DELOITTE LTD v. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 419/2016, 16/5/2025
print
Τίτλος:
DELOITTE LTD v. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 419/2016, 16/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 419/2016)

 

 

 16 Μαΐου, 2025

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

DELOITTE LTD,

 

 

Εφεσείουσα/Καθ’ου η Αίτηση 1,

 

ν.

 

1. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

                                 2. ΑΜΑΛΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

                                       3. ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛ,

                                      4. ΙΟΥΛΙΑΣ ΛΑΜΠΡΟΥ,

 

 

Εφεσίβλητων/Αιτητριών,

 

                                  5. SPS SECURITY LTD,

 

 

Εφεσίβλητων/Καθ’ων η Αίτηση 2.

________________________________________________

 

   Ρ. Πατσαλή (κα) για Στυλιανός Ν. Χριστοφόρου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για   την Εφεσείουσα.

 

    Ε. Νικολάου (κα) για Ζένιος Νικολάου ΔΕΠΕ, για τις Εφεσίβλητες 1-4.

 

   

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

______________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Έκαστη Εφεσίβλητη/Αιτήτρια είχε καταχωρίσει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ξεχωριστή αίτηση (οι οποίες συνεκδικάστηκαν), με την οποία αξίωνε εναντίον της εργοδότριας εταιρείας, Εφεσείουσας (Καθ’ου η Αίτηση 1) αποζημιώσεις για κατ’ ισχυρισμό παράνομο τερματισμό της απασχόλησής της. Η εργοδότρια εταιρεία με επιστολές πανομοιότυπου περιεχομένου, είχε τερματίσει την απασχόληση των Εφεσιβλήτων/Αιτητριών, ενημερώνοντας τους τα ακόλουθα:

 

«Σε συνέχεια της συνάντησης μας στις 9 Φεβρουαρίου 2011, θα θέλαμε και εγγράφως να σας ενημερώσουμε για την πρόθεση του οργανισμού να τερματίσει την απασχόληση σας. Η απασχόληση σας θα τερματιστεί στις 30 Απριλίου 2011 και παρακαλώ όπως η παρούσα θεωρηθεί ως επίσημη προειδοποίηση για την πιο πάνω απόφαση.

 

Η εν λόγω εξέλιξη κρίθηκε αναγκαία, μετά την απόφαση του οργανισμού για αγορά υπηρεσιών καθαρισμού. Ευελπιστούμε, ότι θα αποδεχθείτε την πρόταση εργοδότησης του παροχέα των υπηρεσιών καθαρισμού, η οποία διασφαλίζει τη συνέχιση των ουσιαστικών και βασικών όρων εργοδότησης που λαμβάνατε στον οργανισμό μας, η Deloitte Ltd

 

Η Εφεσείουσα με τους Γενικούς Λόγους αμφισβήτησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τις αξιώσεις των Εφεσίβλητων και ισχυρίστηκε πως «κατόπιν συμφωνίας με τους καθ’ων η αίτηση 2 υπήρξε μεταβίβαση τμήματος επιχείρησης και ως εκ τούτου η απασχόληση της αιτήτριας μεταφέρθηκε στους καθ’ων η αίτηση 2». Ισχυρίζονταν, επίσης, ότι στο πλαίσιο συμφωνίας τους με τους Καθ’ ων η Αίτηση 2, είχαν κατοχυρώσει πως οι όροι απασχόλησης των Εφεσίβλητων, στους Καθ’ ων η Αίτηση 2, θα παρέμειναν οι ίδιοι, πλην, όμως, οι Αιτήτριες δεν εμφανίστηκαν για απασχόληση στους Καθ’ ων η Αίτηση 2 ως όφειλαν και, συνεπώς, τερμάτισαν μονομερώς την απασχόληση τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τις Εφεσίβλητες αφού βρήκε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για εφαρμογή των διατάξεων του περί Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων Νόμου του 2000, Ν. 104(Ι)/2000, το βάρος απόδειξης των οποίων έφερε η Εφεσείουσα. Ως αποτέλεσμα έκρινε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης των Εφεσίβλητων από την Εφεσείουσα ήταν παράνομος και επιδίκασε προς όφελος τους σχετικές αποζημιώσεις με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν. 24/1967. Απέρριψε δε τις αιτήσεις εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 2 με έξοδα υπέρ τους και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

Η εργοδότρια εταιρεία δεν έμεινε ικανοποιημένη από την πρωτόδικη Απόφαση και καταχώρισε την παρούσα Έφεση. Στον τίτλο της Έφεσης είχε συμπεριληφθεί ως Εφεσίβλητη 5 και οι Καθ’ων η Αίτηση 2, η Εταιρεία SPS SECURITY LTD, όμως κατά την ακρόαση της Έφεσης δηλώθηκε από τη συνήγορο της Εφεσείουσας ότι δεν προωθείτο η Έφεση εναντίον της. Πέντε ήταν αρχικά οι Λόγοι Έφεσης, όμως κατά την ακρόαση της Έφεσης ο                1ος Λόγος Έφεσης απεσύρθη και παρέμειναν οι υπόλοιποι τέσσερις Λόγοι Έφεσης, στους οποίους αναφερόμαστε στη συνέχεια.

 

Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε το πνεύμα του Ν. 104(Ι)/2000, ερμηνεύοντας λανθασμένα τη σχετική ευρωπαϊκή και κυπριακή νομολογία αναφορικά με το αν πληρούται η προϋπόθεση της μεταβίβασης μιας οικονομικής οντότητας με διατήρηση της ταυτότητάς της, για να καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα πως δεν υπήρξε μεταβίβαση τμήματος επιχείρησης που να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του πιο πάνω Νόμου. Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αντιλήφθηκε και ερμήνευσε την αναφορά στη συμφωνία με την εταιρεία Explocroft Ltd και, ως εκ τούτου, λανθασμένα κατέληξε ότι δεν υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ της Εφεσείουσας και των Καθ’ ων η Αίτηση 2. Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αχρείαστα προέβηκε σε εύρημα πως ο μάρτυρας της Εφεσείουσας Γ. Π. ήταν αναξιόπιστος. Με τον 5ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένος ο υπολογισμός από το πρωτόδικο Δικαστήριο των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν προς όφελος των Εφεσιβλήτων.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Εφεσείουσα εργοδότρια εταιρεία είναι ελεγκτικός οίκος στον οποίο οι Εφεσίβλητες είχαν προσληφθεί ως καθαρίστριες, σε διαφορετικά χρονικά στάδια η κάθε μια. Στις 17/2/2011, οι Εφεσίβλητες έλαβαν η κάθε μια πανομοιότυπη επιστολή με την οποία τους ανακοινώνετο η πρόθεση της εργοδότριας εταιρείας να τερματίσει την απασχόληση τους από τις 30/4/2011, κατόπιν της απόφασης της εργοδότριας εταιρείας να προβεί σε αγορά υπηρεσιών καθαρισμού. Στην επιστολή εκφράζετο η παραίνεση όπως αυτές αποδεχθούν την πρόταση εργοδότησης του παροχέα των υπηρεσιών καθαρισμού η οποία, όπως καταγράφεται στην επιστολή, θα διασφάλιζε τη συνέχιση των ουσιαστικών και βασικών όρων εργοδότησης που αυτές θα λάμβαναν στην εργοδότρια εταιρεία.

 

Στις 18/2/2011 οι Καθ’ων η Αίτηση 2, εταιρεία ασχολούμενη, μεταξύ άλλων, με παροχή υπηρεσιών καθαρισμού, ζήτησαν από την Εφεσείουσα μέσω e-mail όπως τους δοθούν γραπτώς στοιχεία σε σχέση με τις καθαρίστριες, ήτοι τα ονόματα, τηλέφωνα επικοινωνίας, το ωράριο εργασίας και οι απολαβές τους.

 

Στις 19/2/2011 η Εφεσείουσα απάντησε στο εν λόγω e-mail με δικό της e-mail ότι οι καθαρίστριες δεν είχαν αποδεχθεί την πρόταση εργοδότησης.

 

Ακολούθησε, την 1/4/2011, υπογραφή σύμβασης μεταξύ των Καθ’ων η Αίτηση 2 και της Εταιρείας Explocroft Ltd, με την οποία ανατίθεντο οι υπηρεσίες καθαρισμού των γραφείων της στην Explocroft Ltd με ισχύ από 4/4/2011 μέχρι τις 3/4/2013.

 

Η τελευταία ημέρα εργασίας των Εφεσιβλήτων στην Εφεσείουσα ήταν η 31/3/2011.

 

Οι Εφεσίβλητες είχαν ζητήσει από την εργοδότρια εταιρεία όπως τους δοθεί γραπτώς η πρόταση στην οποία η εργοδότρια εταιρεία είχε αναφερθεί ότι οι όροι εργασίας θα παρέμεναν οι ίδιοι, κάτι το οποίο ουδέποτε έγινε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρχικά αναφέρθηκε στο Άρθρο 6 του                             Ν. 24/1967, όπως αυτό τροποποιήθηκε. Ορθά κατέγραψε πως ο Νόμος εισάγει νόμιμο μαχητό τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο «… ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος δια τινά των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων». Στο Άρθρο 5 του Νόμου απαριθμούνται οι λόγοι που καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση, οι οποίοι δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης.

 

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αναφορά στο Ν. 104(Ι)/2000. Πρόκειται περί Νόμου ο οποίος προβλέπει για τη διατήρηση και διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργοδοτουμένων κατά τη μεταβίβαση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων. Όπως ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εν λόγω Νόμος θεσπίστηκε προκειμένου η κυπριακή νομοθεσία να εναρμονιστεί με το Κοινοτικό Δίκαιο και συγκεκριμένα με τις Οδηγίες 77/187/ΕΟΚ και 98/50/ΕΚ. Ακολούθησε η Οδηγία 2001/23/ΕΚ, η οποία κωδικοποίησε τις δύο προηγούμενες Οδηγίες.

 

Με το Άρθρο 3(2) του Ν. 104(Ι)/2000 προσδιορίζεται η έννοια της μεταβίβασης ως μια βασική και θεμελιώδης έννοια για την εφαρμογή της Οδηγίας. Ως τέτοια «… θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητα της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, ανεξάρτητα εάν αυτή η δραστηριότητα είναι κύρια ή δευτερεύουσα».

 

Ο βασικός σκοπός του Νόμου είναι να διατηρήσει και διασφαλίσει τα δικαιώματα των εργοδοτουμένων σε περίπτωση «μεταβίβασης» εντός του Νόμου και ανεξαρτήτως της μεταβολής του εργοδότη.

 

Όπως ορθά επισημάνθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν έχει λάβει χώρα μεταβίβαση επιχείρησης ή τμήματός της, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των περιστατικών της περίπτωσης. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερα σημαντικά είναι:

 

(α) Η μεταβίβαση ή όχι υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κλπ).

(β) Η μεταβίβαση ή όχι άυλων αγαθών καθώς και η αξία τους (σήματα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας κλπ).

(γ) Η απασχόληση ή όχι σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από το νέο επιχειρηματία.

(δ) Η μεταβίβαση ή όχι της πελατείας της επιχειρησιακής οντότητας.

(ε) Ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνταν πριν και μετά τη μεταβίβαση.

(στ) Η διάρκεια της ενδεχόμενης αναστολής των δραστηριοτήτων της επιχειρησιακής μονάδας.

 

Το Δικαστήριο, αφού συνεκτίμησε και αξιολόγησε όλα τα ενώπιον του στοιχεία και παραμέτρους που ήταν σχετικές με το ερώτημα του κατά πόσο στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε μεταβίβαση τμήματος επιχείρησης εμπίπτουσας στις πρόνοιες του Ν. 104(Ι)/2000, κατέληξε αρνητικά στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι η ανάληψη από τους Καθ’ων η αίτηση 2 υπηρεσιών καθαρισμού νέου κτιρίου το οποίο απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση και νέες μεθόδους καθαριότητας και το οποίο αποτελείτο από εντελώς διαφορετικούς χώρους και κατείχε πολύ μεγαλύτερο εμβαδό, χωρίς να αναλαμβάνουν όλες τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι Αιτήτριες, χωρίς να προσλάβουν οποιοδήποτε από το προσωπικό, χωρίς την ανάληψη ειδικών γνώσεων από το προσωπικό, χωρίς να υπάρχει μαρτυρία ότι απέκτησαν οποιαδήποτε υλικά ή άυλα αγαθά κτλ, δεν φανερώνει τη διατήρηση μιας οικονομικής οντότητας από τον νέο φορέα αφού η ταυτότητα της εν λόγω μονάδας δεν διατηρήθηκε μετά την απόλυση των Αιτητριών και την ανάληψη υπηρεσιών καθαρισμού από τους Καθ’ων η                αίτηση 2.

 

Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε μεταβίβαση τμήματος επιχείρησης που να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 104(Ι)/2000

 

 

Ως ήδη πιο πάνω αναφέρθηκε, μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας λανθασμένα τη σχετική νομολογία όσον αφορά το αν πληρείται η προϋπόθεση της μεταβίβασης μιας οικονομικής οντότητας με διατήρηση της ταυτότητας της, κατέληξε στο λανθασμένο συμπέρασμα πως δεν υπήρξε, στην προκείμενη περίπτωση, μεταβίβαση τμήματος επιχείρησης που να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 104(Ι)/2000. Ειδικότερα υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε το πιο ουσιαστικό κριτήριο που είναι ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνταν πριν και μετά τη μεταβίβαση οι οποίες, ως τονίσθηκε, αφορούσαν την καθαριότητα του κτιρίου και ότι λανθασμένα κατέληξε πως τα καθήκοντα των Εφεσιβλήτων δεν ήταν όμοια, δίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στα δευτερεύοντα τους καθήκοντα.

 

Δεν συγκλίνουμε με την πιο πάνω θέση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας προηγουμένως καθοδηγηθεί ορθά ως προς τις παραμέτρους και στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για το αν, στην υπό συζήτηση περίπτωση, υπήρξε μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατήρησε την ταυτότητα της και, συνεπακόλουθα, για το αν είχε λάβει χώρα η μεταβίβαση τμήματος της επιχείρησης, προέβη, ως ήδη πιο πάνω έχει αναφερθεί, σε μια συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων ή άυλων αγαθών και ότι οι Καθ’ων η Αίτηση 2 δεν είχαν, εν τέλει, προσλάβει οποιοδήποτε άτομο από το προσωπικό της εργοδότριας Εταιρείας, της Εφεσείουσας. Σε ό,τι δε αφορά το βαθμό ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνταν πριν και μετά την ανάληψη των υπηρεσιών καθαρισμού από τους Καθ’ων η Αίτηση 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε αρχικά ότι οι Εφεσίβλητες, πέραν του να καθαρίζουν, είχαν την ευθύνη της αγοράς προϊόντων από υπεραγορά, ετοίμαζαν καφέδες και παρείχαν, επίσης, υπηρεσίες σερβιρίσματος σε διάφορα σεμινάρια, σημειώνοντας ότι, υπό αυτά τα δεδομένα, μέρος των καθηκόντων τους δεν είχε σχέση με τις υπηρεσίες που οι Καθ’ων η Αίτηση 2 είχαν αναλάβει. Επιπλέον επεσήμανε και το γεγονός ότι οι Καθ’ων η Αίτηση 2 θα παρείχαν υπηρεσίες καθαρισμού νέου κτιρίου το οποίο απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση και νέες μεθόδους καθαριότητας, εφόσον μέρος του νέου αυτού κτιρίου ήταν επενδυμένο με ιδιαίτερα πατώματα τα οποία χρειάζονταν εξειδικευμένο τρόπο καθαριότητας με την επί τόπου ανάμειξη χημικών ουσιών που θα αποτελούσαν τα καθαριστικά, καθιστώντας αναγκαία τη σωστή κατάρτιση και τεχνογνωσία. Στη βάση των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι υπηρεσίες που οι Εφεσίβλητες προσέφεραν στις προηγούμενες εγκαταστάσεις της Εφεσείουσας δεν ήταν όμοιες με αυτές που θα παρείχαν οι Καθ΄ων η Αίτηση 2, καθώς και ότι μέρος των υπηρεσιών που οι Εφεσίβλητες παρείχαν δεν είχαν αναληφθεί από τους Καθ’ων η Αίτηση 2.

 

Έχοντας κατά νουν τη σχετική νομολογία, καθώς και τα περιστατικά της υπόθεσης όπως αυτά διακριβώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η προσέγγιση και η κατάληξη του κρίνεται ορθή και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου.

 

Ως εκ τούτου ο 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «αντιλήφθηκε και ερμήνευσε εσφαλμένα την αναφορά στη συμφωνία με την εταιρεία Explocroft Ltd», καταλήγοντας στο εσφαλμένο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ της Εφεσείουσας και των Καθ’ων η Αίτηση 2. Υποστηρίχθηκε ότι δεν θα έπρεπε να απασχολήσει το Δικαστήριο το τυπικό μέρος του ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του κτιρίου, αλλά το ποια είναι η επιχείρηση από την οποία γίνεται η μεταβίβαση.

 

Κατ’ αρχάς το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε το γεγονός ότι δεν υπήρχε συμβατική δέσμευση μεταξύ του εκχωρητή, δηλ. της Εφεσείουσας και του εκδοχέα, δηλ. των Καθ’ων η Αίτηση 2, αλλά σύμβαση μεταξύ των Καθ’ων η Αίτηση 2 και μιας τρίτης εταιρείας, της Explocroft Ltd, δεν παρέλειψε συγχρόνως να σημειώσει, και ορθώς λέμε, το γεγονός ότι η ύπαρξη απευθείας συμβατικής σχέσης δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την ύπαρξη συνθηκών μεταβίβασης. Ως εκ τούτου, πέραν από την πιο πάνω επισήμανση, το ζήτημα αυτό δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο με τον τρόπο που η Εφεσείουσα διατείνεται. Αντίθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει αν υπήρξε στην υπό συζήτηση περίπτωση μεταβίβαση τμήματος επιχείρησης, έλαβε υπόψη του εκείνα τα στοιχεία και παραμέτρους που, με βάση τη σχετική επί του θέματος νομολογία, όφειλε να λάβει υπόψη του.

 

Στη βάση των πιο πάνω ο 3ος Λόγος Έφεσης δεν έχει έρεισμα και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αχρείαστα προέβηκε σε εύρημα πως ο μάρτυρας της Εφεσείουσας Γ. Π. ήταν αναξιόπιστος. Και τούτο γιατί τα σημεία για τα οποία κρίθηκε αναξιόπιστος ουδεμία σχέση είχαν με τα επίδικα θέματα.

 

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το μέρος της μαρτυρίας του                            Γ. Π. που δεν έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο αφορούσε την εκδοχή που η Εφεσείουσα προωθούσε μέσω αυτού του συγκεκριμένου μάρτυρα, ότι, δηλαδή, παρά το γεγονός ότι η εργοδότρια εταιρεία είχε μεριμνήσει για τη διασφάλιση της απασχόλησης και των όρων απασχόλησης των Εφεσιβλήτων, η ανταπόκριση αυτών ήταν αρνητική και πως, ενώ τους είχαν δοθεί επιστολές τερματισμού με ισχύ από 30/4/2011 λόγω μεταβίβασης, αυτές σταμάτησαν να μεταβαίνουν στην εργασία τους στις 31/3/2011 και ουδέποτε εμφανίστηκαν για εργασία στους Καθ’ων η Αίτηση 2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν αξιολόγησης της πιο πάνω εκδοχής,               την έκρινε αναξιόπιστη ενώ αποδέχτηκε την εκδοχή των Εφεσιβλήτων ότι, ενώ τους είχε λεχθεί ότι τους εξασφάλιζαν εργασία στους Καθ’ων η Αίτηση 2, όταν αυτές ζήτησαν να έχουν γραπτώς τους όρους εργασίας αυτό δεν έγινε ποτέ, διαψεύδοντας συγχρόνως τη θέση ότι είχαν προσωπικούς λόγους που δεν ήθελαν να εργοδοτηθούν στους Καθ’ων η Αίτηση 2.

 

Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας κατά νουν ότι η στάση του εργαζομένου σε τέτοιες περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση, όπου δηλαδή εγείρεται ζήτημα μεταβίβασης τμήματος επιχείρησης, είναι κρίσιμη, δεν συγκλίνουμε με τη θέση της Εφεσείουσας ότι αχρείαστα και λανθασμένα αξιολογήθηκε η μαρτυρία του Γ. Π.  Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση CTC – ARI AIRPORT LTD v. Xαράλαμπου Ανδρέου (2014) 1 Α.Α.Δ. 2635:

 

«Η στάση του εργαζομένου σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κρίσιμη, εφόσον, όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Ν. 104/2000, δια του Άρθρου 4(1) δεν αποβλέπει στη διατήρηση της συμβάσεως ή της εργασιακής σχέσης στην περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν επιθυμεί να παραμείνει στην υπηρεσία του εκδοχέα. Ο εργαζόμενος μπορεί ελεύθερα να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει ή εάν θα εναντιωθεί στη μεταβίβαση της εργασιακής του σχέσης. Εάν ο ίδιος ελεύθερα αποφασίσει να μη συνεχίσει να εργάζεται στην υπηρεσία του εκδοχέα, το όλο πλαίσιο προστασίας που έχει ως σκοπό την εξασφάλιση της διατήρησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής εργοδότη, δεν έχει νόημα.»

 

 

Όπως, συνεπώς, προκύπτει, παρά την επιτακτική φύση των σχετικών νομικών διατάξεων αναφορικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργοδοτουμένων κατά τη μεταβίβαση επιχείρησης, αν ο εργοδοτούμενος δεν επιθυμεί να παραμείνει στην υπηρεσία του εκδοχέα, τότε δεν εγείρεται ζήτημα είτε αναγκαστικής παραμονής του, είτε διεκδίκησης αποζημιώσεων εκ μέρους του απλώς και μόνο διότι η μεταβίβαση της επιχείρησης έχει αποφασιστεί από άλλους. Η εν λόγω επισήμανση αναδεικνύει, επομένως και τη σχετικότητα με τα επίδικα της υπόθεσης θέματα της μαρτυρίας που αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Ως εκ των ανωτέρω ο 4ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον 5ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένος ο υπολογισμός από το πρωτόδικο Δικαστήριο των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν προς όφελος των Εφεσιβλήτων. Ειδικότερα προβάλλεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητες είχαν αποχωρήσει από την απασχόληση τους ένα μήνα νωρίτερα, στις 31/3/2011, ενώ τους είχαν καταβληθεί απολαβές μέχρι τις 30/4/2011.

 

Με βάση την επιστολή τερματισμού που η Εφεσείουσα είχε αποστείλει σε κάθε μια από τις Εφεσίβλητες, η τελευταία ημέρα της απασχόλησης τους ήταν η 30/4/2011. Η αποχώρηση των Εφεσιβλήτων από την εργασία τους στην Εφεσείουσα ένα μήνα ενωρίτερα, ήτοι στις 31/3/2011, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, έγινε κατόπιν οδηγιών της ίδιας της εργοδότριας εταιρείας ζητώντας τους να παραδώσουν τα κλειδιά και να αποχωρήσουν, εφόσον δεν τις χρειάζονταν πλέον στα νέα κτίρια. Υπό αυτά τα δεδομένα και ειδικότερα του γεγονότος ότι δεν ετίθετο, στην υπό συζήτηση περίπτωση, με βάση τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή, θέμα οικειοθελούς τερματισμού της απασχόλησης των Εφεσιβλήτων, όπως προβλήθηκε από μέρους της Εφεσείουσας, δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα στις αιτιάσεις και παράπονα της Εφεσείουσας αντικείμενο του πιο πάνω Λόγου Έφεσης.

 

Ως εκ τούτου ο 5ος Λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Για τους λόγους που πιο πάνω έχουν αναφερθεί, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  

 

Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον της Εφεσείουσας έξοδα, ύψους €3200 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

 

 

                                     Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο