ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ HUSSEΥIN ALI, ΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ HUSSEIN ALI HINDO, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Έφεση Αρ. 5/2025, 17/7/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ HUSSEΥIN ALI, ΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ HUSSEIN ALI HINDO, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Έφεση Αρ. 5/2025, 17/7/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 5/2025)

 

17 Ιουλίου, 2025

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤ. ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 42/2025

 

ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ. 3) ΤΟΥ 2022

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ HUSSEΥIN ALI, ΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ HUSSEIN ALI HINDO, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 06/03/2025 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ 2018

..................

 

Ν. Παναγιώτου με κ. Β. Παναγιώτου για V.N.PANAYIOTOU LEGAL LLC, για τους Εφεσείοντες.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΕΦΡΑΙΜ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία (το πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία απερρίφθη αίτηση για παραχώρηση άδειας για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση της απόφασης ημερ. 9.1.2025 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το κατώτερο Δικαστήριο) με την οποία απερρίφθη αίτηση για διαγραφή της Υπεράσπισης στην Αγωγή Αρ. 3777/2021.

Ο Εφεσείων 1 είναι τουρκοκύπριος και διαμένει μόνιμα στο Λονδίνο από το 1972. Παρουσιάζεται ως ο μοναδικός κληρονόμος της μητρικής γιαγιάς του και του πατέρα του οι οποίοι έχουν αποβιώσει και ισχυρίζεται ότι έχει δικαίωμα να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης όλης της ακίνητης περιουσίας τους και να τη διαχειρίζεται. Ο Εφεσείων 2 είναι ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του Εφεσείοντος 1. Κατά τον Μάρτιο του 2012, στο πλαίσιο της τότε πολιτικής της Κυβέρνησης για απόκτηση τουρκοκυπριακής γης, της οποίας οι ιδιοκτήτες διέμεναν στο εξωτερικό πριν από το 1974, για στέγαση ελληνοκυπρίων προσφύγων, ο τότε Υπουργός Εσωτερικών κατέληξε σε φιλικό διακανονισμό με τον Εφεσείοντα 1 δυνάμει του οποίου η Δημοκρατία θα κατέβαλλε σε αυτόν το ποσό των €2,5 εκ. ως συμφωνηθέν ποσό για την απαλλοτρίωση τριών ακινήτων τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση προσφύγων. Παράλληλα θα ενέκρινε, κατ’ εξαίρεση, την πώληση άλλων δέκα ακινήτων από τους Εφεσείοντες σε τρίτα πρόσωπα. Στις 27.3.2012 ο φιλικός διακανονισμός εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και οι Εφεσείοντες υπέγραψαν «Δήλωση/Συγκατάθεση» στην απαλλοτρίωση των τριών ακινήτων με την οποία δήλωναν ότι δεν θα έφεραν οποιαδήποτε ένσταση στη διαδικασία απαλλοτρίωσης, ήτοι στη γνωστοποίηση και στο διάταγμα απαλλοτρίωσης.

Κατόπιν μελέτης βάσει της οποίας διαπιστώθηκε ότι το έδαφος εντός των τριών ακινήτων ήταν ακατάλληλο για την ανέγερση των κατοικιών, έγινε νέα διευθέτηση μεταξύ των μερών με την οποία το ποσό της αποζημίωσης για την απόκτηση των ακινήτων μειώθηκε σε €920.000. Στις 8.2.2013 δημοσιεύτηκε η σχετική γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και στις 15.2.2013 δημοσιεύτηκε το διάταγμα απαλλοτρίωσης. Πριν την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης και λόγω αλλαγής στη σχετική πολιτική, δυνάμει της οποίας ο νέος φιλικός διακανονισμός δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός, στις 15.2.2014 το Υπουργικό Συμβούλιο ανακάλεσε αυτόν. Οι Εφεσείοντες και άλλα πρόσωπα, ενδιαφερόμενα για την αγορά των δέκα ακινήτων, καταχώρισαν προσφυγές εναντίον της ανάκλησης του φιλικού διακανονισμού και το Διοικητικό Δικαστήριο, με την απόφαση του ημερ. 2.10.2018, ακύρωσε την ανάκληση.

Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι η ακυρωτική απόφαση καθιστά τον φιλικό διακανονισμό ισχυρό και έτσι ήγειραν την Αγωγή 3777/2021 εναντίον του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Με αυτή ζητούν την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ότι ο φιλικός διακανονισμός αποτελεί δεσμευτική συμφωνία, την ειδική εκτέλεση αυτής και εγείρουν αξιώσεις για διαφυγόντα κέρδη, τιμωρητικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις και άλλες θεραπείες.

Οι εναγόμενοι στην Αγωγή καταχώρισαν υπεράσπιση με την οποία διαφωνούν ότι ο Εφεσείων 1 είχε δικαίωμα να συνάψει συμφωνία σε σχέση με την επίδικη περιουσία, καθότι αυτή βρίσκεται υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας και ισχυρίζονται ότι ο φιλικός διακανονισμός δεν αποτελεί δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των μερών. Αρνούνται ότι οι Εφεσείοντες δικαιούνται σε αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος καθότι η περιουσία τελεί υπό κηδεμονία και δεν έχουν υποστεί ζημιά.

Οι Εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση για τη διαγραφή της υπεράσπισης, στη βάση του ότι αυτή δεν αποκαλύπτει εύλογη και ή έγκυρη υπεράσπιση. Με την αίτηση ζητούν επίσης απόφαση ως η απαίτηση τους. Είναι η θέση τους πως ο φιλικός διακανονισμός έχει ήδη κριθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο ότι αποτελεί διοικητική πράξη και επομένως η εγκυρότητα της δεν δύναται να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της Αγωγής. Οι εναγόμενοι καταχώρισαν ένσταση στην αίτηση και κατόπιν ακρόασης, το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του με την οποία απέρριψε την αίτηση.

Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι το κατώτερο Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του και έκδηλα λανθασμένα αποφάσισε ότι έχει δικαιοδοσία να ασχοληθεί με θέματα τα οποία ενέπιπταν εντός της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Διοικητικού Δικαστηρίου. Επίσης ισχυρίζονται ότι η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου προσβάλλει το δεδικασμένο της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου και ότι παραγνωρίζει πως οι εναγόμενοι κωλύονται να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους (estoppel) εφόσον είναι αντίθετοι με αυτούς που προέβαλαν στις προσφυγές. Τέλος, θεωρούν ότι η υπεράσπιση είναι κακόβουλη, ενοχλητική και καταχρηστική, χωρίς πιθανότητα επιτυχίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τις νομικές αρχές που διέπουν τις αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος. Διαπίστωσε πως το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε αιτιολογημένη απόφαση, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές επί της αίτησης, είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει το εγειρόμενο στην αίτηση ζήτημα, και επομένως δεν υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κατώτερο Δικαστήριο δεν ενήργησε με έκδηλη νομική πλάνη, ούτως ώστε η απόφαση να υπόκειται σε έλεγχο ως προς τη νομιμότητα της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ακόμα και αν τα όσα καταλογίζονται στο κατώτερο Δικαστήριο ευσταθούν, συνιστούν σφάλματα τα οποία αφορούν στην ορθότητα της απόφασης του και επομένως θα μπορούσαν να εξεταστούν στο πλαίσιο έφεσης κατά της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου.  

Οι Εφεσείοντες προβάλλουν οκτώ λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 αφορούν στο ότι το κατώτερο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την απόφαση του. Το πλαίσιο της έφεσης αφορά στην ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι στην απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου. Επομένως αυτοί οι λόγοι δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης και απορρίπτονται.

Οι λόγοι έφεσης 2 και 4 αφορούν στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε νομικά, επικυρώνοντας την αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εξετάσει την εγκυρότητα και νομιμότητα της διοικητικής πράξης του φιλικού διακανονισμού και στο ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένη ως προς αυτό το σκέλος της. Με τον λόγο έφεσης 5 αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να μην αναγνωρίσει τη νομική σημασία της ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου. Με τον λόγο έφεσης 6 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρείχε αιτιολογία για τη διάκριση μεταξύ της ορθότητας και νομιμότητας της απόφασης. Με τους λόγους 7 και 8 αποδίδεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση και ότι δεν δικαιολογείτο η χορήγηση άδειας, αντίστοιχα.

        Λόγω της συνάφειας τους, οι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί.

        Με βάση το παλαιό Άρθρο 146 του Συντάγματος, αποκλειστική δικαιοδοσία για την αναθεώρηση κάθε πράξης διοικητικής αρχής ή οργάνου το οποίο ασκεί εκτελεστική και διοικητική λειτουργία παρεχόταν στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Μετά την τροποποίηση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, τη θέσπιση του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015, Ν.131(Ι)/2015 και την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου, αυτή η δικαιοδοσία μεταφέρθηκε στο Διοικητικό Δικαστήριο. Μετά από ακύρωση της διοικητικής πράξης, παρέχεται κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος η δυνατότητα διεκδίκησης αποζημίωσης με αναφορά στην έκδοση της και σε όσα συνδέονται με αυτή ως προπαρασκευαστικές πράξεις (βλ. Takis P. Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1424 και SMF ConcreteMix Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2352).

        Εν προκειμένω, μετά από την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, οι ίδιοι οι Εφεσείοντες αποτάθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο, επιδιώκοντας την αναγνώριση του φιλικού διακανονισμού ως δεσμευτικής συμφωνίας και διεκδικώντας διάφορες θεραπείες βάσει αυτής της συμφωνίας.

        Η θέση των Εφεσειόντων είναι βασικά ότι η αξίωση τους θα πρέπει να πετύχει δίχως άλλο καθότι ο φιλικός διακανονισμός αποτελεί και αναγνωρίστηκε ως διοικητική πράξη από το Διοικητικό Δικαστήριο. Επομένως, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας να εξετάσει την εγκυρότητα της εν λόγω πράξης.

          Αντικείμενο της προσφυγής και συνακόλουθα της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ήταν η ανάκληση του φιλικού διακανονισμού. Η ανάκληση κρίθηκε ότι συνιστούσε διοικητική πράξη και ακυρώθηκε. Η απόφαση ή πράξη και η μετέπειτα ανάκληση αυτής είναι αυτοτελείς πράξεις – βλ. SMF ConcreteMix Ltd (ανωτέρω). Οι όποιες αναφορές του Διοικητικού Δικαστηρίου στον φιλικό διακανονισμό δεν αποτελούν το αντικείμενο και την ουσία της εν λόγω απόφασης του. Ρητά ανέφερε πως «το μοναδικό προδικαστικό ζήτημα, το οποίο εγέρθηκε … είναι ότι το ζήτημα του φιλικού διακανονισμού και η εδώ προσβαλλόμενη «ανάκληση» του δεν αποτελεί ζήτημα δημοσίου δικαίου, αλλά ιδιωτικού». Το Διοικητικό Δικαστήριο αναφερόταν στην ανάκληση των όσων αποτελούσαν τον φιλικό διακανονισμό, ήτοι τη «διακανονισθείσα απαλλοτρίωση» και την «έγκριση αποδέσμευσης προς πώληση» των ακινήτων. Εξού και η κατάληξη του ήταν ότι «η επίδικη απόφαση, οι οποίες συνίστανται στην ανάκληση, στο σύνολο τους, των προνοιών και αποφάσεων που αποτελούν τον φιλικό διακανονισμό μεταξύ των αιτητών και των καθ’  ων η αίτηση, ακυρώνεται».

        Από τη στιγμή που οι Εφεσείοντες καταχώρισαν Αγωγή ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου και αμφισβητούσαν την ύπαρξη υπεράσπισης, με την καταχώριση της αίτησης διαγραφής αυτής, το κατώτερο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση και να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλυπτόταν ή όχι υπεράσπιση.

        Σε αυτό το πλαίσιο, άκουσε τις δύο πλευρές. Δεν φαίνεται να αγνόησε την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου εφόσον αναγνώρισε ρητώς ότι το κατά πόσο η ανάκληση μιας διοικητικής πράξης είναι παράνομη, εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου. Αναγνώρισε παράλληλα ότι με την υπεράσπιση εγείρονταν ικανές για αγωγές υπερασπίσεις με τις οποίες ζητείτο ειδική εκτέλεση συμφωνίας και ή αποζημιώσεις για παράβαση αυτής. Ανέφερε πως ζητήματα, όπως το κατά πόσο υπάρχει δεσμευτική συμφωνία και κατά πόσο αυτή είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης και ή επιδίκασης αποζημιώσεων σε περίπτωση παράβασης της, εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Έτσι διέκρινε τη δικαιοδοσία του Διοικητικού και του Επαρχιακού Δικαστηρίου και κατέληξε ότι η υπεράσπιση δεν ήταν «σκανδαλώδης, αχρείαστη ή αντικανονική σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογείται η διαγραφή της». Η αναφορά του κατώτερου Δικαστηρίου σε «διοικητική πράξη» θα πρέπει να ιδωθεί στο σύνολο της απόφασης και δεν τείνει να καταδείξει ότι το κατώτερο Δικαστήριο παραδέχθηκε πως επρόκειτο για διοικητική πράξη η οποία αυτομάτως οδηγούσε σε έκδοση απόφασης υπέρ των Εφεσειόντων. Αντιθέτως, με την απόρριψη της αίτησης διαγραφής, κατέστησε σαφές ότι το επίδικο θέμα και οι αιτούμενες με την Αγωγή θεραπείες μπορούσαν να αποφασιστούν μόνο από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Από τη στιγμή δε που ζητούνται διαφυγόντα κέρδη και τιμωρητικές αποζημιώσεις, αυτές οι αξιώσεις δεν είναι τέτοιες που δύνανται να αποδοθούν χωρίς απόδειξη τους με μαρτυρία στον απαιτούμενο βαθμό.

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε αυτούσιο μέρος της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου, στο οποίο φαίνονται το σκεπτικό και η κατάληξη του. Επεξηγεί ότι το κατώτερο Δικαστήριο αναφέρθηκε και ανέλυσε τις θέσεις των δύο πλευρών, παρέθεσε τις νομικές αρχές που διέπουν τις αιτήσεις διαγραφής δικογράφου στη βάση μη αποκάλυψης εύλογης υπεράσπισης και κατέληξε υπέρ της απόρριψης της αίτησης. Αυτά ενέπιπταν εντός της δικαιοδοσίας του και είναι σε αυτή τη βάση που ορθά κατέληξε ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει επί της αίτησης. Επομένως, δεν τίθετο ζήτημα υπέρβασης δικαιοδοσίας και συνακόλουθα νομιμότητας της διαδικασίας. Ορθή ήταν και η διαπίστωση του ότι τα όσα βασικά αποδίδονται στο κατώτερο Δικαστήριο αφορούν σφάλματα τα οποία άπτονται της ορθότητας της απόφασης και όχι της νομιμότητας αυτής, διακρίνοντας με σαφήνεια τις δύο αυτές έννοιες.

        Η υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 572 στην οποία παρέπεμψαν οι Εφεσείοντες διακρίνεται από την υπό κρίση περίπτωση. Εκεί ηγέρθη αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για την είσπραξη διοικητικού προστίμου ως αστικού χρέους και καταχωρίστηκε αίτηση για διαγραφή της υπεράσπισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την παραδοχή της εφεσείουσας για την ύπαρξη της διοικητικής πράξης και την επιβολή σε αυτή του διοικητικού προστίμου, καθώς επίσης τη λήψη γνώσης της διοικητική απόφασης και κατέληξε ότι τα όσα εγείρονταν στην αγωγή ενέπιπταν εντός της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου και επομένως προχώρησε στη διαγραφή της υπεράσπισης και έκδοση απόφασης ως η απαίτηση. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε κατ’ έφεση καθότι τα θέματα της αγωγής ήταν ακριβώς τα ίδια με αυτά που αποφασίστηκαν στις προσφυγές και ενέπιπταν εντός της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου.

        Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν ζητείται η είσπραξη ενός ποσού ως αστικό χρέος που προέκυψε δυνάμει διοικητικής πράξης, αλλά η αναγνώριση μιας πράξης ως δεσμευτικής συμφωνίας και θεραπείες κατ’ επίκληση δεσμευτικής συμφωνίας.

        Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον του στοιχεία και ορθά κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, παρέχοντας επαρκή αιτιολόγηση.

        Η Έφεση απορρίπτεται.

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                                             Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/κβπ 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο