ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 138/2025, 16/7/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 138/2025, 16/7/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 138/2025)

                                                                                                            (i-justice)

 

 

16 Ιουλίου, 2025

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964, ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΝΑ ΕΚΔΩΣΕΙ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΙΣ 19.09.2023 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 3240/2001 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΟΘΗΚΕ ΑΔΕΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26.09.2006 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Δ.40, Θ.8, Δ.48, Θ. 1-4, 8 ΚΑΙ 9 ΚΑΙ                  Δ.57, Θ. 2.

_____________________________________________________________

 

  Ελ. Νικολάου (κα) για C. HADJICOSTI LLC, για τον Αιτητή.

 

_____________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα Αυθημερόν)

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  O Αιτητής με την παρούσα Αίτηση ζητά άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση Αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του Διατάγματος ημερ. 19/9/2023, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) στο πλαίσιο της Αγωγής υπ’ αρ. 3240/2001,  για εκτέλεση της Απόφασης, ημερ. 26/9/2006, λόγω παρέλευσης δώδεκα ετών από την ημερομηνία έκδοσής της. Παράλληλα, επιζητείται η έκδοση Διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς του εν λόγω Διατάγματος, καθώς και Διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η εκδίκαση της Αίτησης ημερ. 25/4/2025 για οικονομική εξέταση του Αιτητή, μέχρι την αποπεράτωση της παρούσας διαδικασίας.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και Ένορκη Δήλωση του Αιτητή.

 

Οι Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα παρατίθενται πιο κάτω αυτολεξεί:

 

«Α. Το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Β. Εκδόθηκε κατά παράβαση του νόμου και των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Γ. Το Δικαστήριο ενέργησε με πλάνη περί το Νόμο.

 

Δ. Η νομική βάση της αίτησης, στην οποία το Δικαστήριο εξέδωσε το αναφερόμενο διάταγμα ήταν λανθασμένη ή/και ανεπαρκής, η ίδια δε η αίτηση καθώς και η διαδικασία που τηρήθηκε για την έκδοση του διατάγματος ήταν αντινομική και παράτυπη.

 

ΣΤ. Διαζευκτικά ή/και υπαλλακτικά με τα πιο πάνω και με την επιφύλαξη ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχεν απορρίψει την αναφερόμενη Αίτηση, είναι ισχυρισμός του Αιτητή ότι το Δικαστήριο, από τη στιγμή που προβληματίστηκε αν θα εξέδιδε ή μη το αιτούμενο διάταγμα, όφειλε υπό τις περιστάσεις και από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του να δώσει την ευκαιρία στον Αιτητή να ακουστεί. Όμως του στέρησε αυτό το δικαίωμα και ουσιαστικά του στέρησε θεμελιώδες συνταγματικό του δικαίωμα και ενέργησε με πασιφανή αδικία σε βάρος του.»


Από την Ένορκη Δήλωση του Αιτητή καταγράφονται, περιληπτικά, τα εξής γεγονότα.

 

 

Στις 26/9/2006 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε απόφαση στην Αγωγή υπ’ αρ. 3240/2001, με την οποία ο Αιτητής, ο οποίος ήτο Ενάγων στην εν λόγω Αγωγή, μεταξύ άλλων, διατάσσετο να πληρώσει εξ ανταπαιτήσεως στους Εναγόμενους το ποσό των ΛΚ 33.000, πλέον               τόκους 8% ετησίως, από 29/5/2001 μέχρι τελείας εξοφλήσεως, περιλαμβανομένων των εξόδων. Τα έξοδα του δικηγόρου του Αιτητή θα καταβάλλονταν από τους Εναγομένους.

 

Η βάση της πιο πάνω αναφερόμενης Αγωγής, καθώς και της Ανταπαίτησης των Εναγομένων, ήταν οικονομικές διαφορές που ανέκυψαν μεταξύ των διαδίκων από μακρά συνεργασία που είχαν τα προηγούμενα χρόνια, η οποία είχε τερματιστεί. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ήταν ασφαλιστικός αντιπρόσωπος των Εναγομένων στον τομέα τόσο των ασφαλειών ζωής, όσο και στον τομέα του Γενικού Κλάδου Ασφαλειών.

 

Η απόφαση που εκδόθηκε στην εν λόγω Αγωγή ήταν εξ συμφώνου και αποτέλεσμα συμβιβασμού στον οποίο κατέληξαν οι διάδικοι, στο πλαίσιο του οποίου, όπως αναφέρεται, συμφωνήθηκε η «αναθέρμανση» της συνεργασίας των διαδίκων και στην περίπτωση αυτή οι Εναγόμενοι θα εγκατέλειπαν το δικαίωμα τους να εισπράξουν το ποσό της απόφασης.

 

Όντως υπήρξε συνεργασία των μερών για αρκετά χρόνια, ενώ ήταν κοινή αντίληψη των διαδίκων ότι το ζήτημα του χρέους του Αιτητή προς τους Εναγόμενους στην πιο πάνω Αγωγή δεν υφίστατο πλέον.

 

Σε κατοπινό στάδιο οι Εναγόμενοι απέστειλαν στον Αιτητή επιστολή, ημερ. 8/11/2022, με την οποία του ζητούσαν να τους πληρώσει το ποσό της πιο πάνω απόφασης, γεγονός που προκάλεσε στον ίδιο έκπληξη. Έδωσε δε οδηγίες στο δικηγόρο του, ο οποίος με επιστολή του ημερ. 25/11/2022, απάντησε στην πιο πάνω επιστολή και οι Εναγόμενοι ανταπάντησαν μέσω των δικηγόρων τους με επιστολή ημερ. 14/12/2023. Έκτοτε και μέχρι την 5/6/2025, δεν έλαβε από τους Εναγόμενους ή και από τους δικηγόρους τους οποιαδήποτε άλλη επιστολή ή ειδοποίηση.

 

Στις 5/6/2025 οι Εναγόμενοι επέδωσαν στον Αιτητή Αίτηση έρευνας, ημερ. 25/4/2025, με την οποία διατάσσετο να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο στις 13/6/2025 στο πλαίσιο μέτρου εκτέλεσης της απόφασης στην πιο πάνω Αγωγή. Από το περιεχόμενο δε της Αίτησης αυτής και της ένορκης δήλωσης που τη συνόδευε διαπιστώνετο ότι οι Εναγόμενοι στις 19/9/2023 είχαν εξασφαλίσει από το Δικαστήριο, με μονομερή αίτηση, Διάταγμα το οποίο τους παραχωρούσε άδεια για εκτέλεση της εν λόγω απόφασης, λόγω παρέλευσης 12 ετών από την ημέρα της έκδοσής της.

Από την ημέρα της έκδοσης της εν λόγω απόφασης μέχρι και τις 19/9/2023 οι Εναγόμενοι δεν είχαν προωθήσει εναντίον του Αιτητή οποιοδήποτε μέτρο για εκτέλεση της απόφασης, ούτε καταχωρήθηκε αίτηση για την έκδοση διατάγματος με το οποίο να παραχωρείται άδεια για εκτέλεσή της.

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι ο Αιτητής μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του έχει θέσει ενώπιον μου με γραπτή αγόρευση.

 

Να υπενθυμίσω καταρχάς ότι σύμφωνα με πάγια και διαχρονική νομολογία τα Προνομιακά Εντάλματα χορηγούνται κατ’ εξαίρεση εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόσταση τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των Κατώτερων Δικαστηρίων.

 

Άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος παρέχεται όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το πρακτικό του Κατώτερου Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ. 2) (1995) 1 A.A.Δ. 692).

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει Προνομιακά Εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων Κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας. Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, η σύννομη, δηλαδή, άσκηση της δικαιοδοσίας του Κατώτερου Δικαστηρίου.

 

Ειδικότερα σε σχέση με τη μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, σε σωρεία αποφάσεων έχει τονιστεί ότι η μη παροχή στον επηρεαζόμενο της ευκαιρίας να ακουστεί, όταν από τη φύση της διαδικασίας του αναγνωρίζεται το δικαίωμα αυτό, αποτελεί κλασσική περίπτωση παράβασης των αρχών φυσικής δικαιοσύνης (In re Panaretou (1972) 1 C.L.165, In re Antonios Mouskos (1977) 1 C.L.R. 100, In re Loucis P. Loucaides Ltd (1986) 1 C.L.R. 154, 158).

 

Το ζήτημα που εξετάζουμε ουσιαστικά περιστρέφεται γύρω από το κατά πόσο το υπό έλεγχο Διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, με δεδομένο ότι αυτό εξασφαλίστηκε μονομερώς. Όπως μάλιστα ο Αιτητής, στη βάση συμβουλής των δικηγόρων του, έθεσε το ζήτημα στην ένορκη δήλωση του, «το εν λόγω διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.09.2023, έχει εκδοθεί καθ΄υπέρβαση εξουσίας ή/και κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και το Δικαστήριο κατά την έκδοση του διέπραξε νομικό σφάλμα και ενήργησε με πλάνη περί το Νόμο και επίσης κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας ενήργησε με πασιφανή αδικία προς εμένα γιατί δεν μου δόθηκε το δικαίωμα να ακουστώ κατά τη διαδικασία αίτησης για ανανέωση ή/και εκτέλεση της απόφασης». Στην Αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή υποστήριξε ότι το Κατώτερο Δικαστήριο «ενήργησε με εμφανή παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και αυτό επειδή κατά την άποψη του Αιτητή, ενώ επιβάλλετο υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης να κληθεί από το Δικαστήριο για να ακουστούν και οι δικές του απόψεις στερήθηκε του δικαιώματος αυτού, ενός δικαιώματος που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο».

 

Εγείρεται, συνεπώς, το ερώτημα κατά πόσο αίτηση για άδεια εκτέλεσης απόφασης μετά την παρέλευση 12 ετών, η οποία υποβάλλεται με βάση τις πρόνοιες της Δ.40, θ. 8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (ως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο), θα πρέπει να επιδίδεται στην αντίδικη πλευρά.

 

Σύμφωνα με τη Δ.40, θ. 8 όταν παρέλθουν δώδεκα έτη από την ημερομηνία έκδοσης οποιασδήποτε απόφασης ή διατάγματος ή όταν υπάρξει αλλαγή στα μέρη, ο διάδικος ο οποίος δικαιούται σε εκτέλεση, μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο και αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση δικαιούται σε εκτέλεση, μπορεί να εκδώσει σχετικό διάταγμα.

 

Η Δ.40, θ. 8  διαλαμβάνει, συναφώς, τα ακόλουθα:

 

«Όταν παρέλθουν δώδεκα έτη από την απόφαση ή την ημερομηνία του διατάγματος, ή όταν έχει γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στους διαδίκους οι οποίοι δικαιούνται ή υπόκεινται σε εκτέλεση, ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται ότι δικαιούται σε εκτέλεση μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο ή το Δικαστή για άδεια να εκτελέσει ανάλογα. Και το Δικαστήριο ή ο Δικαστής εάν ικανοποιηθεί ότι ο διάδικος, ο οποίος υποβάλλει την αίτηση αυτή, δικαιούται να εκτελέσει, μπορεί να εκδώσει διάταγμα προς αυτό το σκοπό, ή μπορεί να διατάξει όπως οποιοδήποτε επίδικο θέμα ή ζήτημα αναγκαίο για να αποφασιστούν τα δικαιώματα των διαδίκων εκδικαστεί με οποιοδήποτε από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκδικαστεί οποιοδήποτε ζήτημα σε αγωγή. Και σε κάθε μια από τις περιπτώσεις το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί να επιβάλει τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή διαφορετικά, οι οποίοι θα είναι δίκαιοι

 

                            (Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

 

 

Η Δ.48 θ. 8(1)(kk)[1], προβλέπει ότι η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μονομερώς. Μάλιστα, η Δ.48 θ. 8(2) δίδει το δικαίωμα στον Αιτητή να μη συνοδεύσει τη μονομερή αίτηση του με ένορκη δήλωση, εκτός αν κάτι τέτοιο ζητηθεί από το Δικαστήριο (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Ελένης Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 135 και Τράπεζα Κύπρου Λτδ, v. 1. Κρίνου Ζ. Μακρίδη, κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1218).

 

Η αναφορά (στη Δ.40 θ. 8) σε επίδοση ειδοποίησης, στην άλλη πλευρά, εκτός αν αυτό είναι ακατόρθωτο (if the Court or Judge is satisfied that it is impracticable to serve a summons or give notice thereof and the property on which it is desired to levy execution has devolved by death;), αφορά στη διαζευκτική περίπτωση (της Δ.40 θ. 8), που καλύπτει την αλλαγή στους διαδίκους οι οποίοι δικαιούνται ή υπόκεινται σε εκτέλεση, και όχι στην περίπτωση εκτέλεσης απόφασης μετά από 12 χρόνια, όπως είναι η παρούσα υπόθεση (βλ. Τράπεζα Κύπρου Λτδ, v. 1. Κρίνου Ζ. Μακρίδη κ.ά. (ανωτέρω)).

 

Όπως συνεπώς προκύπτει, με βάση τη συνδυασμένη ανάγνωση της Δ.40        θ. 8 και Δ.48 θ. 8(1), δεν υπάρχει υποχρέωση επίδοσης μιας τέτοιας αίτησης.

 

Τούτου δοθέντος, ούτε εκ πρώτης όψεως δεν διαπιστώνεται στην υπό συζήτηση περίπτωση ότι υπήρξε παραβίαση των πιο πάνω δικονομικών προνοιών.

 

Απόλυτα σχετική με το ζήτημα που εξετάζεται είναι και η απόφαση στην υπόθεση Κτωρίδης v. Alpha Bank Cyprus Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 1173, όπου στις σελίδες 1177-1178 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Αποτελεί καλά εμπεδωμένη αρχή στο δικαϊκό μας σύστημα, η οποία εκφράζεται με το λατινικό αξίωμα «audi alteram partem», ότι το δικαστήριο δεν εκδίδει διαταγή πριν ακούσει και το άλλο μέρος. Κατά παρέκκλιση όμως, ο νομοθέτης σε κάποιες περιπτώσεις επιτρέπει την χορήγηση θεραπείας ex parte, δηλαδή χωρίς ειδοποίηση στο άλλο μέρος. Τέτοιες είναι και οι περιπτώσεις που απαριθμούνται στη Δ.48(8)(1) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στις οποίες συγκαταλέγεται και η αίτηση για άδεια εκτέλεσης απόφασης μετά την παρέλευση έξι - τώρα δέκα - ετών (βλ. Δ.48(8)(1)(kk)). H Δ.48(8)(4) που ακολουθεί τη Δ.48 (8)(1) αφορά σε κάθε διάταγμα το οποίο εκδίδεται ex parte 

 

 

Ο Αιτητής, σε κάθε περίπτωση, έχει στη διάθεση του άλλο ένδικο μέσο για να αμφισβητήσει την απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, εκείνο της δια κλήσεως αίτησης δυνάμει της Δ.48, θ. 8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[2] για παραμερισμό του Διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς[3].

 

Τα πιο πάνω σφραγίζουν την τύχη της υπό κρίση Αίτησης. Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και/ή συζητήσιμο θέμα (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, 48), για να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια.  

 

Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

                                                       Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1] (kk) under Order 40, Rule 8, for leave to issue execution after six years have elapsed since the judgment or order or where any change has taken place in the parties entitled or liable to execution, if the Court or Judge is satisfied that it is impracticable to serve a summons or give notice thereof and the property on which it is desired to levy execution has devolved by death;

[2] (4) Any person (other than the applicant) affected by an order made ex parte may apply by summons to have it set aside or varied and the Court or Judge may set aside or vary such order on such terms as may seem just.

 

[3] Δέστε Αναφορικά με την Αίτηση της Αθλητικής Ένωσης Λεμεσού (2012) 1 Α.Α.Δ. 1086.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο