PUDDLELANE HOLDINGS LTD κ.α. v. ΟΥΡΑΝΙΑ ΘΕΟΧΑΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 263/2015, 11/6/2025
print
Τίτλος:
PUDDLELANE HOLDINGS LTD κ.α. v. ΟΥΡΑΝΙΑ ΘΕΟΧΑΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 263/2015, 11/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 263/2015)

  

11 Ιουνίου, 2025

                                                     

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

1.   PUDDLELANE HOLDINGS LTD,

2.   ΣΑΒΒΑΣ ΑΡΚΑΔΙΟΥ,

3.   ΠΑΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείοντες,

 

ΚΑΙ

 

1.   ΟΥΡΑΝΙΑ ΘΕΟΧΑΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑ, ΔΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ, (Α) ΣΤΕΦΑΝΙΑΣ ΦΛΩΡΑΚΗ ΚΑΙ (Β) ΑΝΔΡΕΑ ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ,

2.   ΑΝΔΡΕΑΣ Ν. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ,

3.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΑΦΟΥ,

4.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΑΦΟΥ,

5.   ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

 

Εφεσίβλητοι.

____________________

 

Ρ. Παπαδοπούλου (κα) με Γ. Αγγελίδη για Π. Αγγελίδης & Σία ΔΕΠΕ,

 για τους Εφεσείοντες.

Ε. Κορακίδης με Ελ. Κορακίδου (κα) για Επαμεινώνδας Κορακίδης

 ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 1.

Χρ. Τρύφωνος για Μιχάλης Βασιλειάδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 2.

Στ. Ερωτοκρίτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρος του Γενικού

 Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους 3-5.

 

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.

 

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (το «πρωτόδικο Δικαστήριο»), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της Εφεσείουσας 1 και του Ενάγοντα 2 εναντίον των Εφεσιβλήτων και εκδόθηκαν στην ανταπαίτηση που ηγέρθηκε από την Εφεσίβλητη 1 δηλωτικές αποφάσεις και διάταγμα εναντίον των Εφεσειόντων – εξ ανταπαιτήσεως Εναγομένων 1, 3 και 4 και του εξ ανταπαιτήσεως Εναγόμενου 2, ως ακολούθως:

 

«Α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη 1-Δι΄Ανταπαιτήσεως Ενάγουσα ουδέποτε εξουσιοδότησε τον Ενάγοντα 2-Δι΄Ανταπαιτήσεως Εναγόμενο 2 να πωλήσει ή να διαθέσει με οποιοδήποτε τρόπο την ακίνητη της περιουσία.

Β) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη 1-Δι΄Ανταπαιτήσεως Ενάγουσα ουδέποτε συμφώνησε με τους Ενάγοντες 1 και 2-Δι΄Ανταπαιτήσεως Εναγόμενους 1 και 2 ή με οποιοδήποτε από αυτούς να πωλήσει οποιοδήποτε μέρος της ακίνητης της περιουσίας.

Γ) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 15.03.2011 ή οποιοδήποτε άλλο πληρεξούσιο έγγραφο στο οποίο φαίνεται η Εναγόμενη 1-Δι΄Ανταπαιτήσεως Ενάγουσα ως πληρεξουσιοδοτούσα είναι προϊόν απάτης και συνεπώς άκυρο και άνευ εννόμου αποτελέσματος.

Δ) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία πώλησης ημερομηνίας 15.03.2011 ή οποιαδήποτε άλλη συμφωνία στην οποία φαίνεται η Εναγόμενη 1-Δι΄Ανταπαιτήσεως Ενάγουσα ως πωλητής και οποιοσδήποτε εκ των Δι΄Ανταπαιτήσεως Εναγομένων ως αγοραστής είναι προϊόν απάτης και συνεπώς άκυρη και άνευ εννόμου αποτελέσματος.

Ε) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στους Δι΄Ανταπαιτήσεως Εναγόμενους οποιαδήποτε πράξη σε σχέση με την ακίνητη περιουσία της Εναγόμενης 1-Δι΄Ανταπαιτήσεως Ενάγουσας.»

 

Η αγωγή αφορούσε σε δύο γραπτές συμφωνίες αγοράς ακινήτων. Η πρώτη, ημερ. 15.3.2011, προνοούσε την αγορά έξι ακινήτων της Εφεσίβλητης 1 στο χωριό Κρήτου Τέρρα, έναντι του ποσού των €85.000. Η δεύτερη, ημερ. 16.3.2011, προνοούσε την αγορά από  την Εφεσείουσα 1 των τεσσάρων από τα έξι ακίνητα της πρώτης συμφωνίας, μέσω του Ενάγοντα 2, ως πληρεξούσιου αντιπροσώπου της Εφεσίβλητης 1. Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, το τίμημα πώλησης που συμφωνήθηκε πληρώθηκε από την Εφεσείουσα 1 προς τον Ενάγοντα 2, ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της Εφεσίβλητης 1, δια μέσου της Π.Μ., η οποία έλαβε τα χρήματα ως αντάλλαγμα για πώληση γης στην Εφεσείουσα 1, συμφωνία που δεν ολοκληρώθηκε, λόγω αδυναμίας της Π.Μ. να εξασφαλίσει τίτλους. Την 24.3.2011, ο Ενάγων 2 μετέβη στο Γραφείο του Φόρου Εισοδήματος για πληρωμή του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών, όμως, οι επί καθήκοντι υπάλληλοι αρνήθηκαν την ολοκλήρωση της μεταβίβασης και επικοινώνησαν με τον Εφεσίβλητο 2, ο οποίος ήταν συγγενής της Εφεσίβλητης 1, με αποτέλεσμα να μην γίνει κατάθεση των δύο συμφωνιών στο Κτηματολόγιο. Σε μεταγενέστερο χρόνο, η Εφεσίβλητη 1 προέβη σε ανάκληση του πληρεξουσίου εγγράφου προς τον Ενάγοντα 2 και των δύο συμφωνιών, με αποτέλεσμα η μεταβίβαση των υπό αγορά ακινήτων να μην ολοκληρωθεί ποτέ. Σε κατοπινό στάδιο, όλη η περιουσία της Εφεσίβλητης 1, περιλαμβανομένης και εκείνης που αφορούσαν οι δύο συμφωνίες μεταβιβάστηκε από την ίδια στον Εφεσίβλητο 2.

 

Η αγωγή εναντίον της Εφεσίβλητης 1 εδραζόταν σε παραβίαση και αθέτηση των συμφωνιών. Εναντίον των Εφεσιβλήτων 3, 4 και 5 προβλήθηκε ότι οι υπάλληλοι τους ενήργησαν δόλια, αμελώς και εκτός των καθηκόντων τους, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να υποστούν ζημιές. Με την αγωγή αξιώνονταν αποζημιώσεις ύψους €1.215.000, λόγω διάρρηξης των συμφωνιών, γενικές αποζημιώσεις, απώλεια κέρδους, ειδική εκτέλεση των δύο συμφωνιών και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

Η Εφεσίβλητη αρνήθηκε όσα της καταλογίζονταν με την Έκθεση Απαίτησης, ότι διόρισε τον Ενάγοντα 2 ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της ή ότι διαβουλεύτηκε με οποιονδήποτε για την πώληση της περιουσίας της. Καταχώρησε Ανταπαίτηση, η βάση της οποίας ήταν η ακυρότητα του Γενικού Πληρεξουσίου Εγγράφου και του Πωλητηρίου Εγγράφου ως πλαστών και ως προϊόντων απάτης σε βάρος της. Αυτό που καταλογίζεται στους Εφεσείοντες, εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενους 1, 3 και 4 και εξ ανταπαιτήσεως Εναγόμενο 2 (ο οποίος δεν εμφανίστηκε στην υπόθεση) είναι ότι κάποιος εξ αυτών, κατόπιν συνεννόησης με τους υπόλοιπους ή κάποιος αντιπρόσωπος τους, ενεργώντας κατ΄ εντολή τους, παρέστησε τηλεφωνικώς στην ίδια ότι ήταν υπάλληλος του Τμήματος Αγροτικών Πληρωμών και ότι θα επισκεπτόταν την Κρήτου Τέρρα, προς το σκοπό υπογραφής των αναγκαίων εγγράφων και γι΄ αυτό θα έπρεπε να μεταβεί στο γραφείο του Εφεσείοντα 3 (στο εξής «Κοινοτάρχη») για υπογραφή. Κατά την επίσκεψη της στο γραφείο του Κοινοτάρχη, της ζητήθηκε να θέσει την υπογραφή της σε διάφορα έγγραφα, τα οποία σχετίζονταν με τη χορήγηση αγροτικών επιδοτήσεων, εκμεταλλευόμενοι την ηλικία της και τη χαμηλή της μόρφωση. Λόγω της ευσυνειδησίας κάποιων κυβερνητικών υπαλλήλων, η Εφεσίβλητη 1 ενημερώθηκε για τις ενέργειες των Εφεσειόντων – εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων, συμβουλεύτηκε δικηγόρο και κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία. Περαιτέρω, επειδή δε γνώριζε το μέγεθος της απάτης, αν επεκτεινόταν και σε άλλα ακίνητα, σύναψε με τον εξάδελφο της, Εφεσίβλητο – Εναγόμενο 2, γραπτή συμφωνία πώλησης των ακινήτων της, την οποία κατέθεσε στο Κτηματολόγιο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε ενδελεχώς την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε σε ευρήματα, τα οποία συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

Στις 15.3.2011, άγνωστος άνδρας επικοινώνησε τηλεφωνικά με την Εφεσίβλητη 1 και της ζήτησε να μεταβεί το βράδυ στο γραφείο του Κοινοτάρχη για να υπογράψει τα έγγραφα που σχετίζοντο με την πληρωμή αγροτικής επιχορήγησης για τα χωράφια που καλλιεργούσε. Για το ίδιο θέμα είχαν επικοινωνήσει μαζί της τηλεφωνικά και μερικές μέρες προηγουμένως άγνωστα της πρόσωπα. Το ίδιο βράδυ μετέβη στο γραφείο του Κοινοτάρχη, όπου, εκτός από τον ίδιο, ήταν παρών και κάποιος, άγνωστος στην Εφεσίβλητη 1, νεαρός άντρας, που της παρουσίασε διάφορα έγγραφα για υπογραφή, υποδεικνύοντας της τη θέση που θα έπρεπε να υπογράψει. Υπέγραψε πρώτα ένα έγγραφο που ξεχώρισε την πρόταση «αγροτικές πληρωμές» και μετά έθεσε την υπογραφή της στα έγγραφα άλλες τρεις φορές. Η Εφεσίβλητη 1 δεν διάβασε το περιεχόμενο των εγγράφων που της παρουσιάστηκαν, κανένας από τους παριστάμενους της το διάβασε ή της εξήγησε το περιεχόμενο τους. Επειδή είχε εμπιστοσύνη στον Κοινοτάρχη, δεν υποψιάστηκε κάτι κακό και τα υπέγραψε. Επρόκειτο για το Γενικό Πληρεξούσιο Έγγραφο (Τεκμήριο 10Α), το πωλητήριο έγγραφο (Τεκμήριο 10) και την οπισθογράφηση της επιταγής (Τεκμήριο 11). Στις 24.3.2011, ο Ενάγων 2 προσήλθε στο Τμήμα Φορολογίας Ακίνητης Περιουσίας και παρέδωσε διάφορα έντυπα υπό την ιδιότητα του ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Εφεσίβλητης 1 για διεκπεραίωση των διαδικασιών πώλησης των ακινήτων της. Τα έγγραφα παραλήφθηκαν από υπάλληλο του Τμήματος και στο τέλος προωθήθηκαν στον προϊστάμενο της υπηρεσίας (Μ.Υ.4). Επειδή επρόκειτο για περιουσία μεγάλης έκτασης, όπου το τίμημα πώλησης έχρηζε περαιτέρω διευθετήσεων και η μεταβίβαση προωθείτο μέσω γενικού πληρεξουσίου αντιπροσώπου του πωλητή, ο Μ.Υ.4 ζήτησε από τον Μ.Υ.3, υπάλληλο του γραφείου Φόρου Εισοδήματος στην Πάφο, να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με την Εφεσίβλητη 1, για να επιβεβαιώσει και η ίδια ότι πωλεί την περιουσία της. Η ίδια, απαντώντας στο τηλέφωνο, ανέφερε ότι δεν είχε ιδέα για την πώληση, ούτε για την ύπαρξη γενικού πληρεξουσίου εγγράφου και αρνήθηκε ότι υπέγραψε τέτοιο έγγραφο, αναφέροντας του ότι δεν γνώριζε τον Ενάγοντα 2. Την ίδια ημέρα, επισκέφθηκε το γραφείο του Μ.Υ.4 ο Εφεσίβλητος 2, εξάδελφος της Εφεσίβλητης 1, στον οποίο απευθυνόταν όποτε είχε πρόβλημα, όπου μετέφερε τη θέση της Εφεσίβλητης 1 ότι δεν πουλούσε την περιουσία της. Ακολούθως, ο Εφεσίβλητος 2 μετέφερε την Εφεσίβλητη 1 στο γραφείο του δικηγόρου του, όπου αποφάσισαν να καταρτίσουν άλλο πωλητήριο έγγραφο, με το οποίο να πωλεί όλη την ακίνητη περιουσία της στον Εφεσίβλητο 2, προς προστασία της περιουσίας της. Περαιτέρω, απεστάλη επιστολή προς το Μ.Υ.4, με την οποία τον πληροφορούσαν ότι το γενικό πληρεξούσιο ήταν άκυρο ως προϊόν δόλου και απάτης και να το ακυρώσουν άμεσα.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το καταληκτικό μέρος των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Ο ενάγοντας 2 ουδέποτε έλαβε εντολή ή εξουσιοδοτήθηκε από την Ουρανία να πωλήσει οποιαδήποτε περιουσία της ή τα έξι ακίνητα που αφορούν στα Τεκμήρια 12Α και 12Β. Ούτε επίσης η Ουρανία του πώλησε ποτέ περιουσία της με το Τεκμήριο 10 ή διαφορετικά. Ούτε η Ουρανία προέβη σε επικύρωση οποιασδήποτε πράξης των Εναγόντων σε σχέση με την περιουσία της ή μέρος της. Η Ουρανία ενδιαφερόταν για την περιουσία της αφήνοντας μάλιστα και διαθήκη. Ήταν επίσης διεκδικητική για όσα της ανήκαν. Ο καταρτισμός των πωλητηρίων εγγράφων Τεκμήρια 12Α και 12Β από τον Ενάγοντα 2, χωρίς την εξουσιοδότηση και χωρίς τη συγκατάθεση ή γνώση της Ουρανίας ήταν μέρος του σχεδίου που στήθηκε σε βάρος της Ουρανίας με σκοπό την απόσπαση των έξι ακινήτων της. Η όλη πράξη της πώλησης των έξι ακινήτων της Ουρανίας είτε προς τον Ενάγοντα 2 είτε προς την Ενάγουσα 1 έγινε πίσω από την πλάτη της και χωρίς την ενημέρωση της. Προϊόν ψευδών παραστάσεων σε βάρος της είναι επίσης και η εξασφάλιση της υπογραφής της Ουρανίας στο Γενικό Πληρεξούσιο Έγγραφο (Τεκμήριο 10Α). Στην όλη διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση της υπογραφής της Ουρανίας, δίνοντας της την εντύπωση ότι επρόκειτο περί εγγράφων που αφορούσαν σε αγροτικές πληρωμές, συμμετείχαν ο Μ.Ε.1, κυρίως με τον καταρτισμό των εγγράφων, ο Κοινοτάρχης με την παρουσία του και δήθεν πιστοποίηση των υπογραφών της Ουρανίας και τέλος ο Ενάγοντας 2 τον οποίον δήθεν διόριζε γενικό πληρεξούσιο αντιπρόσωπο η Ουρανία.

 

Στις 31.3.2011 ο Ενάγοντας 2 επιχείρησε την κατάθεση του Τεκμήριου 10 στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, αλλά η Μ.Ε.10 αρνήθηκε γιατί το συμβόλαιο έφερε χειρόγραφες διορθώσεις που δεν μονογράφοντο από τα συμβαλλόμενα μέρη. Το Τεκμήριο 10 δεν ξαναπαρουσιάστηκε για κατάθεση.»

 

(Ο Μ.Ε.1 είναι ο Εφεσείων 2 και στο εξής θα αναφέρεται ως «Εφεσείων 2»).

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με 24 λόγους έφεσης, από τους οποίους αποσύρθηκαν, κατά το στάδιο της ακρόασης της Έφεσης, οι 7 λόγοι (λόγοι έφεσης 14-17 και 22-24). Η διατύπωση των λόγων έφεσης καθώς και της αιτιολογίας τους δυστυχώς δεν χαρακτηρίζετο από την αναγκαία ευκρίνεια. Ούτε το περίγραμμα αγόρευσης βοηθά, καθότι σ΄ αυτό αναπτύσσονται σωρευτικά, από τους εναπομείναντες λόγους, οι λόγοι έφεσης 3, 6, 8, 10, 11-13, 18, 19, 20 και 21, ενώ για τους υπόλοιπους, επαναλαμβάνεται η αιτιολογία που αναφέρεται στην ειδοποίηση έφεσης. Παρά ταύτα, έχοντας υπόψη ότι οι Εφεσίβλητοι έχουν αναπτύξει τελικά τις θέσεις τους στα αντίστοιχα περιγράμματα που καταχώρισαν, θα προχωρήσουμε στην εξέταση τους.

 

Όπως αναφέρεται στο περίγραμμα των Εφεσειόντων, κεντρικός άξονας της έφεσης είναι η λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας «ως προς την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που αποδίδεται δόλος στους Εφεσείοντες». Και αυτό, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η Εφεσίβλητη 1 «ήταν πιστευτή ή όχι». Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση βασίζεται περισσότερο στη διαίσθηση και σε υποθέσεις του Δικαστηρίου, παρά στην προσαχθείσα μαρτυρία. Στη συνέχεια, οι Εφεσείοντες αναπτύσσουν επιχειρηματολογία προς υποστήριξη των λόγων έφεσης, σε περίπτωση που η Εφεσίβλητη 1 «είναι πιστευτή» και σε περίπτωση που αυτή «δεν είναι πιστευτή».

 

Είναι φανερό, από το περίγραμμα αγόρευσης, ότι η Έφεση προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης που αφορά στην ανταπαίτηση και στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης δόλου και ότι δεν αμφισβητείται η απόρριψη της αγωγής. Δεν προκύπτει, επίσης, να υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος έφεσης που να αφορά τους Εφεσίβλητους 2, 3 και 4. Ο μόνος λόγος που, στην αιτιολογία του εμπλέκει τις «αρμόδιες αρχές», είναι ο λόγος έφεσης 5, με τον οποίο θα ασχοληθούμε στην πορεία της απόφασης.

 

Η Έφεση, αναφορικά με την Ανταπαίτηση που ήγειρε η Εφεσίβλητη 1, συναρτάται με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης δόλου εκ μέρους των Εφεσειόντων. Κεντρικός άξονας των επιχειρημάτων των Εφεσειόντων αποτελεί η μαρτυρία της Εφεσίβλητης 1.

 

Σε κανένα από τους λόγους έφεσης δεν αμφισβητείται ευθέως η αξιολόγηση της Εφεσίβλητης 1. Αντίθετα, αναπτύσσονται λόγοι έφεσης σε περίπτωση που αυτή γίνεται «πιστευτή» και σε περίπτωση που αυτή «δεν γίνεται πιστευτή». Δεν αμφισβητούνται ευθέως ούτε τα ευρήματα του Δικαστηρίου, με τα οποία κρίθηκαν αναξιόπιστοι άλλοι μάρτυρες που κλήθηκαν από τους Εφεσείοντες.

 

Η διαχρονική θέση της νομολογίας ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι ότι αυτή ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει σπάνια σε ευρήματα αξιοπιστίας και μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν αυτά είναι παράλογα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εναπόκειται στο διάδικο, που αμφισβητεί τα ευρήματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα.

 

Οι λόγοι έφεσης 8, 10 και 11 θα εξεταστούν μαζί. Με αυτούς προβάλλεται ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγων 2 ενήργησε δόλια με σκοπό την απόσπαση των ακινήτων της Εφεσίβλητης 1, που ήταν αντικείμενο πωλήσεως, είναι λανθασμένο, όπως λανθασμένο είναι και το εύρημα ότι ο Ενάγων 2 ήταν συνεργός με τον Εφεσείοντα 2 και πως οι εικασίες του Δικαστηρίου για την εμπλοκή του Ενάγοντα 2, είναι λανθασμένες και δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το εύρημα του Δικαστηρίου.

 

Οι λόγοι έφεσης εδράζονται στη μαρτυρία της Εφεσίβλητης 1 πως κατά την υπογραφή του πληρεξουσίου παρών ήταν ένα άγνωστο της πρόσωπο και στο ότι δεν υπάρχει μαρτυρία που να συνδέει τον Ενάγοντα 2 με την  υπογραφή του πληρεξουσίου. Οι Εφεσείοντες αγνοούν ότι η σύνδεση του Ενάγοντα 2 με την υπογραφή, τόσο του πληρεξουσίου εγγράφου, όσο και του πωλητηρίου εγγράφου, έγινε τόσο στην Έκθεση Απαίτησης, όσο και στη μαρτυρία του διευθυντή της Εφεσείουσας 1, Εφεσείοντα 2 και του Κοινοτάρχη, που ήταν παρών κατά την υπογραφή τους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κοινοτάρχη, στις 15.3.2011 η Εφεσίβλητη 1 προσήλθε στο γραφείο του Κοινοτικού Συμβουλίου, συνοδευόμενη από τον Ενάγοντα 2, ο οποίος του είχε ζητήσει προηγουμένως να πιστοποιήσει κάποιες υπογραφές. Στη μαρτυρία του ισχυρίστηκε ότι δεν διάβασε το περιεχόμενο των εγγράφων όταν έκανε την πιστοποίηση, αλλά είδε ότι το ένα ήταν γενικό πληρεξούσιο και το άλλο πωλητήριο έγγραφο. Εξήγησε δε ότι η Εφεσίβλητη 1 υπέγραψε σε ένα σημείο του πωλητηρίου εγγράφου που της υπέδειξε ο Ενάγοντας 2. Το περιεχόμενο του πληρεξουσίου εγγράφου, μαζί με το λεκτικό της πιστοποίησης, ήταν ήδη έτοιμα όταν του τα έφεραν και ο ίδιος, εκτός από το πληρεξούσιο, πιστοποίησε και τις υπογραφές στο πωλητήριο έγγραφο. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι, στη βάση της μαρτυρίας που προσκομίστηκε από τους ίδιους τους Εφεσείοντες, υπάρχει η σύνδεση του Ενάγοντα 2 με την υπογραφή τόσο του πληρεξουσίου, όσο και του πωλητηρίου εγγράφου.

 

Ανεξαρτήτως της θέσης που προβλήθηκε από τους ίδιους τους Εφεσείοντες, τόσο στην Έκθεση Απαίτησης, όσο και με τη μαρτυρία του Κοινοτάρχη, σύμφωνα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία, ο Ενάγων 2 είναι αυτός που προσήλθε στο Τμήμα Φορολογίας Ακίνητης Περιουσίας και παρέδωσε, υπό την ιδιότητα του ως γενικού αντιπροσώπου της Εφεσίβλητης 1, τα σχετικά έντυπα για την πώληση μίας κατοικίας και τριών χωραφιών της Εφεσίβλητης 1 στην Εφεσείουσα 1, έναντι του ποσού των €85.000, με ένα από τα έντυπα να φέρει την υπογραφή του διευθυντή της Εφεσείουσας 1, Εφεσείοντα 2, ως δικαιούχου. Τα όσα ακολούθησαν εμφαίνονται στα ευρήματα του Δικαστηρίου που συνοψίζονται πιο πάνω και από τα οποία προκύπτει η σύνδεση του Ενάγοντα 2 με την όλη υπόθεση.

 

Όπως προαναφέρθηκε, η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης 1 δεν αμφισβητείται ευθέως με την Έφεση. Συνεπώς, η μαρτυρία της ότι δεν γνώριζε ότι τα έγγραφα που υπέγραψε ενώπιον του Κοινοτάρχη ήταν το πληρεξούσιο έγγραφο, το πωλητήριο και η επιταγή, παραμένει αλώβητη. Αλώβητη παραμένει και η μαρτυρία της ότι δεν επιθυμούσε να πωλήσει την περιουσία της και ουδέποτε εξουσιοδότησε τον Ενάγοντα 2 να προβεί στην πώληση. Υπενθυμίζεται ότι ο Ενάγων 2 δεν εμφανίστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, ούτε κλήθηκε ως μάρτυρας και δεν καταχώρησε έφεση στην απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης 8, 10 και 11 απορρίπτονται.

 

Οι λόγοι έφεσης 12 και 13 αφορούν το βάρος απόδειξης ως προς τη γνησιότητα του πληρεξουσίου εγγράφου και του δόλου. Αποτελεί θέση των Εφεσειόντων ότι, εφόσον οι υπογραφές της Εφεσίβλητης 1 επί των εν λόγω εγγράφων ήταν γνήσιες, το βάρος απόδειξης ήταν πάνω της και πάνω στους υπόλοιπους Εφεσίβλητους να αποδείξουν ότι η υπογραφή τους ήταν αποτέλεσμα δόλου, γεγονότα που παρέμειναν μετέωρα. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι, εφόσον το Δικαστήριο έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό της Εφεσίβλητης 1 ότι είναι ένα άγνωστο πρόσωπο που την εξαπάτησε και όχι ο Ενάγων 2, δεν  υπήρχε μαρτυρία η οποία, για σκοπούς απόδειξης δόλου, σύμφωνα με την εισήγηση, απαιτεί «σχεδόν απόδειξη μέχρι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των ευρημάτων του ως προς τα γεγονότα, αποτέλεσμα ενδελεχούς εξέτασης της προσαχθείσας μαρτυρίας, κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων μου βρίσκω ότι τα στοιχεία της απάτης που καταλογίζονται στους Δι΄ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενους 2, 3 και 4 σε βάρος της Ουρανίας έχουν αποδειχθεί. Τόσο οι δηλώσεις της ίδιας της Ουρανίας στους Μ.Υ.3 και Μ.Υ.4 υπαλλήλους του Φόρου Εισοδήματος, στην κατοχή των οποίων περιήλθε το Γενικό Πληρεξούσιο Έγγραφο, αμέσως μετά που την πληροφόρησαν τηλεφωνικά για την ύπαρξη και χρησιμοποίηση του για σκοπούς μεταβίβασης περιουσίας της, όσο και στον ξάδελφο της-Εναγόμενο 2 και στη συνέχεια στη δικηγόρο της-Μ.Ε.8 την ίδια μέρα και τέλος στην Αστυνομία που κατήγγειλε την απάτη σε βάρος της, φανερώνουν ακριβώς ότι η εντύπωση που της έδωσαν να αντιληφθεί και πείστηκε να υπογράψει, εννιά μόλις μέρες προηγουμένως, τα Τεκμήρια 10Α, 10 και πίσω από το Τεκμήριο 11 ήταν ότι τα έγγραφα αφορούσαν στη λήψη αγροτικής πληρωμής.

 

Οι πιο πάνω παραστάσεις και η προσποίηση του άγνωστου άντρα στην παρουσία του Κοινοτάρχη ότι ήταν υπάλληλος της Κυβερνητικής Υπηρεσίας, αρμόδιος για τις αγροτικές πληρωμές, που ενεργούσε κατόπιν συνεννόησης και συμφωνίας με τον Μ.Ε.1, με τον Ενάγοντα 2 και με τον ίδιο τον Κοινοτάρχη, ήταν ουσιώδεις και έγιναν με πρόθεση να βασιστεί σ΄ αυτές η Ουρανία για να θέσει την υπογραφή της σε αριθμό εγγράφων που εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε ότι ήταν Γενικό Πληρεξούσιο Έγγραφο (Τεκμήριο 10Α), Πωλητήριο Έγγραφο (Τεκμήριο 10) και η οπισθογράφηση στην επιταγή (Τεκμήριο 11). Με τα έγγραφα αυτά αποσκοπείτο η απόσπαση περιουσίας της Ουρανίας παράνομα προς ζημιά της. Ως αποτέλεσμα ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του αστικού αδικήματος της απάτης εντός της έννοιας του άρθρου 36 του ΚΕΦ. 148 οπότε το Γενικό Πληρεξούσιο (Τεκμήριο 10Α) και το Πωλητήριο Έγγραφο (Τεκμήριο 10) κρίνονται ως άκυρα εξ’ υπαρχής. Άκυρη επίσης κρίνεται και η οπισθογράφηση στην επιταγή (Τεκμήριο 11) όπως άκυρα επίσης κρίνονται και τα Τεκμήρια 12Α και 12Β ενόψει ακυρότητας του Γενικού Πληρεξουσίου Εγγράφου (Τεκμήριο 10) στη βάση των οποίων καταρτίστηκαν.»

 

Αναπόδραστο συμπέρασμα από το πιο πάνω απόσπασμα είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα του δόλου στη βάση των ευρημάτων του ως προς τα γεγονότα, χωρίς να ανατρέψει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το βάρος απόδειξης. Η αλληλουχία των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του ήταν τέτοια που οδηγούσε στο αυταπόδεικτο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε.

 

Οι λόγοι έφεσης 12 και 13 απορρίπτονται.

 

Με το λόγο έφεσης 3 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα βρήκε ότι υπήρχε οποιαδήποτε παρεμβολή από τον Κοινοτάρχη για την υπογραφή των εγγράφων από την Εφεσίβλητη 1.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί, στη βάση των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω. Το Δικαστήριο εξήγησε την εμπλοκή του Κοινοτάρχη επαρκώς στην απόφαση του και δεν κρίνουμε ότι παρέχεται εν προκειμένω πεδίο παρέμβασης.

 

Οι λόγοι έφεσης 6, 18, 19 και 20 θα εξεταστούν μαζί.

 

Οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη δήλωση της Εφεσίβλητης 1 ότι δεν είχε κανένα παράπονο από τους Εφεσείοντες και τον Ενάγοντα 2 και ότι το Δικαστήριο ήταν προκατειλημμένο όταν συνέδεσε τους Εφεσείοντα 2 και Ενάγοντα 2 με τη σύνταξη του πληρεξουσίου εγγράφου.

 

Επαναλαμβάνουμε ότι η γραμμή που ακολούθησε η Εφεσείουσα 1 στην Έκθεση Απαίτησης και μέσω της μαρτυρίας του Εφεσείοντα 2 και του Κοινοτάρχη είναι ότι ο Ενάγων 2 είναι αυτός που οδήγησε την Εφεσίβλητη 1 στο γραφείο του Κοινοτάρχη και ότι της υποδείκνυε πού να υπογράψει. Πέραν τούτου, ο Εφεσείων 2 ήταν το άτομο που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου, συνέταξε το πληρεξούσιο και το πωλητήριο έγγραφο και το άτομο που συμφώνησε με τον Ενάγοντα 2 να αγοράσει η Εφεσείουσα 1 την περιουσία της Εφεσίβλητης 1, πριν ακόμα διοριστεί ο Ενάγων 2 ως ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της. Όπως δε ο ίδιος κατέθεσε, φοβόταν ότι η Εφεσίβλητη 1 δε θα του πωλούσε την περιουσία της, εξαιτίας κακών σχέσεων που είχαν, λόγω διαφοράς που προέκυψε μεταξύ τους για έναν ελιόμυλο, γι΄ αυτό η πώληση θα γινόταν μέσω του Ενάγοντα 2. Σύμφωνα, επίσης, με τη δική του μαρτυρία, την επόμενη μέρα της υπογραφής των εγγράφων, επικοινώνησε πρώτα με τον Ενάγοντα 2 και μετά με τον Κοινοτάρχη, για να βεβαιωθεί ότι τα έγγραφα υπεγράφησαν. Σημειώνεται, επίσης, ότι ο Κοινοτάρχης ήταν ο επ΄ αδελφή γαμπρός του Εφεσείοντα 2 και ο Εφεσείων 2 ήταν Αντιπρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Κρήτου Τέρρας.

 

Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Όπως αναφέρει το Δικαστήριο, η Εφεσίβλητη 1, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και ήταν εμφανή στο Δικαστήριο, «έδωσε μια καθαρή εικόνα στο Δικαστήριο για τα βασικά σημεία δηλαδή ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έθεσε τέσσερις υπογραφές στις 15.3.2011 στο γραφείο του Κοινοτάρχη.». Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης 1.

 

Τα όσα επικαλούνται οι Εφεσείοντες αφορούν μία σειρά ερωτήσεων που τέθηκαν στην Εφεσίβλητη 1 κατά την αντεξέταση της, όταν ανέφερε ότι τελικά πώλησε τα ακίνητα της στον Εφεσίβλητο 2, για να γλυτώσει από κάποιους που τους χαρακτήρισε «κηφήνες», ενώ, στη συνέχεια, δεν ενέταξε σ΄ αυτούς τον Κοινοτάρχη, τον Εφεσείοντα 2 και τον Ενάγοντα 2. Αυτή της η αναφορά δεν μπορεί να εξετασθεί κατ΄ απομόνωση από το σύνολο της μαρτυρίας της και την σαφή εικόνα που έδωσε στο Δικαστήριο ως προς τις συνθήκες που τέθηκαν οι υπογραφές της στα επίδικα έγγραφα και να οδηγήσει στα συμπεράσματα που ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες.

 

Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης   6, 18, 19 και 20 απορρίπτονται.

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 5, 7, 9 και 21 δεν αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης με τους Εφεσείοντες απλώς να παραπέμπουν στην αιτιολογία τους.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η επίδικη περιουσία μεταβιβάστηκε στον Ενάγοντα 2. Προφανώς, πρόκειται περί λανθασμένης αντίληψης της απόφασης, καθότι σε αυτήν δεν περιλαμβάνεται τέτοιο εύρημα, ούτε με την αγωγή αξιώθηκε διάταγμα ακύρωσης οποιασδήποτε μεταβίβασης. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το λόγο έφεσης 5 και την αιτιολογία του:

 

«5ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Η ανάκληση του πληρεξουσίου ημερομηνίας 4.4.2011 ήταν άκυρη

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Οι αρμόδιες αρχές μέχρι και εκείνη την ημερομηνία είχαν υποχρέωση διεκπεραιώσεως της πωλήσεως και η καθυστέρηση στην διεκπεραίωση προκλήθηκε από πρόσωπα που δεν είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα, νομικό ή πρακτικό να προβούν στις ενέργειες αυτές.»

 

Όπως αναφέρθηκε στη Χριστοδούλου ν. Μεταξάκη (1997) 1Β Α.Α.Δ. 1002:

 

«Συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης είναι – όπως έχει νομολογηθεί – η βάση της έφεσης η οποία συνίσταται από τον προσδιορισμό των λόγων που καθιστούν την εκκαλούμενη απόφαση τρωτή και η αιτιολογία που υποστηλώνει τη βάση της έφεσης. Ειδοποίηση έφεσης η οποία δεν στοιχειοθετείται από έγκυρο λόγο ή λόγους έφεσης είναι θνησιγενής. Η έφεση δεν είναι έγκυρη όταν δεν αιτιολογούνται οι λόγοι έφεσης και όταν εκφράζονται με ασαφή και γενικό τρόπο (Βλ. Allan v. Billy, Πολιτική Έφεση 8055/16.3.94, Christoudias Beverages v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Πολιτική Έφεση 8251/16.1.95, Τύμβιος κ.ά. ν. Λιβέρα (1991) 1 Α.Α.Δ. 615, I.B.S. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Πολιτική Έφεση 8068/25.5.93)

 

Κατ΄αρχάς, στην προκείμενη περίπτωση, ο λόγος έφεσης είναι ασύνδετος με την αιτιολογία που δίδεται. Έπειτα, η αιτιολογία χαρακτηρίζεται από γενικότητα, χωρίς να επεξηγεί τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης που καθιστούν την πρωτόδικη απόφαση τρωτή. Το γεγονός ότι δεν διεκπεραιώθηκε η μεταβίβαση, όταν καταχωρίστηκαν τα σχετικά έγγραφα, για τους λόγους που αναφέρθηκε στη μαρτυρία των λειτουργών των αρμοδίων αρχών, δεν εξηγείται πώς επηρεάζει την εγκυρότητα της ανάκλησης του πληρεξουσίου που έγινε από την Εφεσίβλητη 1. Εν πάση περιπτώσει, οι ενέργειες των εν λόγω λειτουργών αξιολογήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς η εν λόγω αξιολόγηση να αμφισβητείται, ως ακολούθως:

 

«Ο Μ.Ε.1 καταλογίζει ευθύνη στους Εναγόμενους 3, 4 και 5 γιατί σταμάτησαν τη διαδικασία της μεταβίβασης με την άρνηση τους να εκδώσουν απαλλαχτικό, που είναι αναγκαίο για τη μεταβίβαση στο Κτηματολόγιο, εξ΄ ου και τους συνενώνει ως Εναγόμενους στην Αγωγή του. Ιδιαίτερη έμφαση στη συμπεριφορά τους αυτή έδωσε και ο δικηγόρος της Ενάγουσας 1 στη γραπτή του αγόρευση, τονίζοντας την ανεξήγητη επιμονή τους να αποδίδουν στον Μ.Ε.1 τη χρήση δόλου σε βάρος της Ουρανίας, όταν η ίδια δεν έχει κανένα παράπονο. Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται η μαρτυρία των Μ.Υ.2, Μ.Υ.3, Μ.Υ.4, Μ.Ε.10, Μ.Ε.8 και Μ.Ε.11 την οποίαν κρίνω καθόλα αξιόπιστη.

 

Από τη μαρτυρία ενώπιον μου οι Μ.Υ.3 και Μ.Υ.4 δεν αρνήθηκαν να εξυπηρετήσουν τον Μ.Ε.1 και τον Ενάγοντα 2 στις 24.3.2011. Εκείνο που ζήτησαν οι Μ.Υ.3 και Μ.Υ.4 είναι να επιβεβαιωθεί η συναίνεση της Ουρανίας με την προσαγωγή της ίδιας στο γραφείο τους. Επίσης η Μ.Ε.10 εκείνο που ζήτησε, όταν επιχειρήθηκε η κατάθεση του Τεκμηρίου 10 στο Κτηματολόγιο, στις 31.1.2011 ήταν να μονογράψουν οι συμβαλλόμενοι τις χειρόγραφες διορθώσεις και αυτό της έδωσαν να αντιληφθεί ότι θα έκαμναν αλλά δεν το έπραξαν.»

 

Ως εκ τούτου, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται και η Έφεση εναντίον των Εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 είναι έκθετη σε απόρριψη, εφόσον δεν υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος λόγος έφεσης που να τους αφορά.

 

Τους λόγους έφεσης 2, 4, 7, 9, 21, καθώς και την αιτιολογία που δίδεται, τους παραθέτουμε αυτούσιους:

 

«2ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Ουρανία πείστηκε από άγνωστο πρόσωπο για την υπογραφή πληρεξουσίου έστω και αν πίστευε ότι ήταν έγγραφο δεν δημιουργεί οποιαδήποτε νομική επίπτωση στην Ενάγουσα εταιρεία.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Ο Ενάγοντας 2 βάση όλων των ισχυρισμών δεν ήταν το πρόσωπο που προκάλεσε την υπογραφή του πληρεξουσίου από την Ουρανία και εν πάση περιπτώσει η Ουρανία δεν απέδειξε την υπεράσπιση του «non est factum» ήτοι αυτή δεν είναι η πράξης μου. Συγκεκριμένα αν πράγματι το άγνωστο πρόσωπο την παρέσυρε στην υπογραφή αυτή όφειλε να το διαβάσει ή να ζητήσει από τρίτο πρόσωπο να της το διαβάσει και κατά δεύτερο λόγο ήταν ολοφάνερο αμελής καθότι δεν έλεγξε την ταυτότητα του αγνώστου προσώπου είτε με δική της ερώτηση είτε μέσω ερωτήσεως του κοινοτάρχη κ. Πανίκου Νικολάου.

 

4ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το λάθος της Ουρανίας περί τη φύσεως του εγγράφου που υπέγραφε δεν επηρεάζει την δοσοληψία μεταξύ της ιδίας και της Ενάγουσας 1.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Αυτή δεν προεκλήθη από την Ενάγουσα 1 και/ή τον Πανίκο Καλαιτζή και/ή τον Σάββα Αρκαδίου και/ή τον Πανίκο Νικολάου.

 

7ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέτυχε να αξιολογήσει παντελώς την οπισθογράφηση των επιταγών της Ενάγουσας εταιρείας από την Ουρανία πράγμα λανθασμένο.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Δεν δόθηκε καμιά αιτιολογία για την οπισθογράφηση-υπογραφή που ουσιαστικά και νομικά αποδεικνύει αποδοχή του ανταλλάγματος διότι δεν υπήρξε μαρτυρία ότι η Ουρανία είχε εσφαλμένη αντίληψη για την υπογραφή τους, νομιζόμενη ότι ήταν έγγραφα του ΟΓΑ.

 

9ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το Δικαστήριο λανθασμένα από τη στιγμή που απεδείχθη ότι το πληρεξούσιο και τα πωλητήρια ήταν υπογραμμένα από την Ουρανία δεν τα απεδέχθη ως νόμιμα.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Οι διάφορες παρατηρήσεις του δεν καταλήγουν σε παρανομία του πληρεξουσίου ή του πωλητηρίου.

 

21ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παραγνώρισε την ρητή διαβεβαίωση της Ουρανίας που έδωσε στις 24.3.2011 στο Αντρέα Αριστοτέλους και στο δικηγορικό γραφείο Γεώργιου Χλωρακιώτη και στη Δικηγόρο Στεφανία Φλωράκη ότι ουδέποτε έδωσε πληρεξούσιο για πώληση της περιουσίας της.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα άτομο υγιές και αρκετά έξυπνο όπως περιέγραψε ο Αντρέας Αριστοτέλους δεν μπορούσε να κάνει λάθος για την ανάμειξη του Ενάγοντα 2 στην κατάρτιση πλαστού πληρεξουσίου εγγράφου. Το γεγονός ότι η Ενάγουσα χρησιμοποίησε στα δικόγραφα της, τη μεσολάβηση του Ενάγοντα 2 δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη αφού από την προσαχθείσα μαρτυρία, τόσο από την Ενάγουσα, όσο και από τους υπόλοιπους μάρτυρες κανένας δεν ισχυρίστηκε θετικά την παρουσία του Πανίκου Καλαιτζή. Η Ενάγουσα επαναλαμβάνει ότι εκείνο που είχε να αποδείξει ήταν η ύπαρξη νόμιμου πληρεξουσίου και νόμιμων πωλητηρίων εγγράφων.»

 

Οι λόγοι έφεσης στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε, με περισσή λεπτομέρεια, την προσαχθείσα μαρτυρία και κατέληξε να αποδεχθεί τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης 1, από την οποία προκύπτει σαφώς ότι αυτή δεν είχε αντιληφθεί ότι τα έγγραφα που υπέγραφε ήταν το πληρεξούσιο, το πωλητήριο έγγραφο και η οπισθογράφηση της επιταγής. Από δε το σύνολο της μαρτυρίας προκύπτει σαφώς ότι ο Ενάγων 2 χρησιμοποίησε τα έγγραφα που υπέγραψε η Εφεσίβλητη 1, με στόχο τον σφετερισμό της περιουσίας της. Το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη 1 υποστήριξε ότι ο Ενάγων 2 δεν ήταν παρών κατά την υπογραφή των εγγράφων, ουδόλως τον αποσυνδέει από τις δόλιες ενέργειες και την απάτη που στήθηκε σε βάρος της. Το αποτέλεσμα της υπογραφής των πιο πάνω εγγράφων ήταν η προσπάθεια των Εφεσειόντων να αποσπάσουν την περιουσία της Εφεσίβλητης 1, χωρίς τη θέληση της.

 

Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 2, 4, 7, 9 και 21 απορρίπτονται.

 

Η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων και υπέρ των Εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                                                                  ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο