
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 66/2025)
(i-justice)
2 Ιουνίου, 2025
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ J. J. R. ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΑΓΓΛΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ GBR [ ], ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΓΙΑ ΛΗΨΗ ΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ (DNA) ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΩΝ, ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 05/25 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 03/02/2025.
Β. Ακάμας με Γ. Εφφέ για Γιάννης Πολυχρόνης ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Β. Μπίσσα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄ και Ν. Ζησίμου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.
______________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στις 18/3/2025 είχε χορηγηθεί από το Δικαστήριο άδεια στον Αιτητή για την καταχώριση Αίτησης δια Κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση του Διατάγματος, ημερ. 3/2/2025, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (εφεξής το Κατώτερο Δικαστήριο) δια του οποίου επετράπη η υποχρεωτική λήψη παρειακών επιχρισμάτων (σάλιου) για σκοπούς DNA και δακτυλικών και παλμικών αποτυπωμάτων του Αιτητή.
Ο Αιτητής είχε συλληφθεί την 1/2/2025 ως ύποπτος για αδικήματα σε σχέση με ναρκωτικά. Ενώ τελούσε υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος προσωποκράτησης για σκοπούς διερεύνησης των αδικημάτων, του ζητήθηκε στις 2/2/2025 να δώσει δείγμα γενετικού υλικού (δείγματα σάλιου) και δαχτυλικά και παλμικά αποτυπώματα και αυτός αρνήθηκε. Η Αστυνομία αποτάθηκε στο Κατώτερο Δικαστήριο και εξασφάλισε στις 3/2/2025 το επίδικο Διάταγμα.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου την 1/2/2025, κατόπιν σχετικής παρακολούθησης, ο Αιτητής ανεκόπη στο χώρο στάθμευσης υπεραγοράς. Η ανακοπή του έγινε μετά που αυτός εξήλθε της υπεραγοράς, πλησίασε συγκεκριμένο όχημα και, αφού άνοιξε το χώρο αποσκευών του οχήματος, προσπαθούσε να ξετυλίξει συσκευασία που δεν υπήρχε προηγουμένως στο καρότσι. Κατά την ανακοπή ο Αιτητής κρατούσε μία νάιλον διαφανή συσκευασία που περιείχε ξηρή φυτική ύλη κάνναβης, βάρους ενός κιλού περίπου, την οποία προσπαθούσε να ξετυλίξει από τη συσκευασία που θεάθηκε να κρατεί προηγουμένως. Ακολούθησε η σύλληψη του για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄. Κατά τη διάρκεια έρευνας που διενεργήθηκε στη συνέχεια στο αυτοκίνητο του Αιτητή, κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του, παρελήφθη νάιλον διαφανή συσκευασία που βρισκόταν στο χώρο αποσκευών, η οποία, όπως διαπιστώθηκε, περιείχε κάνναβη βάρους ενός κιλού περίπου. Σύμφωνα με τον Όρκο, κρίθηκε αναγκαία η λήψη σάλιου από τον Αιτητή για απομόνωση γενετικού υλικού για να διαπιστωθεί κατά πόσο το γενετικό υλικό του Αιτητή μπορούσε να συνδεθεί με τα σακούλια των ναρκωτικών που εντοπίστηκαν στο όχημά του, καθώς και η λήψη αποτυπωμάτων για να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτός είχε αγγίξει τα σακούλια ώστε να ταυτιστεί η κατοχή τους με τον ίδιο. Το Διάταγμα που εξεδόθη από το Κατώτερο Δικαστήριο εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25(1) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν. 73(Ι)/2004, επί του οποίου βασίζετο και η σχετική αίτηση της Αστυνομίας «για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για τους σκοπούς της διερεύνησης των υπό διερεύνηση αδικημάτων».
Το εν λόγω Άρθρο προβλέπει για τη λήψη «από οποιοδήποτε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση, για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος: (α) μετρήσεις, φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα, αποτυπώματα παλάμης και πέλματος, δείγματα γραφικού χαρακτήρα, αποκόμματα ονύχων, δείγματα τριχών, σάλιου, κατάλοιπα ξένης ουσίας στο σώμα οποιουδήποτε από τα πρόσωπα αυτά με συναίνεσή του ή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου, αν αυτό δεν συναινεί». Το εδάφιο (3) του Άρθρου 25 προνοεί ότι: «Πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση και αρνείται ή παρεμποδίζει ή δεν επιτρέπει να ληφθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος».
Η άδεια δόθηκε αφού διαπιστώθηκε ότι υφίστατο συζητήσιμο ζήτημα ότι το Άρθρο 25 των περί Αστυνομίας Νόμων του 2004 έως 2023 δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το Διάταγμα, παραβιάζει το Άρθρο 15 του Συντάγματος και δεν είναι συμβατό με την ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2016/680 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης – πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Άδεια δόθηκε και στη βάση του ότι υφίστατο συζητήσιμο ζήτημα ότι το Διάταγμα εκδόθηκε χωρίς να εξεταστεί η αναγκαιότητα του.
Κρίνεται σκόπιμο εξαρχής να επισημανθεί ότι ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν. 73(Ι)/2004 με το Άρθρο 15 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, μπορεί να ελεγχθεί μόνο σε περίπτωση που ο Αιτητής δεν επιτύχει την ακύρωση του Διατάγματος στη βάση της μη συμβατότητας του Άρθρου 25 με τη σχετική Οδηγία 2016/680, καθώς και της διαπίστωσης της μη αναγκαιότητας για την έκδοση του.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες υιοθέτησαν, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους.
Αποτέλεσε θέση του Αιτητή όπως προωθήθηκε μέσω του ευπαιδεύτου συνηγόρου του ότι το Άρθρο 25 του Νόμου παραβιάζει την Οδηγία 2016/680, καθώς θεσπίζει ένα σύστημα ευρείας και χωρίς διάκριση εξουσιοδότησης για τη συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από κάθε άτομο που τελεί υπό κράτηση για οποιοδήποτε αδίκημα. Η ρύθμιση αυτή, όπως υποστηρίχθηκε, δεν προβλέπει την υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να αξιολογήσει και να αποδείξει ότι: (α) η συλλογή των εν λόγω δεδομένων είναι απολύτως αναγκαία για την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών, και (β) οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν με ηπιότερα μέτρα που θα επέφεραν μικρότερη παρέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων. Αποτέλεσε περαιτέρω θέση του κ. Εφφέ ότι το Άρθρο 25 επιτρέπει τη λήψη βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από κάθε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη σύλληψη, ανεξάρτητα από το αν τα δεδομένα αυτά σχετίζονται με τα αδικήματα για τα οποία το εν λόγω πρόσωπο βρίσκεται υπό κράτηση και ανεξαρτήτως της φύσης και της σοβαρότητας του αδικήματος, γεγονός που αντιβαίνει, ως τονίσθηκε, τις αρχές ελαχιστοποίησης των δεδομένων και της αναλογικότητας που απορρέουν από την Οδηγία 2016/680.
Αντίθετη υπήρξε η θέση της κας Ευθυβούλου. Αφού αναφέρθηκε στα Άρθρα 4, 8 και 10 της Οδηγίας, υποστήριξε ότι το Άρθρο 25 παρέχει ως εθνική νομοθεσία όλα εκείνα που επιβάλλεται να ενυπάρχουν από την Οδηγία ώστε να είναι νόμιμη και δεν επιτρέπει την υπερβολική ή γενική συλλογή βιομετρικών δεδομένων. Η πιο πάνω κατάληξη στηρίχθηκε στο ότι, σύμφωνα με τη σχετική τοποθέτηση, το εν λόγω Άρθρο:
1. Επιβάλλει σε βαθμούχο την άσκηση διακριτικής ευχέρειας συλλογής προσωπικών δεδομένων, συνεπώς εξετάζεται το θέμα της αναγκαιότητας.
2. Προϋποθέτει ότι το υποκείμενο επεξεργασίας είναι πρόσωπο το οποίο τελεί υπό νόμιμη κράτηση και συνεπώς έχει ήδη αποφασιστεί από Δικαστή η εύλογη υπόνοια διάπραξης ποινικού αδικήματος.
3. Καταγράφει με σαφήνεια το σκοπό που είναι η διερεύνηση οποιουδήποτε αδικήματος, σκοπός που νομιμοποιεί την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
4. Καταγράφει τα είδη προσωπικών δεδομένων που δύνανται να συλλεχθούν είτε με την συναίνεση είτε κατόπιν δικαστικού διατάγματος, προϋπόθεση που τίθεται από την Οδηγία.
5. Προβλέπει σε καθορισμένο χρονικό στάδιο την καταστροφή ή παράδοση των συλλεχθέντων δεδομένων στο υποκείμενο επεξεργασίας.
Η κα Ευθυβούλου επικαλέστηκε, επίσης, ως αρχή του ενωσιακού δικαίου, ότι ένας νόμος διαβάζεται με τρόπο ώστε να θεωρείται συμβατός με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία και όπου το λεκτικό ενός νόμου μπορεί να ερμηνευτεί με τρόπο αρμονικό προς ένα εναρμονιστικό νομοθέτημα, αυτό γίνεται.
Έχω εξετάσει με προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και όλες τις εισηγήσεις που έχουν προβληθεί αναφορικά με τα ζητήματα που εγείρονται στο πλαίσιο της παρούσας.
Τα Άρθρα της Οδηγίας 2016/680 τα οποία σχετίζονται με την επιχειρηματολογία που προωθήθηκε εκατέρωθεν είναι τα ακόλουθα:
«Άρθρο 4
Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:
α) υποβάλλονται σε σύννομη και δίκαιη επεξεργασία•
β) συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς•
γ) είναι κατάλληλα, συναφή και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία•
………………………………………………………………………………….
Άρθρο 8
Νομιμότητα της επεξεργασίας
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η επεξεργασία είναι σύννομη μόνον εάν και στον βαθμό που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκείται από αρχή αρμόδια για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών.
2. Το δίκαιο κράτους μέλους που ρυθμίζει την επεξεργασία στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας καθορίζει τουλάχιστον τους στόχους της επεξεργασίας, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία και τους σκοπούς της επεξεργασίας.
………………………………………………………………………………….
Άρθρο 10
Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού
Χαρακτήρα
Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων για την αποκλειστική ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου ή δεδομένων που αφορούν στην υγεία ή τη σεξουαλική ζωή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό επιτρέπονται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίες, με την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων και εφόσον:
α) επιτρέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών•
β) επιβάλλονται για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου• ή
γ) η επεξεργασία αυτή αφορά σε δεδομένα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων.»
Στην υπόθεση C-205-21, ημερ. 26/1/2023 στην οποία παρέπεμψε η πλευρά του Αιτητή και η οποία αφορούσε προδικαστική παραπομπή με αντικείμενο τη συμβατότητα νομοθετικής πρόνοιας του Βουλγάρικου Δικαίου με την Οδηγία 2016/680, το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι:
«3) Το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής,
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συστηματική συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος προς τον σκοπό της καταγραφής τους, χωρίς να προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να διαπιστώσει και να καταδείξει, αφενός, κατά πόσον η συλλογή αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση των συγκεκριμένων σκοπών που επιδιώκονται και, αφετέρου, ότι δεν είναι δυνατή η επίτευξη των σκοπών αυτών με μέτρα που συνιστούν λιγότερο σοβαρή επέμβαση στα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων.»
Στη σκέψη 128 της πιο πάνω Απόφασης καταγράφεται ότι «…γίνεται δεκτό ότι εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συστηματική συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κάθε προσώπου που κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος είναι, κατ’ αρχήν, αντίθετη προς την απαίτηση του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, κατά την οποία η επεξεργασία των ειδικών κατηγοριών δεδομένων που προβλέπει το άρθρο αυτό πρέπει να επιτρέπεται «μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαία».
Εναπόκειται δε στο εθνικό Δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσο με την εθνική νομοθεσία διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του Άρθρου 10 της Οδηγίας. Ειδικότερα, όπως καταγράφεται στη σκέψη 133 της πιο πάνω Απόφασης, το εθνικό Δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει κατά πόσο «το εθνικό δίκαιο επιτρέπει να εκτιμηθεί η «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής τόσο των βιομετρικών όσο και των γενετικών δεδομένων του υποκειμένου των δεδομένων προς τον σκοπό της καταγραφής τους. Μεταξύ άλλων, πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να μπορεί να εξακριβωθεί αν η φύση και η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο είναι ύποπτο το υποκείμενο των δεδομένων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας της κύριας δίκης, ή αν άλλα κρίσιμα στοιχεία, όπως αυτά περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 132 της παρούσας απόφασης, μπορούν να αποτελέσουν περιστάσεις ικανές να στοιχειοθετήσουν τέτοια «απόλυτη ανάγκη»».
Τα κρίσιμα στοιχεία για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 132 είναι μεταξύ άλλων:
«η φύση και η σοβαρότητα της πιθανολογούμενης παράβασης για την οποία κατηγορείται, οι ειδικές περιστάσεις της παράβασης, η ενδεχόμενη σύνδεση της εν λόγω παράβασης με άλλες εκκρεμείς διαδικασίες, το ποινικό του μητρώο ή το ατομικό προφίλ του οικείου προσώπου.»
Εξέταση του Άρθρου 25 του Νόμου αναδεικνύει ότι αυτό διαλαμβάνει γενική και χωρίς διάκριση εξουσία της Αστυνομίας προς λήψη αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού «από οποιοδήποτε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση, για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος». Μοναδικό κριτήριο για τη λήψη τέτοιων δεδομένων αποτελεί το γεγονός της κράτησης ή της αστυνομικής επιτήρησης. Είναι αρκετό να υφίσταται το καθεστώς της νόμιμης κράτησης ανεξαρτήτως της φύσης και της σοβαρότητας του αδικήματος που αυτή αφορά. Επιπλέον, εκεί όπου η λήψη αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού γίνεται για σκοπούς διερεύνησης αδικήματος, όπως είναι διατυπωμένη η πρόνοια του Άρθρου 25 του Νόμου, δεν απαιτείται η διασύνδεση του αδικήματος με το λόγο για τον οποίο το πρόσωπο κρατείται ή υπόκειται σε επιτήρηση. Για να το θέσουμε διαφορετικά, το Άρθρο 25 επιτρέπει τη λήψη βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από κάθε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη σύλληψη ανεξάρτητα από το αν τα δεδομένα αυτά σχετίζονται με τα αδικήματα για τα οποία το εν λόγω πρόσωπο βρίσκεται υπό κράτηση. Πλέον σημαντικό είναι και το ότι η αναγκαιότητα λήψης τέτοιου υλικού για σκοπούς διερεύνησης του αδικήματος ή του αδικήματος για το οποίο τελεί υπό κράτηση το πρόσωπο, δεν αποτελεί προϋπόθεση στο Νόμο.
Είναι σαφές, με βάση όλα τα πιο πάνω, ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 25 αντιβαίνουν τις βασικές αρχές που απορρέουν από την Οδηγία 2016/680, ήτοι της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και, ως τέτοιες, δεν είναι συμβατές με αυτή. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να εφαρμοστεί, στην προκείμενη περίπτωση, η προσέγγιση που η κα Ευθυβούλου εισηγήθηκε για ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας με τρόπο συμβατό με την ενωσιακή νομοθεσία.
Αποτέλεσε περαιτέρω θέση της κας Ευθυβούλου ότι σε περίπτωση που το επίδικο Διάταγμα κριθεί αναγκαίο και ανάλογο με το σκοπό που επιδιώκετο στη βάση όλων των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν υπάρχει περιθώριο ακύρωσης. Στο βαθμό που με την πιο πάνω θέση υπονοείται ότι δεν είναι κάθε διάταγμα που εκδίδεται με βάση το Άρθρο 25 μη συμβατό με την Οδηγία, η εν λόγω προσέγγιση είναι ορθή. Εφόσον το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 25 του Νόμου εφαρμόζει τις προϋποθέσεις που τίθενται στην Οδηγία 2016/680 δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της και των δικαιωμάτων που αυτή διασφαλίζει. Εναπόκειται στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση με βάση το Άρθρο 25 να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις της Οδηγίας 2016/680.
Στη βάση των πιο πάνω και με δεδομένο ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση δόθηκε άδεια και για το λόγο ότι το επίδικο Διάταγμα είχε εκδοθεί χωρίς να εξεταστεί η αναγκαιότητα του, είναι σημαντικό να διερευνηθεί το κατά πόσο το Κατώτερο Δικαστήριο είχε εξετάσει αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που τίθενται με την Οδηγία 2016/680. Όπως προκύπτει από την Απόφαση, το Κατώτερο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την αίτηση σε συνάρτηση και με τις πρόνοιες του Άρθρου 10 της Οδηγίας 2016/680, έκρινε ότι η έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος ήταν, υπό τις περιστάσεις, «αναγκαία και αναλογική προς το σκοπό που επιδιώκεται» στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:
«Συγκεκριμένα, έχω ικανοποιηθεί ότι η λήψη και επεξεργασία των δεδομένων του υπόπτου που ζητούνται και προσδιορίζονται στην τελευταία παράγραφο της δεύτερης σελίδας της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, είναι, υπό τις περιστάσεις, αναγκαία και αναλογική προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της αποτελεσματικής διερεύνησης της υπόθεσης που η Υ.ΚΑ.Ν Αμμόχωστου διερευνά εναντίον του ύποπτου και ότι ο σκοπός αυτός δεν δύναται να επιτευχθεί με άλλα μέσα.»
Είναι προφανές από όλα τα πιο πάνω ότι το Κατώτερο Δικαστήριο προτού εκδώσει το επίδικο Διάταγμα δυνάμει του Άρθρου 25, εξέτασε κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η Οδηγία 2016/680 συμπεριλαμβανομένης και της προϋπόθεσης για την αναγκαιότητα και, αφού διαπίστωσε με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του ότι πράγματι αυτές πληρούνταν, το εξέδωσε. Ως ορθώς επισημάνθηκε από την κα Ευθυβούλου, τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου μέσω του Όρκου, από τα οποία προέκυπτε η διάπραξη σοβαρών αδικημάτων καθώς και η εμπλοκή του Αιτητή, ήταν επαρκή για να αναδείξουν την αναγκαιότητα λήψης δειγμάτων γενετικού υλικού και αποτυπωμάτων από τον Αιτητή προς το σκοπό διερεύνησης των εν λόγω αδικημάτων για τα οποία ο Αιτητής τελούσε υπό κράτηση, χωρίς να υφίσταται ανάγκη για περαιτέρω λεκτική κάλυψη και αιτιολόγηση της κατάληξης του Δικαστηρίου, ούτε, βεβαίως, αναπαραγωγή της ενώπιον του μαρτυρίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των 1. Ανδρέας Δημητριάδης & Σία κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 337/2021, ημερ. 1/3/2023, ECLI:CY:AD:2023:A72 και Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτορα Μακρίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 514/2012, ημερ. 2/4/2014). Στη βάση όλων των πιο πάνω δεν τίθεται ζήτημα ακύρωσης του Διατάγματος λόγω απουσίας του στοιχείου της αναγκαιότητας του.
Επανέρχομαι στο ζήτημα της έκδοσης του επίδικου Διατάγματος δυνάμει ημεδαπού Νόμου, του Άρθρου 25, οι πρόνοιες του οποίου, ως ήδη πιο πάνω ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου, δεν είναι συμβατές με την Οδηγία 2016/680. Όπως έχει πολύ προσφάτως τονισθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γιώργου Πέγκερου, Αίτηση Αρ. 44/2025, ημερ. 26/5/2025, η οποία καλύπτει πανομοιότυπα, όπως η υπό εξέταση, ζητήματα, το Διάταγμα δεν μπορεί να είναι άκυρο γιατί εκδόθηκε δυνάμει νόμου ασύμβατου με την Οδηγία 2016/680.
Υπό το φως των πιο πάνω, ό,τι απομένει πλέον προς εξέταση και για το οποίο δόθηκε άδεια, είναι το κατά πόσο το Άρθρο 25 του Νόμου παραβιάζει το Άρθρο 15 του Συντάγματος.
Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 144.1 (4) του Συντάγματος «σε περίπτωση κατά την οποία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει παρευθύς το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου». Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων Κυπριακής Δημοκρατίας v. Arestis Bros Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 326/2015, ημερ. 4/9/2024, μόνη προϋπόθεση είναι το ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών να είναι ουσιώδες για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, ζήτημα που πρέπει να αποφασίσει το Δικαστήριο προτού παραπέμψει.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν χωρεί αμφιβολία ότι το ζήτημα που εγείρεται και αφορά στη συνταγματικότητα του Νόμου βάσει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο Διάταγμα είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αίτησης.
Ως εκ τούτου το νομικό ζήτημα αντισυνταγματικότητας το οποίο παραπέμπεται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για απόφανση έχει ως ακολούθως:
«Κατά πόσο το Άρθρο 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν. 73(Ι)/2004 παραβιάζει το Άρθρο 15 του Συντάγματος και είναι, ως αποτέλεσμα, αντισυνταγματικό».
ΕΚΘΕΣΗ
Τα πραγματικά Δεδομένα επί των οποίων εδράζεται το υποβαλλόμενο, μέσω της παρούσας παραπομπής, ερώτημα είναι τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής είχε συλληφθεί την 1/2/2025 ως ύποπτος για αδικήματα σε σχέση με ναρκωτικά. Ενώ τελούσε υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος προσωποκράτησης για σκοπούς διερεύνησης των αδικημάτων, του ζητήθηκε στις 2/2/2025 να δώσει δείγμα γενετικού υλικού (δείγματα σάλιου) και δαχτυλικά και παλμικά αποτυπώματα και αυτός αρνήθηκε. Η Αστυνομία αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου και εξασφάλισε στις 3/2/2025 Διάταγμα για τη λήψη από τον Αιτητή «(1) δείγματος σάλιου για ανάλυση επιπέδου DNA, (2) των δαχτυλικών και παλμικών αποτυπωμάτων του και (3) φωτογραφιών για σκοπούς καταχώρησης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για τους σκοπούς της διερεύνησης των υπό διερεύνηση αδικημάτων».
Διατάξεις του Συντάγματος και του επίδικου Νόμου που είναι σχετικές:
· Άρθρο 15 του Συντάγματος
· Άρθρο 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν. 73(Ι)/2004
Οι λόγοι για του οποίους κρίθηκε σκόπιμη η υποβολή της παραπομπής από το Ανώτατο Δικαστήριο:
Η υποβολή της παραπομπής κρίθηκε σκόπιμη καθότι στην περίπτωση κατά την οποία η πιο πάνω αναφερόμενη νομοθετική διάταξη είναι αντισυνταγματική, αυτό σημαίνει ότι το επίδικο Διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει αντισυνταγματικής διάταξης. Ως εκ τούτου, το ζήτημα είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αίτησης, η οποία αφορά στην ακύρωση του εκδοθέντος Διατάγματος.
Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή να προβεί στις δέουσες ενέργειες συμφώνως και του Κανονισμού 5 του περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 2023.
Η διαδικασία της Αίτησης αναστέλλεται μέχρις ότου αποφανθεί επί του παραπεμφθέντος ζητήματος το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο