
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 38/17
17 Ιουλίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΣΑΒΒΑΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
Εφεσείων,
ν.
1. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ SUPHIRE (FINANCE) LTD
2. ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ
Εφεσίβλητων.
...................
Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Ν. Γεωργίου, για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Ο Εφεσείων ήγειρε αγωγή με την οποία αξίωνε το ποσό των €145.231,12 (ΛΚ85.000) το οποίο κατέβαλε για την αγορά 100.000 μετοχών της Εφεσίβλητης 1, κατόπιν κατ’ ισχυρισμό διαβεβαιώσεων και ή παραστάσεων από τους Εφεσίβλητους ότι οι μετοχές θα εισήγοντο στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, λόγω μη εισαγωγής των μετοχών στο ΧΑΚ, αυτός απαίτησε την επιστροφή του ποσού που κατέβαλε, το οποίο οι Εφεσίβλητοι συμφώνησαν να του επιστρέψουν. Ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τελικώς του επέστρεψαν μόνο το ποσό των ΛΚ5.000, αναγνωρίζοντας ότι το ποσό των ΛΚ15.000 που καταγράφεται στην έκθεση απαίτησης ότι επιστράφηκε είναι λανθασμένο. Έτσι ήγειρε αγωγή με την οποία απαίτησε το εν λόγω ποσό στη βάση παράβασης συμφωνίας και ή λόγω δόλου και ή απάτης και ή ψευδών παραστάσεων και ή αδικαιολόγητου πλουτισμού και ή ως προϊόν καταληκτικού καταπιστεύματος.
Οι Εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι προέβησαν σε οποιεσδήποτε παραστάσεις προς τον Εφεσείοντα και ισχυρίζονται ότι από μόνος του ενδιαφέρθηκε να αποκτήσει μετοχές της Εφεσίβλητης 1 για να εξασφαλίσει επενδυτικό δάνειο από αυτή για σκοπούς επενδύσεων σε τίτλους στο ΧΑΚ. Ισχυρίζονται επίσης ότι κατόπιν αίτησης του Εφεσείοντος, η Εφεσίβλητη 1 παραχώρησε σε αυτόν δάνειο ύψους €200.000 και του άνοιξε επενδυτικό λογαριασμό πιστώνοντας του το εν λόγω ποσό. Σύμφωνα με τους Εφεσίβλητους, ο Εφεσείων διενεργούσε συναλλαγές, μέσω της εταιρείας Suphire (Stockbrokers) Ltd και η Εφεσίβλητη 1 χρεωπίστωνε αναλόγως τον λογαριασμό. Κατόπιν εντολών του Εφεσείοντος, η Εφεσίβλητη 1 εξέδωσε επιταγή προς τον Εφεσείονα για το ποσό των ΛΚ5.000 και χρέωσε τον λογαριασμό του. Πρόκειται για το ποσό το οποίο ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι του επέστρεψαν. Λόγω του ότι ο λογαριασμός καταδείκνυε υπόλοιπο εκ €223.482,56 και ο Εφεσείων παρέλειψε να εξοφλήσει παρά τις εκκλήσεις της Εφεσείβλητης 1 προς τούτο, οι Εφεσίβλητοι ήγειραν ανταπαίτηση αξιώνοντας το εν λόγω ποσό.
Κατά την ακρόαση της αγωγής, κατέθεσαν ο Εφεσείων και ο Εφεσίβλητος 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντος ως μη πειστική και δέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου 2 ως αξιόπιστη. Έτσι κατέληξε ότι τα γεγονότα εκτυλίχθησαν ως η εκδοχή του Εφεσίβλητου 2. Συναφώς κατέληξε πως ο Εφεσείων, με δική του πρωτοβουλία, ενδιαφέρθηκε και αιτήθηκε να αγοράσει μετοχές της Εφεσίβλητης 1 και να ανοίξει επενδυτικό λογαριασμό, δυνάμει ξεχωριστών συμφωνιών. Ο Εφεσείων ενεργούσε πράξεις αγοράς και πώλησης μετοχών στο ΧΑΚ μέσω άλλης τρίτης εταιρείας, της Suphire (Custodian) Ltd προς όφελος της οποίας ενεχυρίαζε τις μετοχές που αγόραζε. Κατόπιν γραπτής εντολής του Εφεσείοντος προς την Εφεσίβλητη 1, η τελευταία του εξέδωσε επιταγή εκ ΛΚ5.000 και χρέωσε τον επενδυτικό του λογαριασμό. Αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ουδέποτε ο Εφεσείων αμφισβήτησε το υπόλοιπο του λογαριασμού και τις αγοραπωλησίες μετοχών οι οποίες, σύμφωνα με τον λογαριασμό, είχαν διεκπεραιωθεί κατόπιν δικών του εντολών. Λόγω μη συμμόρφωσης του Εφεσείοντος με την καταβολή του ποσού προς εξόφληση του οφειλόμενου υπόλοιπου, η Εφεσίβλητη 1 τερμάτισε τη σχετική συμφωνία.
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με όλες τις βάσεις της αγωγής, καταλήγοντας ότι ούτε παράβαση συμφωνίας ούτε απάτη είχαν αποδειχθεί, ενώ η παράβαση νομικού καθήκοντος δεν ήταν δικογραφημένη, ούτε και είχε προωθηθεί κατά την ακρόαση και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να τύχει εξέτασης. Απέρριψε την απαίτηση και εξέδωσε απόφαση ως η ανταπαίτηση.
Ο Εφεσείων, με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για την απόρριψη της απαίτησης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι είναι εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση για απόρριψη της αγωγής στη βάση παράβασης συμφωνίας και ή νόμιμου καθήκοντος και ή υποχρέωσης επιστροφής χρημάτων. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν προσέγγισε ορθά τα γεγονότα, καθότι υπήρχε και προφορική και γραπτή μαρτυρία ότι οι Εφεσίβλητοι όφειλαν να επιστρέψουν τα χρήματα τα οποία είχαν αποσπάσει από τον Εφεσείοντα. Ο τρίτος λόγος αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία χωρίς να λάβει υπόψη γραπτές δηλώσεις και έγγραφα τα οποία δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα ως αναφέρεται στους δύο πρώτους λόγους.
Λόγω της συνάφειας τους, όλοι οι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί.
Αρχίζοντας από το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει τονιστεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση S.K. Masters Developments Ltd v. Κυρατζής κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/2015, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Περαιτέρω, το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Στο πλαίσιο εξέτασης των λόγων έφεσης, θα πρέπει να λεχθεί εξαρχής ότι μόνο στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης αναφέρεται τι αποδίδεται ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη και αξιολογήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην αιτιολογία των δύο άλλων λόγων, ο Εφεσείων δεν προσδιορίζει τι θεωρεί ως το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρά μόνο ουσιαστικά προβαίνει σε παράθεση της δική του εκδοχής και στη γενική τοποθέτηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένα ευρήματα.
Εκείνο που αποδίδεται συγκεκριμένα στο πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη και αξιολογήσει πως η σχέση μεταξύ Εφεσείοντος και Εφεσίβλητων βασίστηκε στις παραστάσεις των τελευταίων προς τον Εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια ενδελεχή και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του, εξετάζοντας κάθε πτυχή αυτής και δίδοντας τους λόγους για τους οποίους έκρινε αξιόπιστο ή όχι τον καθένα εξ αυτών. Μάλιστα εντόπισε ότι ένα από τα ουσιώδη σημεία της αντιπαράθεσης μεταξύ των μερών ήταν το κατά πόσο η αγορά των μετοχών είχε γίνει κατόπιν παραστάσεων του Εφεσίβλητου.
Αναφορικά με τον Εφεσείοντα, η αξιολόγηση του έγινε σε συνάρτηση και με τα έγγραφα τα οποία είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια, με το πρωτόδικο Δικαστήριο να εντοπίζει αντιφάσεις μεταξύ της προφορικής του μαρτυρίας και του περιεχομένου των εγγράφων τα οποία δεν είχαν αμφισβητηθεί. Ανάμεσα στα έγγραφα, περιλαμβάνονταν η αίτηση που ο ίδιος υπέβαλε για το άνοιγμα του επενδυτικού λογαριασμού, επιστολή που ο ίδιος απέστειλε στην Εφεσίβλητη 1 και η επιστολή με την οποία ζητούσε την επιστροφή του ποσού των ΛΚ5.000. Οι αντιφάσεις αφορούσαν ουσιώδη σημεία, όπως τις συνθήκες υποβολής αίτησης για την παραχώρηση του δανείου, οι κατ’ ισχυρισμό δηλώσεις ως προς το πότε θα εισαγόταν η Εφεσίβλητη 1 στο ΧΑΚ και ως προς την αξία των μετοχών της και οι συνθήκες επιστροφής των ΛΚ5.000. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε την ύπαρξη αντιφάσεων και μεταξύ της υπό κρίση αγωγής και της μαρτυρίας του σε άλλη αγωγή για τα ίδια θέματα. Πρόκειται για τη μαρτυρία του στην αγωγή 3304/2008 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας την οποία ήγειρε ο Εφεσίβλητος εναντίον της Suphire (Venture Capital) Ltd και του Εφεσείοντος. Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι χρηματιστηριακές συναλλαγές διεκπεραιώνονταν από άλλη εταιρεία και ότι ο Εφεσείων παραδέχθηκε πως ο Εφεσίβλητος 2 δεν ενεργούσε ως χρηματιστής του. Καταληκτικά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι κατά την αντεξέταση του ο Εφεσίβλητος 2 έδινε ασαφείς απαντήσεις και σε καίρια σημεία απαντούσε με υπεκφυγές, δηλώνοντας άγνοια σε ό,τι θεωρούσε πως δεν βόλευε την υπόθεση του. Λόγω του ότι προέβαλε αντιφατικές και άτοπες θέσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του και την απέρριψε.
Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε καλούς και πειστικούς λόγους για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του Εφεσείοντος. Επομένως, η εισήγηση του Εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να ασχοληθεί με το τι διημείφθη μεταξύ των μερών πριν από την υποβολή αίτησης από τον Εφεσείοντα για την αγορά των μετοχών και το άνοιγμα του λογαριασμού και με την ιδιότητα του Εφεσίβλητου σε σχέση τόσο με την Εφεσείουσα όσο και με τη χρηματιστηριακή εταιρεία κρίνεται αβάσιμη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τα δύο αυτά καίρια ζητήματα για την υπόθεση.
Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και για την αξιολόγηση του Εφεσίβλητου 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η μαρτυρία του, τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση του, ήταν επεξηγηματική και πλήρως διαφωτιστική, σε σχέση με τις συναντήσεις και τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον Εφεσείοντα, καθώς και με όλες τις εκφάνσεις της συνεργασίας της Εφεσίβλητης με τον Εφεσείοντα, δίδοντας και συγκεκριμένα παραδείγματα. Η μαρτυρία του παρουσίαζε συνέπεια και με τα έγγραφα-τεκμήρια και τη μαρτυρία του στην αγωγή 3304/2008. Επομένως, εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του αξιόπιστη.
Η θέση του Εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι Εφεσίβλητοι άρχισαν να υλοποιούν τη συμφωνία επιστροφής των χρημάτων με την καταβολή των ΛΚ5.000, δεν βρίσκει έρεισμα στην αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό ασχολήθηκε ειδικά και εκτεταμένα με το ζήτημα, καταλήγοντας ότι το εν λόγω ποσό πληρώθηκε κατόπιν αιτήματος του Εφεσείοντος και χρεώθηκε στον λογαριασμό, το υπόλοιπο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε.
Καταλήγουμε ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα και δικαιολογημένα, με αποτέλεσμα να μην χωρεί επέμβαση μας.
Με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν υπήρξαν παραστάσεις προς τον Εφεσείοντα ως προς τον χρόνο εισαγωγής της Εφεσίβλητης 1 στο ΧΑΚ, πέραν των όσων περιλαμβάνονταν στην πρόσκληση εγγραφής, ως προς την αξία των μετοχών και για την επιστροφή των χρημάτων. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η βάση αγωγής για συμφωνία μεταξύ των μερών αναφορικά με το πότε η Εφεσίβλητη 1 θα εισαγόταν στο ΧΑΚ δεν μπορούσε να πετύχει.
Ο Εφεσείων επικαλείται και πάλι την παράβαση «νόμιμου καθήκοντος επιστροφής των χρημάτων», το οποίο ήγειρε και κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως τέτοια βάση δεν είχε δικογραφηθεί όπως απαιτείται, ούτε και προωθηθεί και επομένως δεν μπορούσε να τύχει εξέτασης. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Λέντζας v. Laos Bros Ltd (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2917, απαιτείτο σύμφωνα με την τότε εν ισχύι Δ.19 θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ιδιαίτερη δικογράφηση των λεπτομερειών που αφορούν σε παραβίαση νομίμων καθηκόντων.
Στο πλαίσιο της Έφεσης, ο Εφεσείων εγείρει για πρώτη φορά ότι οι Εφεσίβλητοι κωλύονται δια συμπεριφοράς ή με έγγραφο (estoppel by conduct or deed) να αμφισβητούν την υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων. Τέτοια βάση αγωγής επίσης δεν είχε δικογραφηθεί ούτε και εγερθεί πρωτόδικα. Ως εκ τούτου, ούτε και αυτή η βάση μπορεί να εξεταστεί στο στάδιο της Έφεσης.
Και οι τρεις λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Η Έφεση απορρίπτεται.
€3.500 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντος.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο