ΘΕΜΙΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ v. ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΓΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2017, 5/6/2025
print
Τίτλος:
ΘΕΜΙΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ v. ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΓΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2017, 5/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2017)

 

5 Ιουνίου, 2025

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΘΕΜΙΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ

Εφεσείουσα

ν.

ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΓΟΥ

Εφεσίβλητου

__________________

Θ. Ιωαννίδης, για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

__________________

  

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:    Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη     και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

___________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, έκρινε πως η εφεσείουσα ήταν εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για το τροχαίο δυστύχημα που έλαβε χώρα στις 6.9.2007, στη Λεωφόρο Δημοσθένη Σεβέρη, στη Λευκωσία.  Η εφεσείουσα ήταν η οδηγός αυτοκινήτου που συγκρούστηκε με μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος. Κατ΄ επέκταση δικαίωσε τον εφεσίβλητο στο πλαίσιο αγωγής που αυτός είχε καταχωρίσει εναντίον της εφεσείουσας, εκδίδοντας απόφαση προς όφελος του, ως ακολούθως «για ποσό €166.829,37 υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων ποσό €140.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων για πόνο και ταλαιπωρία και για απώλεια εισοδηματικής ικανότητας, ποσό €26.000 ως έξοδα δύο μελλοντικών εγχειρήσεων αρθροπλαστικής, ποσό €6.200 έξοδα υδροθεραπείας.».

 

Η εφεσείουσα, με έξι λόγους έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, το παράπονο της εστιάζεται στο γεγονός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καταλογίσει συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσίβλητο. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «αξιολόγησε λανθασμένα τις μαρτυρίες του ενάγοντα και της εναγομένης και παρέλειψε να λάβει υπόψη την πραγματική μαρτυρία που είχε ενώπιον του».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία προέβη σε ευρήματα ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το επίδικο δυστύχημα. Παραθέτουμε αυτολεξεί τα ευρήματα του από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Την 06.09.2007 και περί ώρα 09:45, ο Ενάγοντας οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του με αρ. εγγραφής ΚΧ653 φορώντας κράνος στην οδό Σπύρου Λάμπρου με κατεύθυνση προς Λεωφ. Δημοσθένη Σεβέρη. Η οδός Σπύρου Λάμπρου είναι πριν την οδό Βιζυηνού και απέχει από τον οδό Βιζυηνού περίπου 80 μέτρα. Όταν έφθασε στο στόμιο της οδού Σπύρου Λάμπρου με την Λεωφόρο Δημοσθένη Σεβέρη, σταμάτησε και αφού έλεγξε την τροχαία δεξιά και αριστερά του, και βεβαιώθηκε ότι η κατεύθυνση προς το Προεδρικό ήτο ελεύθερη από τροχαία κίνηση, εισήλθε στην Δημοσθένη Σεβέρη στρίβοντας αριστερά από την Σπύρου Λάμπρου και οδηγώντας στην αριστερή λωρίδα της Δημοσθένους Σεβέρη κατευθυνόταν προς το Προεδρικό. Τη ίδια περίπου ώρα η Εναγόμενη οδηγώντας το αυτοκίνητο της με αρ.εγγραφής ΒΑΗ 797, στη οδό Μάρκου Μπότσαρη με κατεύθυνση προς τη Λεωφ. Δημοσθένη Σεβέρη, φτάνοντας στο αλτ των πιο πάνω οδών σταμάτησε και περίμενε να της δοθεί προτεραιότητα έχοντας πρόθεση να διασταυρώσει την Δημοσθένη Σεβέρη προς τη οδό Γ.Βιζυηνού λόγω του ότι υπήρχε πυκνή τροχαία κίνηση και όταν σταμάτησαν τα οχήματα που κινούντο στη Λεωφ. Δημοσθένη Σεβέρη εν μέσω πυκνής τροχαίας κίνηση για να της δώσουν προτεραιότητα εκκίνησε διαγώνια προς τη οδό Βιζυηνού και χωρίς να σταματήσει στη μέση του δρόμου εισήλθε στη αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας της Δημοσθένης Σεβέρη. Ο Ενάγων την ίδια ώρα αφού διήνυσε μία απόσταση περίπου 80 μέτρων, αφότου εισήλθε από την οδό Σπύρου Λάμπρου στη Λεωφ. Δημοσθένη Σεβέρη οδηγώντας στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και φθάνοντας στο ύψος της παρόδου Βιζυηνού που βρισκόταν στα αριστερά του, είδε ξαφνικά μπροστά του και σε κοντινή απόσταση περίπου 3 - 4 μέτρα, ένα αυτοκίνητο που είχε πορεία από τα δεξιά προς τα αριστερά του. Η απόσταση που τους χώριζε ήτο τόσο μικρή που δεν μπόρεσε να αντιδράσει με αποτέλεσμα να κτυπήσει το μπροστινό μέρος της μοτοσυκλέτας του στην μπροστινή αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου της Εναγομένης με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί και κτυπήσει στον μπροστινό ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου και στη συνέχεια να πέσει στην άσφαλτο.»

 

 

Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του, και αφού αναφέρθηκε στο αστικό αδίκημα της αμέλειας, έκρινε πως η εφεσείουσα υπήρξε αμελής. Δεν αμφισβητείται, και ορθά, αυτή η κατάληξη του, αφού η εφεσείουσα συμφωνεί πως η γενεσιουργός αιτία του επίδικου δυστυχήματος, ήταν η ενέργεια της να οδηγήσει με τέτοιο τρόπο το αυτοκίνητο της ώστε να αποκόψει την πορεία του εφεσίβλητου.

 

Προχωρούμε να εξετάσουμε τον δεύτερο λόγο έφεσης, αφού σε περίπτωση που κριθεί βάσιμος, ενδεχομένως αυτό να επηρεάσει την προσέγγιση του Δικαστηρίου σε σχέση με την ευθύνη, κάτι για το οποίο η εφεσείουσα παραπονείται με τον πρώτο λόγο έφεσης.

 

Ως γνωστό, η πραγματική μαρτυρία είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και την αξιολόγηση διιστάμενων εκδοχών (Ιωαννίδου ν. Γιαννή (1990) 1 Α.Α.Δ. 213).  Κατ΄ αρχάς, θα πρέπει να σημειώσουμε πως, εν προκειμένω, δεν υπήρξαν διιστάμενες εκδοχές σε σχέση με το πώς έλαβε χώρα το δυστύχημα. Ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εφεσείουσα ανέκοψε την πορεία του εφεσίβλητου και ότι υπήρξε αμελής.

 

Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης γίνεται αναφορά πως «το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την πραγματική μαρτυρία όπου δείχνει ότι το αυτοκίνητο της εναγόμενης έχει περάσει τις τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στον ενάγοντα». 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αγνόησε το γεγονός ότι υπήρχαν τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας επί της Λεωφόρου Δημοσθένη Σεβέρη, δύο προς το Προεδρικό και δύο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ούτε το γεγονός ότι η εφεσείουσα είχε «περάσει τις τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας», αγνόησε. Αλλά ούτε και το σημείο σύγκρουσης, που ήταν στη λωρίδα κυκλοφορίας του εφεσίβλητου.

 

Τα πιο πάνω από μόνα τους δεν κατέρριπταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος πριν από τη σύγκρουση αντελήφθη για πρώτη φορά το αυτοκίνητο της εφεσείουσας από πολύ μικρή απόσταση, δηλαδή από απόσταση 3-4 μέτρων. Γιατί ο εφεσίβλητος δεν είχε αντιληφθεί ενωρίτερα το αυτοκίνητο της εφεσείουσας, εξηγήθηκε  από τον ίδιο και έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο.

 

Εν κατακλείδι, δεν δικαιολογείται παρέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας, στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, η οποία είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι του δευτεροβάθμιου. Ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος απορρίπτεται.

 

Με δεδομένο πλέον ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο παραμένουν ισχυρά, προχωρούμε να εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα αποφάσισε ότι η ενάγουσα φέρει πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα και λανθασμένα δεν κατελόγισε συντρέχουσα αμέλεια στον ενάγοντα».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε πως η εφεσείουσα υπήρξε αμελής, δικαιολογημένα εξέτασε με παραπομπή σε νομολογία, κατά πόσο ο εφεσίβλητος είχε συντρέχουσα αμέλεια, για να σημειώσει τα ακόλουθα:

 

«Καθοδηγούμενη από τις πιο πάνω νομικές αρχές και με βάση τα ευρήματά μου, ο Ενάγοντας οδηγούσε το όχημα του εντός της Λεωφ. Δημοσθένη Σεβέρη κρατώντας τη αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Ενάγοντας δεν είχε καθήκον να λάβει οποιαδήποτε αποτρεπτικά μέτρα γιατί το αυτοκίνητο της Εναγόμενης δεν το εμπόδιζε να συνεχίσει την πορεία του (Βλ. Λουκαϊδης ν. Γεωργίου (1997) 1 ΑΑΔ 1377 σελ. 1382) ούτε θα μπορούσε να προβλέψει την πρόθεση της Εναγομένης να διασχίσει διαγώνια τη λεωφόρο λόγω της πυκνής τροχαίας κίνησης που υπήρχε στη αντίθετη κατεύθυνση επί της Λεωφ. Δημοσθένη Σεβέρη. Το καθήκον για τη λήψη προφυλακτικών μέτρων μορφοποιείται ενόψει κινδύνου ο οποίος διαφαίνεται κατά λογική πρόβλεψη. Στην υπόθεση Νικολαϊδης & άλλος ν. Κλεοβούλου (1992) 1 ΑΑΔ 422, τονίστηκε ότι:

[…] 

Στην παρούσα υπόθεση καθήκον για την επίδειξη επιμέλειας εκ μέρους του Ενάγοντα έναντι της Εναγόμενης ηγέρθη όταν η Εναγομένη εισήλθε διαγώνια εντός της τρίτης λωρίδας κυκλοφορίας εντός της Λεωφόρου Δημοσθένη Σεβέρη με κατεύθυνση στη οδό Βιζυηνού, την ώρα εκείνη ο Ενάγοντας βρισκόταν πολύ κοντά στο όχημα της Εναγόμενης 3 - 4 μέτρα απόσταση και ενώ οδηγούσε εντός της αριστερής λωρίδας.  Η απόσταση που χώριζε τον Ενάγοντα από το όχημα της Εναγόμενης δεν του άφηνε οποιοδήποτε χρονικό περιθώριο να πάρει οποιαδήποτε αποτρεπτικά μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης.  Κρίνω υπό τις περιστάσεις ότι δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε αμέλεια στον Ενάγοντα.»

 

 

 

Έχει επανειλημμένα τονιστεί, πως δεν μπορεί να καταλογιστεί αμέλεια σε διάδικο ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με ξαφνικό κίνδυνο, όπου σε τέτοια περίπτωση δεν τίθεται θέμα δυνατότητας λήψης μέτρων προς αποφυγή του. Να σημειώσουμε εδώ πως κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η βασική θέση της εφεσείουσας, την οποία υπέβαλε αντεξετάζοντας τον εφεσίβλητο, ήταν ότι: «το δυστύχημα επεσυνέβη λόγω της υπερβολικής σας ταχύτητας». Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε αυτή την υποβολή και επέμενε ότι δεν οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα, ενώ μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι αυτός οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα, δεν υπήρξε. Όσον αφορά στην άλλη θέση της Υπεράσπισης, ότι ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να είχε αντιληφθεί από πιο μεγάλη απόσταση το αυτοκίνητο της εφεσείουσας, και εδώ ο εφεσίβλητος επέμενε απαντώντας ως εξής «Μα πώς να είχα ορατότητα, αφού τα αυτοκίνητα δεξιά για δύο λωρίδες ήταν συνεχώς εκεί. Δεν μπορούσα να δω πίσω από τα αυτοκίνητα από όπου βγήκε η εναγομένη».

 

Τα ευρήματα γεγονότων στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, δικαιολογούσαν την προσέγγιση του πως εν προκειμένω δεν είχε αποδειχθεί συντρέχουσα αμέλεια εκ μέρους του εφεσίβλητου, ο οποίος δικαιολογημένα είχε αντιληφθεί το αυτοκίνητο της εφεσείουσας από πολύ μικρή απόσταση, με αποτέλεσμα να ήταν αδύνατο γι΄ αυτόν να λάβει μέτρα προς αποφυγή του δυστυχήματος. Δεν διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένη αρχή δικαίου ή παραγνώρισε ουσιώδες γεγονός, για να δικαιολογείται η παρέμβαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.  Και ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε με τον τρίτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο:

 

«Λανθασμένα το Δικαστήριο απεδέχθηκε ότι ο Ενάγοντας ελάμβανε ένα ποσό της τάξης των £300 μηνιαίως από την απασχόληση του στην Εταιρεία Magos Carpets και λανθασμένα το Δικαστήριο επεδίκασε ως Ειδικές Αποζημιώσεις το εν λόγω ποσό τόσο για την περίοδο από 01/01/2008 μέχρι την περίοδο 08/10/2008 που καταχωρήθηκε η Έκθεση Απαίτησης και επιπλέον από 09/10/2008 μέχρι 30/06/2017 που εξεδόθη η απόφαση ως Ειδικές Αποζημιώσεις.»

 

 

Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης γίνεται αναφορά πως ο εφεσίβλητος δεν είχε δηλώσει ούτε στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις το κατ΄ ισχυρισμόν εισόδημα των Λ.Κ.300, αλλά ούτε και στις Δηλώσεις Εισοδήματος του προς το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, οι οποίες μάλιστα είχαν υποβληθεί στις 5.8.2008, δηλαδή μετά το επίδικο δυστύχημα. 

 

Ο εφεσίβλητος, αντεξεταζόμενος αναφορικά με τα πιο πάνω, παραδέχθηκε πως «δυστυχώς στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις δηλώναμε ένα μικρό ποσό για λόγους της φορολογίας. Λάθος μας, το οποίο κατάλαβα μετά». Ενώ όσον αφορά στις Φορολογικές Δηλώσεις, τις οποίες, ως ελέχθη, υπέβαλε μετά το επίδικο δυστύχημα, συμφώνησε με την υποβολή του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας πως «Ουδέποτε αυτά τα εισοδήματα τα είχε δηλώσει στον Φόρο Εισοδήματος έστω και αν υπέβαλε τις Δηλώσεις του εκ των υστέρων». Παραδέχθηκε ακόμη πως ούτε η εταιρεία Magos Carpets Ltd εδήλωνε ότι του κατέβαλλε οιονδήποτε ποσό ως μισθό.  

 

Οι πιο πάνω παραδοχές του εφεσίβλητου, απεκάλυπταν  υποβολή εκ μέρους του Δηλώσεων στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες δεν ανταποκρίνοντο στην πραγματικότητα (Ορφανίδου ν. Ορφανίδη (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1889, Φιλίππου κ.ά. ν. Τσολάκη κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1188 και Χαραλάμπους ν. Χριστοφόρου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2812). Στην Τσολάκη (ανωτέρω) ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο ενάγων εκτελούσε εργασία και είχε εισοδήματα από αυτή. Όμως αυτός μέχρι τον τραυματισμό του δεν τηρούσε βιβλία και δεν εξέδιδε αποδείξεις. Κατ΄ επέκταση, δεν κατέβαλλε φόρο εισοδήματος και δεν ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Φ.Π.Α. Στη βάση των πιο πάνω ιδιαίτερων γεγονότων, αποφασίστηκε πως:

 

«Η επίκληση της απόφασης Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1889, δεν ενισχύει τις θέσεις του οδηγού του DAQ 283 γιατί, όπως ορθά υποδεικνύεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Ντάνη Τσολάκη, στην πιο πάνω υπόθεση αποφασίστηκε ότι ένα πρόσωπο που υποβάλλει μια ψευδή φορολογική δήλωση με σκοπό την καταδολίευση του δημοσίου, δεν μπορεί σε μεταγενέστερο στάδιο να προβάλλει ισχυρισμούς οι οποίοι συγκρούονται με το περιεχόμενο της φορολογικής του δήλωσης.»

 

 

Εν προκειμένω, στη βάση των πιο πάνω παραδοχών του εφεσίβλητου, τα όσα αποφασίστηκαν στην απόφαση Ορφανίδης (ανωτέρω), σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, είχαν εφαρμογή. Συνεπώς δεν εδικαιολογείτο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος είχε και αυτό το εισόδημα. Ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος και επιτυγχάνει.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα διατείνεται ότι:

 

«Λανθασμένα το Δικαστήριο επεδίκασε Ειδικές Αποζημιώσεις στον Ενάγοντα για απώλεια απολαβών από 01/01/2008 μέχρι 08/10/2008 ημερομηνία καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης και εν συνεχεία από 09/10/2008 μέχρι έκδοσης της απόφασης ήτοι συνολικά το ποσόν των €113.829,37, αφού ο Ενάγοντας μπορούσε να εργαστεί σε ελαφράς μορφής εργασία και δεν το έπραξε».

 

 

Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε πως δεν υπήρξε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος κατά την πιο πάνω περίοδο, μπορούσε να εργαστεί «σε ελαφράς μορφής εργασία» αλλά δεν εργάστηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έθεσε ενώπιον του το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε κριθεί από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι παρουσιάζει αναπηρία 75%, την ιατρική μαρτυρία, αλλά και τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου ότι από την ημέρα του δυστυχήματος αυτός  δεν είχε εργαστεί (μαρτυρία που δεν απέρριψε), ουσιαστικά έκρινε ότι δικαιολογημένα αυτός, λόγω των σοβαρών τραυματισμών του και των κατάλοιπων από τις κακώσεις, δεν μπορούσε να εργαστεί και δεν εργάστηκε κατά την πιο πάνω περίοδο. Η μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη, δικαιολογούσε το πιο πάνω εύρημα του, και ως εκ τούτου, δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασης μας.  Ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει «απώλεια απολαβών από την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης μέχρι την έκδοση απόφασης ως Ειδικές Αποζημιώσεις».  

 

Οι διάδικοι στις 8.12.2014 είχαν συμφωνήσει κάποιες από τις δικογραφημένες Ειδικές Ζημιές του εφεσίβλητου. Δεν είχαν συμφωνηθεί οι Ειδικές Ζημιές που αξιώνονταν για την περίοδο 6.9.2007 μέχρι την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης, ενώ παρέμενε επίδικη και η δικογραφημένη αξίωση Β1, σύμφωνα με την οποία «Ο ενάγων θα αξιώσει την απώλεια των ημερομισθίων και/ή απολαβών και/ή ωφελημάτων υπό μορφή Ειδικών Αποζημιώσεων από της καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης μέχρι την ακρόαση και έκδοση απόφασης της αγωγής». Στη βάση των πιο πάνω, δεν διαπιστώνουμε πώς νομιμοποιείται σήμερα η εφεσείουσα να υποστηρίζει με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις για την απώλεια απολαβών μέχρι την έκδοση της απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, να επαναλάβουμε αυτό που λέχθηκε στην υπόθεση  Μιχαήλ κ.ά. ν. Φίλιου  Γ. Συκοπετρίτη Λτδ κ.ά. (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1049, ότι:

 

… εφόσον η ζημία, η οποία προκύπτει στο ενδιάμεσο, μεταξύ του δυστυχήματος και της δίκης, αποκρυσταλλώνεται και είναι δεκτική αριθμητικού υπολογισμού, επιδικάζεται η συγκεκριμένη ζημία υπέρ του ενάγοντος, υπό τον όρο, τυπικό κατ' ουσία, της θεσμικής εναρμόνισης της έκθεσης απαιτήσεως με τα δεδομένα της απόφασης του δικαστηρίου.

[…]

Ανεξάρτητα από τη δυνατότητα εναρμόνισης της δικογραφίας με τα δεδομένα της μαρτυρίας και της απόφασης ως προς την απόδοση αποζημιώσεων υπό μορφή ειδικής ζημίας, η ανάκτηση της ζημίας, την οποία υφίσταται ο ενάγων, ως αποτέλεσμα του αστικού αδικήματος, στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του δυστυχήματος και της δίκης, δύναται να διεκδικηθεί ως αποζημίωση. Είναι λόγοι δικονομικής τάξης και όχι οποιαδήποτε αρχή δικαίου, που επιβάλλει την εξειδίκευση ζημίας η οποία είναι μετρήσιμη. Το κριτήριο για την ανάκτηση ζημίας είναι το ίδιο σ' όλες τις περιπτώσεις. η απόρροιά της από τη ζημιογόνο πράξη.»

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Παραμένει ο έκτος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο «προσδιόρισε τις αποζημιώσεις για απώλεια μελλοντικής Εισοδηματικής Ικανότητας του Ενάγοντα στο ποσό των €40.000, ενώ το ποσό που έπρεπε να επιδικαστεί δεν μπορούσε να υπερβεί τις €20.000».

 

Να σημειώσουμε πως το Δικαστήριο έκρινε, για σκοπούς απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων, πως ο εφεσίβλητος «είναι δυνατόν να εργαστεί σε ελαφράς μορφής καθιστική εργασία ή εργασία γραφείου».  Αφού διαπίστωσε πως ενώπιον του δεν είχε τεθεί μαρτυρία σε σχέση με «το εισόδημα που θα μπορούσε να εξασφαλίσει με μία καθιστική και ελαφράς μορφής εργασία, εργασία γραφείου», καθόρισε τις αποζημιώσεις για απώλεια μελλοντικών απολαβών, με ένα κατ΄ αποκοπή ποσό ύψους €40.000.

 

Είναι γνωστό πως εκεί όπου υπάρχουν τα δεδομένα τα οποία επιτρέπουν αριθμητικό προσδιορισμό της μελλοντικής ζημιάς, η  μέθοδος του πολλαπλασιαστή και του  πολλαπλασιαστέου, θα πρέπει να χρησιμοποιείται, αφού αυτή είναι εγκυρότερη. Εκεί όμως που δεν υπάρχουν αυτά τα δεδομένα, η εν λόγω ζημιά συμπλέκεται με τις γενικές αποζημιώσεις και αποτιμάται κάτω από πλατιά σκοπιά, υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης (Κωμιάτη ν. Πόλιτσου κ.ά. (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 226.). Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να υπολογίσει τη μελλοντική απώλεια απολαβών, με ένα κατ΄ αποκοπή ποσό. Αυτό που αμφισβητείται είναι το ύψος του επιδικασθέντος ποσού, το οποίο η εφεσείουσα ουσιαστικά θεωρεί έκδηλα υπερβολικό.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την πιο πάνω αξίωση, και αφού σημείωσε ότι «αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγων είναι ανίκανος να εκτελεί εργασία που απαιτεί ορθοστασία και περπάτημα με παρατεταμένη καταπόνηση του ισχίου. Έχει προσδιοριστεί από τις κοινωνικές ασφαλίσεις ότι η αναπηρία του Ενάγοντα υπολογίζεται ότι είναι 75%, και είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι είναι δυνατόν να εργαστεί σε ελαφράς μορφής καθιστική εργασία γραφείου», επεδίκασε το ποσό των €40.000. Αφού λάβαμε υπόψη τα πιο πάνω, και χωρίς να αγνοούμε τα υπόλοιπα δεδομένα της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο εφεσείων κατά τον χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης ήταν πλέον ηλικίας 43 ετών περίπου, κρίνουμε ότι το επιδικασθέν ποσό των €40.000, συνιστά εύλογη αποζημίωση και συνεπώς δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης μας. Ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Εν κατακλείδι, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, ως πιο πάνω.               Εάν ο μαθηματικός μας υπολογισμός είναι ορθός, το συνολικό ποσό που επιδικάστηκε αδικαιολόγητα ανέρχεται σε €60.380. Ως εκ τούτου, το εν λόγω ποσό θα πρέπει να αφαιρεθεί, και αφαιρείται, από το ποσό των €166.829,37 που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επιδικάσει. Αφαιρουμένου του ποσού των €60.380 παραμένει το ποσό των €106.449,37. Η εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τις ειδικές αποζημιώσεις διαφοροποιείται ούτως ώστε αυτή να αφορά σε €106.449,37.

 

 

Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας, μειωμένα, τα οποία καθορίζουμε μετά τη μείωση σε €1.500, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

                                                               Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο