ΠΑΡΣΩΝ Γ. ΠΑΡΣΩΝ v. M & M DECORATION CENTRE LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.161/2015, 30/4/2025
print
Τίτλος:
ΠΑΡΣΩΝ Γ. ΠΑΡΣΩΝ v. M & M DECORATION CENTRE LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.161/2015, 30/4/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

  

Πολιτική Έφεση Αρ.161/2015

 

 

30 Απριλίου 2025

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

  

ΠΑΡΣΩΝ Γ. ΠΑΡΣΩΝ

Εφεσείοντα/Εναγόμενου

 

ν.

 

M & M DECORATION CENTRE LTD  

Εφεσίβλητων/Εναγόντων

 

…………………………………………….

 

Δρ. Α. Ποιητής  για Δρ. Ανδρέας Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα.

Α. Παπαλής για Αντώνης Παπαλλής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. για την εφεσίβλητη.

 

……………………………………….

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα δοθεί από

                         το   Δικαστή Δαυίδ. 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΑΥΙΔ, Δ:  Με την υπό κρίση Έφεση, επιδιώκεται η ανατροπή της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας («το πρωτόδικο Δικαστήριο»), ημερ. 07.04.2015, με την οποία, στο πλαίσιο της Αγωγής Αρ.3612/2011, επιδίκασε υπέρ της Ενάγουσας (εφεξής Εφεσίβλητης) και σε βάρος του Εναγόμενου (εφεξής Εφεσείων), το ποσό των €3.230,97 πλέον τόκο και έξοδα.

 

Η Εφεσίβλητη, εταιρεία που ασχολείται με την εμπορία και πώληση διακοσμητικών υλικών, παρκέ και ψευδοροφών, μέσω του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος που καταχώρησε στην ως άνω αγωγή, αξίωνε το επιδικασθέν τελικά προς όφελος της ποσό, «ως υπόλοιπο λογαριασμού ή/και δυνάμει τιμολογίων ή/και δυνάμει πώλησης και παράδοσης εμπορευμάτων ή/και σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού ή/και άλλως πως».  Ως προέβαλε, παρά τις προφορικές διαβεβαιώσεις του εναγόμενου για αποπληρωμή του χρέους, ο τελευταίος αρνείται ή/και παραλείπει ή/και αμελεί να εξοφλήσει το οφειλόμενο χρηματικό ποσό.  

 

Στον αντίποδα των πιο πάνω, ο  Εφεσείων, μέσω της Υπεράσπισης που καταχώρησε, αρνούμενος τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης, πρόταξε πως οποιοδήποτε εμπόρευμα αγόρασε από την Εφεσίβλητη, το εξόφλησε. Ουδέποτε, υποστηρίζει, παραδέχθηκε την ύπαρξη χρέους του προς την Εφεσίβλητη και ότι διαβεβαίωσε την τελευταία ότι θα το εξοφλήσει.  Μόλις στις 28.07.2011, προσθέτει, η Εφεσίβλητη θυμήθηκε να του αποστείλει επιστολή με αξίωση πληρωμής, με τον ίδιο να αρνείται οποιοδήποτε χρέος. Προβάλλοντας  ταυτόχρονα την ολιγωρία και υπέρμετρη καθυστέρηση εκ μέρους της Εφεσίβλητης στην προώθηση της απαίτησης της (laches), αξίωσε την απόρριψη της αγωγής με έξοδα σε βάρος των εναγόντων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στην προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία, σημείωσε αρχικά ότι η φύση της επιδιωκόμενης θεραπείας, με δεδομένο ότι η βάση της αγωγής δεν εδράζεται στο δίκαιο της επιείκειας, δεν επιτρέπει την ενασχόληση με το ζήτημα της ολιγωρίας (laches), με την έννοια που το δίκαιο της επιείκειας αποδίδει στον εν λόγω όρο.  Προχωρώντας στην ανάλυση και αξιολόγηση της τεθείσας ενώπιον του μαρτυρίας, καταλήγοντας ότι ο μοναδικός μάρτυρας που κλήθηκε για την πλευρά της Εφεσίβλητης (ο διευθυντής της εν λόγω εταιρείας), «μαρτύρησε την πραγματική εκδοχή των γεγονότων», αποδέχθηκε την μαρτυρία του στην ολότητα της, προβαίνοντας στα ανάλογα ευρήματα.  Υπέδειξε, επί τούτου, ότι η μαρτυρία του κρίθηκε αξιόπιστη καθότι χαρακτηριζόταν από συνοχή και λογική, υποστηριζόταν και επιβεβαιώνετο από την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα έγγραφη μαρτυρία, ενώ παράλληλα δεν είχε πληγεί ή ανατραπεί από όσα τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου από πλευράς Εφεσείοντα.  Έκρινε, επίσης, πως η όποια καθυστέρηση διαπιστώθηκε στην προώθηση της ως άνω αγωγής, δικαιολογήθηκε αρκούντως από τις εξηγήσεις του μάρτυρα. Αντίθετα, σχολιάζοντας την μαρτυρία του Εφεσείοντα, μοναδικού μάρτυρα για την πλευρά του στην ως άνω αγωγή, κατέληξε ότι ο τελευταίος «δεν μαρτύρησε την πραγματική εκδοχή γεγονότων». Έκρινε την μαρτυρία του αναξιόπιστη, υποδεικνύοντας ότι οι ισχυρισμοί που ο τελευταίος προέβαλε, με εξαίρεση εκείνους που ήταν παραδεχτοί, στερούνταν της αναγκαίας πειστικότητας (κυρίως λόγω γενικότητας και αντιφάσεων με την δικογραφημένη θέση της πλευράς του), χωρίς παράλληλα να υποστηρίζονταν από την τεθείσα ενώπιον του, έγγραφη μαρτυρία. Ενέταξε αυτούς σε προσπάθεια του συγκεκριμένου μάρτυρα να προβάλει εκ των υστέρων ισχυρισμούς, οι οποίοι όμως δεν ανταποκρίνονταν στα γεγονότα, ως αυτά είχαν καταδειχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Σημειώνοντας την κατάρρευση της εκδοχής του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι τα παραδεκτά γεγονότα, η  μαρτυρία και τα στοιχεία που είχαν τεθεί υπόψη του εκ μέρους της Εφεσίβλητης, ήταν αρκετά να αποδείξουν την απαίτηση της τελευταίας, οδηγούμενο στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ο Εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με οκτώ τελικά λόγους Έφεσης, εγκαταλείποντας τον ένατο λόγο Έφεσης που προωθούσε με την Ειδοποίηση Έφεσης που καταχώρησε. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι το θέμα που ετίθετο ήταν θέμα ολιγωρίας και υπέρμετρης καθυστέρησης (laches), παραλείποντας να λάβει υπόψη του τον παράγοντα της μεγάλης καθυστέρησης κατά την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων (1ος λόγος Έφεσης).  Περαιτέρω, ότι λανθασμένα απορρίφθηκε η μαρτυρία και γενικότερα η εκδοχή του Εφεσείοντα, λόγω γενικότητας και αντιφάσεων με δικογραφημένες θέσεις του τελευταίου και λανθασμένης πρόσληψης από το Δικαστήριο του περιεχομένου της επιστολής του, ημερ. 01.08.2011 (τεκμήριο Π.Π.1) (2ος, 3ος και 4ος λόγοι Έφεσης).   Προβάλλεται επίσης, πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η μαρτυρία εκ μέρους της Εφεσίβλητης ήταν εκτός δικογράφων, υποδεικνύοντας ότι η δικογράφηση αφορούσε απαίτηση σχετικά με εμπορεύματα που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν ενώ η μαρτυρία αφορούσε κατασκευές (5ος λόγος Έφεσης).  Ακόμα, ότι λανθασμένα λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ανυπόγραφα τιμολόγια και κατάσταση λογαριασμού που η Εφεσίβλητη παρουσίασε, υποδεικνύοντας ότι αποτελούν αυτοενισχυτική μαρτυρία και παράγωγό της (6ος και 7ος λόγοι Έφεσης).  Τέλος,  προβάλλεται ότι λανθασμένα υιοθετήθηκε τόκος προς 9%, παραπέμποντας στο γεγονός ότι τα τιμολόγια δεν ήταν υπογραμμένα ενώ δεν υπήρξε σχετική προφορική μαρτυρία (8ος λόγος Έφεσης). 

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις σύντομες, γραπτές αγορεύσεις τους, τις οποίες υιοθέτησαν, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους.  Τούτο έπραξαν και δια ζώσης, στο βαθμό που έκριναν αναγκαίο.

 

 Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και εισηγήσεις των πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια της παρούσας.

 

Στρέφοντας την προσοχή στον 1ο λόγο Έφεσης δεν μπορεί παρά να σημειωθεί η ορθή επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως καθ’ ην έκταση η θεραπεία που στην υπό εξέταση περίπτωση επιζητείται, δεν εδράζεται στο δίκαιο της επιείκειας, η υπεράσπιση της ολιγωρίας/υπέρμετρης καθυστέρησης (laches) δεν μπορεί βάσιμα να προβάλλεται. Ως τέθηκε στην Α.Τ.Η.Κ. v. Κλεάνθους (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 158:

«Ο τεχνικός όρος laches, γιατί περί τεχνικού ουσιαστικά όρου πρόκειται, έλκει την προέλευση του από το λατινικό δόγμα vigilantibus non dormintibus, jure subveniunt (delay, defeats, equities or equity, aids, the vigilant and not the indolent). Πρόκειται για αρχή του δικαίου της επιείκειας, σύμφωνα με την οποία, καθυστέρηση στην επιδίωξη θεραπείας η οποία προβλέπεται από το δίκαιο της επιείκειας, μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στη χορήγηση της επιδιωκόμενης θεραπείας. Με άλλα λόγια, οι αρχές της επιείκειας δεν προστρέχουν προς βοήθεια του διάδικου ο οποίος, επαναπαυόμενος στα δικαιώματα του, επιδεικνύει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για σκοπούς διασφάλισης τους. Όμως, περιθώριο για εφαρμογή της εν λόγω αρχής, δεν παρέχεται εκεί και όπου τυγχάνουν εφαρμογής ρητοί νομοθετικοί χρονικοί περιορισμοί στη διεκδίκηση αστικών δικαιωμάτων, έστω και αν η θεραπεία που επιδιώκεται είναι θεραπεία που προβλέπεται με βάση το δίκαιο της επιείκειας.»

 

Παρεμβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σημειώσει το γεγονός ότι η υπέρμετρη καθυστέρηση αποτελεί ζήτημα που μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, ζήτημα το οποίο και το απασχόλησε, υποδεικνύοντας  ωστόσο ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, η όποια καθυστέρηση εντοπίζεται, δεν καθιστούσε την προσφερθείσα από πλευράς Εφεσίβλητης μαρτυρία, αναξιόπιστη.

 

 Ως εκ τούτου ο 1ος λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Σε αριθμό λόγων Έφεσης (2ος , 3ος και 4ος λόγοι Έφεσης), όπως και στην επιχειρηματολογία που προωθείται προς υποστήριξη τους, αναδεικνύονται ζητήματα που άπτονται της αξιολόγησης μαρτυρίας, φέρνοντας στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν το τρόπο αξιολόγησης μαρτυρίας που τίθεται υπόψη του Δικαστηρίου και την εξουσία επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με το ζήτημα.  Πάγια και καλά εδραιωμένη είναι η νομολογία επί του πιο πάνω ζητήματος. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά κρινόμενα, εξ αντικειμένου φαίνονται ανυπόστατα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα ή βρίσκονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή μέρη της ή είναι καταφανώς εσφαλμένα. (Ταρμαντίδης κ.ά. v. Δημητρίου (2010) 1(Α) A.A.Δ. 239,  Παπακόκκινου v. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653, Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. (2010) 1 Α.Α.Δ. 254 και Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 A.A.Δ. 633). Σε περίπτωση που με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο άλλωστε είχε και την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Όπως σημειώθηκε στην Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφ. Αρ.94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288:

«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312 και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244).Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»

 

Ο Εφεσείων είναι το μέρος που φέρει το βάρος να πείσει το εφετείο, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να πιστέψει το μάρτυρα των εφεσίβλητων κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. (Φραντζής ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω)).

 

Έχουμε μελετήσει με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση, σε συνδυασμό θεωρούμενη με την προσαχθείσα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία στο σύνολο της, υπό το φως και όσων προβάλλονται από τον Εφεσείοντα όσον αφορά το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του. Διαπιστώνουμε ότι το Δικαστήριο εξέτασε με την δέουσα προσοχή και επιμέλεια την ενώπιον του μαρτυρία και στοιχεία.  Παρέθεσε καλούς και πειστικούς λόγους, για τους οποίους έκρινε αξιόπιστο ή μη αναξιόπιστο κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του.  Αναλύοντας και αιτιολογώντας την αξιολογική του κρίση, κατέληξε τελικά ότι ο Εφεσείων δεν κατάφερε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, να πείσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή του ήταν αληθής και πιθανή.  Παρέθεσε, ενδεικτικά, τους λόγους για την ως άνω κατάληξη του, παραπέμποντας στο γεγονός ότι προωθήθηκαν από την πλευρά του, καθ’ ον χρόνο κατέθετε από το εδώλιο του μάρτυρα, θέσεις οι οποίες δεν καλύπτονταν από τα δικόγραφα και γενικότερα στην έλλειψη πειστικότητας εκ μέρους του, μη παραλείποντας να εντοπίσει το γεγονός πως, ενώ με τις δικογραφημένες του θέσεις αρνείτο την παραλαβή σχετικών επιστολών απαίτησης από την πλευρά της Εφεσίβλητης,  εντούτοις, καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν αρνήθηκε ότι πράγματι τις παρέλαβε.  Έχοντας ήδη παραθέσει τις αρχές στη βάση των οποίων είναι δυνατή η επέμβαση του εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν βλέπουμε πώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση,   θα δικαιολογείτο η παρέμβαση μας στην ως άνω προσέγγιση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και στη σχετική κρίση του.  

 

Συνακόλουθα ο 2ος , 3ος και 4ος λόγοι Έφεσης αποτυγχάνουν και απορρίπτονται επίσης.

 

Διάσταση μεταξύ των δικογραφημένων θέσεων της Εφεσίβλητης και της μαρτυρίας που προσφέρθηκε από την πλευρά της τελευταίας, επιχειρεί να αναδείξει η πλευρά του Εφεσείοντα μέσω του 5ου λόγου Έφεσης. Υποδεικνύοντας ότι στο δικόγραφο της Εφεσίβλητης γίνεται λόγος για αξίωση ποσού έναντι εμπορευμάτων που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν στο Εφεσείοντα, ενώ η μαρτυρία η οποία τέθηκε υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την πλευρά της τελευταίας, τουλάχιστον όσον αφορά το τιμολόγιο  αρ.9361 (τεκμήριο ΜΜ1), αφορούσε αξίωση για την εκτέλεση εργασιών, υποστήριξε ότι η πιο πάνω διάσταση μεταξύ των δικογραφημένων θέσεων της Εφεσίβλητης και της προσαχθείσας εκ μέρους της μαρτυρίας, καταδεικνύει από μόνη της, το λανθασμένο της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη απέδειξε την υπόθεσή της.

 

Με τον δέοντα σεβασμό, αποκλίνουμε από την ως άνω προσέγγιση.  Πέραν από την επισήμανση ότι η προσκομισθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, δεν πρέπει να απομονώνεται και μικροσκοπικά να προσλαμβάνεται και να εξετάζεται, δεν διαλανθάνει της προσοχής ότι σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση της Εφεσίβλητης, η εμπορική σχέση μεταξύ της Εφεσίβλητης  και του Εφεσείοντα δεν αφορούσε μόνο την αγορά εκ μέρους του εφεσείοντα προϊόντων, αλλά και υπηρεσιών (παράγραφος 2 στις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης). Ο δε λογαριασμός που ο Εφεσείων φέρεται να διατηρούσε με την Εφεσίβλητη, στο πλαίσιο της εμπορικής δραστηριοποίησης της τελευταίας, αφορούσε εμπορεύματα που παραλαμβάνονταν από τον ίδιο με διάφορους τρόπους, ήτοι «με πίστωση πληρωτέα σε πρώτη ζήτηση ή/και δυνάμει τιμολογίων ή/και άλλως πως», με ρητή αναφορά/υπόδειξη, ότι «Περισσότερες λεπτομέρειες θα δοθούν κατά τη δικάσιμο» (παράγραφος 3 στις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης).  Προφανώς, στο πλαίσιο των ως άνω δικογραφημένων θέσεων της Εφεσίβλητης, επιχειρήθηκε από την πλευρά της να εξηγηθεί, με ανάλογη μαρτυρία, το περιεχόμενο συγκεκριμένων τιμολογίων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, τα οποία ουσιαστικά διαμόρφωσαν τον ως άνω λογαριασμό. Παρεμβάλλεται ότι, δεν υπήρξε οποιαδήποτε ένσταση εκ μέρους του ευπαίδευτου συνηγόρου που εκπροσωπούσε τον Εφεσείοντα καθ’ ον χρόνο ο μάρτυρας διευθυντής της Εφεσίβλητης, αναφερόμενος στο είδος και την έκταση της εμπορικής συνεργασίας των διαδίκων, εξηγούσε ότι η αναφορά «Ceiling» στο ως άνω τιμολόγιο (τεκμήριο ΜΜ1), αφορούσε συγκεκριμένα μέτρα κατασκευής οροφής στην οικία του Εφεσείοντα. 

 

Συνακόλουθα ούτε ο 5ος λόγος Έφεσης μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Είναι γεγονός ότι τα τιμολόγια, δεν μπορεί να θεωρηθούν ανεξάρτητη συμφωνία και βάση αγωγής. Ως τέθηκε στη Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 339, με παραπομπή στον Halsbury΄s Laws of England, 3η έκδ., τόμος 24, σελ. 171, αποτελούν τον έγγραφο λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, σε σχέση

με προϊόντα παραδοθέντα στον αγοραστή, με αναφορά στην τιμή ή τη χρέωση. Ούτε έχουν, από μόνα τους, αποδεικτική δύναμη και αξία, αφού θα πρέπει να συνεκτιμηθούν με την υπόλοιπη μαρτυρία. Το ότι αυτά είναι ανυπόγραφα, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν επηρεάζει το γεγονός ότι αποτελούν στοιχεία που μπορεί να συνεκτιμηθούν με το σύνολο της υπόλοιπης τεθείσας και αποδεχτής μαρτυρίας (Palatino Developm. Ltd v. Telectronics Com. Ltd (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 962, Demil Imports Exp. Ltd v. Ζ. ΗΚωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1(Α) Α.Α.Δ 462, Χριστοδούλου v. Mocassino Shoes Ltd (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 294 και Phipson on Evidence 12th ed. Par. 1878).

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την τεθείσα ενώπιον του μαρτυρία, για τους λόγους που εξήγησε, έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία του διευθυντή της Εφεσίβλητης,

ο οποίος, μεταξύ άλλων, εξήγησε και επιβεβαίωσε το περιεχόμενο των σχετικών τιμολογίων και της κατάστασης λογαριασμού, καταλήγοντας στην αποδοχή της εκδοχής της Εφεσίβλητης και προχωρώντας στην έκδοση σχετικής απόφασης.

 

Έχοντας ήδη σημειωθεί πως το Εφετείο δεν βρίσκει κανένα λόγο που να δικαιολογεί την εκ μέρους του επέμβαση στις σχετικές διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναπόδραστα, ο  6ος και 7ος λόγοι Έφεσης, δεν μπορούν να έχουν επιτυχή κατάληξη και απορρίπτονται.

 

Ομοίως, με δεδομένη την αποδοχή εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου της θέσης του μάρτυρα της Εφεσίβλητης, όσον αφορά την συμφωνία των μερών για το ύψος του τόκου που θα φέρει κάθε οφειλόμενο ποσό δυνάμει της μεταξύ των μερών εμπορικής συνεργασίας, ούτε ο 8ος λόγος Έφεσης μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου απορρίπτεται. 

 

Συνακόλουθα, υπό το πρίσμα των πρωτόδικων ευρημάτων ως προς την εξέλιξη των γεγονότων και υπό το φως όλων όσων πιο πάνω έχουν  αναφερθεί, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και σε βάρος του Εφεσείοντα έξοδα, ύψους €1700, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

                                                                                                                       Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                             Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                                 Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο