ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΤΣΗΓΙΩΡΓΗ κ.α. v. GORDIAN HOLDINGS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.287/2015, 12/6/2025
print
Τίτλος:
ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΤΣΗΓΙΩΡΓΗ κ.α. v. GORDIAN HOLDINGS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.287/2015, 12/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση Αρ.287/2015

  

12 Ιουνίου, 2025

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

1.   ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΤΣΗΓΙΩΡΓΗ

                             2. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΙΤΣΗΓΙΩΡΓΗ

 

Εφεσειόντων/Εναγομένων 2 & 3

 

ν.

 

GORDIAN HOLDINGS LIMITED

 

Εφεσίβλητων/Εναγόντων

_________________________________________________________

 

Α. Μαθηκολώνης και Α. Δημητρίου για Ανδρέα Θ. Μαθηκολώνη & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε, για τους εφεσείοντες.

Χρ. Ζίκκου (κα) για Αντώνης Α. Παπαλλής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσίβλητους.

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί

                                από το Δικαστή Δαυίδ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΑΥΙΔ, Δ.: Η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, παραχώρησε στην G.P.A. Fashion Market Limited, Κυπριακή εταιρεία, σειρά πιστωτικών διευκολύνσεων, υπό τη μορφή τρεχούμενου λογαριασμού και δανείου τακτής προθεσμίας. Προς διασφάλιση και εξασφάλιση των ως άνω υποχρεώσεων της εν λόγω εταιρείας, η εφεσείουσα 1, πέραν της υπογραφής σχετικής σύμβασης εγγύησης, υποθήκευσε ακίνητη της περιουσία, δυνάμει σύμβασης και δήλωσης υποθήκης (Υ9005/99 Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας). Ομοίως, ο εφεσείων 2, προς εξυπηρέτηση του ίδιου στόχου, υποθήκευσε επίσης ακίνητη του περιουσία (Υ846/04 και Υ4137/07 Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας). 

 

Συνεπεία παραβίασης εκ μέρους της ως άνω εταιρείας, συμβατικών όρων των ως άνω τραπεζικών διευκολύνσεων που εξασφάλισε από την ως άνω τράπεζα, η τελευταία τερμάτισε τις σχετικές συμφωνίες και καταχώρησε την αγωγή Αρ.2077/10, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, με την οποία αξίωνε εναντίον των εναγόμενων, ήτοι της ως άνω εταιρείας ως πρωτοφειλέτιδας και των εφεσειόντων, χρηματικά ποσά δυνάμει υπολοίπου σε τρεχούμενο λογαριασμό και δυνάμει δανείου, πλέον τόκους και έξοδα, ως επίσης  διατάγματα εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων που  αφορούσαν οι ως άνω υποθήκες.

 

Παρεμβάλλεται ότι σε βάρος της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας (εναγόμενης 1 στην αγωγή Αρ.2077/10), η οποία παρέλειψε να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης στη διαδικασία, στις 24/10/2013, εξεδόθη απόφαση ως οι χρηματικές αξιώσεις της εφεσίβλητης, πλέον έξοδα.

 

Στις 07/08/2015, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας που προηγήθηκε - στο πλαίσιο της οποίας, προς απόδειξη της υπόθεσης της τράπεζας κατέθεσαν από το εδώλιο του μάρτυρος δύο υπάλληλοι της τελευταίας, ενώ για την υπεράσπιση των εφεσειόντων, κατέθεσε μόνο η εφεσείουσα 1 - απέρριψε την απαίτηση για τα αξιούμενα ποσά εναντίον της εφεσείουσας 1, ενόψει απουσίας αναγκαίας μαρτυρίας ως προς την κατάδειξη των υπολοίπων των σχετικών καταστάσεων λογαριασμού που παρουσιάστηκαν (κατ’ επίκληση του άρθρου 22(3) του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9), ενώ διέταξε την εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων των εφεσειόντων.

Οι εφεσείοντες, πρόσβαλαν την ως άνω απόφαση, προωθώντας δύο λόγους έφεσης.  Με τον 1ο λόγο έφεσης, υποστηρίζουν πως αφ’ ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις επίδικες χρηματικές αξιώσεις της τράπεζας εναντίον των εφεσειόντων, εσφαλμένα διέταξε την εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων. Μέσω του 2ου λόγου έφεσης, προβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ως προς την εγκυρότητα και νομιμότητα των επίδικων υποθηκών.

 

Σημειώνεται ότι στην εξέλιξη των πραγμάτων, και κατ’ εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, μεσολάβησε η υποκατάσταση της ως άνω τράπεζας από την εταιρεία Gordian Holdings Limited, η οποία έκτοτε συμμετέχει στην διαδικασία ως εφεσίβλητη.   

 

Στρεφόμενοι κατά προτεραιότητα στον 1ο λόγο έφεσης θα πρέπει εξαρχής να παραπέμψουμε στη σταθερή θέση της νομολογίας περί αυτοτέλειας της σύμβασης υποθήκης, η οποία δημιουργεί πρωτογενή υποχρέωση (βλ. Αγγελίδης ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παλλουριώτισσας (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1771 και Πολυκάρπου κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1688). Συνακόλουθα, και στην υπό συζήτηση περίπτωση, η υποχρέωση των εφεσειόντων έναντι της εφεσίβλητης απορρέει, πρωτογενώς, από τις επίδικες συμβάσεις και δηλώσεις υποθήκευσης των ακινήτων που οι ίδιοι υπέγραψαν.

 

Ως σημειώθηκε στην X"Οικονόμου ν. Ελληνικής Τράπεζας (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 949, από την ορθή ερμηνεία των άρθρων 21 και 22 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν.9/1965, προκύπτει ότι είναι δυνατή η υποθήκευση ακινήτου υπό μορφή εγγύησης τρίτου προσώπου. Οποιοδήποτε πρόσωπο, περιλαμβανομένου και του ενυπόθηκου οφειλέτη, μπορεί να εγγυηθεί την πληρωμή του ποσού που εξασφαλίζεται με την υποθήκη. Ο όρος «υποθήκη», υποδείχθηκε στην  τελευταία πιο πάνω απόφαση:

« ….. μετά των γραμματικών του όρου παραλλαγών και συγγενών εκφράσεων σημαίνει "επιβάρυνσιν συσταθείσαν επί ακινήτου τη βουλήσει του κυρίου προς εξασφάλισιν οριστικού, μέλλοντος ή υπό αίρεσιν χρηματικού τίνος χρέους ή υποχρεώσεως"· και σύμφωνα με το άρθρο 22(1), "υποθήκη" δύναται να συσταθεί "προς εξασφάλισιν μελλούσης ή υπό αίρεσιν υποχρεώσεως, περιλαμβανομένης και υποχρεώσεως αφορώσης εις χρηματικόν τι ποσόν καταβλητέον δια δόσεων ή αφορώσης εις το υπόλοιπον τρέχοντος λογαριασμού". Συνεπώς, η σύσταση υποθήκης δεν προϋποθέτει την ύπαρξη χρέους, γιατί, σύμφωνα με τα πιο πάνω, είναι δυνατή η σύσταση της προς εξασφάλιση και μελλούσης ή υπό αίρεση υποχρέωσης, περιλαμβανομένης και υποχρέωσης αφορώσης εις χρηματικόν τι ποσόν καταβλητέον δια δόσεων ή εις το υπόλοιπον τρέχοντος λογαριασμού».

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, έχει ήδη εκδοθεί εναντίον της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, σχετική, τελεσίδικη απόφαση για τα αξιούμενα ποσά, ως αποτέλεσμα των τραπεζικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν στην τελευταία.  Οι εφεσείοντες, προς διασφάλιση των συγκεκριμένων υποχρεώσεων της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας υποθήκευσαν τα ακίνητα τους με τις επίδικες υποθήκες. Συνεπώς, η θέση των εφεσειόντων ότι «η εφεσίβλητη τράπεζα απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού από όλους τους εναγομένους ή και οποιουσδήποτε ή και οποιονδήποτε από αυτούς προς την εφεσίβλητη τράπεζα» εκ των πραγμάτων δεν ευσταθεί. Με δεδομένη των αυτοτελή υποχρέωση που δημιουργεί μια σύμβαση υποθήκευσης, η απόρριψη των χρηματικών αξιώσεων της εφεσίβλητης εναντίον της εφεσείουσας 1, ενόψει του γεγονότος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22(3) του Κεφ.9 σε σχέση με τις τεθείσες υπόψη του καταστάσεις λογαριασμού, ουδόλως επηρεάζει την δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει την εκποίηση των επίδικων υποθηκών, οι οποίες δόθηκαν προς εξασφάλιση του ποσού, που ούτως ή άλλως αποφάσισε ότι οφείλεται από την πρωτοφειλέτιδα.

 

Συνακόλουθα, ο 1ος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Προς υποστύλωση του 2ου λόγου έφεσης, οι εφεσείοντες,  παραπέμποντας γενικότερα σε πρόνοιες του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν.9/1965 και ειδικότερα στο  άρθρο 21(1)(γ) του ως άνω Νόμου, εισηγούνται ότι οι επίδικες υποθήκες είναι εξ’ υπαρχής άκυρες και παράνομες. Υποστηρίζουν ότι το περιεχόμενο και οι όροι τους, βάσει και της προσαχθείσας μαρτυρίας, έρχονται σε αντίθεση με νομοθετικές πρόνοιες του Ν.9/1965, επηρεάζοντας έτσι την εγκυρότητα των επίδικων υποθηκών.  Ειδικότερα, προβάλλεται από την πλευρά τους ότι δεν καθορίζεται ούτε καθίσταται δυνάμενο να υπολογιστεί «το ποσό που δεσμεύει τις επίδικες υποθήκες», καθότι μαζί με το κεφάλαιο συμπεριλαμβάνονται και ακαθόριστες χρεώσεις, όπως τόκοι, προμήθειες, άλλα τραπεζικά δικαιώματα, δικηγορικά, δικαστικά και άλλα έξοδα και τέλη, καταστρατηγώντας σχετικές πρόνοιες της ως άνω νομοθεσίας. Περαιτέρω, υποστηρίζουν πως με τον τρόπο  που προβλέπεται η επιβολή του επιτοκίου που επιβαρύνονται τα οφειλόμενα ποσά, είναι αδύνατος ο προσδιορισμός ή ο καθορισμός του και, ως εκ τούτου, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «με μαθηματικές πράξεις καταλήγουμε σε συγκεκριμένο ποσοστό επιτοκίου που επιβαρύνονται τα οφειλόμενα ποσά».

 

Το άρθρο 5 του Ν.9/1965, προνοεί ρητά ότι καμία μεταβίβαση ή υποθήκευση ακινήτου είναι έγκυρη εκτός αν γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου. Από τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(γ) του Ν.9/1965, ως αναφέρθηκε στην σχετική επί του θέματος απόφαση Φελλάς κ.α. ν. Emporiki Bank-Cyprus Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2013, 7/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:A111, προκύπτει εμφανώς ότι:

«...το ποσό για το οποίο παραχωρείται η υποθήκη πρέπει να είναι καθορισμένο ή να μπορεί να προσδιοριστεί, μαζί με τυχόν συμφωνηθέντες τόκους σε ποσοστό το οποίο είναι καθορισμένο ή μπορεί να προσδιοριστεί με αναφορά σε οποιοδήποτε άλλο ποσοστό, καθώς επίσης και των εξόδων που απαιτούνται σε περίπτωση λήψης νόμιμων μέτρων προς είσπραξη του ποσού της υποθήκης και του τόκου».

 

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατατέθηκαν οι επίδικες συμβάσεις και δηλώσεις υποθήκης  (τεκμήρια 3, 4 και 9 στην πρωτόδικη διαδικασία).  Στην παράγραφο 4 εκάστου εγγράφου υποθήκης, αναγράφεται το συγκεκριμένο ποσό που εξασφαλίζεται και οφείλεται να πληρωθεί, επιπλέον τόκους, προμήθειες και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα, όπως αναγράφονται στην παράγραφο 12 των ιδίων εγγράφων.

 

Ειδικότερα, στην υποθήκη Υ9005/99 (τεκμήριο 3), η οποία αφορά την εφεσείουσα 1, η παράγραφος 12 διαλαμβάνει ότι:

«Το μεγαλύτερο ποσό με το οποίο δεσμεύονται τα υποθηκευμένα κτήματα είναι το τελικό υπόλοιπο το οποίο θα παραμένει απλήρωτο κατά την ημέρα εκποίησης αυτής της υποθήκης. Σχετικά με τις υποχρεώσεις που για την εξασφάλισή τους γίνεται αυτή η υποθήκη με συνολικό ποσό κεφαλαίου που δεν ξεπερνά τις ΛΚ 30.000,00 πλέον τόκους προς 8,000% κάθε χρόνο, προμήθειας και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα πάνω στο ποσό αυτό μέχρι την πλήρη και τελική εξόφληση, καθώς και για δικηγορικά και δικαστικά έξοδα και ή άλλα έξοδα και δαπάνες. Εννοείται ότι η Τράπεζα θα έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε αποφασίσει αφού μου δώσει γραπτή ειδοποίηση, να αυξομειώνει το πιο πάνω ποσοστό επιτοκίου μέχρι το ανώτατο όριο που επιτρέπει κάθε φορά ο Νόμος ...».

 

Στην αντίστοιχη παράγραφο 12 των εγγράφων υποθήκης Υ846/04 (τεκμήριο 4) και Υ4137/07 (τεκμήριο 9) που αφορούν τον εφεσείοντα 2, αναφέρεται ότι:

«Το ανώτατο ποσό με το οποίο δεσμεύονται τα υποθηκευμένα κτήματα είναι το τελικό υπόλοιπο το οποίο θα παραμένει απλήρωτο κατά την ημέρα εκποίησης αυτής της υποθήκης. Σχετικά με τις υποχρεώσεις που για την εξασφάλισή τους γίνεται αυτή η υποθήκη με συνολικό ποσό κεφαλαίου που δεν ξεπερνά τις ΛΚ 20.000,00. Επιπλέον θα ευθύνομαι για τόκους (τόσο μετά όσο και πριν οποιαδήποτε απαίτηση ή δικαστική απόφαση) που, σε περίπτωση μη έγκαιρης πληρωμής τους θα κεφαλαιοποιούνται κάθε έξι μήνες, κατά την 30η Ιουνίου και 31η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους μέχρι την πλήρη και τελεία εξόφληση των υποχρεώσεων που εξασφαλίζονται με την παρούσα υποθήκη προς ποσοστό επιτοκίου το οποίο ήθελε συμφωνηθεί από καιρού εις καιρό μεταξύ του πρωτοφειλέτη και της Τράπεζας και/ή σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της Τράπεζας, πλέον προμήθειες και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα και δικηγορικά και δικαστικά έξοδα και/ή άλλα έξοδα και δαπάνες που ήθελε υποστεί η Τράπεζα...»

 

Ως προκύπτει δε από τις σχετικές συμβάσεις και δηλώσεις υποθηκεύσεως ακινήτων, στην Υ9005/99, το επιτόκιο είναι σταθερό (προς 8,000%), με δικαίωμα μεταβολής του από τον ενυπόθηκο δανειστή βάσει των όρων της σύμβασης και μόνο εφόσον ο ενυπόθηκος οφειλέτης λάβει γνώση, ενώ στις άλλες δύο, Υ846/04 και Υ4137/07, το επιτόκιο είναι κυμαινόμενο, αποτελούμενο από το εκάστοτε καθοριζόμενο από την τράπεζα βασικό επιτόκιο, πλέον την προσαύξηση.

 

Σύμφωνα λοιπόν με την τεθείσα υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, σε κάθε μία από τις επίδικες υποθήκες καθορίζεται το μέγιστο ποσό της υποχρέωσης του ενυπόθηκου οφειλέτη καθώς και το συνολικό επιβαλλόμενο επιτόκιο που ίσχυε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, το ύψος του οποίου μπορούσε να διαπιστωθεί και ελεγχθεί ανά πάσα στιγμή από τον τελευταίο. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αοριστία του ποσού που υπέχει υποχρέωση να καταβάλει ο ενυπόθηκος οφειλέτης ή των τόκων, και κατ’ επέκταση για παραβίαση των προϋποθέσεων του άρθρου 21(1)(γ) του Ν. 9/1965. Παρόμοια ζητήματα απασχόλησαν και στην Φελλάς (ανωτέρω), όπου επίσης κρίθηκε ότι το επιτόκιο ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί, χωρίς να τίθεται ζήτημα ακυρότητας της υποθήκης.

 

Η πλευρά των εφεσειόντων, μέσω της τελικής αγόρευσης των δικηγόρων της, πέραν της εισήγησης ότι η αναφορά στα επίδικα έγγραφα υποθήκης σε προμήθειες, άλλα τραπεζικά δικαιώματα, δικηγορικά και δικαστικά έξοδα και/ή άλλα έξοδα, επηρεάζει την εγκυρότητα των επίδικων υποθηκών, παραπέμποντας στη γενική αρχή «equity of redemption», που, ως εισηγούνται, εκπηγάζει από τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(γ) του Ν.9/1965, υποστήριξε παράλληλα ότι με τους όρους των επίδικων υποθηκών, οι εφεσείοντες αποστερούνται το εξ επιεικείας δικαίωμα τους να εξοφλήσουν και εξαλείψουν τις σχετικές υποθήκες.

 

Είναι σημαντικό να  σημειωθεί ότι τα πιο πάνω ζητήματα, δεν προβλήθηκαν δικογραφικά από την πλευρά των εφεσειόντων στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, ούτε απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε, βεβαίως, καλύπτονται από την ειδοποίηση έφεσης. Συνεπώς δεν μπορούν να εξεταστούν κατ’ έφεση (βλ. Παπαργυρού ν. Μιχαηλίδη (Αρ.1) (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 144 και Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024).  

 

Εν πάση περιπτώσει, δεν διαλανθάνει της προσοχής πως ουδέποτε προβλήθηκε από την πλευρά των εφεσειόντων ότι εκδηλώθηκε από την πλευρά τους πρόθεση εξάλειψης, με οποιοδήποτε τρόπο, των επίδικων υποθηκών και απαλλαγής των ενυπόθηκων ακινήτων τους. Ούτε προκύπτει από το άρθρο 21 του Ν. 9/1965, πως αναφορά σε σύμβαση και δήλωση υποθήκης σε προμήθειες και άλλα έξοδα, τα οποία δύνανται να προσδιοριστούν, καθιστούν την υποθήκη άκυρη.

 

Συνοψίζοντας, με βάση το περιεχόμενο των επίδικων υποθηκών, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε αοριστία στα ποσά που εξασφαλίζονται μέσω τους, ενώ το ύψος του επιτοκίου που προβλέπεται σε αυτές, δύναται επίσης να προσδιοριστεί. Ως εκ τούτου, δεν αντιβαίνουν τις σχετικές πρόνοιες του Ν.9/1965.

 

Συνακόλουθα και ο 2ος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων έξοδα, ύψους €3.500, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

        

 

                                                                 Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                             

                                                                Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                                 Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο