
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
i-justice
Αρ. Αίτησης 67/2025
26 Μαΐου 2025
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Χ. Σ., ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ΄ΑΡΙΘΜΟΝ 26/2025 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 5.2.2025, ΓΙΑ ΛΗΨΗ ΠΑΡΕΙΑΚΩΝ ΕΠΙΧΡΙΣΜΑΤΩΝ (ΣΑΛΙΟΥ) ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΣΚΟΠΟΥΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ, ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ
____________________
Μ. Κωνσταντίνου για Δημήτρης Τσολακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
Χ. Καραολίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του διατάγματος λήψης παρειακών επιχρισμάτων (σάλιου) του, το οποίο εκδόθηκε την 5.2.2025 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο.
Ο Αιτητής είναι κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές. Την 12.6.2024 δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας διενεργήθηκε έρευνα στο κελί του Αιτητή και, μεταξύ άλλων, ανευρέθηκαν δύο κόλλες μεγέθους Α4 και ένα επιπλέον κομμάτι κόλλας Α4, οι οποίες, σύμφωνα με προκαταρκτική εξέταση που πραγματοποιήθηκε, περιείχαν ουσία η οποία είναι ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β. Οι τρείς κόλλες ήταν περιτυλιγμένες σε νάιλον διαφανή μεμβράνη και βρίσκονταν μέσα σε άσπρο φάκελο που, μαζί με ένα κομμάτι κίτρινο χαρτί κατασχέθηκαν.
Τα πιο πάνω κατασχεθέντα αντικείμενα υποβλήθηκαν σε επιστημονικές εξετάσεις στο Γενικό Χημείο του κράτους. Διαπιστώθηκε ότι οι τρείς κόλλες και το κομμάτι κίτρινο χαρτί ήταν εμποτισμένες με ναρκωτικές ουσίες.
Εξετάσεις των κατασχεθέντων πραγματοποιήθηκαν και στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής, από τις οποίες διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής είναι ο κύριος δότης μικτού γενετικού υλικού που απομονώθηκε από την εσωτερική πλευρά του φακέλου και την εξωτερική επιφάνεια της νάιλον μεμβράνης. Είναι επίσης δότης σε μικτό γενετικό υλικό που απομονώθηκε από την εσωτερική επιφάνεια της νάιλον μεμβράνης και από την περιφέρεια των κολλών Α4.
Την 15.11.2024 ζητήθηκε από τον Αιτητή να συναινέσει ώστε να ληφθεί από αυτόν δείγμα γενετικού υλικού, αλλά αυτός αρνήθηκε.
Το επίδικο διάταγμα εξασφαλίστηκε κατόπιν αίτησης της Αστυνομίας ημερ.5.2.2025. Η αίτηση της Αστυνομίας βασιζόταν, στο άρθρο 25 (1)(β) των περί Αστυνομίας Νόμων του 2004 έως 2023, οι Νόμοι. Όπως αποκαλυπτόταν από το περιεχόμενο του όρκου που υποστήριζε την αίτηση, είχε την 16.1.2025 προηγηθεί άλλη αίτηση της Αστυνομίας για το ίδιο ζήτημα η οποία είχε απορριφθεί από το Δικαστήριο.
Η άδεια για την καταχώριση της παρούσας δόθηκε (Χ.Σ., Πολ. Αίτ. Αρ.57/2025, ημερ.20.3.2025) αφού διαπιστώθηκε ότι υφίστατο συζητήσιμο ζήτημα ότι το άρθρο 25 των Νόμων, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, παραβιάζει το Άρθρο 15 του Συντάγματος και την ΟΔΗΓΙΑ (EE) 2016/680 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Περαιτέρω δόθηκε άδεια αφού διαπιστώθηκε ότι υφίστατο συζητήσιμο ζήτημα ότι η επιδίωξη του επίδικου διατάγματος συνιστούσε κατάχρηση των διαδικασιών.
Το Άρθρο 15 του Συντάγματος προστατεύει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και θα καταστεί απαραίτητο να εξεταστεί κατά πόσο, με αναφορά σε αυτό, το άρθρο 25 των Νόμων είναι αντισυνταγματικό, μόνο εφόσον ο Αιτητής δεν επιτύχει την ακύρωση του διατάγματος σε κάποια από τις άλλες δύο βάσεις για τις οποίες δόθηκε η άδεια.
Ζήτημα ότι το άρθρο 25 των Νόμων παραβιάζει την ΟΔΗΓΙΑ (EE) 2016/680 και κατά πόσο, σε αυτή τη βάση, θα μπορούσε να ακυρωθεί κάθε διάταγμα που εξεδόθη δυνάμει αυτού, εξετάστηκε στη Γ.Π., Πολ. Αίτ. Αρ.44/2025, ημερ.26.5.2025, όπου απόφαση εκδόθηκε νωρίτερα σήμερα. Αναφέρθηκε ότι:
«Το άρθρο 25 των Νόμων προνοεί γενική και χωρίς διάκριση εξουσία στην Αστυνομία για λήψη αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού, από «οποιοδήποτε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση», «για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος». Οι λόγοι για τους οποίους το πρόσωπο κρατείται ή υπόκειται σε επιτήρηση είναι αδιάφοροι. Αρκεί η σύλληψη να είναι νόμιμη, έστω και αν δεν αφορά σε σοβαρό αδίκημα, ενώ ακόμη λιγότερο σοβαρές περιστάσεις θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν ότι το πρόσωπο υπόκειται σε επιτήρηση. Και στη περίπτωση που η λήψη του υλικού γίνεται για τη διερεύνηση αδικήματος, το αδίκημα δεν απαιτείται να διασυνδέεται με το λόγο για τον οποίο κρατείται το πρόσωπο ή υπόκειται σε επιτήρηση. Ούτε και είναι προϋπόθεση η λήψη του υλικού αυτού να είναι πραγματικά αναγκαία για σκοπούς διερεύνησης του αδικήματος ή αυτού για το οποίο κρατείται το πρόσωπο».
Διαπιστώθηκε ότι:
«οι διατάξεις του άρθρου 25 δεν είναι συμβατές με την Οδηγία 2016/680, αφού στη βάση τους παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος με το οποίο παραβιάζονται οι προϋποθέσεις που τίθενται με αυτή. Αυτό όμως δεν οδηγεί απαρέγκλιτα σε εύρημα ότι κάθε διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 25, όπως το εναντίον του Αιτητή, παραβιάζει την Οδηγία 2016/680.
Προς τούτο μνημονεύτηκε η C205-21, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Enregistrement de données biométriques et génétiques par la police) ημερ.26.1.2023, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου αναφέρθηκε (σκέψη 134) ότι:
«Σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο δεν εγγυάται τέτοιο έλεγχο του μέτρου της συλλογής βιομετρικών και γενετικών δεδομένων, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 απορρίπτοντας την αίτηση των αστυνομικών αρχών περί χορήγησης αδείας για την καταναγκαστική συλλογή των δεδομένων αυτών».
Η κατάληξη ήταν ότι:
«Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση δυνάμει του άρθρου 25 των Νόμων, οφείλει να εξετάσει κατά πόσο οι προϋποθέσεις που τίθενται με την Οδηγία 2016/680 πληρούνται. Εφόσον πληρούνται, το διάταγμα που θα εκδώσει, δεν παραβιάζει ούτε την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680, ούτε τα δικαιώματα του υποκείμενου των δεδομένων, που αυτή κατοχυρώνει».
Ο Αιτητής είχε ζητήσει να του παραχωρηθεί άδεια όχι γιατί το διάταγμα παραβίαζε την Οδηγία 2016/680 ή τα απορρέοντα από αυτή δικαιώματα του, αλλά «καθότι εξεδόθη κατ’ επίκληση ημεδαπής νομοθετικής διάταξης ασύμβατης με το ενωσιακό δίκαιο, ήτοι με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680». Το διάταγμα δεν μπορεί να είναι άκυρο γιατί εκδόθηκε δυνάμει νόμου ασύμβατου με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680. Και στο πλαίσιο της παρούσας Αίτησης δεν μπορεί να εξεταστεί κατά πόσο το επίδικο διάταγμα είναι άκυρο στη βάση ότι εκδόθηκε κατά παράβαση της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, γιατί δεν δόθηκε άδεια για την εξέταση τέτοιου ζητήματος.
Όπως προειπώθηκε, την 16.1.2025, 20 δηλαδή ημέρες πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος, το ίδιο αίτημα της Αστυνομίας είχε απορριφθεί από το Δικαστήριο. Όπως υποστήριξε ο Αιτητής, η απορριπτική απόφαση δεν προσβλήθηκε και χωρίς να μεσολαβήσει οτιδήποτε και χωρίς τη μεταβολή οποιωνδήποτε γεγονότων η Αστυνομία προώθησε πανομοιότυπο αίτημα ενώπιον άλλου Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου και εξασφάλισε το επίδικο διάταγμα. Η συμπεριφορά αυτή της Αστυνομίας, υποβάλλει ο Αιτητής είναι καταχρηστική, ώστε για αυτό το λόγο να πρέπει να ακυρωθεί το διάταγμα.
Στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την Αίτηση για άδεια και που υιοθετήθηκε στην παρούσα, επισυνάπτεται ως τεκμήριο η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα. Εκεί αναφέρεται ότι είχε προηγηθεί η αίτηση αρ.9/2025, που καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την 16.1.2025 και εξηγείται ότι αυτή απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στη βάση ότι δεν προέκυπτε αναγκαιότητα για την έκδοση του εξαιτούμενου διατάγματος, αφού ο Αιτητής είχε ήδη «ταυτιστεί» με τα σχετικά τεκμήρια της υπόθεσης. Σημειωνόταν ακόμη ότι το Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη του δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου είχε χορηγηθεί άδεια για καταχώριση αίτησης Certiorari για την ακύρωση δύο διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 25 των Νόμων.
Στη Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ.213/2021, ημερ.1.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A82. η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι η απόρριψη έκδοσης εντάλματος σύλληψης, όπως ήταν η περίπτωση, παράγει έννομα αποτελέσματα και πως «η όποια προσπάθεια έκδοσης άλλου εντάλματος σύλληψης, όμοιου με το επίμαχο, πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε διαπίστωση καταχρηστικής συμπεριφοράς». Η θέση που υποστήριξε ο εφεσείων Γενικός Εισαγγελέας ήταν ότι, χωρίς να ακυρωθεί η φερόμενα λανθασμένη νομικώς απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, η Αστυνομία αδυνατούσε να αιτηθεί εκ νέου την έκδοση εντάλματος σύλληψης, από άλλο Επαρχιακό Δικαστή, με τα ίδια δεδομένα χωρίς να υφίσταται κατάχρηση διαδικασίας και δεδικασμένο. Ακολουθήθηκε η Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ.1) (2009) 1 Α.Α.Δ. 248, η οποία αφορούσε άρνηση έκδοσης εντάλματος έρευνας.
Στην παρούσα, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δεν καταχώρισε ένσταση και δεν αντέκρουσε το πραγματικό υπόβαθρο της Αίτησης.
Η Αστυνομία ενημέρωσε το κατώτερο Δικαστήριο για το γεγονός ότι πρόσφατη προηγούμενη αίτηση της για το ίδιο ζήτημα είχε απορριφθεί. Όμως, στον όρκο που έθεσε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δεν διακρινόταν κάποιο νέο στοιχείο και τίποτε δεν παρουσιάστηκε ως τέτοιο. Υπό τις περιστάσεις, η επιδίωξη έκδοσης διατάγματος, ενώ υφίστατο δικαστική απόφαση απόρριψης του ιδίου αιτήματος, συνιστούσε κατάχρηση των διαδικασιών και η προνομιακή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δικαιολογείται να ενεργοποιηθεί για την καταστολή της κατάχρησης αυτής.
Εκδίδεται κατά συνέπεια προνοµιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται το διάταγμα λήψης παρειακών επιχρισμάτων (σάλιου) του Αιτητή, το οποίο εκδόθηκε την 5.2.2025 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση τα έξοδα της αίτησης για άδεια, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Έξοδα στην παρούσα Αίτηση δεν επιδικάζονται, εφόσον ο Αιτητής δεν ήταν έτοιμος για να αγορεύσει κατά την ακρόαση της Αίτησης.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο