άλασσας από το 1995 μέχρι το 2000 και από το 2002 είχε εκλεγεί Κοινοτάρχης Άλασσας μέχρι το 2010 όταν και παραιτήθηκε. Ο Εφεσίβλητος διετέλεσε Κοινοτάρχης Άλασσας από το 2010 μέχρι και τον Ιούνιο του 2024.

Ο Εφεσίβλητος καταχώρισε την Εκλογική Αίτηση 184/2004 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία ζητούσε από το Δικαστήριο ως Εκλογοδικείο να κηρύξει άκυρη την εκλογή του ΣΣ και να κηρύξει τον ίδιο ως Κοινοτάρχη χωρίς ανθυποψήφιο. Ο μοναδικός ισχυρισμός του Εφεσίβλητου στην Εκλογική Αίτηση ήταν ότι ο ΣΣ δεν είχε τη συνήθη και ή μόνιμη διαμονή του στην κοινότητα της Άλασσας ούτως ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ως υποψήφιος στις εν λόγω εκλογές.

Ο ΣΣ με τη σειρά του είχε εγείρει τρεις «προδικαστικές» ενστάσεις ως προς το παραδεκτό της Εκλογικής Αίτησης. Η πρώτη ήταν πως ο Εφεσίβλητος δεν υπέβαλε ένσταση επί των εγγράφων υποψηφιότητας του ώστε ο Έφορος Εκλογής να αποφάσιζε το ζήτημα και επομένως η απόφαση εκλογής του Εφεσίβλητου δεν μπορούσε στη συνέχεια να προσβληθεί με εκλογική αίτηση. Η δεύτερη ήταν πως ο Εφεσίβλητος με την συμπεριφορά του και συγκεκριμένα με την παράλειψη του να υποβάλει ένσταση στην υποψηφιότητα του ΣΣ, απεμπόλησε το δικαίωμα να ζητά ακύρωση της εκλογής του. Η τρίτη αφορούσε την ουσία του ζητήματος, ότι δηλαδή ο λόγος τον οποίο επικαλείτο ο Εφεσίβλητος, ήτοι ότι ο ΣΣ δεν είχε τη συνήθη και ή μόνιμη διαμονή του στην Άλασσα, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εκλογιμότητα του. Ισχυρίστηκε συναφώς πως είχε τη συνήθη διαμονή του στην κοινότητα της Άλασσας και, επομένως, δικαιούτο να ήταν υποψήφιος.  

Στην Εκλογική Αίτηση έλαβε μέρος και ο Έφορος Εκλογής της Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού, ως ενδιαφερόμενο μέρος, ο οποίος επίσης υπέβαλε προδικαστικές ενστάσεις. Η πρώτη ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εξετάσει την Εκλογική Αίτηση καθότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε υποβάλει αίτημα στον Έφορο Εκλογών για τη διαγραφή του ονόματος του ΣΣ από τον εκλογικό κατάλογο της κοινότητας της Άλασσας. Η δεύτερη είναι η ίδια με την πρώτη προδικαστική ένσταση που ήγειρε ο Εφεσίβλητος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απέρριψε τις προδικαστικές ενστάσεις, κατέληξε ότι ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999, Ν.86(Ι)/1999, απαιτεί όπως, κατά τον χρόνο υποβολής υποψηφιότητας, ο υποψήφιος θα πρέπει να έχει τη μόνιμη διαμονή του στην κοινότητα. Κατέληξε πως δεν είχε καταδειχθεί κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα την επιτυχία της Εκλογικής Αίτησης. Ανετράπη έτσι το εκλογικό αποτέλεσμα.

Ο Έφορος Εκλογής δεν ικανοποιήθηκε από την πρωτόδικη απόφαση και καταχώρισε την παρούσα Έφεση. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την ερμηνεία του Ν.86(Ι)/1999 από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι απαιτείται η απόδειξη της ιδιότητας μέλους της κοινότητας, ήτοι με μόνιμη διαμονή στην κοινότητα, ως επιπρόσθετο κριτήριο. Ο δεύτερος λόγος αφορά στο ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο ΣΣ δεν είχε το δικαίωμα του εκλέγειν αποτελούσε περιορισμό στην άσκηση αυτού του δικαιώματος, κατά παράβαση του άρθρου 2 του Ν.86(Ι)/1999, του Άρθρου 31 του Συντάγματος και του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με τον τρίτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ποιος ήταν ο τόπος μόνιμης διαμονής του ΣΣ, καθότι δέχθηκε ότι ο τόπος της συνήθους διαμονής του ήταν στην κοινότητα της Άλασσας και στη συνέχεια κατέληξε ότι είχε δύο τόπους συνήθους διαμονής, ήτοι στην Άλασσα και στη Λεμεσό. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις προδικαστικές ενστάσεις.

Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο διέπει το ζήτημα των κοινοτικών εκλογών, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, το οποίο άλλωστε παρέθεσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφαση του.

    Το δικαίωμα του εκλέγειν κατοχυρώνεται στο Άρθρο 31 του Συντάγματος το οποίο προνοεί ως εξής:

«Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και οιωνδήποτε δυνάμει τούτου ψηφιζοµένων εκλογικών νόμων της Δημοκρατίας ή της αρµοδίας Κοινοτικής Συνελεύσεως, πας πολίτης δικαιούται vα ψηφίζη εις οιανδήποτε εκλογήν διενεργουμένην συμφώνως τω Συντάγματι και οιωδήποτε τοιούτω νόμω.»

 

Για το δικαίωμα του εκλέγειν, το άρθρο 14 του Ν.86(Ι)/1999 προβλέπει τα ακόλουθα:

«14. (1) Το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκει σε όλα τα µέλη της κοινότητας τα οποία –

(α) Έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, και

(β) είναι εγγεγραµµένα στον εκλογικό κατάλογο της κοινότητας.

(2) Στερείται του δικαιώματος του εκλέγειν εκείνος που δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή µε απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου στερείται του δικαιώματος του εκλέγειν.»

         

Το άρθρο 2 ερμηνεύει τη φράση «μέλος της κοινότητας» ως «πολίτη της Δημοκρατίας ή υπήκοο άλλου κράτους µέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος έχει τη μόνιμη διαμονή του στην κοινότητα, παύει δε να είναι µέλος της κοινότητας, όταν αποκτήσει την ιδιότητα δημότη δήμου ή µέλους άλλης κοινότητας». Ερμηνεύει επίσης τη φράση «μέλος της κοινότητας – εκλογέας» ως «τον πολίτη της Δημοκρατίας ή τον υπήκοο άλλου κράτους-µέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει το δικαίωμα του εκλέγειν σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου».

          Το άρθρο 15 του Ν.86(Ι)/1999 προνοεί ότι «ο εκλογικός κατάλογος για τις εκλογές μελών των συμβουλίων θα είναι ο εκλογικός κατάλογος που καταρτίστηκε και αναθεωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τον προαναφερθέντα Νόμο, ώστε να περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν δυνάμει του παρόντος Νόμου».

Το άρθρο 16 του Ν.86(Ι)/1999 αναφέρει τα προσόντα εκλογιμότητας και προβλέπει ως εξής:

«16. (1) Κοινοτάρχης ή µέλος Συμβουλίου μπορεί να εκλεγεί πρόσωπο το οποίο έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και του οποίου το όνομα είναι καταχωρημένο στον εκλογικό κατάλογο, συμπληρώνει μέχρι την ημερομηνία των εκλογών το 21ο έτος της ηλικίας του και δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κωλύματα εκλογιμότητας …»

 

         Ο περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμος του 2002, Ν.141(Ι)/2002, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, στα άρθρα 92-107, ρυθμίζει το θέμα του δικαιώματος του εκλέγειν και των εκλογικών καταλόγων. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 92, για τους σκοπούς του εν λόγω Νόμου, δικαίωμα του εκλέγειν έχει κάθε πολίτης της Δημοκρατίας ο οποίος συμπλήρωσε το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του μέχρι την ημερομηνία κτήσεως των εκλογικών προσόντων και ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο για περίοδο έξι μηνών αμέσως πριν την ημερομηνία κτήσεων αυτών. Με βάση το άρθρο 96(2), οι καταχωρίσεις στον εκλογικό κατάλογο, μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου, θεωρούνται ότι είναι ακριβείς και με βάση το άρθρο 97(2) κάθε εκλογέας δικαιούται σε μία μόνο εγγραφή στον εκλογικό κατάλογο. Το άρθρο 100 επιτρέπει τη διόρθωση του εκλογικού καταλόγου σε περίπτωση λήψης πληροφορίας ότι ένας εκλογέας που είναι εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο έχει αλλάξει τη διεύθυνση της κατοικίας του και εφόσον η αρμόδια Υπηρεσία Εκλογικού Καταλόγου της Επαρχίας που τον αφορά εξετάσει το ζήτημα αφού ακούσει και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Σύμφωνα με το άρθρο 100(4), η διαδικασία διόρθωσης δυνάμει του εν λόγω άρθρου λόγω αλλαγής της διεύθυνσης της κατοικίας εκλογέα, δεν εφαρμόζεται για περίοδο ενός χρόνου πριν από εκλογές που διενεργούνται για τα δημοτικά και ή για τα κοινοτικά συμβούλια.

          Περαιτέρω το άρθρο 24 του Ν.86(Ι)/1999 παρέχει το δικαίωμα σε οποιονδήποτε εκλογέα του οποίου το όνομα βρίσκεται καταχωρημένο στον εκλογικό κατάλογο να υποβάλει ένσταση εναντίον οποιουδήποτε εγγράφου υποβολής υποψηφιότητας για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

          Θεωρούμε ορθό όπως εξετάσουμε πρώτα τον τέταρτο λόγο έφεσης που αφορά στις προδικαστικές εντάσεις, καθότι τυχόν επιτυχία έστω μιας εξ αυτών καθορίζει και την τύχη της Έφεσης.

         Αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος δεν ήγειρε οποιοδήποτε ζήτημα αναφορικά με την εκλογιμότητα του ΣΣ πριν τη διεξαγωγή των υπό κρίση κοινοτικών εκλογών. Δεν ζήτησε τη διόρθωση του εκλογικού καταλόγου, με βάση το άρθρο 100 του Ν.141(Ι)/2002, ούτε και υπέβαλε ένσταση αναφορικά με τα έγγραφα δυνάμει του άρθρου 24 του Ν.86(Ι)/1999.

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε πρώτα με τη θέση του Εφεσείοντα πως με την πιο πάνω συμπεριφορά και παράλειψη του, ο Εφεσίβλητος απεμπόλησε το δικαίωμα να αξιώνει την ακύρωση της εκλογής του ΣΣ με την Εκλογική Αίτηση.

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Στυλιανού-Κόρακα v. Γεωργίου κ.ά. (Αρ. 1)  (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 281, στην οποία έτυχαν εξέτασης ανάλογα ζητήματα.  Σε εκείνη την υπόθεση, που αφορούσε δημοτικές εκλογές για την εκλογή Δημάρχου, το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, απέρριψε την προδικαστική ένσταση πως η εκλογική αίτηση δεν ήταν παραδεκτή επειδή ο αιτητής δεν είχε εγείρει ένσταση στην υποψηφιότητα του ανθυποψήφιου του, σύμφωνα με το άρθρο 25 του περί Δήμων Νόμου του 1985, Ν.111/1985, το οποίο προβλέπει την υποβολή ένστασης αναφορικά με τα έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας. Σημειώνουμε ότι το εν λόγω άρθρο είναι αντίστοιχο του  άρθρου 24 του Ν.86(Ι)/1999 που αφορά στις κοινοτικές εκλογές. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι το άρθρο 25(1) περιορίζει την εμβέλεια της ένστασης στα θέματα που αφορούν στα έγγραφα, όπως αυτά καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο και ότι η εκλεξιμότητα υποψηφίου δεν αποτελεί λόγο για το οποίο μπορεί να υποβληθεί ένσταση, εκτός όπου η έλλειψη της είναι καταφανής. Διαφορετικά, μόνο με εκλογική αίτηση μπορεί να προσβληθεί η εκλεξιμότητα υποψηφίου, καθώς η μη εκλεξιμότητα υποψηφίου αποτελεί αυτοτελή λόγο ακύρωσης της εκλογής του, βάσει του άρθρου 58(στ) του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου του 1979, Ν.72/79, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 31(1) του Ν.86(Ι)/1999 ισχύει. Το Δικαστήριο αποφάσισε επίσης πως ούτε και η συμπερίληψη στον εκλογικό κατάλογο συγκεκριμένου δήμου αποκλείει εξέταση των προσόντων εκλεξιμότητας υποψηφίου για δημοτικό αξίωμα, τονίζοντας ότι «η κατοχή των προσόντων εκλογιμότητας, που θέτει ο Νόμος, στοιχειοθετείται κατά την υποβολή υποψηφιότητας για δημοτικό αξίωμα και ελέγχεται δικαστικά στη διαδικασία εκλογικής αίτησης. Απουσία των εκλογικών προσόντων αποτελεί λόγο ακύρωσης της εκλογής».

         Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά και ακολούθησε την πιο πάνω απόφαση, η οποία και δίδει την απάντηση στις δύο προδικαστικές ενστάσεις.

         Ο τέταρτος λόγος έφεσης περιλαμβάνει και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την προδικαστική ένσταση περί καταχρηστικής συμπεριφοράς του Εφεσίβλητου. Ζήτημα κατάχρησης δεν δικογραφήθηκε στην Απάντηση του Εφεσείοντα στην Εκλογική Αίτηση και δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως, επομένως, δεν δύναται να εγερθεί στο πλαίσιο της Έφεσης.

         Ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

          Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην ερμηνεία που απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο άρθρο 14 του Ν.86(Ι)/1999 και συγκεκριμένα ότι αυτό απαιτεί όπως το πρόσωπο που έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και μπορεί να είναι υποψήφιος για κοινοτάρχης θα πρέπει να έχει τη μόνιμη διαμονή του στην εν λόγω κοινότητα. Σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθεσε ακόμα ένα κριτήριο το οποίο όμως δεν προβλέπεται από τον Νόμο.

  Για να αποφασίσει αυτό το ζήτημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Τ. Γεωργιάδης & Υιός Λτδ v. Δημοκρατίας (1991) 4(Β) Α.Α.Δ. 1142, στην οποία λέχθηκε πως οι νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το απλό, γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων εκτός αν αυτό είναι σε αντίθεση με οποιαδήποτε ρητή πρόθεση ή δηλωμένο σκοπό του νόμου ή αν αυτό το νόημα θα οδηγούσε σε παράλογο αποτέλεσμα.

 Πράγματι, με βάση τη νομολογία, βασικό κριτήριο για την ερμηνεία ενός νομοθετήματος αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς, στις λέξεις θα πρέπει να δίδεται η γραμματική τους έννοια. Κεντρική επιδίωξη και στόχος του ερμηνευτικού έργου του Δικαστηρίου είναι η διακρίβωση της πρόθεσης του Νομοθέτη. Σχετικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Δ. Γαλατάκης Λτδ v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου v. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151 και Ξεν. Επιχ. Πλάζα Λτδ κ.ά. v. Συμβ. Βελτ. Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348. Επομένως, η γραμματική συνήθης έννοια επικρατεί νοουμένου βεβαίως ότι με αυτή ικανοποιείται και ο σκοπός του νομοθέτη και η ερμηνεία δεν απολήγει σε παράλογο αποτέλεσμα.

         Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία του άρθρου 14 παρατίθεται αυτούσιο:

«Ο περί Δήμων Νόμος,  Ν. 111/1985, σε αντιδιαστολή με τον επίδικο Νόμο, προβλέπει ότι υποψήφιος για τη θέση Δημάρχου ή δημοτικού συμβούλου θα πρέπει να έχει την ιδιότητα του δημότη εντός των δημοτικών ορίων του οποίου έχει τη σύνηθη διαμονή του. Ο Νομοθέτης όμως αντίθετα, εν τη σοφία του, στον επίδικο Νόμο θέτει ως προϋπόθεση ότι ο υποψήφιος Κοινοτάρχης θα πρέπει να είναι μέλος της Κοινότητας στην οποία έχει τη μόνιμη του διαμονή. Δεν είναι έργο του παρόντος Εκλογοδικείου να αναζητήσει το γιατί. Έργο του είναι να ερμηνεύει τον επίδικο Νόμο με βάση τους ισχύοντες κανόνες που η Νομολογία έχει καθορίσει. Επομένως, είναι τον όρο της μόνιμης διαμονής που το Δικαστήριο καλείται να αναζητήσει κατά πόσο πληρείται στην προκειμένη περίπτωση στην βάση των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, δηλαδή κατά πόσο ο Καθ’ ου η Αίτηση είχε κατά τον επίδικο χρόνο όχι τη σύνηθη αλλά τη μόνιμη διαμονή του στην Άλασσα.»

 

    Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το λεκτικό του ίδιου του άρθρου 14 του Ν.86(Ι)/1999, το οποίο αναφέρει ως βασική προϋπόθεση πως το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκει σε «όλα τα μέλη της κοινότητας» και η φράση «μέλη της κοινότητας» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 ως οι πολίτες που έχουν τη μόνιμη διαμονή τους στην κοινότητα. Ακολουθεί η παράθεση των κριτηρίων τα οποία επίσης θα πρέπει να πληρούνται από το μέλος της κοινότητας, ήτοι η συμπλήρωση του 18ου έτους και η συμπερίληψη στον εκλογικό κατάλογο της κοινότητας.

    Είναι σαφές ότι ο νομοθέτης συμπεριέλαβε την ερμηνεία της φράσης «μέλος της κοινότητας – εκλογέας», παραπέμποντας στο άρθρο 14 του Νόμου το οποίο με τη σειρά του αναφέρεται σε μέλη της κοινότητας, φράση η οποία επίσης τυγχάνει ερμηνείας στο ερμηνευτικό άρθρο του ιδίου Νόμου.  

      Παρόλο που το άρθρο 15 του Ν.86(Ι)/1999 παραπέμπει στον Ν.141(Ι)/2002 για τον εκλογικό κατάλογο, εντούτοις το ίδιο το άρθρο 15 αναφέρεται σε εκλογικό κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται μεν δυνάμει εκείνου του Νόμου αλλά περιλαμβάνει τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν δυνάμει του παρόντος Νόμου, ήτοι του Ν.86(Ι)/1999.

    Θεωρούμε ότι η έννοια των λέξεων στα συγκεκριμένα άρθρα του Ν.86(Ι)/1999 είναι σαφής και αποδίδει τον σκοπό και την πρόθεση του Νομοθέτη που ήταν να δώσει δικαίωμα του εκλέγειν σε κοινοτικές εκλογές σε πολίτες που έχουν τη μόνιμη διαμονή τους στην κοινότητα.

    Άλλωστε είναι γνωστή η νομική αρχή ότι ο Ν.86(Ι)/99, ως ειδικός νόμος που διέπει τις κοινότητες, δεν καταργείται με οποιονδήποτε τρόπο από μεταγενέστερο γενικό Νόμο, όπως είναι ο Ν.141(Ι)/2002. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση Πλοίο “Παναγία Μυρτιδιώτισσα” v. Σιδηρόπουλου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 991.

    Η νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο Εφεσείων, προς υποστήριξη της θέσης πως εκείνο το οποίο απαιτείται είναι η συνήθης διαμονή, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η υπόθεση Δημοκρατία v. Ιεζεκιήλ (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 706 ήταν Αναθεωρητική Έφεση και το Δικαστήριο ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με την έννοια του όρου «συνήθης διαμονή» ο οποίος περιλαμβάνεται στον περί Εγγραφής Εκλογών και Εκλογικού Καταλόγου Νόμο του 1980, Ν.40/1980, και όχι με βάση τον Ν.86(Ι)/1999.

Οι υποθέσεις Σαββίδης v. Δημοκρατίας (2005) 4(Α) Α.Α.Δ. 315, Αρκαδίου v. Υπουργού Εσωτερικών, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 244/2008 και 245/2008, ημερ. 16.2.2010 και Τρύφωνος v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 445/2008, ημερ. 6.11.2009 είναι πρωτόδικες αποφάσεις επί Προσφυγών και επομένως μη δεσμευτικές. Εν πάση περιπτώσει, και οι τρεις ασχολήθηκαν με το ζήτημα της συνήθους διαμονής με αναφορά στον Ν.40/1980 και σε σχετική νομολογία επί αυτού.

Η παραπομπή από τον Εφεσίβλητο στον περί Δήμων Νόμο του 1985, Ν.111/1985, δεν κρίνεται βοηθητική από τη στιγμή που δεν παρουσιάζεται οποιαδήποτε δυσκολία στην ερμηνεία των σχετικών άρθρων του Ν.86(Ι)/1999.

Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε ορθή ερμηνεία στο άρθρο 14 του Ν.86(Ι)/1999, ότι αυτό θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση του δικαιώματος του εκλέγειν τη μόνιμη διαμονή στην κοινότητα, τη συμπλήρωση των 18 ετών και την εγγραφή στον εκλογικό κατάλογο της κοινότητας όπως προνοείται στον Ν.141(Ι)/2002 και το εφάρμοσε στο άρθρο 16 του Ν.86(Ι)/1999.

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι η προϋπόθεση για μόνιμη διαμονή στην κοινότητα αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγειν κατά παράβαση του άρθρου 2 του Ν.86(Ι)/1999 και ή του Άρθρου 31 του Συντάγματος και ή του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Και πάλι τέτοιος ισχυρισμός δεν δικογραφήθηκε στην Απάντηση του Εφεσείοντα ούτε και απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της Εκλογικής Αίτησης, επομένως δεν δύναται να εγερθεί στο πλαίσιο της Έφεσης.

Ο δεύτερος λόγος απορρίπτεται.

Απομένει ο τρίτος λόγος έφεσης ο οποίος αφορά στο εσφαλμένο της μη κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ποια ήταν ή μόνιμη διαμονή του ΣΣ πριν καταλήξει επί της τύχης της αίτησης.

Κρίνουμε σκόπιμο εδώ να παραπέμψουμε στη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 39(2) του Ν.86(Ι)/1999 το οποίο προβλέπει πως η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση «μόνο λόγω νομικού σημείου, ευκρινώς διατυπωμένου στη σχετική αίτηση έφεσης».

Ο Εφεσίβλητος ισχυριζόταν ότι ο ΣΣ δεν είχε τη συνήθη και ή μόνιμη διαμονή του στην Άλασσα, ενώ ο δικογραφημένος ισχυρισμός του ΣΣ ήταν πως είχε τη συνήθη διαμονή του στην Άλασσα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι αυτή ήταν η θέση που ο ΣΣ προώθησε και κατά τη μαρτυρία του. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αναγκαίο όπως εξετάσει την ενώπιον του μαρτυρία και αποφασίσει το ίδιο κατά πόσο ο ΣΣ είχε τη συνήθη ή μόνιμη διαμονή του στην Άλασσα και κατέληξε σε εύρημα πως ο ΣΣ δεν είχε τη μόνιμη διαμονή, αλλά τη συνήθη διαμονή, του εκεί.

 Αυτή η διαπίστωση είναι καθοριστική ως προς το ότι δεν ικανοποιείτο το κριτήριο της μόνιμης διαμονής του ΣΣ στην κοινότητα, το οποίο απαιτείτο από τον Νόμο. Καθορίζει επίσης την τύχη αυτού του λόγου έφεσης, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η εξέταση της διαμονής του ΣΣ στη Λεμεσό με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθως ασχολήθηκε.

Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Έφεση απορρίπτεται.

€3.000 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ του Εφεσίβλητου.

 

 

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                          Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο