
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση Αρ. 72/2025
12 Ιουνίου, 2025
[Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TΟΥ Λ. Μ. (ΑΔΤ [ ]) ΕΚ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/3/2025, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ (ΚΕΦ. 155) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 29 (3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΨΥΧΟΤΡΟΠΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1977 (Ν. 29/1977)
………………………………………………
κ. Ν. Ζένιου με κ. Μιχ. Καζάκο, για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για τον Αιτητή.
Π. Ευθυβούλου – Ευθυμίου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με κ. Π. Βαρνάβα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Στις 27.03.2025, ο Αιτητής εξασφάλισε την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση εντάλματος έρευνας οικίας όπου διαμένει, στο Τσιακκιλερό Λάρνακας, ως επίσης συγκεκριμένου οχήματος, που εκδόθηκε στις 10.03.2025 από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (κατώτερο Δικαστήριο).
Η άδεια εξασφαλίστηκε στη βάση της εισήγησης του Αιτητή ότι το εγκαλούμενο ένταλμα έρευνας, εκ πρώτης όψεως, εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου και/ή κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, αφού εξουσιοδοτούσε αδικαιολόγητα τη σχετική έρευνα οποιαδήποτε ώρα, χωρίς να τίθεται δηλαδή οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρονική περίοδος. Ως ειδικότερα υποδεικνύεται από την πλευρά του Αιτητή, η σχετική έρευνα στους επίδικους τόπους εξουσιοδοτήθηκε σε οποιαδήποτε ώρα, χωρίς να διαφαίνεται στον όρκο που υποστήριζε το αίτημα και χωρίς να καταγράφεται σε σχετικό πρακτικό η ύπαρξη ειδικού λόγου που να καταδεικνύει την αναγκαιότητα για εκτέλεση του εντάλματος εκτός των ωρών που ορίζει η νομοθεσία (άρθρο 29 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155).
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, έχουν ήδη καταγραφεί στην απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία παραχωρήθηκε η άδεια για την καταχώρηση της υπό συζήτηση αίτησης. Στο βαθμό που ενδιαφέρουν μεταφέρονται, συνοπτικά, και στην παρούσα. Σύμφωνα με αυτά, στις 10.03.2025, λήφθηκε πληροφορία από αξιόπιστο πληροφοριοδότη, που συνεργάστηκε και στο παρελθόν με την αστυνομία, σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής, διαμένοντας σε συγκεκριμένη διεύθυνση στο Τσιακκιλερό Λάρνακας, ασχολείται με τη διακίνηση ναρκωτικών και ότι την ίδια μέρα προμηθεύτηκε μεγάλη ποσότητα κάνναβης την οποία μετέφερε και απέκρυψε στην κατοικία του, με σκοπό να τη χωρίσει σε μικρότερες ποσότητες και να την προμηθεύσει σε άλλα πρόσωπα. Ο πληροφοριοδότης, ο οποίος είδε τον Αιτητή να αποκρύβει τα ναρκωτικά εντός της οικίας του στη συγκεκριμένη οδό, ανέφερε επίσης ότι ο τελευταίος προμηθεύει τα ναρκωτικά σε άλλα πρόσωπα που τον επισκέπτονται την κατοικία του ή τα συναντά σε διάφορα σημεία, στην επαρχία Λάρνακας. Για τον πιο πάνω σκοπό, χρησιμοποιεί αυτοκίνητο με συγκεκριμένους αριθμούς εγγραφής. Μέλη της ΥΚΑΝ, αξιοποιώντας την πληροφορία διενήργησαν εξετάσεις, θέτοντας υπό διακριτική παρακολούθηση την ως άνω οικία του Αιτητή, διαπιστώνοντας ότι την επισκέπτονταν πρόσωπα γνωστά στην υπηρεσία, τα οποία, αφού είχαν ολιγόλεπτη παραμονή σ’ αυτήν, στη συνέχεια αποχωρούσαν.
Το κατώτερο Δικαστήριο, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας, έκρινε ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στη συγκεκριμένη οικία όπου διαμένει ο Αιτητής, όπως και στο ως άνω όχημα, αποκρύπτονται «ναρκωτικές ουσίες Τάξεως Β, δηλαδή φυτική ύλη κάνναβη καθώς και άλλα τεκμήρια που πιθανόν να σχετίζονται με αυτά όπως συσκευασίες ναρκωτικών ουσιών», κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρµάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόµου, Ν.29/77 ως έχει τροποποιηθεί. Ως εκ τούτου, προχώρησε στην έκδοση του επίδικου εντάλματος έρευνας.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, στον οποίο επιδόθηκε η δια κλήσεως Αίτηση, καταχώρησε ένσταση. Υποδεικνύοντας ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν αμφισβητείται η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας εντοπισμού των ναρκωτικών, υποστηρίζει πως η έκδοση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας ήταν καθόλα ορθή, νομότυπη και έγκυρη. Η εξουσιοδότηση δε για εκτέλεση του εκκαλούμενου εντάλματος έρευνας οποιαδήποτε ώρα, ήταν καθόλα ανάλογη, αναγκαία και δικαιολογημένη, αφού τόσο ο όρκος που υποστήριζε το αίτημα, όσο και το εκδοθέν ένταλμα έρευνας, βασίζονταν στο άρθρο 29(3) των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμων του 1977 έως 2020, Ν.29/1977, που νομιμοποιεί την εκτέλεση ενταλμάτων του είδους, οποιαδήποτε ώρα, χωρίς στο σχετικό νόμο να απαιτείται επιπρόσθετη δικαιολογία προς τούτο.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, με τις αγορεύσεις τους, τις οποίες προνόησαν να καταγράψουν και να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Στο βαθμό δε που έκριναν αναγκαίο, έπραξαν τούτο και δια ζώσης κατά το στάδιο της Ακρόασης της Αίτησης.
Έχω διεξέλθει με προσοχή το σύνολο όσων έχουν τεθεί υπόψη μου μέσω της Αίτησης, της Ένστασης και των ενόρκων δηλώσεων που τις συνοδεύουν, ως επίσης τις τοποθετήσεις και εισηγήσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων για τα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα.
Πριν από την ενασχόληση με τα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η πλευρά του Αιτητή εξασφάλισε την άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση και προώθηση της υπό συζήτηση αίτησης, για συγκεκριμένο λόγο, ως αυτός προωθείτο στην παράγραφο 3(Α) της σχετικής Έκθεσης. Ειδικότερα, ενόψει του γεγονότος ότι το εκκαλούμενο ένταλμα έρευνας εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου ή/και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, αφού εξουσιοδοτούσε αδικαιολόγητα την έρευνα στην οικία και το όχημα του Αιτητή, οποιαδήποτε ώρα, χωρίς να τίθεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρονική περίοδος. Με τούτο σαν δεδομένο, στην έκταση που μέσω της υπό συζήτηση Αίτησης προβάλλονται αξιώσεις, ισχυρισμοί και επιχειρηματολογία που δεν αφορούν τον συγκεκριμένο λόγο για τον οποίο εξασφαλίστηκε η άδεια, η Αίτηση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να προωθηθεί, ενώ τα πιο πάνω, δεν θα απασχολήσουν καν στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης.
Ως κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί, η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας. Μια τέτοια θεραπεία παρέχεται στις περιπτώσεις που από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Μέσω της συγκεκριμένης, προνομιακής του δικαιοδοσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τους χειρισμούς ούτε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, αποτελεί δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, χωρίς να συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση. Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, ή σύννομη δηλαδή άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου (βλ. σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.επ., Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 και Ευδόκας (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018).
Των ως άνω λεχθέντων, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί η σταθερή θέση της νομολογίας, ότι ο έλεγχος ενταλμάτων έρευνας λαμβάνει χώρα μέσω προνομιακών ενταλμάτων, με στόχευση, βεβαίως, τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσής τους (Σιακαλλή Αρ. 1 (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, Χρυσάνθου κ.α. (Αρ,2) 1(Β) Α.Α.Δ. 1175 και Αναφορικά με την Αίτηση του Κληρίδη, Πολ. Αίτ. Αρ. 172/2021, ημερ. 13.09.2021, ECLI:CY:AD:2021:D394).
Παρά τη Συνταγματική κατοχύρωση και διασφάλιση του απαραβίαστου της κατοικίας (Άρθρο 16(1) του Συντάγματος), γεγονός παραμένει ότι στο επόμενο εδάφιο του ίδιου Άρθρου του Συντάγματος, διακηρύσσεται πως, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, κατόπιν Δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου, είναι δυνατή η είσοδος και η έρευνα εντός της κατοικίας κάποιου (βλ. Σιακαλλής (ανωτέρω) και Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α., Πολ. Έφ. 348/15, ημερ. 09.06.2017), ECLI:CY:AD:2017:A216.
Δεδομένη είναι, εξ άλλου, η αναγκαιότητα διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο (βλ. μεταξύ άλλων Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 133/2018 ημερ. 17.12.2018), χωρίς ωστόσο, τούτο, να εξυπακούει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. Περί εύλογων υπονοιών και υποψίας ο λόγος, ζήτημα που εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης (Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094 και Αντωνίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 656).
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν αμφισβητείται η διασύνδεση και η εμπλοκή του Αιτητή και της κατοικίας που αφορά το εκκαλούμενο ένταλμα έρευνας με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ως ειδικότερα προβάλλεται τούτο στον όρκο του Αστ. 1029, Δ. Νικολάου, ημερ. 10.03.2025, που υποστύλωνε το σχετικό αίτημα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου. Παράλληλα, η θέση του Αιτητή, ότι δεν συνδεόταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα συγκεκριμένο αυτοκίνητο που ο τελευταίος φέρεται να χρησιμοποιούσε, δεν υιοθετήθηκε από το Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης για παραχώρηση άδειας προς καταχώρηση της υπό συζήτηση αίτησης. Συνακόλουθα, παρέλκει η αναγκαιότητα περαιτέρω ενασχόλησης με το ειδικότερο αυτό ζήτημα στην παρούσα.
Σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155:
«Όταν δικαστής ικανοποιείται µε εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει –
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση µε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκηµα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήµατος· ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιµοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήµατος,
ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό — …………………..»
Ως προβλέπεται δε στο άρθρο 29 του Κεφ. 155, που αναφέρεται στην εκτέλεση ενός τέτοιου Εντάλματος Έρευνας:
«(1) Ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί και εκτελεστεί σε οποιαδήποτε ημέρα περιλαμβανομένης Κυριακής ή δημόσιας αργίας, πρέπει δε να εκτελείται µμεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής, αλλά o ∆ικαστής δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα.
(2) Όταν ο ∆ικαστής εξουσιοδοτεί την εκτέλεση εντάλματος έρευνας σε οποιαδήποτε ώρα άλλη από αυτή μεταξύ της πέμπτης πρωινής και της όγδοης νυκτερινής, η εξουσιοδότηση αυτή δύναται να περιληφθεί στο ένταλμα κατά το χρόνο της έκδοσής του ή δύναται να οπισθογραφηθεί σε αυτό από οποιοδήποτε δικαστή κατά οποιοδήποτε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης αλλά προηγούμενο της εκτέλεσης.»
Περαιτέρω, σε σχέση με ναρκωτικά και ελεγχόμενα φάρμακα, ως αυτά περιλαμβάνονται και περιγράφονται στο άρθρο 3 των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμων του 1977 έως 2020, Ν.29/1977, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης Εντάλματος Έρευνας και κατά τον τρόπο και υπό τις προϋποθέσεις που στο συγκεκριμένο νομοθέτημα προβλέπεται. Ειδικότερα, στο εδάφιο (3) του άρθρου 29, του Ν.29/1977, που φέρει τον πλαγιότιτλο «Εξουσία ερεύνης και λήψεως μαρτυρίας», προβλέπεται ότι:
« Εφ' όσον δικαστής ήθελε ικανοποιηθή βάσει ενόρκου καταγγελίας ότι υπάρχει εύλογος υποψία —
(α) ότι οιαδήποτε ελεγχόµενα φάρµακα ευρίσκονται κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόµου ή οιωνδήποτε δυνάµει τούτου γενοµένων Κανονισµών εν τη κατοχή προσώπου τινός εν οιωνδήποτε υποστατικώ· ή
(β) ότι έγγραφον όπερ αµέσως ή εµµέσως αφορά ή έχει σχέσιν προς συναλλαγήν ή πράξιν ήτις αποτελεί αδίκηµα συµφώνως τω παρόντι Νόµω ή σκοπουµένην συναλλαγήν ή πράξιν ήτις διενεργουµένη θα απετέλει αδίκηµα εναντίον του παρόντος Νόµου ή εν τη περιπτώσει συναλλαγής ή πράξεως διενεργηθείσης ή διενεργηθησοµένης εν οιωδήποτε τόπω εκτός της ∆ηµοκρατίας, ήτις αποτελεί ή θα απετέλει αδίκηµα εναντίον των διατάξεων του εν τω τόπω τούτω τελούντος εν ισχύϊ αντιστοίχου Νόµου, ευρίσκεται εν τη κατοχή προσώπου τινός.
ούτος δύναται να εκδώση ένταλµα ερεύνης παρέχον εξουσίαν εις το εν τω εντάλµατι καθοριζόµενον πρόσωπον όπως κατά πάντα χρόνον εντός ενός µηνός από της ηµεροµηνίας εκδόσεως του εντάλµατος να εισέρχηται, εν ανάγκη και διά της χρήσεως βίας, εις τα εν τω εντάλµατι καθοριζόµενα υποστατικά και να ερευνά ταύτα ως και παν πρόσωπον όπερ ευρίσκεται εν τοις υποστατικάς αν δε υπάρχη εύλογος υποψία ότι διεπράχθη αδίκηµά τι εναντίον του παρόντος Νόµου αναφορικώς προς οιαδήποτε ελεγχόµενα φάρµακα άτινα ήθελον ευρεθή εν τοις υποστατικοίς ή εν τη κατοχή παντός τοιούτου προσώπου ή ότι έγγραφον ούτω ευρεθέν είναι έγγραφον εκ των µνηµονευοµένων εν τη παραγράφω (β) ανωτέρω, παρέχον εξουσίαν όπως κατάσχη και κατακρατήση τα τοιαύτα φάρµακα ή, αναλόγως της περιπτώσεως,έγγραφα.»
Από τις ως άνω νομοθετικές πρόνοιες, είναι προφανές ότι στην περίπτωση που το σχετικό ένταλμα έρευνας επιζητείται στη βάση του άρθρου 29 του Ν.29/1977, δεν τίθενται οποιοιδήποτε «περιορισμοί» σε σχέση με τον χρόνο εκτέλεσης του, ως αυτοί προβλέπονται στο άρθρο 29 του Κεφ. 155 και, συνακόλουθα, η αναγκαιότητα εξασφάλισης ειδικής εξουσιοδότησης για την εκτέλεση ενός τέτοιου εντάλματος έρευνας σε ώρα άλλη από αυτή μεταξύ της πέμπτης πρωινής και όγδοης νυκτερινής. Για πολλούς και καλούς λόγους, που ανάγονται προφανώς στη προσπάθεια της πολιτείας να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τα αδικήματα που σχετίζονται με τη χρήση και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και ελεγχόμενων φαρμάκων, παρέχεται, μέσω του ειδικότερου αυτού νόμου (Ν.29/1977), η δυνατότητα εκτέλεσης σχετικού εντάλματος έρευνας που εκδίδεται κατ’ επίκληση του συγκεκριμένου νόμου, «κατά πάντα χρόνον εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας εκδόσεως του».
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, γινόταν αναφορά και επίκληση του σχετικού άρθρου του Ν.29/77 (άρθρο 29(3)), όχι μόνο από τον ενόρκως δηλούντα αστυνομικό που υποστήριζε το σχετικό αίτημα ενώπιων του κατώτερου Δικαστηρίου, αλλά και στο ίδιο το εκκαλούμενο ένταλμα που τελικά εξέδωσε το κατώτερο Δικαστήριο. Συνακόλουθα, από τη στιγμή που το ένταλμα αφορούσε ναρκωτικά δεν υπάρχει οποιοσδήποτε περιορισμός αναφορικά με την εκτέλεση του. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Βάσου κ.α. (2005) 2 Α.Α.Δ. 653).
Αποτέλεσε θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή πως εν πάση περιπτώσει, αφ’ ης στιγμής το εκκαλούμενο ένταλμα αναφερόταν και εξουσιοδοτούσε την έρευνα και για αντικείμενα άλλα από ναρκωτικά, ως ειδικότερα τίθεται σε αυτό, «που σχετίζονται με αυτά όπως συσκευασίες ναρκωτικών», αποτελεί τούτο γεγονός που δίνει υπόσταση και εφαρμογή στα άρθρα 27 και 29 του Κεφ. 155 και, ως εκ τούτου, τουλάχιστον για αυτά, θα έπρεπε να δικαιολογηθεί η παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες ώρες εκτέλεσης.
Με κάθε σεβασμό, η ως άνω θεώρηση δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Στο πλαίσιο της υπό συζήτηση υπόθεσης, που αφορούσε διερεύνηση αδικημάτων που σχετίζονταν με τα ναρκωτικά, προσπάθεια διαχωρισμού των αντικειμένων για τα οποία το εκκαλούμενο ένταλμα εξουσιοδοτούσε την έρευνα, κατά τον τρόπο που εισηγείται η πλευρά του Αιτητή, φαίνεται να κινείται εκτός του πνεύματος του ειδικότερου πιο πάνω νόμου, δυνάμενη να οδηγήσει στην καταστρατήγηση σχετικών νομοθετικών διατάξεων και, εν τέλει, σε αποτελέσματα που δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς του νομοθέτη. Η προοπτική, σε υποθέσεις του είδους, να επιτρέπεται μεν η έρευνα για τον εντοπισμό ναρκωτικών χωρίς περιορισμούς όσον αφορά το χρόνο, πλην όμως, ταυτόχρονα, αυτή να μην επιτρέπεται, αφού θα πρέπει να ισχύουν ανάλογοι περιορισμοί όσον αφορά τις συσκευασίες που αυτά πιθανόν να είναι συσκευασμένα ή φυλαγμένα, πραγματικά δεν φαίνεται να παρουσιάζει λογική συνέχεια και συνέπεια, συνάδουσα με τη σχετική για το ζήτημα νομοθεσία. Ως υπεδείχθη στην υπόθεση Βάσου (ανωτέρω) «από τη στιγμή που το ένταλμα αφορούσε ναρκωτικά, το θέμα διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 29(3) του Νόμου 29/77, στις οποίες δεν υπάρχει οποιοσδήποτε περιορισμός αναφορικά με την εκτέλεση του εντάλματος».
Ούτε η συμπερίληψη του οχήματος που χρησιμοποιούσε ο Αιτητής στο εκκαλούμενο ένταλμα έρευνας, διαφοροποιεί την κατάσταση πραγμάτων. Το συγκεκριμένο όχημα παρουσιάστηκε επίσης να συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα που αφορούσαν ναρκωτικά, δικαιολογώντας την εκτέλεση του εκκαλούμενου εντάλματος και σε σχέση με αυτό, κατά τον ίδιο τρόπο και χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Παρεμβάλλεται ότι στην περίπτωση του οχήματος δεν ισχύουν καν οι Συνταγματικές διασφαλίσεις και κατοχυρώσεις του απαραβίαστου της κατοικίας ενός πολίτη, ενώ δεδομένη είναι η δυνατότητα έρευνας οποιουδήποτε οχήματος, χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικού εντάλματος έρευνας και χωρίς χρονικούς περιορισμούς, στην περίπτωση που αστυφύλακας έχει εύλογη αιτία να υποπτεύεται ότι κάποιος, κατά παράβαση του σχετικού νόμου, κατέχει ελεγχόμενο φάρμακο το οποίο δυνατόν να ευρίσκεται σε αυτό (άρθρο 29(2) του Ν.29/1977).
Εν πάση περιπτώσει, παρά τα πιο πάνω, καθοριστικά για το ζήτημα που απασχολεί στην παρούσα, στην περίπτωση που, παρά τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 29 του Ν. 29/1977, κρινόταν ότι ήταν αναγκαία η εξουσιοδότηση για εκτέλεση του εντάλματος έρευνας εκτός των ωρών που καθορίζονται στο άρθρο 29 του Κεφ. 155, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το εδάφιο 2 του αμέσως πιο πάνω αναφερόμενου άρθρου, στην περίπτωση που ο Δικαστής εξουσιοδοτεί την εκτέλεση εντάλματος έρευνας σε «οποιαδήποτε ώρα», άλλη από αυτή που καθορίζεται στο εδάφιο (1) του ίδιου άρθρου, δεν απαιτείται η καταγραφή οποιαδήποτε μακροσκελούς επεξηγηματικής ανάλυσης για αυτή του την επιλογή. Είναι αρκετό, ως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του ως άνω άρθρου, η εξουσιοδότηση αυτή να περιλαμβάνεται στο ένταλμα κατά το χρόνο της έκδοσης του. Ως προβλέπεται δε στο ίδιο εδάφιο του άρθρου 29 του Κεφ. 155, μια τέτοια εξουσιοδότηση «δύναται να οπισθογραφηθεί» σε ένα ένταλμα του είδους, ακόμα και σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης του, ο οποίος, βέβαια, θα προηγείται της εκτέλεσης του.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ο Δικαστής ενώπιον του οποίου τέθηκε το αίτημα για έκδοση εντάλματος έρευνας, ικανοποιήθηκε για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος έρευνας, επιλογή για την οποία, ως έχει σημειωθεί, δεν υπάρχει ουσιαστική αμφισβήτηση για την ορθότητα της. Περαιτέρω, εξουσιοδότησε την εκτέλεση του σχετικού εντάλματος σε «οποιαδήποτε ώρα». Σαφής και ρητή ήταν η αποτύπωση της θέσης και της κρίσης του επί του ζητήματος, προχωρώντας στην ταυτόχρονη διαγραφή της προτυπωμένης επί του ζητήματος επιλογής, «μεταξύ των ωρών ……………..».
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, και η εξέλιξή τους, ως τέθηκαν υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου με τον σχετικό όρκο, σε συνδυασμό πάντα με τα αδικήματα ναρκωτικών που τελούσαν υπό διερεύνηση, συνολικά θεωρούμενα, καθιστούσαν ην επιλογή του κατώτερου Δικαστηρίου να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας οποιαδήποτε ώρα, μία από αυτές που δικαιολογημένα θα μπορούσαν να ακολουθηθούν. Συνακόλουθα το παράπονο του Αιτητή επί του ειδικότερου αυτού ζητήματος δεν δικαιολογείται.
Κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί ότι στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που το Δικαστήριο προβαίνει σε διαδικασίες του είδους, δεν αντικαθιστά την κρίση του εκδόσαντος το ένταλμα έρευνας Δικαστηρίου με τη δική του. Ως υπεδείχθη στην υπόθεση Αναφορικά με τον XXX GEORGIOU, Πολ. Αίτ. 122/2021, ημερ. 24.06.2021, ECLI:CY:AD:2021:D273:
«…. ο ρόλος του δικαστή που καλείται να αναθεωρήσει το ένταλμα δεν είναι να υποκαταστήσει υποκειμενικά τον δικαστή που το εξέδωσε, αλλά να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε επαρκής μαρτυρία ώστε εύλογα να εκδόθηκε το ένταλμα (Garofoli, v. Q. [1990] 2 S.C.R. 1421, R. ν. Araujo, 2000 SCC 65, R. v. Morelli [2010] 1 S.C.R. 253)».
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, με δεδομένο ότι το κατώτερο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, δεν βλέπω πώς, στο πλαίσιο πάντα του ελέγχου νομιμότητας που προβαίνει το Δικαστήριο σε διαδικασίες του είδους, θα μπορούσε ουσιαστικά να αντικαταστήσει την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου για την τεθείσα υπόψη του μαρτυρία και την προσέγγιση του τελευταίου για το ζήτημα. (βλ. ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ (ανωτέρω) και Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Γ., Πολ. Έφ. 15/2024, ημερ. 17.10.2024).
Υπό το φως των πιο πάνω, η αιτούμενη παρέμβαση δεν δικαιολογείται.
Ως εκ τούτου, η Αίτηση απορρίπτεται.
Ο Αιτητής θα επιβαρυνθεί με €1.000-, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, έξοδα της παρούσας αίτησης.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο