ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, Αρ. Αίτησης 6/2025, 11/6/2025
print
Τίτλος:
ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, Αρ. Αίτησης 6/2025, 11/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν. 33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ  

(Αρ. Αίτησης 6/2025)

 

11 Ιουνίου, 2025

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ.Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 18/2025, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 4/2/2025, ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

Αιτητή,

ν.

                     

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

                                                                            Καθ’ ου η Αίτηση.

 

.......................

 

Επαμεινώνδας Κορακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή. 

Σπύρος Χρυσοστόμου, Δημόσιος Κατήγορος, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο έξι «νομικών θεμάτων» δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, N.33/1964, ως έχει τροποποιηθεί,.

Η διαδικασία μέχρι και την υποβολή της παρούσας Αίτησης ξεκίνησε με την απόφαση ημερ. 22.1.2025 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία απερρίφθη η αίτηση προσωποκράτησης υπ’ αρ. 21/2015 εναντίον του Αιτητή. Με την αίτηση ζητείτο η προσωποκράτηση του Αιτητή για οκτώ μέρες, σε σχέση με τη διερεύνηση αδικημάτων αθέμιτης κτήσης περιουσιακού οφέλους, δεκασμού δημόσιου λειτουργού, κλοπής υπό δημόσιου λειτουργού, κατάχρησης εξουσίας, δόλου και κατάχρησης εμπιστοσύνης, καθώς και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μοναδική μαρτυρία που ενέπλεκε τον Αιτητή στα εν λόγω αδικήματα προέρχετo από την κατάθεση της παραπονούμενης, σύμφωνα με την οποία λίγες μέρες μετά από ένα ατύχημα που αυτή είχε με το αυτοκίνητο της, της τηλεφώνησε ο Αιτητής, αστυνομικός, για να προσέλθει στον αστυνομικό σταθμό όπου και της έλαβε κατάθεση. Ο Αιτητής την πληροφόρησε ότι η ίδια προκάλεσε ατύχημα με το αυτοκίνητο της και ζημιά σε μια πινακίδα καταστήματος και ότι η ζημιά ανήλθε στα €600. Η παραπονούμενη τότε πήγε στην Τράπεζα και αφού έλαβε το εν λόγω χρηματικό ποσό, επέστρεψε στον σταθμό και παρέδωσε τα χρήματα στον Αιτητή για να διευθετήσει την πληρωμή εκ μέρους της για τη ζημιά. Ο Αιτητής τη διαβεβαίωσε ότι θα το κανόνιζε, ενώ τελικώς διεφάνη ότι δεν προκλήθηκε οποιαδήποτε ζημιά και ότι δεν υπήρξε οποιοδήποτε παράπονο για το ατύχημα. Ο Αιτητής συνελήφθη και ανακρινόμενος προφορικά, αρνήθηκε ανάμειξη και δήλωσε ότι κάποιος άγνωστος άντρας που βρισκόταν στη σκηνή του ατυχήματος είπε ότι η παραπονούμενη προκάλεσε ζημιά στην πινακίδα, ενώ ο ίδιος δεν εντόπισε τέτοια ζημιά.

Η Αστυνομία ζήτησε την προσωποκράτηση του και το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης δημιουργούσε μόνο απλές υπόνοιες που δεν αρκούσαν για σκοπούς προσωποκράτησης. Ακόμα και αν θεωρούσε ότι οι υπόνοιες ήταν εύλογες και γνήσιες, και πάλι θα κατέληγε πως δεν προέκυπτε κίνδυνος επηρεασμού του ανακριτικού έργου ή διαφυγής του Αιτητή στις μη ελεγχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επομένως, κατέληξε ότι δεν υπήρχε αναγκαιότητα κράτησης του Αιτητή, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν θα υπερέβαινε τη μια μέρα.

Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρισε έφεση εναντίον της εν λόγω απόφασης. Το Εφετείο εξέδωσε απόφαση στις 4.2.2025, με την οποία κατέληξε πως υπήρχε μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογη υπόνοια περί διάπραξης των αδικημάτων και περί εμπλοκής του Αιτητή σε αυτά και ότι η κράτηση του ήταν αναγκαία για το χρονικό διάστημα των τριών ημερών προς ολοκλήρωση του ανακριτικού έργου. Λόγω του ότι μέχρι την ακρόαση της έφεσης είχαν παρέλθει έξι μέρες, το Εφετείο θεώρησε ότι «το εναπομείναν ανακριτικό έργο θα μπορούσε να είχε ολοκληρωθεί εντός του χρόνου που δικαιολογείτο αρχικώς και πως εν πάση περιπτώσει δεν παρίσταται ανάγκη ούτε εξυπηρετεί σε οτιδήποτε πλέον η παραπομπή σε αστυνομική κράτηση». Ως εκ τούτου κατέληξε ότι η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, χωρίς να εκδοθεί οποιαδήποτε άλλη διαταγή.

Τα «νομικά θέματα», όπως διατυπώνονται στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων, είναι τα ακόλουθα:

1.   Κατά πόσο μια γραπτή κατάθεση στην Αστυνομία που αποδίδει σε κάποιο πρόσωπο τη διάπραξη αδικήματος είναι πάντοτε από μόνη της στοιχείο που δημιουργεί εύλογη υποψία για την προσωποκράτηση αυτού ή κατά πόσο το εύλογο της υποψίας εξαρτάται από όλα τα γεγονότα και πληροφορίες που κατέχει η Αστυνομία που θα ικανοποιούσαν ένα αντικειμενικό παρατηρητή ότι ο συλληφθείς μπορεί να έχει διαπράξει αδίκημα.

 

2.   Κατά πόσο σε αίτηση για προσωποκράτηση, η αξιολόγηση των γεγονότων για τη διαπίστωση της εύλογης υποψίας εμπίπτει αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή κατά πόσο το Εφετείο μπορεί να επέμβει με τη δική του αξιολόγηση των γεγονότων και να ασκήσει τη δική του διακριτική ευχέρεια.

 

3.   Κατά πόσο κατά την εξέταση έφεσης είναι ορθό και δίκαιο το Εφετείο να προβαίνει σε ερμηνεία των αναφορών του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να καταλήγει ότι αυτό υπαινισσόταν κάτι άλλο από αυτό που καταγράφεται στην απόφαση και να εξετάζει αποσπασματικά τις αναφορές του.

 

4.   Κατά πόσο μια δικαστική απόφαση για προσωποκράτηση θα πρέπει να αιτιολογείται ως προς τη διάρκεια της κράτησης.

 

5.   Κατά πόσο είναι ορθό ή επιτρεπτό, κατά την εκδίκαση έφεσης για προσωποκράτηση, να λαμβάνει ενημέρωση για την πρόοδο του ανακριτικού έργου ώστε να αποφασίσει κατά πόσο θα εκδώσει κατ’ έφεση διάταγμα προσωποκράτησης και ειδικά χωρίς να δίδει τη δυνατότητα στην πλευρά του εφεσίβλητου να αντεξετάσει.

 

6.   Κατά πόσο έφεση που παύει να έχει αντικείμενο ή η οποία, με την εκδίκαση της, δεν μπορεί και δεν δίδεται θεραπεία, θα πρέπει να οδηγηθεί σε διακήρυξη επιτυχίας της έφεσης χωρίς κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

 

Οι λόγοι για τους οποίους ζητείται άδεια αφορούν στο ότι το Εφετείο διαφοροποιήθηκε από την πάγια νομολογία, ότι η απόφαση του Εφετείου οδηγεί σε άδικα και αδικαιολόγητα συμπεράσματα και ότι είναι αναγκαία η ορθή ερμηνεία νομοθετικών διατάξεων.

Με την ένσταση ο Καθ’ ου η Αίτηση ισχυρίζεται ότι τα «νομικά θέματα» δεν εμπίπτουν σε οποιοδήποτε από τα ζητήματα που αναφέρονται στο άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/1964, ότι στην ουσία επιζητείται απόφαση επί της ορθότητας της απόφασης του Εφετείου  και ότι το Εφετείο παρέπεμψε και εφάρμοσε την πάγια νομολογία.

Το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/1964 προνοεί ότι άδεια δίδεται νοουμένου ότι η αίτηση αφορά σε νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου «τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκούμενη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία». Χρήσιμη καθοδήγηση επί της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου προσφέρει η απόφαση στην υπόθεση Artio Designs Ltd v. Stephen Van Zupthen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30.1.2024.

Η πρώτη επιφύλαξη του εν λόγω άρθρου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν.           

          Τόσο στην προαναφερόμενη απόφαση όσο και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Νίκου Εγγλέζου κ.ά, Αρ. Αίτησης 12/2024, ημερ. 9.7.2024, επισημαίνεται ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις θα πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια αμιγώς νομικό θέμα, ούτως ώστε η απάντηση του να αφορά όχι μόνο στην υπό κρίση υπόθεση, αλλά και να αποτελεί γενικότερη καθοδήγηση επί του θέματος.

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3.6.2024, λέχθηκε πως «η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου».

Αναφορικά με τους προβαλλόμενους λόγους, κρίνουμε σκόπιμο να παραπέμψουμε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Μάριου Γαβριηλίδη κ.ά., Αίτηση Αρ. 2/2024, ημερ. 11.11.2024, στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με το τι συνιστά «διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας»:

«Η αναφορά στο περιεχόμενο του «Νομικού Θέματος» σε «πάγια νομολογία» και ότι «δημιουργούνται αντιφατικές αποφάσεις», δεν θα πρέπει να αφεθεί να προκαλέσει σύγχυση. Ότι δηλαδή το «Νομικό Θέμα» συναρτάται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου. Η πρώτη περίπτωση είναι όταν το Εφετείο εφάρμοσε την πάγια νομολογία, αλλά ο αιτητής εισηγείται ότι αυτή δικαιολογείται να διαφοροποιηθεί. Η δεύτερη περίπτωση είναι όταν εγείρεται ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου και όχι όταν η απόφαση του Εφετείου, κατά την εισήγηση του αιτητή, συγκρούεται με την πάγια νομολογία.»

Όσον δε αφορά στην κατ’ ισχυρισμό αναγκαιότητα της ορθής ερμηνείας νομοθετικών διατάξεων, ο Αιτητής προβαίνει σε μια γενική και αόριστη αναφορά στις νομοθετικές διατάξεις «που δίδουν εξουσία στο Εφετείο να δέχεται περαιτέρω μαρτυρία», χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό. 

Αναφορικά με το πρώτο θέμα, αυτό δεν παραπέμπει σε οποιοδήποτε νομικό ζήτημα προς εξέταση, αλλά ουσιαστικά στην ορθότητα της απόφασης του Εφετείου. Εξ ου και στην αιτιολογία αυτού, αποδίδεται πως η απόφαση του Εφετείου ότι η γραπτή κατάθεση της παραπονούμενης ήταν επαρκής για έγκριση της αίτησης «αποτελεί επικίνδυνη εκτροπή από την Κυπριακή νομολογία και τη Νομολογία του ΕΔΑΔ». Η περαιτέρω αναφορά στην αιτιολογία ότι πρόκειται για νομικό θέμα «υψίστης σημασίας … διότι επηρεάζει το δικαίωμα στην ελευθερία» παραπέμπει στον τρόπο προσέγγισης αυτού του θέματος από το Εφετείο και όχι σε κάποιο νομικό ζήτημα το οποίο χρήζει ερμηνείας ή διασαφήνισης. Άλλωστε, η νομολογία επί των αρχών που διέπουν την προσωποκράτηση και ειδικότερα τη μαρτυρία που απαιτείται για τη διάπραξη αδικήματος και για τη δημιουργία εύλογης υπόνοιας ότι ο ύποπτος εμπλέκεται σε αυτό, είναι διαχρονικά διασαφηνισμένη. Σε αυτή μάλιστα, γίνεται εκτενής παραπομπή στην απόφαση του Εφετείου.

Οι ίδιες διαπιστώσεις ισχύουν και για το δεύτερο θέμα. Και πάλι στην αιτιολογία, αποδίδεται ότι με την απόφαση του Εφετείου «γίνεται μια άδικη και αδικαιολόγητη παρερμηνεία των αναφορών του πρωτόδικου Δικαστηρίου … και ουσιαστικά υποκαθίσταται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την υποκειμενική κρίση του Εφετείου». Και επί τούτου, έχει πολλάκις λεχθεί πότε δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου σε αίτηση προσωποκράτησης. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Σιμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160 και Στυλιανού v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 267/2018, ημερ. 12.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B399, στις οποίες αναφέρθηκε και το Εφετείο.

Το τρίτο νομικό θέμα και πάλι αφορά στην ορθότητα της απόφασης του Εφετείου. Κατ’  αρχάς ο αποδιδόμενος υπαινιγμός από το Εφετείο αφορά στην παραπομπή αυτολεξεί των όσων ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και όχι σε συμπεράσματα του Εφετείου. Ο Αιτητής επαναλαμβάνει ότι ο τρόπος εξέτασης της εν λόγω απόφασης από το Εφετείο οδηγεί σε άδικα και αδικαιολόγητα συμπεράσματα, προσβάλλοντας έτσι την απόφαση του Εφετείου.

Το τέταρτο νομικό θέμα ουδόλως χρήζει ερμηνείας ή διασαφήνισης. Είναι πάγια νομολογιακή αρχή ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να αιτιολογείται. Εδώ κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι για να δικαιολογείται η χορήγηση άδειας δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/1964, το νομικό θέμα θα πρέπει όχι μόνο να προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου αλλά και να είναι τέτοιο που πράγματι χρήζει ερμηνείας για τους λόγους που προσδιορίζονται στο άρθρο 9(3)(γ), ούτως ώστε να υπάρξει καθαρή καθοδήγηση επί τούτου από το Ανώτατο Δικαστήριο στην τριτοβάθμια του δικαιοδοσία. Δεν νοείται να δίδεται άδεια για νομικά θέματα τα οποία έχουν επανειλημμένα απασχολήσει τα Δικαστήρια με σαφή και συνεπή νομολογία.

Το πέμπτο ερώτημα ακριβώς θέτει κατά πόσο το Εφετείο ενήργησε ορθά με το να ενημερωθεί για την πρόοδο του ανακριτικού έργου, κατά την εκδίκαση της Έφεσης ενώπιον του. Και πάλι αυτό άπτεται της ορθότητας της προσέγγισης του Εφετείου και δεν εγείρει κάποιο νομικό ζήτημα που χρήζει ερμηνείας.  

Και το έκτο θέμα κινείται ακριβώς στο ίδιο πλαίσιο, καθότι αφενός το ζήτημα του τι γίνεται με τη διαδικασία όταν αυτή παύει να έχει αντικείμενο είναι διασαφηνισμένο από τη νομολογία ενώ το κατά πόσο το Εφετείο δικαιούτο να προβεί στην εν λόγω κατάληξη του αφορά την ορθότητα αυτής και όχι νομικό θέμα.

Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την έγκριση της Αίτησης.

Η Αίτηση απορρίπτεται.

€1.500 έξοδα Αίτησης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

         

                                                         Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                    

                                                           Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο