
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
i-justice
(Πολιτική Έφεση Αρ. 28/2024)
4 Ιουνίου 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.164/2024
ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΙΗΤΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI Ή/ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ANΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 10.09.2024 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΩΝ ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΑ (ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ) ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 16/2019
____________________
Δρ. Α. Π. Ποιητής, για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, ο οποίος είναι δικηγόρος, προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για χορήγηση άδειας για να καταχωρίσει αίτηση με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση της απόφασης ημερ.10.9.2024, της Επιτροπής Επίλυσης Διαφορών που προκύπτουν από παροχή υπηρεσιών των Ασκούντων Δικηγορία (Εξωδικαστηριακές Υποθέσεις), η Επιτροπή, και Prohibition, που να απαγορεύει στην Επιτροπή τη συνέχιση της ενώπιον της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τον Καν.11(1) των περί Επίλυσης Διαφορών που προκύπτουν από Παροχή Υπηρεσιών των Ασκούντων Δικηγορία (Εξωδικαστηριακές Υποθέσεις) Κανονισμών του 2018, Κ.Δ.Π. 171/2018, κάθε δικηγόρος δικαιούται να ζητήσει πιστοποίηση της αμοιβής του για εξωδικαστηριακή υπόθεση από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Η Επιτροπή ιδρύθηκε δυνάμει του Καν.13(1) της Κ.Δ.Π. 171/2018 για σκοπούς διευκόλυνσης της εφαρμογής των Κανονισμών. Διορίζεται από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και επιλαμβάνεται των αιτημάτων για πιστοποίηση των αμοιβών που υποβάλλονται.
Η Κ.Δ.Π. 171/2018 τέθηκε σε ισχύι την 29.6.2018 και κατήργησε τους περί Ελαχίστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων Δικηγορία (Εξωδικαστηριακαί Υποθέσεις) Κανονισμούς του 1985 έως 2017, που ίσχυαν μέχρι τότε. Tόσο οι νέοι Κανονισμοί όσο και οι παλιοί, καθορίζουν τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει ένας δικηγόρος για να πιστοποιηθεί η αμοιβή του σε σχέση με εξωδικαστηριακή εργασία που έχει εκτελέσει.
Ο Αιτητής είναι ο εκτελεστής της διαθήκης αποβιωσάσης. Διορίστηκε διαχειριστής της περιουσίας της την 19.12.2016 στην Αίτ. Διαχείρισης Αρ.92/2016 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Είχε προσφέρει εργασία ως διαχειριστής και συνέχιζε και προφανώς συνεχίζει ακόμη να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη διαχείριση της περιουσίας. Ο Αιτητής ζήτησε από την Επιτροπή τον καθορισμό της αμοιβής του, προδήλως αναφορικά με την εργασία που είχε διεκπεραιώσει μέχρι την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος του.
Η επίδικη απόφαση της Επιτροπής ημερ.10.9.2024 ήταν ενδιάμεση στο αίτημα πιστοποίησης που είχε υποβάλει ο Αιτητής. Η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι εφαρμοζόταν η Κ.Δ.Π. 171/2018 και ζήτησε από τον Αιτητή να υποβάλει «Λεπτομερή Κατάλογο Εξόδων».
Ο Αιτητής υποστήριζε ότι με το διορισμό του την 9.12.2016 είχε πλέον κεκτημένο δικαίωμα καθορισμού της αμοιβής του σύμφωνα με τους εν ισχύι Κανονισμούς του 1985 έως 2017 και ότι η Κ.Δ.Π. 171/2018 δεν είχε καμία εφαρμογή στην περίπτωση του. Ότι η αμοιβή του θα έπρεπε να καθοριστεί στη βάση του αριθμητικού τύπου που προβλεπόταν στους προηγούμενους κανονισμούς και επομένως οι λεπτομέρειες που του ζητήθηκαν ήταν αχρείαστες.
Η πρωτόδικη απόφαση να μην του χορηγηθεί άδεια προσβάλλεται ως εσφαλμένη με έντεκα λόγους έφεσης.
Προνομιακό ένταλμα θα μπορούσε να χωρέσει εφόσον η Επιτροπή συνιστούσε δικαστικό ή οιονεί δικαστικό σώμα, ώστε η απόφαση της να κατατάσσεται ως δικαστική και ως τέτοια να υπόκειται σε έλεγχο κάτω από το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος (βλ. Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256 και In Re C.H., An Advocate (1969) 1 C.L.R. 561). Επομένως της ενασχόλησης με την ουσία της απόφασης της Επιτροπής, θα έπρεπε να προηγηθεί διαπίστωση ότι η Επιτροπή συνιστά δικαστικό ή οιονεί δικαστικό σώμα. Εάν όχι, το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της προνομιακής του εξουσίας, δεν θα ήταν αρμόδιο για να ελέγξει την απόφαση της Επιτροπής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την ουσία της απόφασης της Επιτροπής και κατέληξε ότι: «Υπό το φως των πιο πάνω, και χωρίς να αποφασίζω κατά πόσο η Επιτροπή είναι δικαστικό ή οιονεί δικαστικό Σώμα, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση».
Η απουσία διαπίστωσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η Επιτροπή συνιστά δικαστικό ή οιονεί δικαστικό σώμα, με δεδομένη την ανυπαρξία λόγου έφεσης που να προσβάλλει ως εσφαλμένη τη μη εξέταση και διαπίστωση ότι η Επιτροπή συνιστά δικαστικό ή οιονεί δικαστικό σώμα, δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην εξέταση των λόγων έφεσης που περιορίζονται στην πρωτόδικη κατάληξη σε σχέση με το περιεχόμενο της απόφασης της Επιτροπής. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εξετάσει την ουσία της απόφασης της Επιτροπής, έστω και στο πλαίσιο της αίτησης για άδεια, προτού διαπιστώσει ότι η Επιτροπή συνιστούσε δικαστικό ή οιονεί δικαστικό σώμα, ούτε και εμείς. Ούτε και μπορούμε να εξετάσουμε κατ’ έφεση κατά πόσο η Επιτροπή συνιστούσε δικαστικό ή οιονεί δικαστικό σώμα στην απουσία λόγου έφεσης που θα μας το επέτρεπε. Εάν, παρά τα όσα αναφέραμε πιο πάνω, ήταν δυνατό να εξετάζαμε τους λόγους έφεσης και καταλήγαμε ότι ήταν βάσιμοι, θα οδηγούμαστε στο παράδοξο αποτέλεσμα να χορηγούσαμε άδεια για καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση μιας απόφασης που δεν θα είχε διαπιστωθεί ότι υπόκειτο σε έλεγχο με προνομιακό ένταλμα ή καλύτερα για την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητά ανέφερε ότι δεν αποφάσιζε κατά πόσο μπορούσε να ελεγχθεί με προνομιακό ένταλμα.
Καταλήγουμε ότι η έφεση είναι αλυσιτελής και ως τέτοια υπόκειται σε απόρριψη.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Π.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο