ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ Α. Ο. ΓΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 90/2025, 13/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ Α. Ο. ΓΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 90/2025, 13/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 90/2025)

 

 

13 Μαΐου, 2025

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ. 3) ΤΟΥ 2022

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟYΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ Α. Ο. ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 28/06/2023

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ Α. Ο. ΓΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI  

...........................

 

 

Λ. Καριόλου (κα) μαζί με Στ. Ξενοφώντος, για Pieters Καριόλου Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΕΦΡΑΙΜ, Δ.Με την υπό κρίση Αίτηση η Αιτήτρια ζητά επέκταση της προθεσμίας για να καταχωρίσει αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνονται τα εντάλματα σύλληψης τα οποία εκδόθηκαν εναντίον της από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 28.6.2023 και προωθήθηκαν προς εκτέλεση στις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου.

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση, εκτίθενται αναλυτικά τα γεγονότα που προηγήθηκαν μέχρι και την καταχώριση αυτής. Αυτά, συνοπτικά, έχουν ως ακολούθως:

(i)       Στις 6.9.2023 η Αιτήτρια συνελήφθη από τις Βρετανικές Αρχές δυνάμει Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αναφορικά με τα αδικήματα πλαστογραφίας, παρενοχλητικής παρακολούθησης, παραβίασης του Νόμου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, απειλής και απειλής βιαιοπραγίας. Σύμφωνα με το ένταλμα το οποίο της επιδόθηκε, η έκδοση του έγινε βάσει τριών εθνικών ενταλμάτων σύλληψης της, ημερ. 2.3.2022, 1.6.2023 και 18.5.2023. Τα πρώτα δύο εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και το τρίτο από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

 

(ii)      Μετά την σύλληψη της, η Αιτήτρια προσέφυγε εναντίον της νομιμότητας της εκτέλεσης του εντάλματος ενώπιον Δικαστηρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στις 2.2.2024, το Βρετανικό Δικαστήριο αποφάσισε την έκδοση της Αιτήτριας στις Κυπριακές Αρχές.

 

(iii)     Η Αιτήτρια έλαβε άδεια και καταχώρισε έφεση εναντίον της εν λόγω απόφασης. Στις 14.3.2025 εκδόθηκε απόφαση με την οποία η έφεση απερρίφθη.

 

(iv)    Μετά την απόρριψη της έφεσης, η Αιτήτρια αποτάθηκε στο δικηγορικό γραφείο το οποίο την εκπροσωπεί στην παρούσα, για την εξασφάλιση στοιχείων αναφορικά με το εκδοθέν εναντίον της ένταλμα σύλληψης.

 

(v)      Στις 20.3.2025 οι δικηγόροι προέβησαν σε επιθεώρηση του σχετικού φακέλου στα γραφεία της Υποδιεύθυνσης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Κυπριακής Αστυνομίας και διενήργησαν δύο έρευνες στον σχετικό φάκελο που τηρείται στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στις 21.3.2025 και στις 24.3.2025.

 

(vi)    Κατά την επιθεώρηση στις 24.3.2025 διεφάνη ότι το ένταλμα που επιδόθηκε στην Αιτήτρια κατά την σύλληψη της δεν ανταποκρινόταν με αυτό που υπήρχε στον φάκελο στο Πρωτοκολλητείο.

 

(vii)   Η αποκάλυψη εγγράφων από την Αγγλική αστυνομία, στη βάση των οποίων συνελήφθη η Αιτήτρια, κατεδείκνυε την έκδοση Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στον τύπο εντάλματος δυνάμει της Συνθήκης Συμφωνίας Εμπορίου και Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (TCA).  

(viii)     Ενόψει αυτής της διαπίστωσης, στις 2.4.2025 υπεβλήθη αίτηση εκ μέρους της Αιτήτριας για επανάνοιγμα της διαδικασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

 

(ix)       Στις 4.4.2025 οι δικηγόροι αποτάθηκαν στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για αποκάλυψη όλου του μαρτυρικού υλικού που βρίσκεται ενώπιον του σχετικά με τα εν λόγω εντάλματα.

 

(x)         Στις 7.4.2025 η Εισαγγελική Υπηρεσία του Στέμματος (Crown  Prosecution Service) πληροφόρησε την Αιτήτρια ότι δεν είχε ένσταση στην αναστολή του διατάγματος έκδοσης της μέχρι την εξέταση του αιτήματος της για επανάνοιγμα της διαδικασίας.

 

(xi)       Στις 8.4.2025 οι δικηγόροι της έστειλαν επιστολή στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ζητώντας την ακύρωση του Ευρωπαϊκού εντάλματος και εκφράζοντας την προθυμία της Αιτήτριας να συνεργαστεί με τις Κυπριακές Αρχές.

 

(xii)      Στις 8.4.2025 το Βρετανικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για επανάνοιγμα.

 

(xiii)     Ενόψει άλλης προηγηθείσας απόφασης που εκδόθηκε στις 2.4.2025 στη Βρετανία αναφορικά με την κατάσταση των Φυλακών στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία είχε άμεση σχέση με την περίπτωση της Αιτήτριας εφόσον ζητείτο η έκδοση και κράτηση της, στις 10.4.2025 οι δικηγόροι της υπέβαλαν εκ νέου αίτημα για επανάνοιγμα, το οποίο εγκρίθηκε στις 17.4.2025.

 

(xiv)    Εν τω μεταξύ, στις 14.4.2025 Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ενημέρωσε τους δικηγόρους της Αιτήτριας ότι στις 28.6.2023 είχε εκδοθεί εναντίον της και διεθνές ένταλμα σύλληψης σύμφωνα με την TCA.

 

(xv)      Στις 24.4.2025 οι δικηγόροι προέβησαν σε νέα επιθεώρηση των δύο εθνικών ενταλμάτων σύλληψης ημερ. 2.3.2022 και 1.6.2023.

Στην ένορκη δήλωση προβάλλεται ισχυρισμός ότι το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε καθ’  υπέρβαση δικαιοδοσίας και ή πλάνη περί τον Νόμο και ή κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και ότι τα δύο εκδοθέντα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εθνικά εντάλματα εκδόθηκαν εντελώς μηχανιστικά και χωρίς οποιαδήποτε αιτιολόγηση.

Υιοθετώντας το πιο πάνω ιστορικό κατά την προφορική της αγόρευση, η δικηγόρος της Αιτήτριας εισηγήθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν την Αιτήτρια να καταχωρίσει αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Ήταν η θέση της ότι τυχόν απόρριψη της υπό κρίση Αίτησης θα στερήσει την Αιτήτρια από κάθε δυνατότητα αμφισβήτησης της νομιμότητας του εντάλματος, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο άμεσης παράδοσης της στην Κυπριακές Αρχές και απώλειας της εργασίας της.

Ο Καν. 5 των περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Κανονισμών του 2018 έως 2024, στον οποίο στηρίζεται μεταξύ άλλων η Αίτηση, προνοεί ως εξής:

«(1) Αίτηση για άδεια καταχωρείται το συντομότερο από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την ημέρα που ο αιτητής λαμβάνει γνώση της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης.

 

(2) Το Δικαστήριο δύναται να επεκτείνει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν τον αιτητή να καταχωρήσει την αίτηση του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.»

 

 

        Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Δικηγορικής Εταιρείας Γιάννης Παπαζαχαρία ΔΕΠΕ, Πολ. Έφεση Αρ. 7/2023, ημερ. 10.4.2024, ο χρόνος υποβολής της αίτησης δυνάμει των πιο πάνω Κανονισμών, συνιστά ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κάθε καθυστέρηση θα πρέπει να αιτιολογείται και όσο μεγαλύτερη, τόσο μεγαλύτερο είναι και το εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδηθεί για την παροχή άδειας.

        Σύμφωνα με το λεκτικό του Κανονισμού 5, ο αιτητής θα πρέπει να ενεργήσει αμέσως ή το συντομότερο δυνατό προς επιδίωξη θεραπείας, και σε καμία περίπτωση η καταχώριση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 μέρες από την ημερομηνία που λαμβάνει γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης ή διατάγματος. Επομένως, η αίτηση για επέκταση της προθεσμίας των 45 ημερών δύναται να απορριφθεί ακόμα και αν αυτή έχει καταχωριστεί εντός της εν λόγω προθεσμίας.

        Οι «εξαιρετικές περιστάσεις» οι οποίες δικαιολογούν την επέκταση της προθεσμίας έχουν ερμηνευθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του χχχ-Manuel Pulher, Πολ. Έφεση Αρ. 404/2019, ημερ. 10.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:A421, από την οποία παραθέτω το ακόλουθο διαφωτιστικό απόσπασμα:

«Με δεδομένη τη φύση της διαδικασίας του Certiorari, οι «εξαιρετικές περιστάσεις», που αναφέρονται στον Κ.5, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξης «εξαιρετικές», πρέπει να είναι υφιστάμενες περιστάσεις, οι οποίες παρεμποδίζουν τον αιτητή από του να αποταθεί έγκαιρα στο Δικαστήριο προς διεκδίκηση θεραπείας. Ο λόγος που επιζητείται παράταση, δυνάμει του Κ.5, θα πρέπει, αντικειμενικά κρινόμενος, να αποτελεί έναν ιδιαίτερο, πέραν του συνηθισμένου, λόγο που δεν επέτρεψε στον αιτητή να αποταθεί στο Δικαστήριο για προνομιακή θεραπεία, εντός του χρόνου που προβλέπεται από τον Κανονισμό και το συμφέρον της δικαιοσύνης να απαιτεί την επέκταση του χρόνου.

Ο χρόνος που ο αιτητής έλαβε γνώση ή θα μπορούσε να λάβει γνώση της διαδικασίας που επιθυμεί να ακυρώσει με τη χρήση του προνομιακού εντάλματος, είναι σημαντικό στοιχείο. Όπου, όπως εν προκειμένω, ο αιτητής έλαβε έγκαιρα γνώση της διαδικασίας εναντίον του, η παράλειψή του να ενεργήσει άμεσα προς επιδίωξη θεραπείας, εναποθέτει στον αιτητή επιπρόσθετο βάρος να πείσει ότι ο λόγος που προβάλλει είναι τέτοιος που αποτελεί ένα σοβαρό πρόσκομμα στην επιδίωξη προνομιακής θεραπείας, έτσι ώστε το συμφέρον της δικαιοσύνης να εξυπηρετείται με την επέκταση του χρόνου.»

 

        Στη Δημητριάδης (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής:

«Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία η οποία έχει διαμορφωθεί από τη θέσπιση του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018, κατά την εξέταση αίτησης για επέκταση, το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη την ημερομηνία λήψης γνώσης της απόφασης ή διατάγματος και να συνεκτιμήσει παράλληλα τις ενέργειες του αιτητή από την εν λόγω ημερομηνία μέχρι και την καταχώριση της αίτησης επέκτασης. Σε περίπτωση που διαφανεί ότι ο αιτητής δεν ενήργησε με την απαραίτητη σπουδή, αφότου έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης ή διατάγματος, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με την επέκταση του χρόνου.»

 

        Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο εξαρχής ότι η υπό κρίση Αίτηση αφορά μόνο στο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο εκδόθηκε στις 28.6.2023, όπως διαφαίνεται τόσο από τον τίτλο της Αίτησης όσο και από το ίδιο το αιτητικό, ανεξαρτήτως της χρήσης του πληθυντικού αριθμού στην αναφορά σε εντάλματα σύλληψης ημερ. 28.6.2023. Άλλωστε, σύμφωνα με τον όρκο, η μοναδική αναφορά σε εκδοθέν κατ’ εκείνη την ημερομηνία ένταλμα αφορά στο Ευρωπαϊκό ένταλμα, του οποίου βεβαίως αμφισβητείται η νομιμότητα.

        Από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, προκύπτει ότι η Αιτήτρια έλαβε γνώση τόσο του υπό κρίση Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όσο και των τριών εθνικών ενταλμάτων, στη βάση των οποίων εκδόθηκε το Ευρωπαϊκό ένταλμα, κατά την σύλληψη της στις 6.9.2023. Έκτοτε διαφαίνεται ότι η Αιτήτρια αποτάθηκε σε δικηγόρους για τον σκοπό λήψης δικαστικών διαβημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και έγινε με βάση το ανωτέρω ιστορικό.

        Ο ισχυρισμός στην ένορκη δήλωση πως σε χρόνο προγενέστερο της απόρριψης της έφεσης, οι προσπάθειες της Αιτήτριας να εξασφαλίσει στοιχεία από την Κυπριακή Αστυνομία ήταν ανεπιτυχείς λόγω της άρνησης της Υποδιεύθυνσης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Κυπριακής Αστυνομίας να συνεργαστεί, δεν υποστηρίζεται από τη συνημμένη αλληλογραφία. Αυτή η αλληλογραφία έλαβε χώρα μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου 2023 και δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε αίτημα εκ μέρους της Αιτήτριας να ενημερωθεί ή λάβει πληροφορίες ή έγγραφα αναφορικά με το Ευρωπαϊκό ένταλμα και ή τα τρία εθνικά εντάλματα. Αυτή αφορούσε αποκλειστικά αφενός τις θέσεις της Αιτήτριας ως προς τα όσα της καταλογίζονταν, τονίζοντας ότι δεχόταν και η ίδια απειλές και ζητώντας τη διερεύνηση της υπόθεσης και αφετέρου την απάντηση εκ μέρους της Κυπριακής Αστυνομίας ότι θα έπρεπε να προβεί σε καταγγελία στις Βρετανικές Αρχές που ήταν οι αρμόδιες αρχές.

        Επομένως, διαφαίνεται πως από την ημερομηνία λήψης γνώσης για το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η Αιτήτρια περιορίστηκε σε δικαστικές διαδικασίες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ουδεμία ενέργεια ή έστω προσπάθεια εκ μέρους της αποκαλύπτεται να έλαβε χώρα από τις 6.9.2023 μέχρι και περί τα μέσα Μαρτίου του 2025, όταν αποτάθηκε πλέον στους δικηγόρους στην Κύπρο.

        Στο σημείο αυτό αξίζει να παρεμβληθεί ότι η δικηγόρος της Αιτήτριας, κατά την αγόρευση της, ανέφερε πως για πρώτη φορά έλαβε οδηγίες από αυτή στις 18.3.2025. Είναι καλά καθιερωμένη αρχή ότι η αγόρευση δικηγόρου δεν συνιστά μαρτυρία και δεν λαμβάνεται υπόψη. Εκείνο στο οποίο το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει είναι πως η προσέγγιση της Αιτήτριας προς τους δικηγόρους στην Κύπρο έλαβε χώρα μεταξύ της 14ης Μαρτίου 2025, όταν εκδόθηκε η απόφαση στην έφεση στο Ηνωμένο Βασίλειο και πριν τις 20.3.2025 όταν οι δικηγόροι στην Κύπρο προέβησαν σε έρευνα στα γραφεία της Αστυνομίας.

        Ούτε και ο ισχυρισμός της δικηγόρου κατά την αγόρευση της πως ο λόγος που η Αιτήτρια αποτάθηκε σε αυτούς μετά την απόρριψη της έφεσης ήταν η οικονομική της αδυναμία να πληρώνει δύο δικηγόρους ταυτόχρονα, δύναται να ληφθεί υπόψη. Όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο και επιβεβαιώθηκε από τη δικηγόρο, τέτοιος ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται στην ένορκη δήλωση. Εν πάση περιπτώσει, σημειώνεται ότι στο παρόν στάδιο η Αιτήτρια φαίνεται να προωθεί παράλληλες δικαστικές διαδικασίες στην Αγγλία και στην Κύπρο.

        Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, δεν έχει τεθεί οποιοδήποτε στοιχείο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που να δικαιολογεί την παράλειψη και καθυστέρηση της Αιτήτριας να αποταθεί σε Κύπριο δικηγόρο για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της σε σχέση με το Ευρωπαϊκό ένταλμα εναντίον της, 20 μήνες αφότου έλαβε γνώση για το ένταλμα και από την σύλληψη της. Το γεγονός ότι η Αιτήτρια έλαβε δικαστικά μέτρα στην Αγγλία δεν αποτελεί βάσιμη δικαιολογία για την παράλειψη ενημέρωσης ή έστω εξασφάλισης συμβουλής από Κύπριο δικηγόρο για το όλο ζήτημα. Ειδικά, εφόσον από τις αρχές του 2024, η Αιτήτρια γνώριζε ότι είχε αποτύχει στην αλλοδαπή πρωτόδικη διαδικασία και καταχώρισε εκεί έφεση. Άλλωστε, η διαδικασία στην Αγγλία είναι διακριτή από τη διαδικασία στην Κύπρο, καθότι η μεν πρώτη αφορούσε την έκδοση της με την εκτέλεση του εντάλματος ενώ η δεύτερη τη νομιμότητα έκδοσης αυτού.

         Η τόσο μεγάλη και παντελώς αδικαιολόγητη παράλειψη της Αιτήτριας να ενεργήσει όσο το δυνατό πιο σύντομα προς επιδίωξη θεραπείας στην Κύπρο αποβαίνει καθοριστική για την πορεία της Αίτησης, ανεξαρτήτως των όσων ακολούθησαν από πλευράς των δικηγόρων της από τον Μάρτιο του 2025, που έλαβαν οδηγίες μέχρι και την καταχώριση της παρούσας Αίτησης. Όπως απαιτεί ο Κανονισμός 5, η προθεσμία αρχίζει να μετρά από την ημερομηνία που η Αιτήτρια έλαβε γνώση του εντάλματος και όχι από την ημερομηνία που αυτή έδωσε οδηγίες στους δικηγόρους στην Κύπρο.

        Κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι ακόμα και από την ημερομηνία που οι δικηγόροι στην Κύπρο έλαβαν οδηγίες από την Αιτήτρια, και πάλι ο χρόνος που μεσολάβησε από τότε μέχρι και την υποβολή της παρούσας, ο οποίος κυμαίνεται περί τις 47 μέρες (λόγω της μη ακριβούς ημερομηνίας λήψης οδηγιών), δεν φαίνεται να έχει αξιοποιηθεί με τέτοια σπουδή ούτως ώστε να θεωρείται δικαιολογημένη η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης για άδεια. Οι δικηγόροι επιθεώρησαν το Ευρωπαϊκό ένταλμα από τις 24.3.2025 και ενώ γνώριζαν ότι ο χρόνος περνούσε, μόνο στις 8.4.2025, δηλαδή 15 μέρες αργότερα, έδρασαν στην Κύπρο και μάλιστα αποστέλλοντας επιστολή προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα ζητώντας την ακύρωση ή αναστολή του εντάλματος, αντί να αποταθούν στο Δικαστήριο ενόψει της ήδη μεγάλης καθυστέρησης που είχε παρατηρηθεί. Και πάλι το γεγονός ότι γίνονταν δικαστικά διαβήματα στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελεί βάσιμη δικαιολογία για τη μη λήψη δικαστικών διαβημάτων στην Κύπρο.

        Το γεγονός ότι είχε ήδη παρέλθει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα 20 μηνών από την ημερομηνία που η Αιτήτρια έλαβε γνώση του Ευρωπαϊκού και των εθνικών ενταλμάτων σύλληψης, χωρίς ουσιαστικά να λάβει οποιαδήποτε μέτρα αμφισβήτησης τους μέχρι και τον Μάιο του 2025, και χωρίς να προβληθεί οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος προς τούτο, δεν δικαιολογεί την έγκριση της Αίτησης. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Manuel Pulher (ανωτέρω), η μακρά και αδικαιολόγητη παράλειψη της Αιτήτριας να ενεργήσει άμεσα προς επιδίωξη θεραπείας, δεν αποτελεί «εξαιρετικές περιστάσεις» έτσι ώστε το συμφέρον της δικαιοσύνης να εξυπηρετείται με την επέκταση του χρόνου.

        Χρήσιμη παραπομπή γίνεται στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ξένιας Χαραλάμπους Κριθαρίδου, Πολ. Έφεση Αρ. 6/2023, ημερ. 24.9.2024, στην οποία τονίστηκε ότι παρόλο που η αιτήτρια ανυπαίτια έλαβε γνώση του διατάγματος σε ελάχιστο χρόνο πριν την εκπνοή των 45 ημερών, εντούτοις όφειλε να έδινε εξηγήσεις για τον χρόνο των 30 ημερών που παρήλθε από την ημερομηνία λήψης γνώσης μέχρι και την καταχώριση της αίτησης για επέκταση της προθεσμίας, κάτι το οποίο κρίθηκε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι εκείνη δεν είχε πράξει.

        Χωρίς να παραγνωρίζω τις πιθανές συνέπειες στην Αιτήτρια με την εκτέλεση του εντάλματος και την έκδοση της στις Κυπριακές αρχές, νοουμένου βεβαίως ότι τελικώς θα αποφασιστεί η έκδοση της από το Βρετανικό Δικαστήριο σε εκκρεμούσα διαδικασία, αυτές δεν συνιστούν λόγο για τη μη έγκαιρη υποβολή της αίτησης για άδεια. Οι εξαιρετικές περιστάσεις αφορούν στην παράλειψη και καθυστέρηση στην επιδίωξη θεραπείας και όχι στις συνέπειες που συνεπάγεται τυχόν άρνηση επέκτασης της προθεσμίας.

        Στην υπό κρίση περίπτωση, πρόκειται για μια πρόδηλη και πλήρως αδικαιολόγητη καθυστέρηση και αδράνεια η οποία ουδόλως δικαιολογεί την έγκριση της Αίτησης. 

        Ενόψει των όσων αναφέρονται ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν την επέκταση της προθεσμίας.

        Η Αίτηση απορρίπτεται.

                                                 

 

                                                                     Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο