ΕΛΕΝΗ ΑΡΓΥΡΟΥ κ.α. v. Β2KAPITAL CYPRUS LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 172/2015, 11/6/2025
print
Τίτλος:
ΕΛΕΝΗ ΑΡΓΥΡΟΥ κ.α. v. Β2KAPITAL CYPRUS LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 172/2015, 11/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 172/2015

 

11 Ιουνίου, 2025

 

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                              1.  ΕΛΕΝΗ ΑΡΓΥΡΟΥ

                                                  2.  ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ

                                                  3.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΓΥΡΟΥ

Εφεσειόντων/Εναγομένων

ν.

 

Β2KAPITAL CYPRUS LTD

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

-----------------------------

 

 

Α. Δημητρίου για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες

Τ. Γρηγορίου (κα) με Β. Γρηγορίου (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC, για Εφεσίβλητη

--------------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου  θα δοθεί από τον

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες, εναγόμενοι στην αγωγή αρ. 4286/2009 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, καταχώρισαν υπεράσπιση, έναντι της απαίτησης του ενάγοντος σε αυτή τραπεζικού οργανισμού, για την πληρωμή ποσού €29.538,98.-, πλέον τόκους προς 13.75%, ετησίως.  Η πιο πάνω απαίτηση κατά το εφεσειόντων, προέκυψε στη βάση συμφωνίας εγγύησης, την οποία αυτοί είχαν παραχωρήσει στον εν λόγω τραπεζικό οργανισμό, προς εξασφάλιση πιστωτικών διευκολύνσεων, (υπό τη μορφή τρεχούμενου λογαριασμού), που ο τελευταίος είχε παραχωρήσει σε συγκεκριμένη εταιρεία, η οποία σε κάποιο στάδιο τελούσε υπό εκκαθάριση.  Σε μεταγενέστερο χρόνο, και αφού η συμφωνία πιστωτικών διευκολύνσεων προς την εταιρεία είχε τερματιστεί, η προκύψασα, ως ανωτέρω, απαίτηση μεταβιβάστηκε, προφανώς διά της εκχωρήσεως της, σε συγκεκριμένο οργανισμό που ασχολείται με την είσπραξη τραπεζικών χρεών.  Ο οργανισμός αυτός, ως ο νέος εξ αποφάσεως πιστωτής, επιδιώκει την είσπραξη του εν λόγω χρέους.  Ως εκ τούτου  εμφανίζεται και ως εφεσίβλητος, αφού έχουν γίνει, στο μεταξύ, οι αναγκαίες αλλαγές στον τίτλο της έφεσης. 

 

Οι εφεσείοντες, με την υπεράσπιση τους στην πιο πάνω απαίτηση, διατείνονταν ότι η συμφωνία πιστωτικών διευκολύνσεων με την εν λόγω εταιρεία, είχε συναφθεί υπό περιστάσεις που την καθιστούσαν άκυρη. Επομένως,  θεωρούσαν ότι άκυρη ήταν και η συμφωνία εγγύησης, με την οποία είχαν εγγυηθεί την υποχρέωση, ανωτέρω, της εταιρείας, έναντι του προαναφερθέντος τραπεζικού οργανισμού.  Με την υπεράσπιση τους, οι εφεσείοντες είχαν προσβάλει απευθείας και την εγκυρότητα της συμφωνίας εγγύησης.  Η απόφαση του Δικαστηρίου, όμως, αν και απορριπτική, δεν προσβάλλεται, τελικώς, με την έφεση· οι σχετικοί λόγοι 2 και 7 έχουν αποσυρθεί.   

 

Όσον αφορά την υπεράσπιση των εφεσειόντων, αναφορικά με την εγκυρότητα της συμφωνίας παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων, το Δικαστήριο δεν την έκανε δεκτή.  Έκρινε ότι η μαρτυρία που είχε προσφερθεί κατά την ακρόαση, ειδικά, από την πρώτη μάρτυρα, υπάλληλο του ενάγοντος τραπεζικού οργανισμού, κατέρριψε την πιο πάνω υπεράσπιση σε κάθε της μορφή.  Παρεμπιπτόντως, αυτή ασχολείτο με τυπικά  θέματα εκπροσώπησης της εταιρείας κατά τη σύναψη της συμφωνίας με τον υπό αναφορά τραπεζικό οργανισμό.  Εν πάση περιπτώσει, κατέληξε πως η προσφερθείσα, σχετικά, μαρτυρία, ικανοποιούσε τις πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως έχει τροποποιηθεί, κατ’  επίκληση των οποίων αυτή είχε προσφερθεί, κατά την ακρόαση της απαίτησης. Συγχρόνως, έκρινε πως και η αντεξέταση της συγκεκριμένης μάρτυρος, ήταν γενική και αόριστη, αφού είχε περιοριστεί σε δύο πολύ σύντομες υποβολές.  Με την πρώτη, είχε υποβληθεί σε αυτή ότι, οι καταστάσεις λογαριασμού που κατέθεσε ήταν λανθασμένες και ελλιπείς, ενώ με τη δεύτερη της υπεβλήθη ότι, οι ενάγοντες, δηλαδή ο εν λόγω τραπεζικός οργανισμός, χρέωνε τον επίδικο λογαριασμό με τραπεζικά έξοδα, αυθαίρετα και παράνομα.  Η μάρτυρας, τις απέρριψε και τις δύο εμμένοντας στη μαρτυρία της που είχε προηγηθεί.  Το Δικαστήριο επεσήμανε πως, οι εφεσείοντες, με τις πιο πάνω υποβολές τους, δεν έθεσαν στη μάρτυρα οτιδήποτε πέραν του τι αναφέρονται σε αυτές.  Και ενώ οι ίδιοι, δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία,  προσέβαλαν την απόφαση του Δικαστηρίου με επτά λόγους έφεσης.

 

Κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης, οι εφεσείοντες, όπως έχει προαναφερθεί, απέσυραν τους λόγους έφεσης 2 και 7, οι οποίοι αφορούσαν στην απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με την εγκυρότητα της ίδιας της συμφωνίας εγγύησης.  Περιορίστηκαν, έτσι, στους υπόλοιπους πέντε λόγους.  Πλην του πρώτου λόγου έφεσης, με τον οποίο θίγεται η νομιμότητα κάποιας ενδιάμεσης απόφασης, με τους λόγους 3, 4, 5 και 6, βασικά, αμφισβητείται η απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με το ύψος του οφειλόμενου ποσού και του τόκου υπερημερίας.  Επίσης, αμφισβητείται η κρίση του ότι, από κάποιο σημείο και μετά το βάρος απόδειξης, για προσφορά μαρτυρίας, είχε μετατεθεί στους εφεσείοντες. 

 

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, λοιπόν, με αυτόν τίθεται θέμα ότι το Δικαστήριο ενεργώντας αντισυνταγματικά, δεν επέτρεψε στους εφεσείοντες να προσκομίσουν μαρτυρία προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους. Η τοποθέτηση αυτή, παραπέμπει σε κάποια ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία αυτό είχε αποφάσισε το πιο πάνω θέμα.  Δεν αναφέρεται, όμως, σε ποιο πλαίσιο δόθηκε η απόφαση αυτή και ποιο ήταν το περιεχόμενο της. Ούτε και στην αιτιολογία αναφέρεται οτιδήποτε το διαφωτιστικό. Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης, δεδομένης της γενικότητας και της ασάφειας που τον χαρακτηρίζουν, δεν είναι δυνατό να τύχει εξέτασης, οπότε και απορρίπτεται.

 

Σε σχέση με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, σημειώνεται πως η απόδειξη της απαίτησης για το οφειλόμενο ποσό και για τους τόκους υπερημερίας, έγινε κατ’  επίκληση των προνοιών των άρθρων 22(1) και 35(2) και (3) του Νόμου, Κεφ. 9. Το εδάφιο (1) του άρθρου 22 προβλέπει, ειδικά, ότι:

 

«22.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.»

 

Επιπρόσθετα, τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 35 προβλέπουν ότι:

«35.-(1)  ……………………………………………………………………………

 

(2) Έγγραφο, το οποίο καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης, δύναται να προσαχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, η αξία του οποίου αποτιμάται από το Δικαστήριο.

 

(3) Έγγραφο θεωρείται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, εφόσον προσάγεται στο Δικαστήριο πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό της σχετικής επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής με το οποίο βεβαιούται το γεγονός αυτό.

 

Για το σκοπό αυτό-

 

(α) πιστοποιητικό, το οποίο φέρεται να είναι πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, τεκμαίρεται μαχητώς ότι έγινε και υπογράφτηκε δεόντως από τον εν λόγω λειτουργό· και

(β) πιστοποιητικό θεωρείται ότι έχει υπογραφεί από πρόσωπο και στην περίπτωση που αυτό φέρει σφραγίδα της υπογραφής του.»

 

Η πρώτη μάρτυρας ενεργώντας, προφανώς, στη βάση των πιο πάνω προνοιών, κατέθεσε πιστοποιητικό στο οποίο επεσύναψε και όλες τις καταστάσεις λογαριασμού από τις οποίες προέκυπτε το τελικό οφειλόμενο ποσό από την εταιρεία. Το Δικαστήριο έκρινε, στη βάση του άρθρου 22(1) ότι, αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως η εν λόγω απαίτηση κατά τον εφεσειόντων. Δημιουργήθηκε έτσι ένα τεκμήριο υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων, ότι οι τελευταίοι όφειλαν το ποσό της απαίτησης και τους τόκους.  Οι εφεσείοντες, θα μπορούσαν να είχαν προσφέρει μαρτυρία, προκειμένου να επεδίωκαν την ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου. Ωστόσο, δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Σημειώνεται πως, το Δικαστήριο έκαμε δεκτό τον πιο πάνω τρόπο απόδειξης, δηλαδή τη χρήση του πιστοποιητικού, ειδικά, δεδομένου ότι με τις επισυνημμένες σ’ αυτό καταστάσεις λογαριασμού, αποδεικνύετο ότι αυτές συνιστούσαν αρχείο επιχείρησης όπως αποδεδειγμένα ήταν και ο συγκεκριμένος τραπεζικός οργανισμός.  Το Δικαστήριο εξέτασε τις εν λόγω πρόνοιες με αναφορά και σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία επιβεβαιώνει την πιο πάνω ερμηνεία και τον τρόπο εφαρμογής τους.  Συγκεκριμένα, παρέπεμψε στις υποθέσεις Φακοντής ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, (2007) 1 Α.Α.Δ. 1165, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.α., (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, Χαριλάου ν. Τινεντή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1677 και Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Οικονόμου, (2014) 1 Α.Α.Δ. 2287

 

Ο πιο πάνω τρόπος απόδειξης τραπεζικού χρέους είναι αποδεκτός, δεδομένου ότι  προβλέπεται από το νόμο, εφόσον τηρούνται σχολαστικά οι απαιτήσεις του,  μέχρι και στο βαθμό εδραίωσης του μαχητού τεκμηρίου, στο άρθρο 22(1) του Νόμου, Κεφ. 9, ως προς το συγκεκριμένο σκοπό.  Από το σημείο αυτό και μετά επαφίεται στον χρεώστη να προσφέρει ικανή μαρτυρία προς αμφισβήτηση της προσφερθείσας, ως άνω μαρτυρίας.  Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση, δεδομένης της αστικής φύσης της, εξετάζεται, τελικώς, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο είχε ενώπιον του, διά του κατατεθέντος, ως ανωτέρω, πιστοποιητικού, τις επισυνημμένες σε αυτό καταστάσεις λογαριασμού της εταιρείας, από τις οποίες προέκυπτε το χρέος της, προς τον εν λόγω τραπεζικό οργανισμό.  Το Δικαστήριο διαπίστωσε, εκ πρώτης όψεως, στη βάση του περιεχομένου τους, την οφειλή του εν λόγω χρέους και έκρινε ότι εναπόκειτο στους εφεσείοντες να προσφέρουν μαρτυρία προς αμφισβήτηση της συγκεκριμένης οφειλής.  Όπως έχει προαναφερθεί, οι εφεσείοντες, δεν προσέφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία,  προς άρση του δημιουργηθέντος, ως άνω, τεκμηρίου. Επομένως, στην απουσία αντικρουστικής μαρτυρίας, κρίθηκε, ορθώς, ότι η απαίτηση είχε αποδειχθεί, τελικώς. 

Με τους υπό εξέταση λόγους έφεσης, οι πιο πάνω χειρισμοί του Δικαστηρίου, όσον αφορά την απόδειξη του εν λόγω χρέους, αντικρίζονται με γενικότητα χωρίς να γίνεται συγκεκριμένη αναφορά σε κάποιο σφάλμα, εμφανές στην απόφαση του.  Συναφώς, οι χειρισμοί της υπεράσπισης, για την ακρίβεια, χαρακτηρίζονται από λανθασμένη αντίληψη, ως προς τον τρόπο εφαρμογής του πιο πάνω νομοθετικού πλαισίου, στο οποίο είχε καταφύγει ο υπό αναφορά  τραπεζικός οργανισμός, προς απόδειξη της απαίτησης του, εναντίον των εφεσειόντων, εγγυητών.  Τούτο δε, είχε ως συνέπεια να μην γίνει αντιληπτό ότι με την απόδειξη εκ πρώτης όψεως του χρέους, το βάρος είχε μετατεθεί στους ώμους των εφεσειόντων να προσκόμιζαν ικανή μαρτυρία, προκειμένου να επιτύγχαναν την ανατροπή του τεκμηρίου που είχε, όπως εξηγείται πιο πάνω, δημιουργηθεί σε βάρος τους. Επαναλαμβάνεται πως δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από αυτούς.  Κατά συνέπεια οι υπό εξέταση λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν. 

 

Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.- πλέον Φ.Π.Α.

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                             Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

     Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο