ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΑΙΤΖΗΣ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΙΜΙΤΕΔ (ΚΕΔΙΠΕΣ), Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2016, 11/6/2025
print
Τίτλος:
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΑΙΤΖΗΣ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΙΜΙΤΕΔ (ΚΕΔΙΠΕΣ), Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2016, 11/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2016)

  

11 Ιουνίου, 2025

                                                     

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

1.   ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΑΙΤΖΗΣ,

2.   ΔΩΡΟΣ ΓΙΑΣΚΟΥΡΗΣ,

3.   ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ,

4.   ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

5.   ΝΙΚΟΣ ΚΡΟΚΙΔΗΣ,

6.   ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείοντες,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΙΜΙΤΕΔ (ΚΕΔΙΠΕΣ),

Εφεσίβλητη.

____________________

 

Θ. Ανδρέου, για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες, για τους

 Εφεσείοντες.

Α. Παναγιώτου (κα) για Χ. Αυγουστή & Συνέταιροι ΔΕΠΕ, για την

 Εφεσίβλητη.

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.

 

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία απορρίφθηκε Αίτησή τους υπό μορφή έφεσης, δυνάμει του Άρθρου 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985, Ν.22/1985. Αντικείμενο της Αίτησης ήταν η ακύρωση και/ή ο παραμερισμός της διαιτητικής απόφασης, που εκδόθηκε στις 21.6.2012 εναντίον τους, για ποσό €35.553,89, πλέον τόκους και έξοδα, δυνάμει γραμματίου, στο οποίο ήταν εγγυητές. 

 

Η διεξαχθείσα Διαιτησία, αφορούσε χρηματική διαφορά που είχε ανακύψει μεταξύ των Εφεσειόντων ως εγγυητών και του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Δημοσίων Υπαλλήλων Λεμεσού Λτδ, ως ήταν τότε[1] (στο εξής «Εφεσίβλητη»), στο πλαίσιο συμφωνίας παραχώρησης δανείου, ημερομηνίας 7.9.2005, προς τον πρωτοφειλέτη για το αρχικό ποσό των €25.629,02 (ΛΚ.15.000). Οι Εφεσείοντες εγγυήθηκαν γραπτώς όλες τις υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη αναφορικά με το εν λόγω δάνειο. 

 

Όταν σε κάποιο στάδιο ο Εφεσίβλητος απαίτησε την πληρωμή του οφειλόμενου, τότε, ποσού, λόγω παράλειψης του πρωτοφειλέτη καταβολής των δόσεων, παρά τις οχλήσεις του Εφεσίβλητου, η διαφορά παραπέμφθηκε σε Διαιτησία. Η Διαιτησία διεξήχθη στις 21.6.2012 και η απόφαση του Διαιτητή εκδόθηκε αυθημερόν.

 

Οι Εφεσείοντες, πρωτόδικα, προέβαλαν ότι η διαδικασία που εφάρμοσε ο Διαιτητής, περιλαμβανομένης της προαναφερθείσας απόφασής του, ήταν παράτυπη. Συγκεκριμένα, εισηγήθηκαν ότι αυτός δεν έλαβε υπόψη τις θέσεις και τους ισχυρισμούς τους, οι οποίοι περιέχονταν στην επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 20.6.2012, ήτοι όπως απαλλαγούν από την ευθύνη τους ως εγγυητές, με βάση την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Συνεργατική Οικοδομική Εταιρεία Δημοσίων Υπαλλήλων Λτδ ν. Αντωνιάδη κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1098 και δοθούν οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων. Επιπρόσθετα, εισηγήθηκαν ότι ο Διαιτητής ενήργησε κατά παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης, καθώς δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να ακουστούν και να προβάλουν τις θέσεις τους μέσω της υπεράσπισής τους. Παράλληλα, εισηγήθηκαν ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά ή πως αυτά παραποιήθηκαν και ότι η διαιτητική απόφαση στερείτο αιτιολογίας. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν τη διεξαγωγή Διαιτησίας απέρριψε τις θέσεις των Εφεσειόντων. Έκρινε ότι η διαιτητική διαδικασία διεξήχθη κανονικά και η απόφαση του Διαιτητή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, έχοντας τα απαραίτητα χαρακτηριστικά μίας έγκυρης διαιτητικής απόφασης.  Κατέληξε, συναφώς, ότι δεν είχε επιδειχθεί από το Διαιτητή, συμπεριφορά τέτοια, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 (ο «Νόμος»).

 

Οι Εφεσείοντες διαφώνησαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τις πιο πάνω αρχές. Αντιθέτως, θεωρούν ότι αυτές παραγνωρίστηκαν. Αυτή τη θέση προβάλουν, με σχετικούς τρεις λόγους, στο πλαίσιο της υπό εξέταση έφεσης.  

 

Η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία διεξήχθη στη βάση του άρθρου 20(2) του Νόμου, το οποίο εφαρμόστηκε δυνάμει του άρθρου 52(2)(β) του Ν. 22/1985, (βλ. Χριστοδούλου ν. Σ.Π.Ε. Πολεµίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 242) και των Θεσµών 78 και 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσµών Κ.Δ.Π. 142/87 

 

Το εν λόγω άρθρο 20(2) προβλέπει:-  

 

«20.(2) Όταν ο διαιτητής ... επέδειξε κακή συμπεριφορά ή χειρίστηκε κακώς την υπόθεση ή όταν η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.»   

 

Με τρεις λόγους έφεσης, οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι η διαιτητική διαδικασία διεξήχθη κανονικά και ότι ο Διαιτητής εξέδωσε την απόφαση του κανονικά.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ως ισχυρίζονται, υπήρξε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και δεν λήφθηκε υπόψη η επιστολή των δικηγόρων τους με την οποία εύλογα εξαιτούντο όπως δοθούν οδηγίες για καταχώρηση δικογράφων και τους δοθούν όλα τα σχετικά με τη διαιτησία έγγραφα. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την Αίτηση, θεωρώντας πως η θέση του Διαιτητή περί τήρησης πρακτικών δεν αμφισβητήθηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από τους Εφεσείοντες, ενώ δεν τηρήθηκαν πρακτικά της διαιτητικής διαδικασίας ή αν τηρήθηκαν αυτά παραποιήθηκαν. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόρριψη της Αίτησης, χωρίς να προσδιορίσει τα επίδικα θέματα, τα γεγονότα που είναι αποδεικτικά των επιδίκων  θεμάτων  και αντίθετα με την κοινή λογική και τους κανόνες απόδειξης.

 

Στην Κλεοβούλου ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Επαγγελματικού Κλάδου και Επιχειρηματιών Κύπρου (ΣΤΕΚΕΚ) Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ. 1675, τονίστηκε ότι η παραπομπή διαφοράς σε Διαιτησία και η όλη φιλοσοφία του μηχανισμού επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο διαδικασίας διαιτητικής μορφής, συναρτάται ακριβώς προς την ανάγκη για ταχεία και τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς. Τα ίδια λέχθηκαν και στη Ζαµπά κ.ά. ν. Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 169/2012, ηµερ. 6.6.2018. Κατά την έφεση στο Δικαστήριο, μπορούν να εξεταστούν ζητήματα παρατυπίας από πλευράς του Διαιτητή ή πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του ή και ζητήματα αναφορικά με τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας παραπομπής, περιλαμβανομένης και της ορθής τήρησης πρακτικών εκ μέρους του Διαιτητή, όπως διαπιστώθηκε στην απόφαση Μιχαήλ κ.ά. ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Στρουμπίου, Πολ. Έφ. αρ. 190/2012, ημερ. 28.6.2018.   

 

Ενόψει της φύσης της διαιτητικής διαδικασίας, ως οιονεί δικαστικής, ο Διαιτητής θα πρέπει να συμμορφώνεται με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, αλλά και τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες (βλ. Κλεοβούλου (ανωτέρω) και Σολωμού ν. Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 687). Οι αποφάσεις των Διαιτητών ανατρέπονται δικαστικά στις περιπτώσεις όπου ο Διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο εμφανώς ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Μια από τις βασικές υποχρεώσεις του Διαιτητή είναι η τήρηση πρακτικών, ενόψει της σημασίας που ενέχουν. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι τα πρακτικά της δίκης αποτελούν τον αναντικατάστατο οδηγό για τα κατατεθέντα και διαδραματισθέντα στη δίκη και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Εφετείο μπορεί να συμβουλευθεί οτιδήποτε έξω από τα πρακτικά (βλ. Μελετίου ν. Alpha Bank Ltd (2010) 1 (A) Α.Α.Δ. 295)).  

 

Συνεπώς, παράλειψη τήρησης πρακτικών κατά τη διαιτητική διαδικασία στερεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα εξέτασης της νομιμότητας της διαδικασίας, αλλά και της ορθότητας της απόφασης του Διαιτητή. Στην παρούσα περίπτωση, στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την Αίτηση αναφέρεται ότι «δεν τηρήθηκαν καθόλου ή και επαρκή πρακτικά», ενώ σε άλλο σημείο της ένορκης δήλωσης αναφέρεται ότι «δολίως και ή σκόπιμα παραποίησε τα πρακτικά και ή παρέλειψε να καταγράψει τις θέσεις των αιτητών». Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι «διαζευκτικοί ισχυρισμοί σε ένορκη δήλωση κατ΄ αυτό τον τρόπο είναι απαράδεκτοι. Δεν είναι αποδεκτό σε ένορκη δήλωση να τίθενται διαζευκτικοί ισχυρισμοί εν σχέση με γεγονότα και για το τι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα». Από την άλλη, στην ένορκη δήλωση του Διαιτητή, η οποία συνόδευε την ένσταση, αναφέρεται ότι τηρήθηκαν πρακτικά και η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο συναφώς κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Παρά το γεγονός ότι τα πρακτικά που αναφέρει ο Διαιτητής δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, η παράλειψη αντεξέτασης του Διαιτητή επί του σημείου αυτού σε συνάρτηση με όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω αφήνει θεωρώ την θέση των αιτητών περί μη τήρησης πρακτικών μετέωρη. Όπως σε κάθε περίπτωση μετέωρη είναι και η θέση περί μη τήρησης επαρκών πρακτικών ή παραποίησης τους αφού ουδέποτε οι αιτητές ζήτησαν να αντεξετάσουν τον Διαιτητή επί του σημείου αυτού και ουδέποτε ζήτησαν με οποιοδήποτε τρόπο να τεθούν τα πρακτικά αυτά ενώπιον του Δικαστηρίου.»

 

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Εφόσον οι Εφεσείοντες διατείνοντο ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά ή ότι αυτά παραποιήθηκαν και ο Διαιτητής ανέφερε ότι υπήρχαν πρακτικά, παράλειψη τους να αντεξετάσουν τον Διαιτητή και να ζητήσουν όπως τεθούν τα πρακτικά ενώπιον του Δικαστηρίου, άφηνε τη θέση τους μετέωρη και, συνεπώς, ορθά απορρίφθηκε.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων, για παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ο ισχυρισμός αυτός, επίσης, δεν βρίσκει έρεισμα. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη διαιτητική απόφαση, αλλά και την ένορκη δήλωση που συνόδευε την Αίτηση, οι Εφεσείοντες είχαν παρουσιαστεί αυτοπροσώπως κατά την ακρόαση της διαιτησίας στις 21.6.2012, «ανέφεραν κατά γράμμα ότι τους συμβούλεψε ο δικηγόρος τους».  Η επιστολή του δικηγόρου τους, ημερομηνίας 20.6.2012, ήταν ενώπιον του Διαιτητή. Οι Εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν ποτέ το χρέος, είτε μέσω της επιστολής του δικηγόρου τους, είτε στη διαδικασία της διαιτησίας. Ούτε ζήτησαν αναβολή της ακρόασης. Συνεπώς, η φύση της διαφοράς ήταν απλή χωρίς την ανάγκη καταφυγής σε πολύπλοκες διαδικασίες. Όπως ορθά αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε ο Νόμος, ούτε οι σχετικοί κανονισμοί, προνοούν την ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ των μερών σε Διαιτησία. Ανταλλαγή δικογράφων διατάσσεται σε ορισμένες περιπτώσεις, ώστε τα μέρη να γνωρίζουν επακριβώς τα θέματα που θα εκδικαστούν (βλ. Russel on Arbitration 19η έκδοση σελ. 262). Αυτό εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Διαιτητή, αφού πρώτα ακούσει τις θέσεις των μερών και κρίνει ότι είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς.

 

Εν προκειμένω, ούτε στην επιστολή του δικηγόρου ούτε και οι Εφεσείοντες στο πλαίσιο της Διαιτησίας, είχαν εξηγήσει γιατί η συγκεκριμένη περίπτωση ήταν κατάλληλη για ανταλλαγή δικογράφων. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι ειδοποιήσεις που στάληκαν στους Εφεσείοντες ήταν αρκετά επεξηγηματικές όσον αφορά το θέμα της διαφοράς. Όπως δε αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του Φ.Β., που εκπροσώπησε τους Εφεσίβλητους στη διαδικασία Διαιτησίας, η οποία συνόδευε την ένσταση, οι Εφεσείοντες είχαν στην κατοχή τους από της υπογραφής της συμφωνίας εγγύησης όλα τα έγγραφα δανείου και εγγύησης, θέση που δεν αμφισβητήθηκε. Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι στην επιστολή του δικηγόρου τους είχαν αναφέρει πως θα έπρεπε να απαλλαγούν από την εγγύηση που έδωσαν, επικαλούμενοι συγκεκριμένη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, χωρίς να εξηγούν με ποιο τρόπο εφαρμόζεται στη δική τους περίπτωση.

 

Ορθά, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ενώπιον του Διαιτητή δεν υπήρχε οποιοδήποτε βάσιμο αίτημα για διεξαγωγή διαδικασίας διαφορετικής δικονομικής μορφής.  

 

Οι Εφεσείοντες περαιτέρω προέβαλαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόρριψη της Αίτησης, χωρίς να προσδιορίσει τα επίδικα θέματα και τα γεγονότα που είναι αποδεκτά και να αποφασίσει επί των γεγονότων αυτών, κατ΄ αντίθεση με την κοινή λογική και τους κανόνες απόδειξης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφαση του λεπτομερώς τα όσα προβλήθηκαν από τις δύο πλευρές μέσω των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρήθηκαν προς υποστήριξη της κάθε πλευράς και εξέτασε λεπτομερώς όλους τους λόγους που επικαλέστηκαν οι Εφεσείοντες για παραμερισμό της απόφασης του Διαιτητή. Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη με ένορκες δηλώσεις, χωρίς να αντεξεταστεί οποιοσδήποτε μάρτυρας. Η κατάληξη του Δικαστηρίου, για όλους τους λόγους που επικαλέστηκαν οι Εφεσείοντες, αιτιολογήθηκε με τον δέοντα τρόπο και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου, έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβαση μας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται, με €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει εναντίον των Εφεσειόντων και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 

 

 

 



[1] Σχετικές ειδοποιήσεις ημερ. 9.1.2020 και 17.10.2022 έχουν καταχωριστεί στο Ανώτατο Δικαστήριο και ευρίσκονται στον φάκελο της υπόθεσης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο