
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 111/2025)
(i-justice)
12 Ιουνίου, 2025
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Π. Τ. Α.Δ.Τ. [ ] ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ ΗΜΕΡ. 14/04/25, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. ΑΙΤ. 65/25 ΤΟΥ ΑΝ. ΛΟΧ. 102, ΔΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΝ ΣΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 33 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 155.
______________________________________________________________
Αλ. Κληρίδης και Χλ. Κωνσταντίνου (κα) για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
______________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας υποστηριζόμενου από Ένορκη Δήλωση του Αν. Λοχία 102, Π. Σολωμού, του ΤΑΕ(Ε) του Τμήματος Καταπολέμησης του Αρχηγείου Αστυνομίας, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) εξέδωσε στις 14/4/2025, Διάταγμα Κατακράτησης Τεκμηρίων για περίοδο τριών μηνών.
Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρίσει Αίτηση για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του εκδοθέντος Διατάγματος, καθώς και άδεια για καταχώριση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Εντάλματος της φύσης Prohibition με το οποίο να εμποδίζεται το Κατώτερο Δικαστήριο από οποιαδήποτε περαιτέρω επεξεργασία ή επέμβαση ή χρήση ή έκδοση άλλης διαταγής αναφορικά με τα αντικείμενα μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας διαδικασίας. Η Αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του Αιτητή, ενώ συνοδεύεται και από Έκθεση, ως προβλέπεται από το σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Προτού γίνει αναφορά στους Λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα και εξειδικεύονται στην Έκθεση, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά, εν συντομία, στα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η Αίτηση της Αστυνομίας για την έκδοση του υπό κρίση Διατάγματος, τόσο εναντίον του Αιτητή (ο οποίος αναφέρεται ως 1ος Ύποπτος), όσο και εναντίον άλλων δύο προσώπων (οι οποίοι αναφέρονται 2ος Ύποπτος και 3η Ύποπτη) και στη βάση των οποίων εξεδόθη το υπό κρίση Διάταγμα.
Αφού προηγήθηκε χειρόγραφο σημείωμα κατάδικου με το οποίο εξέφραζε την επιθυμία να μιλήσει σε μέλη της Αστυνομίας αναφορικά με κάποια θέματα που συμβαίνουν εντός των Κεντρικών Φυλακών, μέλη του ΤΑΕ(Ε) Αρχηγείου μετέβηκαν στις Κεντρικές Φυλακές και συναντήθηκαν με τον εν λόγω κατάδικο ο οποίος, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι ο Αιτητής, ο οποίος είναι Αρχιδεσμοφύλακας και επικεφαλής της Πτέρυγας 10 των Κεντρικών Φυλακών (ο 1ος Ύποπτος), συνεργάζεται με άλλους κατάδικους της εν λόγω Πτέρυγας, τους οποίους κατονόμασε προφορικά, με σκοπό το χρηματικό όφελος.
Ο συγκεκριμένος κατάδικος ανέφερε ότι προτίθετο να προβεί σε κατάθεση και να παραθέσει στοιχεία και ονόματα εμπλεκόμενων προσώπων υπό την προϋπόθεση ότι θα μετακινόταν ο Αιτητής από τα καθήκοντα του στη συγκεκριμένη Πτέρυγα καθότι, σε αντίθετη περίπτωση, φοβόταν αντίποινα εναντίον του.
Κατόπιν τούτου και αφού μεσολάβησε μετακίνηση του Αιτητή από τη συγκεκριμένη Πτέρυγα στις 24/3/2025, στις 4/4/2025 διευθετήθηκε συνάντηση με τον πιο πάνω κατάδικο στις Κεντρικές Φυλακές όπου του λήφθηκε κατάθεση. Σε αυτή ανέφερε ότι τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκεται κρατούμενος στις Κεντρικές Φυλακές στη συγκεκριμένη Πτέρυγα, στην οποία επίσης βρίσκεται ως κρατούμενος ένα άλλο πρόσωπο (ο 2ος Ύποπτος). Ο 2ος Ύποπτος ασχολείται με το εμπόριο προϊόντων όπως τσιγάρα, καφέδες, τηλεκάρτες κτλ, εντός της Πτέρυγας, τα οποία προμηθεύεται από το κυλικείο των Φυλακών και στη συνέχεια τα μεταπωλεί στους συγκρατούμενους του σε πολύ υψηλότερη τιμή από την κανονική. Η πληρωμή γίνεται με τη χρήση Paysafe, διαδικτυακής πλατφόρμας πληρωμών που βασίζεται σε κουπόνια με δεκαεξαψήφιο κωδικό (pin), αφού απαγορεύονται τα μετρητά χρήματα στις Φυλακές. Πρόσωπο εκτός των φυλακών, συγγενικό ή φιλικό του εκάστοτε κρατούμενου που επιθυμεί να αγοράσει προϊόντα από το 2ο Ύποπτο, μεταβαίνει σε περίπτερο και αγοράζει κάρτα και στη συνέχεια του αναφέρει το δεκαεξαψήφιο μοναδικό αριθμό που υπάρχει στην κάρτα, τον οποίο δίδουν στο 2ο Ύποπτο. Ακολούθως ο 2ος Ύποπτος ενημερώνει τη σύζυγο του, 3η Ύποπτη για το δεκαεξαψήφιο κωδικό της Paysafe και πιστώνει τα χρήματα της Paysafe στο λογαριασμό τους. Στη συνέχεια ο Αιτητής λαμβάνει το μερίδιο του από τις πωλήσεις το οποίο αντιστοιχεί στα μισά χρήματα από κάθε πώληση και τα οποία του αποστέλλει η 3η Ύποπτη μέσω Revolute, για να αφήνει το 2ο Ύποπτο ανενόχλητο να κάνει τις πωλήσεις του στην Πτέρυγα.
Άλλος τρόπος με τον οποίο οι κρατούμενοι πληρώνουν το 2° Ύποπτο για να αγοράσουν προϊόντα είναι μέσω της εταιρείας Akis Express. Συγκεκριμένα, συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο του κρατούμενου, αποστέλλει χρήματα με παραλήπτη τον χρήστη του αριθμού τηλεφώνου 99925998 ο οποίος ανήκει στην 3η Ύποπτη. Ο συγκεκριμένος αριθμός τηλεφώνου, είναι αυτός που χρησιμοποιείται και για τις συναλλαγές της Paysafe.
Ακολούθως ο κατάδικος ανέφερε ότι, τρεις, τέσσερις φορές πλήρωσε σε μετρητά τον 1° Ύποπτο χρηματικά ποσά για τα προϊόντα που χρειάστηκε να πάρει από το 2ο Ύποπτο και την πληρωμή την έκανε στο επισκεπτήριο της Πτέρυγας 10, προτού εισέλθει σε αυτή, καθότι δεν μπορούσε να μεταφέρει μετρητά μέσα στην πτέρυγα, αλλά ούτε και να δώσει μετρητά στο 2° Ύποπτο. Συνολικά ο κατάδικος ανέφερε ότι από τον Οκτώβριο του 2024 μέχρι και σήμερα, έδωσε στον 1° Ύποπτο το χρηματικό ποσό των €1,100 σε μετρητά.
Ενόψει των πιο πάνω, εξασφαλίστηκαν, στις 9/4/2025, Εντάλματα Σύλληψης για όλους τους Υπόπτους. Ο Αιτητής συνελήφθη στις 10/4/2025 στην οικία του. Σε έρευνα που ακολούθησε στην οικία του δυνάμει Εντάλματος Έρευνας, εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν ως τεκμήρια διάφορα αντικείμενα, τα οποία περιγράφονται.
Στον Όρκο που συνόδευε την Αίτηση για κατακράτηση τεκμηρίων, αναφέρετο ότι λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, καθώς και του ότι κάποια από τα τεκμήρια που είχαν παραληφθεί είχαν αποσταλεί για δικανική εξέταση, η οποία δεν είχε ολοκληρωθεί, ενώ για άλλα τεκμήρια η μελέτη και αξιολόγηση τους δεν είχε συμπληρωθεί, η κατακράτηση τους, μέχρι τη συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων, κρινόταν αναγκαία για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης.
Οι Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα για άδεια εξειδικεύονται στην Έκθεση και θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως ακολούθως:
1) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδώσει το επίδικο διάταγμα, αφού το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε από διαφορετικό Δικαστή από το Δικαστή που έκδωσε το ένταλμα έρευνας σε πλήρη αντίθεση και κατά παράβαση της ειδικής πρόνοιας που κάνει το συγκεκριμένο άρθρο της Ποινικής Δικονομίας, ότι το διάταγμα κατακράτησης αντικειμένων που εντοπίζονται από την Αστυνομία αλλά δεν αναφέρονταν στο ένταλμα έρευνας πρέπει να μεταφέρονται για σκοπούς έκδοσης διατάγματος στα πλαίσια του Άρθρου 33 της Ποινικής Δικονομίας ενώπιον του ίδιου Δικαστή που έκδωσε το εν λόγω ένταλμα έρευνας.
2) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν θα μπορούσε να εκδώσει το εν λόγω διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων αναφορικά με τα όσα αναφέρονται ότι εντοπίστηκαν στην κατοικία του Αιτητή και τα οποία δεν αναφέρονταν στο ένταλμα έρευνας, αφού από τα όσα αναφέρονται στην Αίτηση ή και στην Ένορκη Δήλωση της διαδικασίας Αρ. Αίτησης 65/2025 δεν υπάρχουν δεδομένα ή μαρτυρία που να επέτρεπαν του Δικαστηρίου που έκδωσε το εν λόγω διάταγμα να καταλήξει από μόνο του ότι υπάρχει «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ότι έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα σε σχέση με τα εν λόγω αντικείμενα που έχουν εντοπιστεί για να πληρούνται οι προϋποθέσεις του ειδικού και συγκεκριμένου άρθρου της Ποινικής Δικονομίας.
3) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν θα μπορούσε να εκδώσει το εν λόγω διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων αναφορικά με τα όσα αναφέρονται ότι εντοπίστηκαν στην κατοικία του Αιτητή και τα οποία δεν αναφέρονταν στο ένταλμα έρευνας, αφού τα αντικείμενα που ζητά η Αστυνομία να κατακρατήσει με την εν λόγω αίτηση δεν παρουσιάζονται με ειδική και συγκεκριμένη αναφορά για να μπορούν να τύχουν πραγματικής και φυσικής αναγνώρισης σε μελλοντικό στάδιο από το οποιοδήποτε άτομο στα πλαίσια οποιοσδήποτε άλλης διαδικασίας.
Παρουσιάζονται με μια εξαιρετικά γενική και αόριστη περιγραφή στην Ένορκη Δήλωση της αίτησης, παράγραφος 16, σημείο 9 και 10, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αντικείμενα που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο, σε βαθμό που το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να προσδιορίσει τι είναι αυτό που διατάσσει την Αστυνομία να κατέχει.
4) Στη βάση των ιδίων πραγματικών και νομικών λόγων εδράζεται και η έκδοση διατάγματος Prohibition το οποίο σκοπό έχει να απαγορεύσει κατώτερο Δικαστήριο να επέμβει ή χρησιμοποιήσει τα εν λόγω αντικείμενα με οποιοδήποτε τρόπο ενόψει της απουσίας δικαιοδοσίας και καθ’ υπέρβαση αυτής.
Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι ο Αιτητής μέσω των ευπαίδευτων συνηγόρων του έχει θέσει ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν μέσω γραπτής αγόρευσης. Θα κάνω ειδική αναφορά σε αυτά, όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο. Επισημαίνεται ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης σήμερα ο κ. Κληρίδης δήλωσε ότι δεν θα προωθήσει την Αίτηση του για άδεια σε σχέση με την έκδοση Εντάλματος της φύσης Prohibition.
Οι αρχές με βάση τις οποίες παρέχεται άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος αυτής της μορφής είναι καλά εδραιωμένες και από μακρού χρόνου αποκρυσταλλωμένες από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τέτοια άδεια παρέχεται όταν καταδεικνύεται από τον Αιτητή συζητήσιμη υπόθεση. Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει Προνομιακά Εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων Κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας. Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, η σύννομη, δηλαδή, άσκηση της δικαιοδοσίας του Κατώτερου Δικαστηρίου.
Η αναφορά στο νομικό πλαίσιο που διέπει τις διαδικασίες αναφορικά με την κατάσχεση και κατακράτηση τεκμηρίων με παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, θα βοηθήσει στην απλοποίηση του ζητήματος που απασχολεί.
Η εξουσία για κατακράτηση αντικειμένων τα οποία ανευρέθηκαν και κατασχέθηκαν στα πλαίσια εκτέλεσης εντάλματος έρευνας δυνάμει του Άρθρου 27 του Κεφ. 155 παρέχεται από το Άρθρο 32(1), στο οποίο ορίζεται ότι πράγμα που έχει κατασχεθεί κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 27, δύναται να κατακρατηθεί μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό. Προαπαιτούμενο της ύπαρξης αυτής της εξουσίας του Δικαστηρίου είναι η διασύνδεση των τεκμηρίων με τα αδικήματα, η οποία (διασύνδεση) πρέπει να προκύπτει από την ένορκη δήλωση του αστυνομικού που υποστηρίζει την αίτηση κατακράτησης. Η απουσία τέτοιας διασύνδεσης αφαιρεί το βάθρο της εξουσίας του Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 32. Το Άρθρο 33 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος κατακράτησης σε σχέση με περιουσία η οποία, στο πλαίσιο εκτέλεσης εντάλματος έρευνας που εξουσιοδοτούσε τη διενέργεια έρευνας σε συγκεκριμένο χώρο, έχει κατασχεθεί χωρίς η εν λόγω περιουσία να αναφέρετο στο ένταλμα έρευνας[1].
Το Άρθρο 33 διαλαμβάνει συναφώς τα ακόλουθα:
«33. Αν κατά την έρευνα κάποιου τόπου δυνάμει εντάλματος, ο εξουσιοδοτημένος να διεξάγει την έρευνα βρει περιουσία που δεν αναφέρεται στο ένταλμα αλλά σε σχέση με την οποία υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράχτηκε ή σκοπεύεται να διαπραχτεί ποινικό αδίκημα, αυτός δύναται να κατάσχει την περιουσία αυτή και να τη μεταφέρει ενώπιον του Δικαστή που έκδωσε το ένταλμα, ο οποίος δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με την κατακράτηση ή διάθεση της περιουσίας ως ήθελε φανεί σε αυτόν σκόπιμο.»
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Ν., Πολιτική Αίτηση Αρ. 181/2021, ημερ. 25/10/2022, οι πρόνοιες των Άρθρων 32 και 33 διαφέρουν ως προς το ότι στην περίπτωση του Άρθρου 32, η περιουσία της οποίας, δυνατό να διαταχθεί η κατακράτηση, αναφέρεται στο ένταλμα, ως το αντικείμενο διενεργούμενης, στη βάση αυτού, έρευνας ενώ στην περίπτωση του Άρθρου 33, η κατασχεθείσα περιουσία δεν αναφέρεται στο ένταλμα.
Σκοπός των διαδικασιών αναφορικά με την κατακράτηση τεκμηρίων είναι ο καθορισμός της τύχης των παραληφθέντων και κατασχεθέντων αντικειμένων και πραγμάτων πέραν της περιόδου που έπεται της έρευνας.
Οι πρόνοιες των Άρθρων 27 και 32 έτυχαν εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο για πρώτη φορά στην υπόθεση Concrete Mix Limited v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 360. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή οι διατάξεις που αφορούν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων για ανακριτικούς και αποδεικτικούς σκοπούς είναι ταξινομημένες με χρονολογική σειρά, η οποία αντανακλά τα τρία ξεχωριστά στάδια που οριοθετούνται και ρυθμίζονται από το Νόμο. Το Άρθρο 27 διέπει την εξουσία για την κατάσχεση αντικειμένων. Αυτά μπορεί να κατασχεθούν κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας εφόσον η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία για τους σκοπούς της αστυνομικής έρευνας. Η κατάσχεση αντικειμένου, βάσει του Άρθρου 27[2], παρέχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα κράτησης, μέχρι την παρουσίασή του, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 32(1). Κριτής της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης του αντικειμένου για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας είναι το Δικαστήριο. Οι πρόνοιες του Άρθρου 32(1)[3] παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος αντικειμένου από τις αστυνομικές αρχές για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες και ανακρίσεις.
Αποτέλεσε βασική θέση του Αιτητή, όπως αυτή εκτίθεται στους νομικούς λόγους της Αίτησης και προωθήθηκε μέσω της αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων του, πως το Κατώτερο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδώσει το επίδικο Διάταγμα, αφού τούτο εκδόθηκε από διαφορετικό Δικαστή από το Δικαστή που εξέδωσε το Ένταλμα Έρευνας, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 33 του Κεφ. 155, συμφώνως των οποίων το διάταγμα κατακράτησης αντικειμένων που εντοπίζονται από την Αστυνομία αλλά δεν αναφέρονταν στο ένταλμα έρευνας, πρέπει να μεταφέρονται για σκοπούς έκδοσης διατάγματος στο πλαίσιο του πιο πάνω Άρθρου ενώπιον του ίδιου Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας.
Επιπλέον, υποστηρίχθηκε από πλευράς του Αιτητή πως το Κατώτερο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εκδώσει το εν λόγω Διάταγμα Κατακράτησης Τεκμηρίων αναφορικά με τα όσα αναφέρονται ότι εντοπίστηκαν στην οικία του Αιτητή και τα οποία δεν αναφέρονταν στο Ένταλμα Έρευνας αφού, από τα όσα αναφέρονται στην Αίτηση ή και στην Ένορκη Δήλωση της διαδικασίας Αρ. Αιτ. 65/25, δεν υπήρχαν δεδομένα ή μαρτυρία που να επέτρεπαν του Δικαστηρίου που έκδωσε το εν λόγω Διάταγμα να καταλήξει από μόνο του ότι υπάρχει «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ότι έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα σε σχέση με τα εν λόγω αντικείμενα που έχουν εντοπιστεί για να πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 33 του Κεφ. 155.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, στην Αίτηση υπ’ αρ. 65/2025 που ετέθη ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου, ημερ.14/4/2024, για Κατακράτηση Τεκμηρίων αναφέρονταν ως υπό διερεύνηση αδικήματα επιπλέον αδικήματα πέραν εκείνων που εξετάζονταν και καταγράφονταν στο Ένταλμα Έρευνας (Τεκμήριο 2 στην υπό κρίση Αίτηση), δυνάμει του οποίου κατασχέθηκαν τα επίδικα Τεκμήρια, ήτοι το αδίκημα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου κατά παράβαση του Άρθρου 135(2) του Κεφ. 154, αδικήματα κατά παράβαση του Άρθρου 26(1)(ε)(2) και (4) του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος του 2001, Ν. 138(Ι)/2001, το αδίκημα της Κλοπής από Δημόσιους Λειτουργούς κατά παράβαση του Άρθρου 267 του Κεφ. 154 και το αδίκημα της Παράνομης Κατοχής Περιουσίας κατά παράβαση του Άρθρου 309 του Κεφ. 154. Επιπλέον, απλή εξέταση του Εντάλματος Έρευνας, από τη μια, και της Αίτησης για Κατακράτηση Τεκμηρίων μαζί με την Ένορκη Δήλωση του Αν. Λοχ. 102 Παναγιώτη Σολωμού που τη συνόδευε, από την άλλη, καταδεικνύει ότι στο πλαίσιο εκτέλεσης του Εντάλματος Έρευνας είχαν εντοπισθεί και παραληφθεί Τεκμήρια τα οποία δεν αναφέρονταν στο εν λόγω Ένταλμα και, συγκεκριμένα, τα ακόλουθα:
· μεγάλος αριθμός από έγγραφα των Φυλακών, επίσημα έγγραφα των Φυλακών, κάποια σε υφασμάτινες τσάντες των Φυλακών, αρχιτεκτονικά, τοπογραφικά, ηλεκτρολογικά κ.α. σχέδια των Φυλακών, ψηφιακοί δίσκοι στους οποίους αναγράφονται ημερομηνίες, αριθμός κάμερας (κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης), κάδρα, αναμνηστικά δώρα, αναλώσιμα όπως σπρέι, μάσκες προσώπου, ολόσωμες φόρμες και άλλη περιουσία των Κεντρικών Φυλακών, μέσα σε χάρτινα κιβώτια,
· αριθμός δώρων, αναλώσιμα και αναμνηστικά των Κεντρικών Φυλακών.
Επισημαίνεται ότι το εκδοθέν Ένταλμα Έρευνας εξουσιοδοτούσε την έρευνα και εντοπισμό χρηματικών ποσών, σημειώσεων, κινητών τηλεφώνων ή άλλων ηλεκτρονικών συσκευών μέσω των οποίων αποστέλλονται χρήματα.
Στο στάδιο αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της Αίτησης, αλλά εξετάζει κατά πόσο με βάση το υλικό που τέθηκε ενώπιον του υπάρχει συζητήσιμο θέμα που να δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος κατακράτησης είναι η διασύνδεση μεταξύ αντικειμένων με τα υπό διερεύνηση αδικήματα μέσω της ύπαρξης εύλογης πεποίθησης για συγκεκριμένο συσχετισμό μεταξύ των αντικειμένων και των υπό διερεύνηση αδικημάτων (βλ. Μιχαηλίδης v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 330/2015, ημερ. 24/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:B113 και το Σύγγραμμα Εντάλματα Έρευνας και Κατάσχεση Πραγμάτων του Π. Γ. Πολυβίου, σελ. 414). Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα κατακράτησης περιουσίας που ανευρέθη στο πλαίσιο εκτέλεσης Εντάλματος Έρευνας, η οποία δεν αναφέρεται στο εν λόγω Ένταλμα, προϋποθέτει την ύπαρξη της εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα σε σχέση με την εν λόγω περιουσία (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Γ. Θ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 86/2022, ημερ. 23/6/2022). Η αναφορά στην Ένορκη Δήλωση στον εντοπισμό, κατόπιν έρευνας που διενεργήθηκε εντός της οικίας του Αιτητή, μεγάλου αριθμού επισήμων εγγράφων των Φυλακών, συμπεριλαμβανομένων και αρχιτεκτονικών, τοπογραφικών, ηλεκτρολογικών κ.ά. σχεδίων των Φυλακών, καθώς και ψηφιακών δίσκων, καμερών και διαφόρων άλλων αντικειμένων, περιουσία των Κεντρικών Φυλακών, δεν θεωρώ ότι δεν θα μπορούσε αντικειμενικά να στοιχειοθετήσει την απαιτούμενη «εύλογη αιτία» να πιστεύεται ότι διαπράχθηκαν τα ποινικά αδικήματα που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Υπό το φως όσων πιο πάνω έχουν εκτεθεί, με δεδομένο ότι το υπό έλεγχο Διάταγμα εκδόθηκε από διαφορετικό Δικαστή από το Δικαστή που εξέδωσε το Ένταλμα Έρευνας, εγείρεται συζητήσιμο θέμα σε σχέση με το κατά πόσο το Κατώτερο Δικαστήριο είχε εξουσία, με βάση τα όσα διαλαμβάνονται στο Άρθρο 33 του Κεφ. 155, να το εκδώσει, στο βαθμό που αυτό αφορούσε και αντικείμενα που εντοπίστηκαν από την Αστυνομία στο πλαίσιο εκτέλεσης Εντάλματος Έρευνας, τα οποία (αντικείμενα), όμως, δεν αναφέρονταν στο εν λόγω Ένταλμα.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, παραχωρείται άδεια για καταχώριση Αίτησης δια κλήσεως για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari σε σχέση με το εκδοθέν Διάταγμα Κατακράτησης Τεκμηρίων, ημερ. 14/4/2025, αναφορικά με τον πιο πάνω λόγο.
Η Αίτηση δια κλήσεως να καταχωρηθεί εντός τεσσάρων ημερών από σήμερα. Εφόσον καταχωριστεί ως ανωτέρω, ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει για Οδηγίες στις 24/6/2025 η ώρα 8.45 π.μ. Να επιδοθεί δε στο Γενικό Εισαγγελέα, τουλάχιστον τέσσερις ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της Αίτησης με κλήση.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Εντάλματα Έρευνας και Κατάσχεση Πραγμάτων του Π. Γ. Πολυβίου, στο Άρθρο 33 του Κεφ.155 καταγράφεται η αρχή της δυνατότητας κατάσχεσης και άλλων πραγμάτων και αντικειμένων που δεν αναφέρονται στο ένταλμα έρευνας και τα οποία εντοπίζονται τυχαίως κατά τη διάρκεια της έρευνας αν σε σχέση με αυτά εύλογα πιστεύεται ότι διαπράχθηκε ή σκοπεύεται να διαπραχθεί ποινικό αδίκημα.
[2] 27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να
πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει —
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να
χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό –
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να
κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο·
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
[3] 32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο