Ανδρέας Κάτση κ.α. v. A.M.C. Hotels Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ.261/2016, 15/5/2025
print
Τίτλος:
Ανδρέας Κάτση κ.α. v. A.M.C. Hotels Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ.261/2016, 15/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.261/2016)

 

15 Μαΐου 2025

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

1.   Ανδρέας Κάτση,

2.   Kamares River Supermarket Ltd,

3.   Τασούλα Χριστοφή ως Διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Κώστα Χριστοφόρου,

4.   Πανίκος Κωνσταντίνου,

5.   Κώστας Χατζηαναστάση,

Εφεσείοντες,

ν.

 

A.M.C. Hotels Ltd,

                             Εφεσίβλητης.

____________________

Δρ. Α. Π. Ποιητής με Φ. Χατζηνικολή (κα) για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Λ. Κούσιος για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

    ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Οι Εφεσείοντες ήταν οι αιτητές σε αίτηση που είχαν καταχωρίσει στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, με την οποία, στη βάση ότι ήταν θέσμιοι ενοικιαστές και κάτοχοι τεσσάρων καταστημάτων, αξίωναν από την Εφεσίβλητη εταιρεία, αποζημιώσεις για τη βίαια έξωση τους από αυτά, την 20 ή 21.11.1998.

 

    Τα τέσσερα καταστήματα αποτελούσαν μέρος συγκροτήματος τουριστικών διαμερισμάτων, που λειτουργούσαν ως ξενοδοχειακή μονάδα.  Ήταν μεταξύ τους ενωμένα και χρησιμοποιούνταν ως υπεραγορά, που λειτουργούσε αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τη ξενοδοχειακή μονάδα. Η Εφεσίβλητη ήταν ο μισθωτής του συγκροτήματος και είχε με γραπτή συμφωνία παραχωρήσει την αποκλειστική χρήση και κατοχή των τεσσάρων καταστημάτων στους «Α. Κατσής και Συνεταίροι», για περίοδο που παρατάθηκε μέχρι την 31.10.1998.

 

    Σε σχέση με τον Εφεσείοντα 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υφίστατο δεδικασμένο, το οποίο δημιουργούσε σε αυτόν κώλυμα να προωθεί τη συγκεκριμένη απαίτηση εναντίον της Εφεσίβλητης.  Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται ως εσφαλμένη με το λόγο έφεσης 1, ζήτημα που θα εξετάσουμε πρώτο.

 

    Μετά την επέμβαση της Εφεσίβλητης στα καταστήματα, ο Εφεσείων 1, από μόνος του, κινήθηκε δικαστικά εναντίον της.  Καταχώρισε την  Αίτηση Αρ.Ε20/1998 στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, η οποία στρεφόταν τόσο εναντίον της Εφεσίβλητης, όσο και εναντίον των δύο ιδιοκτητών των καταστημάτων.  Πρωτόδικα, αναγνωρίστηκε ως θέσμιος ενοικιαστής των καταστημάτων και του αποδόθηκαν, τόσο εναντίον της Εφεσείουσας όσο και εναντίον των ιδιοκτητών, παραδειγματικές αποζημιώσεις και διατάχτηκαν να του παραδώσουν εξοπλισμό και εμπορεύματα της υπεραγοράς που είχαν παραμείνει υπό τη φύλαξη τους.

 

    Η πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε κατ’ έφεση (Α.Μ.C. Hotels Ltd κ.ά. ν. Α. Κάτση  (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 102).  Αποφασίστηκε ότι  συμβαλλόμενος με την Εφεσίβλητη «ήταν όχι ο Α. Κατσής ατομικά, αλλά οιΑ. Κατσής και Συνεταίροι”», που είχαν προσδιοριστεί ότι ήταν η εδώ Εφεσείουσα 2 εταιρεία (της οποίας ο Εφεσείων 1 κατείχε το 25% του μετοχικού κεφαλαίου) και ο εδώ Εφεσείων 5.  Ως προς το ποιοι ήταν οι κάτοχοι, αναφέρθηκε ότι «Οι κάτοχοι προσδιορίστηκαν με την αναγκαία σαφήνεια ότι ήταν οι Κώστας Χ"Αναστάση και η εταιρεία Kamares River Supermarket Ltd», δηλαδή οι εδώ Εφεσείοντες 2 και 5.  Ανατράπηκε το πρωτόδικο εύρημα ότι ο Εφεσείων 1 είχε αποκλειστική κατοχή των καταστημάτων και παραμερίστηκαν όλες οι θεραπείες που είχε επιτύχει πρωτοδίκως.

 

    Αναφέρθηκε, καταληκτικά, στην εφετειακή απόφαση ότι:

 

«Συνακόλουθα στο βασικό ερώτημα ποιος δικαιούται θεραπείας για την επέμβαση στα υποστατικά, που έγινε από την AMC, από τη μαρτυρία δεν οδηγούμεθα σε κανένα άλλο συμπέρασμα, παρά ότι ήταν οι «Α. Κατσής και Συνεταίροι», όπως προσδιορίστηκαν πιο πάνω, ήτοι ο Κώστας Χ"Αναστάση και η εταιρεία Kamares River Supermarket Ltd, και όχι ο εφεσίβλητος Ανδρέας Κατσής.

 

Από τη στιγμή που το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αποκλειστική κατοχή από τον Α. Κατσή ανατρέπεται, συμπαρασύρονται και τα υπόλοιπα επιδικασθέντα θέματα των αποζημιώσεων, και οι εφέσεις θα έχουν επιτυχή κατάληξη».

    Η Αίτηση Αρ.Ε20/1998 είχε προωθηθεί από τον Εφεσείοντα 1 εναντίον της Εφεσίβλητης και των δύο ιδιοκτητών των καταστημάτων, ενώ η επίδικη, Αίτηση Αρ.Ε17/2011, προωθήθηκε από τον Εφεσείοντα 1 και τους Εφεσείοντες 2-5, πάλι εναντίον της Εφεσίβλητης και των δύο ιδιοκτητών, με τους τελευταίους στη συνέχεια να διαγράφονται από Καθ’ ων η Αίτηση.  Δεν έχει σημασία ότι στην επίδικη αίτηση υπήρχαν περισσότεροι αιτητές.  Εκείνο που ενδιαφέρει είναι τα επίδικα θέματα μεταξύ του Εφεσείοντα 1 και της Εφεσίβλητης.  Άλλωστε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί δεδικασμένου, αφορούσε την αξίωση του Εφεσείοντα 1 και κανενός άλλου.  Αυτό που ο Εφεσείων 1 διεκδικούσε με την επίδικη αίτηση εναντίον της Εφεσίβλητης, το είχε διεκδικήσει εναντίον της και στην Αίτηση Αρ.Ε20/1998.

 

    Ο Εφεσείων 1 επιχειρηματολόγησε ότι είχε προωθήσει την Αίτηση Αρ.Ε20/1998 υπό την προσωπική του ιδιότητα, ενώ στην επίδικη αίτηση αξιώνει ως συνέταιρος με τους υπόλοιπους Εφεσείοντες.      Στην Αίτηση Αρ.Ε17/2011, δεν γίνεται καμιά αναφορά σε συνεταιρισμό ή συνεταίρους.  Αυτό που αναφέρεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές στο δικόγραφο των Εφεσείοντων είναι ότι την ιδιότητα του θέσμιου ενοικιαστή είχαν και την οποιαδήποτε θεραπεία διεκδικούσαν «οι Αιτητές ή οποιοσδήποτε από αυτούς».  Και στις δύο αιτήσεις, ο Εφεσείων 1 προωθούσε προσωπική αξίωση, στην πρώτη αίτηση μόνος και στη δεύτερη μαζί με άλλα τέσσερα πρόσωπα.  Η επιμέρους επιχειρηματολογία του είναι, επομένως, αβάσιμη.

 

    Ο Εφεσείων 1 αξίωσε θεραπείες εναντίον της Εφεσίβλητης με αιτία αγωγής τη βίαιη έξωση που πραγματοποιήθηκε την 20 ή 21.11.1998 και απέτυχε.  Η αίτηση του απορρίφθηκε με την εφετειακή απόφαση.  Δεν δικαιούται σε δεύτερη ευκαιρία.  Υπάρχει ταύτιση διαδίκων και επιδίκων θεμάτων που αποφασίστηκαν επί της ουσίας τους.  Πρόκειται, λοιπόν, για κλασσική περίπτωση όπου εφαρμόζεται η αρχή του δεδικασμένου.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αυτή τη βάση, απέρριψε την αξίωση του Εφεσείοντα 1.  Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

    Ο Εφεσείων 1 ήταν ο μόνος μάρτυρας για τους Εφεσείοντες.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είχε καταθέσει την αλήθεια, πλην όμως, η μαρτυρία του δεν «υποστήριξε επαρκώς» την απαίτηση όλων των Εφεσείοντων.  Ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι: «Δεν υπάρχει ενώπιον μας μαρτυρία κατά πόσο υπήρχε συνεταιρισμός εν τη εννοία του Νόμου και εάν ήταν εγγεγραμμένος, ή κατά πόσο η αναφορά σε συνεταίρους ήταν αναφορά σε πρόσωπα, φυσικά και νομικά, που εργάζονταν μαζί και μοίραζαν τα έξοδα και τα έσοδα.  Εάν ισχύει το τελευταίο, δεν θα έπρεπε να είχαν όλοι υπογράψει τις διάφορες συμφωνίες με τους Καθ’ων η Αίτηση;  Η ενώπιον μας μαρτυρία είναι ότι υπέγραψε τις διάφορες συμφωνίες με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1, μόνο ο Αιτητής 1».  Και κατέληξε ότι: «… δεν υπάρχει ενώπιον μας ικανή, αποδεκτή μαρτυρία που μπορεί να μας οδηγήσει σε οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με τους Αιτητές 2 έως 5, την οποιαδήποτε σχέση τους με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και το δικαίωμα τους σε θεραπεία».   Έτσι, απέρριψε την αξίωση των Εφεσείοντων 2-5. 

 

    Με το λόγο έφεσης 2, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι Εφεσείοντες 2-5 δεν είχαν «locus standi», δηλαδή έννομο συμφέρον.

 

    Στην αιτιολογία του λόγου αναφέρεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο με το εύρημα του «για το ποιοι θα ήσαν οι αιτητές δέσμευε το 2ο πρωτόδικο Δικαστήριο».  Η προώθηση μιας τέτοιας θέσης από τους Εφεσείοντες, είναι ασυμβίβαστη με την επιλογή των Εφεσείοντων 3 και 4 να προωθήσουν την επίδικη αίτηση εναντίον της Εφεσίβλητης, αφού, σύμφωνα με την εφετειακή απόφαση, σε θεραπεία για την επέμβαση στα υποστατικά, δικαιούνταν οι «Α. Κατσής και Συνεταίροι», που προσδιορίστηκαν ότι ήταν οι εδώ Εφεσείοντες 2 και 5.   Όμως, η θέση των Εφεσείοντων είναι και εσφαλμένη.  Εφόσον οι Εφεσείοντες 2-5 δεν ήταν διάδικοι στην πρώτη αίτηση και την έφεση σε εκείνη, η Εφεσίβλητη δεν δεσμεύεται έναντι τους από το αποτέλεσμα, όπως ούτε και οι Εφεσείοντες 2-5 έναντι της Εφεσίβλητης.  Και το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν δεσμευόταν, αλλά ούτε του επιτρεπόταν να θεωρήσει, ότι οι Εφεσείοντες 2 και 5 δικαιούνταν σε θεραπεία, ή ότι οι Εφεσείοντες 3 και 4 δεν δικαιούνταν, επειδή αυτή ήταν η κατάληξη στην έφεση. 

 

    Οι Εφεσείοντες αναφέρουν ακόμα στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 2, ότι η Εφεσίβλητη στο δικόγραφο της δεν είχε αρνηθεί τον ισχυρισμό ότι οι Εφεσείοντες 2-5 ήταν κάτοχοι των επίδικων καταστημάτων, όμως κάτι τέτοιο δεν διαπιστώνεται.  Αντίθετα, στην παρ.4 της Απάντησης της, η Εφεσίβλητη δικογραφεί ότι αρνείται την ιδιότητα των Εφεσείοντων.  Το ζήτημα της ιδιότητας των Εφεσείοντων 2-5 παρέμενε επίδικο και οι Εφεσείοντες 2-5, που καταχώρισαν την επίδικη αίτηση και προωθούσαν τη συγκεκριμένη αξίωση, είχαν το βάρος να αποδείξουν ότι ήταν «κάτοχοι και θέσμιοι ενοικιαστές» των τεσσάρων καταστημάτων, όπως ακριβώς περιέγραφαν την ιδιότητα τους ως αιτητές στο δικόγραφο τους.

 

    Ό,τι άλλο αναφέρεται στο λόγο έφεσης 2 είναι ότι ο Εφεσείων 1 δεν αντεξετάστηκε επί του θέματος και ότι «Τα παρουσιασθέντα τεκμήρια βοούν ότι η κατοχή υπήρχε και για τους 2-5».

 

    Τόσο στην πρώτη, αρχική συμφωνία για τα τέσσερα καταστήματα ημερ.24.2.1994, όσο και στις συμπληρωματικές συμφωνίες που υπογράφηκαν την 22.5.1996, την 5.5.1997 και την 24.6.1998, αντισυμβαλλόμενοι ήταν η Εφεσίβλητη και οι «Ανδρέας Κάτσης και Συνεταίροι».  Όλες οι συμφωνίες υπογράφηκαν αφενός εκ μέρους της Εφεσίβλητης και αφετέρου από τον Εφεσείοντα 1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στις πιο πάνω διαπιστώσεις και στη συνέχεια κατέγραψε στην απόφαση του, στην ενότητα με τίτλο  «Πραγματικά γεγονότα:», ότι: «Την επιχείρηση στα επίδικα υποστατικά την ασκούσε ο Αιτητής 1 μαζί με τους συνεταίρους του, δηλαδή Kamares River Supermarket, Κώστα Χριστοφόρου, Πανίκο Κωνσταντίνου και Κώστα Χατζηαναστάση».  Υπάρχει δηλαδή σαφές εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ποιοι ήταν οι συνέταιροι του Εφεσείοντα 1, δηλαδή οι Εφεσείοντες 2-5 και ότι όλοι μαζί ασκούσαν από κοινού την επιχείρηση στα καταστήματα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντί να ενεργήσει στη βάση του ευρήματος του αυτού, επανήλθε στη δοθείσα μαρτυρία.  Ανέφερε ότι ενώπιον του είχε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 1 ότι οι συνεταίροι του ήταν οι Εφεσείοντες 2 μέχρι 5 και την αντιπαραβάλλει με τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην έφεση Α.Μ.C. Hotels Ltd κ.ά., ότι οι κάτοχοι των καταστημάτων ήταν οι Εφεσείοντες 2 και 5 μόνο.

 

    Στην εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αξίωσης των Εφεσειόντων 2-5, η αναφορά στην απόφαση στην έφεση Α.Μ.C. Hotels Ltd κ.ά., ήταν άστοχη.  Η κατάληξη στην έφεση βασίστηκε στη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί στην Αίτηση Αρ.Ε20/1998.  Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να βασιστεί στη μαρτυρία η οποία είχε παρουσιαστεί ενώπιον του.  Εφόσον είχε κρίνει τον Εφεσείοντα 1 αξιόπιστο και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του, ορθά προέβηκε σε εύρημα ως προς το ποιοι ήταν οι συνεταίροι του μαζί με τους οποίους ασκούσε την επιχείρηση στα επίδικα καταστήματα και δεν ήταν επιτρεπτό να αντιπαραβάλει στη συνέχεια το εύρημα του αυτό με την κατάληξη στην Α.Μ.C. Hotels Ltd κ.ά. και στο τέλος να παραγνωρίσει το δικό του εύρημα.  Δεν είχε σημασία ότι οι Εφεσείοντες 2-5 δεν είχαν παρουσιαστεί ως μάρτυρες στη δίκη ή ότι δεν είχαν υπογράψει τις συμφωνίες, οι οποίες είχαν υπογραφτεί από τον Εφεσείοντα 1 και για λογαριασμό τους.

 

    Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι συνέταιροι του Εφεσείοντα 1, ήταν οι Εφεσείοντες 2-5 και ότι όλοι μαζί ασκούσαν από κοινού την επιχείρηση στα καταστήματα τα οποία όλοι κατείχαν, δεν προσβλήθηκε με αντέφεση και παραμένει ακλόνητο. 

 

    Ο λόγος έφεσης 2 επιτυγχάνει, καθιστώντας επιτακτική την εξέταση του λόγου έφεσης 3, που αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το θέμα των αποζημιώσεων. 

 

    Κατά την πρωτόδικη διαδικασία είχαν καταθέσει δύο μάρτυρες.  Ο Εφεσείων 1 και για την υπεράσπιση ο οικονομικός διευθυντής του συγκροτήματος εταιρειών στο οποίο ανήκε η Εφεσίβλητη, κατά την ουσιώδη περίοδο.  Αμφότεροι είχαν καταθέσει αναφορικά με το ζήτημα των αποζημιώσεων.  Οι μαρτυρίες τους δεν ήταν συμβατές μεταξύ τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το ζήτημα των αποζημιώσεων.  Έκρινε ότι ο Εφεσείων 1 κατέθεσε την αλήθεια, αλλά αποδέχτηκε και τη μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης.  Δεν προέβηκε σε ευρήματα ως προς τις περιστάσεις που άπτονταν του ζητήματος των αποζημιώσεων, δεδομένων και των διαφορών στις ενώπιον του μαρτυρίες.  Ο λόγος έφεσης 3 είναι βάσιμος.  Η αδυναμία πλήρωσης του κενού, καθιστά τη διαταγή για επανεκδίκαση αναφορικά με τις αποζημιώσεις αναπόφευκτη.

 

    Θα αναφερθούμε και στο λόγο έφεσης 4, που αφορά στο γεγονός ότι η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε με καθυστέρηση μόλις την 13.7.2016, ενώ είχε επιφυλαχθεί από τις 9.7.2015.  Διαπιστώνεται καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης, ωστόσο, δεν έχει τεκμηριωθεί η βάση του λόγου ότι «η υπόθεση δεν ήταν νωπή στη σκέψη του Δικαστηρίου όταν εξέδιδε την απόφαση».  Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

    Η έφεση σε σχέση με τους Εφεσείοντες 2-5, επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τους Εφεσείοντες 2-5 παραμερίζεται.  Εκδίδεται απόφαση με την οποία η Εφεσίβλητη καθίσταται υπεύθυνη να αποζημιώσει τους Εφεσείοντες 2-5 για τις ζημιές που αυτοί υπέστησαν συνεπεία της βίαιης έξωσης τους από τα επίδικα καταστήματα την 20 ή 21.11.1998.   Διατάσσεται η κατά προτεραιότητα επανεκδίκαση της πτυχής αυτής της υπόθεσης, δηλαδή του καθορισμού της αποζημίωσης, από άλλη σύνθεση Δικαστηρίου.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο.

 

    Η έφεση, σε σχέση με τον Εφεσείοντα 1 απορρίπτεται.

    €3.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσείοντων 2-5 και εναντίον της Εφεσίβλητης. 

 

    €2.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα 1.

 

 

 

 

 

                                                          Κ. Σταματίου Π.

 

                   `                                     Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο