ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΦΩΤΗ ΦΩΤΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ.156/2017, 4/6/2025
print
Τίτλος:
ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΦΩΤΗ ΦΩΤΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ.156/2017, 4/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.156/2017)

 

 

 4 Ιουνίου 2025

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΦΩΤΗ ΦΩΤΙΟΥ,

 

Εφεσίβλητου.

 

____________________

 

Α. Αλεξάνδρου με Ε. Αλεξάνδρου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Μ. Γεωργιάδης για Τηλέμαχος & Μιλτιάδης Γεωργιάδης Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσίβλητο.

 

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκαν υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα αποζημιώσεις για βιαιοπραγία.  Μαρτυρία για το περιστατικό έδωσαν μόνο οι διάδικοι και η «προτίμηση» της μαρτυρίας του Εφεσείοντα έκρινε την έκβαση της αγωγής. 

 

Ο Εφεσίβλητος είναι ο πρώην σύζυγος της συζύγου του Εφεσείοντα.  Κατά τη συγκεκριμένη ημέρα ο Εφεσείων δέχθηκε τηλεφώνημα από τη σύζυγο του ότι ο Εφεσίβλητος είχε επισκεφτεί την οικία τους και παρέμενε έξω από αυτή.  Ήταν η θέση του Εφεσείοντα ότι η σύζυγος του, του είπε ότι ο Εφεσίβλητος την απειλούσε.  Ο Εφεσείων έσπευσε στην οικία του, έξω από την οποία διαδραματίστηκε το επίδικο περιστατικό μεταξύ των δύο ανδρών.  

 

Οι εκδοχές των εμπλεκομένων ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες και το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι: «Από τις δύο αυτές εκδοχές θα προτιμήσω αυτή του [Εφεσίβλητου], παραθέτοντας στη συνέχεια τους λόγους αυτής της κατεύθυνσης και της απόφασης μου».  Στη συνέχεια ανέφερε ότι: «Ο [Εφεσίβλητος] σε σύγκριση με τον [Εφεσείοντα], μου έκαμε καλύτερη εντύπωση ως μάρτυρας.  Παρά το ότι και οι δύο κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας τους μονοπωλούσαν της προσπάθειας δημιουργίας εντυπώσεων, η συμπεριφορά του [Εφεσείοντα]  κατά το στάδιο που έδιδε μαρτυρία ήταν άκρως επιτηδευμένη …».  Συνέχισε το πρωτόδικο Δικαστήριο να σχολιάζει αρνητικά τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι δεν αποδεχόταν την εκδοχή του ως αληθινή, για να επανέλθει στον Εφεσίβλητο, μόνο για να αναφέρει ότι: «Ο δε σωματότυπος του [Εφεσείοντα], μυώδης και πιο ψηλός από τον [Εφεσίβλητο], κατά την άποψη μου δεν του επέτρεπαν να τα βάλει με τον [Εφεσείοντα].  Ήταν εμφανής η υπεροχή του [Εφεσείοντα] έναντι του [Εφεσίβλητου], όχι μόνο λόγω των πιο πάνω σωματικών χαρακτηριστικών αλλά και λόγω χαρακτήρα».  Σημείωσε στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσίβλητος έκανε αναφορές με σκοπό τον εντυπωσιασμό, ότι ήταν υπερβολικός σε σχέση με τα όσα είχε αναφέρει για ψυχολογικά προβλήματα που του δημιουργήθηκαν συνεπεία του επίδικου περιστατικού και ότι δεν αποδεχόταν τη μαρτυρία του ότι δεν μπορούσε να κινηθεί για ένα χρόνο συνεπεία του τραυματισμού του.  Εντούτοις, κατέληξε ότι: «Παρ’ όλα αυτά ήταν σταθερός στις θέσεις του σε ότι αφορά τα γεγονότα εκείνης της ημέρας και καταλήγω ότι η δική του εκδοχή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».

Στην Αθανασίου κ.ά. ν. Κουκούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, 640, αναφέρθηκε ότι:

 

«Η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων αλλά, με την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του.  Aπίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεχτή, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος· και αντίθετα, εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος». 

 

 

Και εδώ το ζήτημα ήταν κατά πόσο ο Εφεσίβλητος ήταν αξιόπιστος και όχι κατά πόσο σε σύγκριση με τον Εφεσείοντα είχε κάνει καλύτερη εντύπωση ως μάρτυρας στο Δικαστήριο.  Πουθενά στην πρωτόδικη απόφαση δεν αναφέρεται ότι ο Εφεσίβλητος ήταν αξιόπιστος μάρτυρας.  Το γεγονός ότι είχε κάνει καλύτερη εντύπωση από τον Εφεσείοντα, του οποίου η μαρτυρία χαρακτηρίστηκε άκρως επιτηδευμένη, ο οποίος κατέθετε με ύφος ειρωνικό και απαξιωτικό, με φανερή προσπάθεια να αποποιηθεί της ευθύνης του και που, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατασκεύασε μια ψεύτικη ιστορία, δεν ήταν αρκετό.  Βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια μαρτυρία η οποία προερχόταν από ένα μάρτυρα ο οποίος ήταν απλά καλύτερος από ένα άλλο μάρτυρα του οποίου η μαρτυρία απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη.  Ότι ήταν σταθερός στις θέσεις του σε ότι αφορά τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, δεν αποτελούσε χωρίς άλλο εχέγγυο ότι περιέγραψε το επίδικο περιστατικό όπως διαδραματίστηκε, ώστε να καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η δική του εκδοχή ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.  Πολύ περισσότερο αφού διαπίστωσε ότι, αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του, για ένα ζήτημα ήταν υπερβολικός ενώ για άλλο δεν είχε πει την αλήθεια.  Η δε ιατρική μαρτυρία, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε σημαντική για την εκδοχή του Εφεσίβλητου, δεν περιέγραφε βλάβες που αναπόδραστα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσίβλητος υπήρξε θύμα βιαιοπραγίας, αφού θα μπορούσαν να είναι απότοκο μιας συμπλοκής.  Και αναμφίβολα η σωματική υπεροχή του Εφεσείοντα έναντι του Εφεσίβλητου, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο την εκτίμησε, δεν ήταν παράμετρος κρίσης για το ποιος επιτέθηκε στον άλλο και, εν κατακλείδι, για το ποιος είπε την αλήθεια για το περιστατικό (Βαρνάβα ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.225/2020, ημερ.31.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:D138).

 

Η σαφής εντύπωση που έχουμε αποκομίσει είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τόσο το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου, όσο και το βάρος απόδειξης εσφαλμένα.  Η αστική αξίωση αποδεικνύεται επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, να είναι δηλαδή πιο πιθανή παρά όχι («more likely than not»).  Και δεν αποσείεται το βάρος απόδειξης επειδή η εκδοχή του ενάγοντα παρουσιάζεται πιο πιθανή από την εκδοχή του εναγόμενου.  Ούτε η κατάρρευση της εκδοχής της υπεράσπισης θεμελιώνει, χωρίς άλλο, την απαίτηση.  Η αξίωση πρέπει να αποδεικνύεται με αξιόπιστη μαρτυρία.  Μόνο σε τέτοια μαρτυρία, μπορεί το Δικαστήριο να βασιστεί για να προβεί σε ευρήματα γεγονότων.  Μαρτυρία δεν κρίνεται αξιόπιστη από το γεγονός και μόνο ότι είναι καλύτερη έναντι άλλης, έστω και αν η τελευταία είναι η μόνη άλλη. 

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε την εκδοχή του Εφεσίβλητου γιατί απέρριψε αυτή του Εφεσείοντα.  Εφόσον δεν πίστεψε ότι το περιστατικό διαδραματίστηκε όπως το περιέγραψε ο Εφεσείων, κατέληξε ότι έγινε όπως το περιέγραψε ο Εφεσίβλητος. 

 

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων, παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες.  Αυτή ανήκει κατεξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1).

 

Διαπιστώνουμε ότι η κρίση της αξιοπιστίας του Εφεσίβλητου από το πρωτόδικο Δικαστήριο πάσχει, καθιστώντας την επιτυχή έκβαση της αξίωσης του ακροσφαλή.  Καθίσταται αχρείαστο να εξετάσουμε οιονδήποτε άλλο λόγο έφεσης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. 

 

Η πρωτόδικη απόφαση στην απαίτηση παραμερίζεται.  Διατάσσεται η κατά προτεραιότητα επανεκδίκαση της απαίτησης μόνο, αφού η ανταπαίτηση απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να ασκηθεί έφεση,  από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.

 

€3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου.

     

                                                                Χ. Μαλαχτός, Δ.                                                                               Ι. Ιωαννίδης, Δ.                                                                                  Ε. Εφραίμ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο