ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ι. Γ., ΜΟΝΑΧΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 166/2025, 31/7/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ι. Γ., ΜΟΝΑΧΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 166/2025, 31/7/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 166/2025)

 

31 Ιουλίου, 2025

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ι. Γ., ΜΟΝΑΧΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 3 ΙΟΥΛΙΟΥ 2025, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

Ε. Ευσταθίου, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων ημερ. 3.7.2025 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι ουσιαστικά οι ακόλουθοι:

(i)    Το διάταγμα εξεδόθη καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, καθότι εξεδόθη χωρίς να προϋπήρχε νόμιμη κατάσχεση, σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 32 και 32Α του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

(ii)      Το διάταγμα εξεδόθη κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, καθότι ο Αιτητής δεν είχε ακουστεί πριν από την έκδοση του.   

 

(iii)     Το κατώτερο Δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα τελούσε σε ουσιώδη πλάνη επί νομικού ζητήματος, καθότι δεν υπήρχε νόμιμη κατάσχεση και δεν έλαβε υπόψη ούτε και εφάρμοσε τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (Κανονισμός ΕΕ 2016/679) και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου του 2018, Ν.125(Ι)/2018, επειδή τα τεκμήρια αφορούσαν ειδικά και ή ευαίσθητα προσωπικά και ή θρησκευτικά δεδομένα.

 

(iv)    Η κατακράτηση και ενδεχόμενη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων χωρίς τη συγκατάθεση του Αιτητή και τη λήψη των απαιτούμενων θεσμικών εγγυήσεων της νομιμότητας και της αναλογικότητας, παραβιάζουν τα άρθρα 7-9 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα άρθρα 8 και 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ήτοι τον σεβασμό στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, την προστασία των προσωπικών δεδομένων και τη θρησκευτική ελευθερία.

 

(v)      Το διάταγμα εξεδόθη κατόπιν μονομερούς αίτησης στην οποία δεν έγινε πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων.

 

Στην ένορκη δήλωση του Αιτητή η οποία συνοδεύει την Αίτηση, αναφέρεται ότι με βάση τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, οποιαδήποτε πράξη παράδοσης ή διάθεσης τεκμηρίων της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ από τρίτο πρόσωπο, ήτοι τη Μητρόπολη Ταμασού, χωρίς τη συγκατάθεση του Ηγούμενου, ήταν νομικά ανίσχυρη.  Ο Αιτητής αναφέρει ότι στις 5.3.2024, κατόπιν αιφνίδιας και βίαιης εισβολής στη Μονή από είκοσι πρόσωπα, εκ των οποίων κληρικοί και άτομα με καλυμμένα πρόσωπα, κάποιοι μοναχοί υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν από τη Μονή και τα εν λόγω πρόσωπα άλλαξαν τις κλειδαριές, με αποτέλεσμα τη φυσική κατοχή της Μονής και την κατακράτηση των τεκμηρίων που αφορούν στο υπό κρίση διάταγμα χωρίς νόμιμη εξουσία. Σύμφωνα με τον Αιτητή, τα τεκμήρια περιλαμβάνουν προσωπικά έγγραφα μοναχών, πνευματικές συνομιλίες, εξομολογητικές συζητήσεις, θρησκευτικά αρχεία, εικόνες και βίντεο προσώπων της Μονής. Επαναλαμβάνει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση, υποστηρίζοντας ότι το διάταγμα εξεδόθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας, νομική πλάνη και κατά κατάφωρη παραβίαση συνταγματικών, ευρωπαϊκών και δικονομικών εγγυήσεων.

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά γίνεται στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018, στην οποία επαναλήφθηκε ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’  εξαίρεση, όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

Όπως φαίνεται από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η αίτηση δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το υπό κρίση διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων στηριζόταν στα άρθρα 25-27 και 32 του Κεφ.155. Τα άρθρα 25-27 αφορούν στη διεξαγωγή έρευνας και στην έκδοση εντάλματος έρευνας ενώ το άρθρο 32 αφορά στην έκδοση διατάγματος κατακράτησης πραγμάτων που κατασχέθηκαν δυνάμει εντάλματος έρευνας.

Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση, αναφέρεται ότι διερευνούντο αδικήματα κατά παράβαση του Ν.125(Ι)/2018, τα οποία φέρονταν να διαπράχθηκαν μεταξύ 2023 και 5.3.2024. Συγκεκριμένα, στις 8.3.2024 ο Μητροπολίτης Ταμασού & Ορεινής Ησαΐας Κυκκώτης προέβη σε καταγγελία για τη διάπραξη αδικημάτων οικονομικής φύσης από τον Αιτητή που ήταν ο ηγούμενος στη Μονή Οσίου Αββακούμ. Όπως ο καταγγέλλων ανέφερε, τα γεγονότα περιήλθαν εις γνώση του κατόπιν πληροφόρησης από μέλος της αδελφότητας της Μονής, ήτοι τον Αρχιμανδρίτη Βαρνάβα ο οποίος είχε πρόσβαση στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που υπήρχε εγκατεστημένο στη Μονή. Εν γνώσει του Αιτητή και των υπόλοιπων μελών της αδελφότητας της Μονής, είχε τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της Μονής οπτικοακουστικό σύστημα παρακολούθησης, στο οποίο όλα τα μέλη είχαν πρόσβαση. Κατόπιν συνέχισης της παρακολούθησης, με οδηγίες του Μητροπολίτη, ο τελευταίος αποφάσισε να προβεί σε εκκλησιαστικές ανακρίσεις βάσει του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου. Στο πλαίσιο των ανακρίσεων, στις 5.3.2024 παρελήφθη κινητή περιουσία από τη Μονή, μεταξύ άλλων και το καταγραφικό του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης το οποίο μεταφέρθηκε στη Μητρόπολη Ταμασού. Σύμφωνα πάντα με τον όρκο, στις 9.3.2024 οι μοναχοί της Μονής, συμπεριλαμβανομένου και του Αιτητή, προέβησαν σε καταγγελία εναντίον του Μητροπολίτη και άλλων προσώπων για διάφορα ποινικά αδικήματα τα οποία φέρονταν να διαπράχθηκαν μεταξύ 5 και 6 Μαρτίου του 2024, μεταξύ των οποίων και αδικήματα κατά παράβαση του Ν.125(Ι)/2018. Για τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων, συγκροτήθηκε ειδική ομάδα και στο πλαίσιο διερεύνησης τους ο Μητροπολίτης παρέδωσε οικειοθελώς στην Αστυνομία τρεις ηλεκτρονικές συσκευές οι οποίες περιείχαν δεδομένα, βίντεο με οπτικοακουστικό υλικό, το οποίο κατέγραψε το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης της Μονής. Αφού έγινε εξαγωγή των δεδομένων στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων, διαπιστώθηκε πως υπήρχαν καταγραφές – βίντεο με οπτικοακουστικό υλικό, οι πλείστες από εσωτερικές κάμερες στο γραφείο του Αιτητή όπου είχε συναντήσεις με διάφορα πρόσωπα. Περιλαμβάνουν εξομολογήσεις και κάποια από τα πρόσωπα που φαίνονται στα βίντεο επιβεβαίωσαν τις συναντήσεις τους με τον Αιτητή. Αφού τα βίντεο διέρρευσαν στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η Επίτροπος Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων προχώρησε στη διενέργεια αυτεπάγγελτου ελέγχου και εντόπισε ποινικές ευθύνες εναντίον του Μητροπολίτη και άλλων για την εγκατάσταση, λειτουργία και επεξεργασία των εκεί καταγραφόμενων δεδομένων.  Έτσι σχηματίστηκε ο ποινικός φάκελος και στα πλαίσια των εξετάσεων παραλήφθηκε ο δίσκος που είχε δοθεί στη δημοσιότητα. Με τη συμπλήρωση των ανακρίσεων, ο φάκελος διαβιβάστηκε στη Νομική Υπηρεσία και δόθηκαν οδηγίες για την ποινική δίωξη του Μητροπολίτη και άλλων για αδικήματα κατά παράβαση του Ν.125(Ι)/2018. Εξ ου και ζητείται η κατακράτηση των τεκμηρίων για την ολοκλήρωση των εξετάσεων και μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

Με βάση τα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δεδομένα, προκύπτει πως η Αστυνομία παρέλαβε και κατείχε τα εν λόγω τεκμήρια, κατόπιν οικειοθελούς παράδοσης τους από πλευράς της Μητρόπολης Ταμασού στο πλαίσιο των ερευνών για τη φερόμενη διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση του Ν.125(Ι)/2018, εναντίον του Μητροπολίτη, του Αρχμανδρίτη Βαρνάβα και άλλων προσώπων.

Ο Αιτητής δεν αμφισβητεί την εξουσία που παρέχεται στην Αστυνομία να λάβει τεκμήρια στο πλαίσιο διερεύνησης φερόμενης διάπραξης ποινικών αδικημάτων από τα προαναφερόμενα πρόσωπα. Εισηγείται, όμως, πως για τη νόμιμη έκδοση διατάγματος κατακράτησης των τεκμηρίων, θα πρέπει να προηγηθεί η νόμιμη κατάσχεση τους, κάτι το οποίο ελλείπει στην υπό κρίση περίπτωση.

Αυτή η εισήγηση δεν βρίσκει έρεισμα στα άρθρα του Κεφ. 155, στα οποία στηρίχθηκε η αίτηση. Ειδικότερα, το άρθρο 25(1) παρέχει εξουσία σε κάθε αστυνομικό, χωρίς ένταλμα, να κατακρατήσει και ερευνήσει οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι φέρει ή μεταφέρει αντικείμενο ή έγγραφο σε σχέση με το οποίο έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα, και οποιονδήποτε τόπο στον οποίο πιστεύεται ότι έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα. Το άρθρο 25(2) προνοεί ότι οτιδήποτε βρεθεί κατά τη διάρκεια τέτοιας έρευνας το οποίο θα μπορούσε να κατασχεθεί αν η έρευνα διεξαγόταν δυνάμει εντάλματος έρευνας, τότε αυτό δύναται να κατασχεθεί και τύχει μεταχείρισης κατά τον ίδιο τρόπο ως αν αυτό ήταν κάτι που κατασχέθηκε κατά τη διάρκεια έρευνας δυνάμει εντάλματος, εφαρμοζόμενων των διατάξεων του άρθρου 32. Το άρθρο 32 δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την κατακράτηση του πράγματος μέχρι την αποπεράτωση της ποινικής διαδικασίας η οποία δυνατόν να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.

Στην υπό κρίση περίπτωση, η Αστυνομία διεξήγε έρευνες για τη φερόμενη διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση του Ν.125(Ι)/2018. Στο πλαίσιο αυτό, εντοπίστηκε προφανώς το υλικό που σχετιζόταν με την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων. Αυτό παραδόθηκε οικειοθελώς από την πλευρά της Μητρόπολης. Αυτά τα δεδομένα φαίνεται να εμπίπτουν εντός των προνοιών του άρθρου 25, εφόσον η Αστυνομία διεξήγαγε έρευνες και παρέλαβε και κατέσχε τα εν λόγω αντικείμενα. Το γεγονός ότι αυτά παραχωρήθηκαν οικειοθελώς δεν διαφοροποιεί την κατάσταση πραγμάτων αναφορικά με το ότι αυτά περιήλθαν στην κατοχή της Αστυνομίας η οποία και τα κατέσχε. Εξ ου και στη συνέχεια αποτάθηκε για διάταγμα κατακράτησης, ως προνοεί το άρθρο 32.

Αποτελεί εισήγηση του Αιτητή ότι το εν λόγω υλικό ενέπιπτε εντός της προστασίας της Ιεράς Μονής η οποία συνιστά αυτοτελή εκκλησιαστική οντότητα με βάση το άρθρο 65 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και επομένως ο μόνος που είχε αρμοδιότητα για να παραδώσει το υλικό είναι ο Ηγούμενος της. Το άρθρο 65 του Καταστατικού Χάρτη προνοεί τη διάκριση των Μονών αφενός σε Βασιλικές και Σταυροπηγιακές και αφετέρου σε Επαρχιακές. Οι Βασιλικές και Σταυροπηγιακές καθορίζονται ρητώς στο άρθρο ως οι Μονές του Κύκκου, του Μαχαιρά, του Αγίου Νεοφύτου και του Αποστόλου Βαρνάβα. Επαρχιακές είναι όλες οι υπόλοιπες. Οι μεν πρώτες απολαμβάνουν το προνόμιο της αυτονομίας στην εσωτερική διοίκηση και διαχείριση ενώ οι Επαρχιακές διοικούνται σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη και τον εσωτερικό τους κανονισμό και τελούν υπό την πνευματική και Κανονική δικαιοδοσία του Αρχιερέως της επαρχίας ο οποίος έχει το καθήκον να επαγρυπνεί ότι η διοίκηση τους τελεί σε συμφωνία προς τις Κανονικές επιταγές.

Η Ιερά Μονή Οσίου Αββακούμ εμπίπτει εντός της δεύτερης κατηγορίας και ως τέτοια υπόκειται στον έλεγχο του Αρχιερέως της επαρχίας στην οποία βρίσκεται. Επομένως, διαφαίνεται ότι η παράδοση του υλικού που έγινε εκ μέρους της Μητρόπολης η οποία έχει υπό την ευθύνη της τη Μονή, έγινε νομότυπα και νόμιμα.

Το γεγονός ότι το εν λόγω υλικό, κατά παραδοχή και της Αστυνομίας, περιέχει ευαίσθητα δεδομένα, όπως θρησκευτικές εξομολογήσεις, είναι κάτι το οποίο φαίνεται να είναι υπόψη της Αστυνομίας ούτως ώστε να αναμένεται η συμμόρφωση της με τις πρόνοιες του Ν.125(Ι)/2018 και οποιαδήποτε άλλη πρόνοια αφορά σε προστασία προσωπικών δεδομένων. Στο πλαίσιο της παρούσας Αίτησης, δεν έχει διαφανεί ότι η Αστυνομία, με οποιονδήποτε τρόπο, έχει προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία ενδεχομένως να αποτελεί παραβίαση αυτής της προστασίας, εφόσον και ο ίδιος ο δικηγόρος του Αιτητή δέχθηκε ότι η όποια διαρροή έγινε από τρίτα πρόσωπα.

Ούτε και η θέση του Αιτητή ότι η Αστυνομία δεν προέβη σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη κρίνεται βάσιμη. Στον όρκο γινόταν περιγραφή όλων των γεγονότων και ήταν εμφανές σε ποια πρόσωπα και σε ποιους χώρους αφορούσαν. Όλα όσα η πλευρά του Αιτητή ισχυρίζεται ότι δεν αποκαλύφθηκαν έχουν αναφερθεί στον όρκο. Αυτά είναι ο τρόπος παράδοσης των τεκμηρίων, το γεγονός ότι η Μητρόπολη Ταμασού που παρέδωσε το υλικό τελούσε υπό ποινική διερεύνηση, το περιεχόμενο του υλικού και ότι αυτό περιείχε ευαίσθητα δεδομένα  και τη διαρροή αυτού από τρίτα πρόσωπα. Η παράλειψη αναφοράς στην εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού ΕΕ 2016/679 και του Ν.125(Ι)/2018, δεν αποτελεί τέτοιο γεγονός το οποίο θα έπρεπε να αναφερθεί στον όρκο. Εκτός του ότι έγινε αναφορά στον Ν.125(Ι)/2018, ήταν προφανές ότι το υλικό αφορούσε ευαίσθητα δεδομένα και επομένως η όποια νομική παραπομπή δεν ήταν απαραίτητη για το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου είχε τεθεί η αίτηση.

Το άρθρο 32 παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων, χωρίς να ακούσει την άλλη πλευρά, όπως και έγινε στην υπό κρίση περίπτωση. Μάλιστα, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για την επίδοση του διατάγματος εντός τεσσάρων ημερών από την έκδοση του, ούτως ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα λήψης γνώσης περί αυτού από τον Αιτητή. Επιπλέον, το άρθρο 32Α προβλέπει ότι κάθε απόφαση Δικαστηρίου η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 32(1) υπόκειται σε έφεση. Επομένως, ο Αιτητής έχει το δικαίωμα έφεσης, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του ότι δεν του παρέχεται το ένδικο μέσο της έφεσης.

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, διαφαίνεται ότι το κατώτερο Δικαστήριο εξέτασε την αίτηση με βάση τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ικανοποιήθηκε ότι αυτές πληρούνταν και δικαιολογούσαν την έκδοση του διατάγματος. Εν πάση περιπτώσει, ο Αιτητής έχει στη διάθεση του το δικαίωμα έφεσης.

        Ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν κατάφερε να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση που να δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                                     Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο