
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση Αρ. 43/2025
12 Μαΐου 2025
[Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY S. S. H. S., ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/12/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 155 ΚΑΙ 29 (3) ΤΟΥ Ν.29(Ι)/1977.
………………………..
κ. Λ. Νεοφύτου με Τ. Τελιανίδου (κα), για τον Αιτητή.
Ελ. Παπαγαπίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με κ. Β. Μπίσσα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Στις 25.02.2025, εξασφαλίστηκε από την πλευρά του Αιτητή άδεια για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στις 30.12.2024.
Η άδεια εξασφαλίστηκε στη βάση της εισήγησης του Αιτητή ότι, εκ πρώτης όψεως, δεν εντοπιζόταν στον όρκο που τέθηκε ενώπιων του Δικαστή που εξέδωσε το εγκαλούμενο ένταλμα (κατώτερο Δικαστήριο), οποιαδήποτε αναφορά που να καταδείκνυε την αναγκαιότητα η εκτέλεση του εντάλματος έρευνας να λάβει χώρα εκτός των ωρών που η σχετική νομοθεσία προβλέπει, ενώ παράλληλα, το εν λόγω Δικαστήριο δεν δικαιολόγησε την παρέκκλιση από τον κανόνα που θέτει το άρθρο 29(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όσον αφορά τον χρόνο εντός του οποίου θα πρέπει να εκτελούνται εντάλματα έρευνας.
Παραχωρώντας τη σχετική άδεια, το Δικαστήριο κατέγραψε, περιληπτικά, τα γεγονότα που τέθηκαν υπόψιν του κατώτερου Δικαστηρίου για την έκδοση του εκκαλούμενου εντάλματος έρευνας. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση, ημερ. 25.02.2025:
«Σύμφωνα με τα γεγονότα, ως τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου από την πλευρά του Αιτητή, μέσω του Όρκου της αστυνομικού 4552, Ε. Φράγκου, του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, το εγκαλούμενο ένταλμα έρευνας εκδόθηκε στα πλαίσια διερεύνησης των αδικημάτων:
1. Απόπειρας φόνου (άρθρο 214 (α) (β), του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154)
2. Παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β' (άρθρο 4(4)(Ι), Νόμος 113(Ι)2004)
3. Παράνομης κατοχής, μεταφοράς και χρήσης εκρηκτικών υλών (άρθρο 4 (4) (δ) (ζ), Κεφ. 54)
4. Κλοπής του αυτοκινήτου με αρ. εγγραφής KVK505 (άρθρα 255 και 262, Κεφ. 154)
Ο Αιτητής, παρουσιάζεται να εμπλέκεται ως ύποπτος στην διάπραξη των ως άνω αδικημάτων, αφού σύμφωνα με μαρτυρία που εξασφαλίστηκε, πρόσωπο που μαζί με δύο άλλους επισκέφθηκαν την οικία του Αιτητή, με σκοπό να λύσουν οικονομικές διαφορές που είχε με τον τελευταίο, δέχθηκε πυροβολισμό από τον Αιτητή. Ειδικότερα, τα τρία πιο πάνω πρόσωπα, αφού στάθμευσαν το όχημα με το οποίο μετέβηκαν στο χώρο, εξήλθαν από αυτό. Ο Αιτητής, βγήκε από την οικία του κρατώντας πιστόλι και έριξε εναντίον τους ένα πυροβολισμό, χωρίς να τραυματιστεί οποιοσδήποτε. Τα τρία πρόσωπα τράπηκαν σε φυγή, με τον Αιτητή να τους καταδιώκει και σε απόσταση περίπου 20 μέτρων έριξε εναντίον τους ακόμη δύο πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα ο ένας εξ αυτών να τραυματιστεί στο πόδι. Στη συνέχεια, ο Αιτητής έκλεψε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής [ ] 505, με το οποίο οι πιο πάνω μετέβησαν στην οικία του, ιδιοκτησίας ενός εκ των τριών προσώπων και τράπηκε σε φυγή, ενώ ο τραυματίας μεταφέρθηκε σε ιδιωτικό νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ότι φέρει συνθλιπτικό κάταγμα περόνης και κνήμης δεξιού ποδιού και αναμένεται να υποβληθεί σε εγχείρηση.»
Παρεμβάλλεται ότι η Αστυνομία, με την αίτηση της, επιζητούσε την έκδοση εντάλματος έρευνας όχι μόνο για την ως άνω οικία στην οποία ο Αιτητής διέμενε μαζί με την συμβία του, αλλά και για συγκεκριμένο αυτοκίνητο, του οποίου εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια είναι η τελευταία, αίτημα που το κατώτερο Δικαστήριο δεν ικανοποίησε.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, προς τον οποίο επιδόθηκε η υπό συζήτηση αίτηση, καταχώρησε ένσταση. Μέσω της, προβάλλει τη θέση ότι η έκδοση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας ήταν καθόλα ορθή, νομότυπη, έγκυρη και δεόντως αιτιολογημένη. Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες εξελίχθηκαν τα γεγονότα που περιέβαλλαν την υπόθεση, υποστηρίζει, όπως και οι συνθήκες υπό τις οποίες συντελέστηκαν συγκεκριμένα, σοβαρά αδικήματα, συνηγορούσαν από μόνα τους στην χωρίς καθυστέρηση δράση της αστυνομίας και στην άμεση εκτέλεση του εντάλματος έρευνας. Την επιτακτική ανάγκη άμεσης εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, προσθέτει, δικαιολογούσε επίσης η αναγκαιότητα άμεσου εντοπισμού των αναζητούμενων τεκμηρίων, που συναρτώντο με την διερεύνηση του σοβαρού αδικήματος της απόπειρας φόνου. Ομοίως, ο χρόνος εξέλιξης των ουσιαστικών γεγονότων που περιβάλλουν την περίπτωση και η υποβολή του αιτήματος αργότερα την ίδια μέρα, ειδικότερα η ώρα 22:06, σε συνδυασμό θεωρούμενα με τα πιο πάνω, εκ των πραγμάτων επέτρεπαν στο κατώτερο Δικαστήριο να ασκήσει την εξουσία του και να επιτρέψει την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας οποιαδήποτε ώρα. Η επιλογή του κατώτερου Δικαστηρίου να διαγράψει την προτυπωμένη στο σχετικό έντυπο του εντάλματος έρευνας φράση, «μεταξύ των ωρών ………… και …………», εξουσιοδοτώντας ταυτόχρονα την εκτέλεση του σχετικού εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα, υποδεικνύεται, ήταν απολύτως σύννομη και δικαιολογημένη με βάση το περιεχόμενο του σχετικού όρκου που υποστήριζε το αίτημα. Η ως άνω κατάληξη του Δικαστηρίου, σημειώνεται, εμπεριέχει και την αποτύπωση της κρίσης του ως προς την αναγκαιότητα άμεσης εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας. Το κατώτερο Δικαστήριο, υποστηρίζει καταληκτικά, υπό το φως των δεδομένων που τέθηκαν υπόψη του, εκδίδοντας κατά τον τρόπο που επέλεξε το σχετικό ένταλμα έρευνας, δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής του εξουσίας, ούτε ενήργησε κατά τρόπο που η νομολογία αναγνωρίζει ότι δύναται να ελεγχθεί, μέσω της έκδοσης του αιτούμενου προνομιακού διατάγματος Certiorari.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, με τις αγορεύσεις τους, της οποίες προνόησαν να καταγράψουν και να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Στο βαθμό δε που έκριναν αναγκαίο, έπραξαν τούτο και δια ζώσης κατά το στάδιο της Ακρόασης της Αίτησης.
Έχω διεξέλθει με προσοχή το σύνολο όσων έχουν τεθεί υπόψη μου μέσω της Αίτησης, της Ένστασης και των ενόρκων δηλώσεων που τις συνοδεύουν, ως επίσης τις τοποθετήσεις και εισηγήσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων για τα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα.
Ως κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί, η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας. Μια τέτοια θεραπεία παρέχεται στις περιπτώσεις που από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Μέσω της συγκεκριμένης, προνομιακής του δικαιοδοσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τους χειρισμούς ούτε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο. Αποτελεί δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, χωρίς να συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση. Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, ή σύννομη δηλαδή άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου (βλ. σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.επ., Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 και Ευδόκας (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018).
Των ως άνω λεχθέντων, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί η σταθερή θέση της νομολογίας, ότι ο έλεγχος ενταλμάτων έρευνας λαμβάνει χώρα μέσω προνομιακών ενταλμάτων, με στόχευση, βεβαίως, τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσής τους (Σιακαλλή Αρ. 1 (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, Χρυσάνθου κ.α. (Αρ,2) 1(Β) Α.Α.Δ. 1175 και Αναφορικά με την Αίτηση του Κληρίδη, Πολ. Αίτ. Αρ. 172/2021, ημερ. 13.09.2021, ECLI:CY:AD:2021:D394).
Σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155:
«Όταν δικαστής ικανοποιείται µε εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση µε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκηµα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήµατος· ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιµοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήµατος,
ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό — …………………..»
Για την έκδοση εντάλματος έρευνας, στη βάση του ως άνω άρθρου 27, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει ένα τέτοιο αίτημα, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε ένα συγκεκριμένο τόπο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο περιγράφεται στα εδάφια (α), (β) και (γ) του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Δεδομένη είναι η αναγκαιότητα διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο (βλ. μεταξύ άλλων Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 133/2018 ημερ. 17.12.2018), χωρίς ωστόσο, τούτο, να εξυπακούει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. Περί εύλογων υπονοιών και υποψίας ο λόγος, ζήτημα που εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης (Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094 και Αντωνίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 656).
Σπεύδω να σημειώσω ότι, στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του Αιτητή η διασύνδεση και η εμπλοκή του ιδίου και της κατοικίας που αφορά το εκκαλούμενο ένταλμα έρευνας με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ως ειδικότερα προβάλλεται τούτο στον όρκο της Αστ. 4552, Ε. Φράγκου, ημερ. 30.12.2024, που τέθηκε υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου καθ’ ον χρόνο επιλαμβανόταν του σχετικού αιτήματος. Το ζήτημα, δεν απασχολεί στην παρούσα.
Παρά τη Συνταγματική κατοχύρωση και διασφάλιση του απαραβίαστου της κατοικίας (Άρθρο 16(1) του Συντάγματος), γεγονός παραμένει ότι στο επόμενο εδάφιο του ίδιου Άρθρου του Συντάγματος, διακηρύσσεται πως, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, κατόπιν Δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου, είναι δυνατή η είσοδος και η έρευνα εντός της κατοικίας κάποιου (βλ. Σιακαλλής (ανωτέρω) και Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α., Πολ. Έφ. 348/15, ημερ. 09.06.2017), ECLI:CY:AD:2017:A216.
Σύμφωνα με το άρθρο 29 του Κεφ. 155, που φέρει τον πλαγιότιτλο «Εκτέλεση Εντάλματος Έρευνας»:
«(1) Ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί και εκτελεστεί σε οποιαδήποτε ημέρα περιλαμβανομένης Κυριακής ή δημόσιας αργίας, πρέπει δε να εκτελείται µμεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής, αλλά o ∆ικαστής δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα.
(2) Όταν ο ∆ικαστής εξουσιοδοτεί την εκτέλεση εντάλματος έρευνας σε οποιαδήποτε ώρα άλλη από αυτή μεταξύ της πέμπτης πρωινής και της όγδοης νυκτερινής, η εξουσιοδότηση αυτή δύναται να περιληφθεί στο ένταλμα κατά το χρόνο της έκδοσής του ή δύναται να οπισθογραφηθεί σε αυτό από οποιοδήποτε δικαστή κατά οποιοδήποτε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης αλλά προηγούμενο της εκτέλεσης.»
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, προβάλλεται από την πλευρά του Αιτητή, δεν καταγράφεται οτιδήποτε στον όρκο που τέθηκε υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου προς υποστύλωση του αιτήματος, το οποίο θα δικαιολογούσε την εκτέλεση του εκκαλούμενου εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα πλην από εκείνες που καθορίζονται στο άρθρο 29 (1) του Κεφ. 155. Ούτε η ομνύουσα αστυνομικός αιτήθηκε την έκδοση του εντάλματος κατά τρόπο «ανοικτό» και προς εκτέλεση του σε οποιαδήποτε ώρα. Το κατώτερο Δικαστήριο, προστίθεται περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι τήρησε χειρόγραφο πρακτικό επί του εκκαλούμενου εντάλματος έρευνας, εντούτοις, δεν προέβη σε καμία αναφορά για να δικαιολογήσει την παρέκκλιση από τον κανόνα που τίθεται στο άρθρο 29 του Κεφ. 155, όσον αφορά τον χρόνο εκτέλεσης ενταλμάτων του είδους.
Σχολιάζοντας την τελευταία εισήγηση, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 29 (2) του Κεφ. 155, στην περίπτωση που ο Δικαστής εξουσιοδοτεί την εκτέλεση εντάλματος έρευνας σε «οποιαδήποτε ώρα», άλλη από αυτή που καθορίζεται στο εδάφιο (1) του ίδιου άρθρου, δεν απαιτείται η καταγραφή οποιαδήποτε μακροσκελούς επεξηγηματικής ανάλυσης για αυτή του την επιλογή. Είναι αρκετό, ως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του ως άνω άρθρου, η εξουσιοδότηση αυτή να περιλαμβάνεται στο ένταλμα κατά το χρόνο της έκδοσης του. Ως προβλέπεται δε στο ίδιο εδάφιο του άρθρου 29 του Κεφ. 155, μια τέτοια εξουσιοδότηση «δύναται να οπισθογραφηθεί» σε ένα ένταλμα του είδους, ακόμα και σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης του, ο οποίος, βέβαια, θα προηγείται της εκτέλεσης του.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ο Δικαστής ενώπιον του οποίου τέθηκε το αίτημα, εγκρίνοντας το, εξουσιοδότησε ταυτόχρονα και την εκτέλεση του εκδοθέντος εντάλματος έρευνας σε «οποιαδήποτε ώρα». Σαφής και ρητή ήταν η αποτύπωση της θέσης και της κρίσης του επί του ζητήματος, προχωρώντας στην ταυτόχρονη διαγραφή της προτυπωμένης επί του ζητήματος επιλογής, «μεταξύ των ωρών ………….…. και ………………..».
Αποτελεί θέση της πλευράς του Αιτητή ότι στο όρκο που τέθηκε υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου προς υποστύλωση του αιτήματος για την έκδοση του εκκαλούμενου εντάλματος έρευνας, δεν περιλαμβάνεται οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας σε οποιαδήποτε ώρα, άλλη δηλαδή από αυτή μεταξύ της 5ης πρωινής και της 8ης νυκτερινής, ως προβλέπεται στο άρθρο 29 του Κεφ. 155.
Με κάθε σεβασμό, η ως άνω προσέγγιση και εισήγηση, δεν με βρίσει σύμφωνο. Στην υπό συζήτηση περίπτωση η υποβολή του αιτήματος για έκδοση του εκκαλούμενου εντάλματος έρευνας και ο όρκος που συνόδευε τη σχετική αίτηση, υποβλήθηκαν κατά η περί την 22:06 της 30.12.2024 και αναφερόταν σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν την ίδια ημέρα, για τα οποία λήφθηκε πληροφορία περί η ώρα 19:28 της ίδιας ημέρας. Μέσω δε της ένορκης δήλωσης της Αστ. 4552, Ε. Φράγκου, τέθηκαν υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου οι διαθέσιμες πληροφορίες και λεπτομέρειες, αποκαλύπτοντας την εξέλιξη των γεγονότων που περιέβαλλαν την περίπτωση, την αποδιδόμενη συμπεριφορά και στάση κάθε ενός από τους εμπλεκόμενους και ασφαλώς τη φύση των αδικημάτων που διερευνώντο, μεταξύ των οποίων το αδίκημα της απόπειρας φόνου, της παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β και της παράνομης κατοχής και χρήσης εκρηκτικών υλών. Το κατώτερο Δικαστήριο, έχοντας υπόψη του το πλαίσιο γεγονότων που τέθηκαν υπόψη του, ικανοποιήθηκε για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος έρευνας για την συγκεκριμένη οικία, ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει αμφισβήτηση για την ορθότητα της επιλογής του. Περαιτέρω, ως είχε την δυνατότητα προς τούτο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 29 του Κεφ. 155, έκρινε ότι δικαιολογείτο η εκτέλεση του εντάλματος οποιαδήποτε ώρα, προχωρώντας στην ανάλογη εξουσιοδότηση. Κατέστησε σαφή τη θέση του επί του ζητήματος, διαγράφοντας οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό σε σχέση με την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, ως αυτός περιλαμβανόταν στο τυποποιημένο έντυπο που τέθηκε υπόψη του, εξουσιοδοτώντας, συνειδητά, την εκτέλεση του συγκριμένου εντάλματος «οποιαδήποτε ώρα». Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση και η εξέλιξή τους, ως τέθηκαν υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου με τον σχετικό όρκο, συνολικά θεωρούμενα, ήταν καθ’ όλα επαρκή, καθιστώντας την επιλογή του κατώτερου Δικαστηρίου να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας οποιαδήποτε ώρα, μια από αυτές που δικαιολογημένα θα μπορούσαν να ακολουθηθούν. Το παράπονο του Αιτητή επί του ειδικότερου αυτού ζητήματος δεν δικαιολογείται.
Των ως άνω λεχθέντων θα πρέπει παράλληλα να σημειωθεί πως ως κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που το Δικαστήριο προβαίνει σε διαδικασίες του είδους, δεν αντικαθιστά την κρίση του εκδόσαντος το ένταλμα έρευνας Δικαστηρίου με τη δική του. Όπως υπεδείχθη στην υπόθεση Αναφορικά με τον XXX GEORGIOU, Πολ. Αίτ. 122/2021, ημερ. 24.06.2021, ECLI:CY:AD:2021:D273
«…. ο ρόλος του δικαστή που καλείται να αναθεωρήσει το ένταλμα δεν είναι να υποκαταστήσει υποκειμενικά τον δικαστή που το εξέδωσε, αλλά να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε επαρκής μαρτυρία ώστε εύλογα να εκδόθηκε το ένταλμα (Garofoli, v. Q. [1990] 2 S.C.R. 1421, R. ν. Araujo, 2000 SCC 65, R. v. Morelli [2010] 1 S.C.R. 253).…………..S.C.R. 253».
Με δεδομένο ότι το κατώτερο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Γ., Πολ. Έφ. 15/2024, ημερ. 17.10.2024), δεν βλέπω πώς, στο πλαίσιο πάντα του ελέγχου νομιμότητας που προβαίνει το Δικαστήριο σε διαδικασίες του είδους, θα μπορούσε ουσιαστικά να αντικαταστήσει την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου για την τεθείσα υπόψη του μαρτυρία και την προσέγγιση του τελευταίου για το ζήτημα. Ως υποδείχθηκε μεταξύ άλλων στην υπόθεση ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ (ανωτέρω):
«Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά την κρίση του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας δικαστή με τη δική του. Το κριτήριο κατά το αναθεωρητικό στάδιο περιορίζεται στο ερώτημα κατά πόσο ο εκδώσας το ένταλμα δικαστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα θα εντοπίζονταν στα υποστατικά των οποίων επιδιωκόταν η έρευνα και θα παρείχαν βοήθεια στη στοιχειοθέτηση αδικήματος.»
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ως έχει ήδη σημειωθεί, δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι συνέτρεχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση του εκκαλούμενου εντάλματος έρευνας. Το τελευταίο, ασκώντας την διακριτική του εξουσία επέλεξε, ως είχε την δυνατότητα προς τούτο στη βάση όσων τέθηκαν υπόψη του, να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εκκαλούμενου εντάλματος έρευνας σε οποιαδήποτε ώρα. Επιλογή που υπό τις υπό τις περιστάσεις που τέθηκαν υπόψιν του κατώτερου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογεί την αιτούμενη παρέμβαση.
Ως εκ τούτου η Αίτηση απορρίπτεται.
Ο Αιτητής θα επιβαρυνθεί με €1.000-, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, έξοδα της παρούσας αίτησης.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο