DICKRAN OUZOUNIAN AND COMPANY LIMITED, EΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ LEXUS CYPRUS, Πολιτική Έφεση Αρ. 372/2016, 1/8/2025
print
Τίτλος:
DICKRAN OUZOUNIAN AND COMPANY LIMITED, EΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ LEXUS CYPRUS, Πολιτική Έφεση Αρ. 372/2016, 1/8/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 372/2016)

 

1η Αυγούστου, 2025

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

DICKRAN OUZOUNIAN AND COMPANY LIMITED, EΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ LEXUS CYPRUS

Εφεσείουσα

ν  

 

ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ

Εφεσίβλητου

_________________

Άννα Ιακώβου (κα), για Μ. Ιακώβου & Συνεργάτες, για την Εφεσείουσα.

Α. Τσάρκατζης, για Χρίστος Πατσαλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

_________________

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη  και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- To Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δικαίωσε, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, τον εφεσίβλητο σε αγωγή που αυτός είχε καταχωρίσει εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας, από την οποία είχε αγοράσει, τον Φεβρουάριο του 2008, ένα καινούργιο αυτοκίνητο μάρκας «Lexus IS» (sport edition), με αριθμό εγγραφής [ ].

 

Συγκεκριμένα εξέδωσε προς όφελος του απόφαση για το ποσό των €38.101,81 (επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος αγοράς), πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα. Το εν λόγω ποσό προέκυψε, αφού ως καταγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, για την αγορά του επίδικου αυτοκινήτου ο εφεσίβλητος παρέδωσε στην εφεσείουσα άλλο αυτοκίνητο μάρκας «Lexus IS» (luxury edition), αξίας €50.232,88, το οποίο αγόρασε από την εφεσείουσα το 2006. Διευκρινίζεται στην απόφαση ότι ο εφεσίβλητος συμφώνησε με την εφεσείουσα «να ανταλλάξει το αυτοκίνητο του με νέο αυτοκίνητο μάρκας Lexus IS, sport edition αξίας €47.157,40 και να τους δώσει επιπλέον και ένα ποσό ύψους €3.929,78 (Λ.Κ.2,300,00). Οι εναγόμενοι έλαβαν το αυτοκίνητο του ενάγοντα, το οποίο μέχρι τότε είχε διανύσει 27,144 χλμ. για το ποσό των €34.172,03, έκαναν έκπτωση του ενάγοντα €9.875,70, οπότε και ο ενάγοντας κατέβαλε το ποσό των €3.929,78 (τεκμήριο 3).»    

 

Η δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι το πιο πάνω πωληθέν αυτοκίνητο (sport edition), παρουσίασε δύο μήνες περίπου μετά την παράδοση του, και συγκεκριμένα κατά/ή περί τον Απρίλιο του 2008, «σοβαρά μηχανικά προβλήματα, δηλαδή εκπομπή καπνού από την εξάτμιση, μειωμένη απόδοση του κινητήρα, διακοπές και/ή πλήρη τερματισμό του κινητήρα». Η εφεσείουσα «μετά από επανειλημμένες επισκέψεις του αυτοκινήτου» στο συνεργείο της, μεταξύ της περιόδου Απριλίου του 2008-Απριλίου του 2009, έκρινε  ότι έπρεπε να αντικατασταθεί ο κινητήρας, κάτι που είχε προτείνει στον εφεσίβλητο.  

 

Ο τελευταίος δεν απεδέχθη, αφού θεωρούσε ότι «η προτεινομένη υπό της Εναγομένης επίλυση, για τα σοβαρά προβλήματα που παρουσίασε το εν λόγω όχημα, θα μειώσει κατά πολύ την αγοραστική αξία του οχήματος και/ή η αντικατάσταση του κινητήρα του οχήματος που πρότεινε η Εναγόμενη είναι τέτοιας σοβαρής μορφής η οποία αποτελεί για τον Ενάγοντα και/ή προκαλεί στον Ενάγοντα σημαντική ενόχληση και/ή σε κάθε περίπτωση η Εναγόμενη απέτυχε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της εντός εύλογου χρονικού διαστήματος».  

 

Εν κατακλείδι, ήταν η δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου, πως η εφεσείουσα παρέλειψε να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, αφού το πωληθέν και παραδοθέν αυτοκίνητο ήταν μη αποδεκτής ποιότητας, ακατάλληλο και μη απαλλαγμένο από ελαττώματα. Συνεπεία των πιο πάνω, κατήγγειλε, μέσω δικηγόρου, τη συμφωνία και κάλεσε την εφεσείουσα όπως εντός 21 ημερών του επιστρέψει το ποσό των €55.850, που, κατά τον ίδιο, κατέβαλε για την αγορά του αυτοκινήτου, καλώντας μάλιστα την εφεσείουσα «να παραλάβει το αυτοκίνητο και/ή να το θέσει στη διάθεση της». Τέλος, αξίωσε και γενικές αποζημιώσεις «λόγω σοκ και/ή ταλαιπωρίας και/ή λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστη συνεπεία των ανωτέρω αναφερομένων». Η τελευταία αυτή αξίωση δεν φαίνεται να προωθήθηκε.

 

Η εφεσείουσα με το δικόγραφο Υπεράσπισης της, το οποίο είχε καταχωρίσει στις 14.12.2010 (είχε προηγηθεί η καταχώριση τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης στις 2.12.2010), παραδέχθηκε πως πώλησε στον εφεσίβλητο το εν λόγω αυτοκίνητο, όχι όμως στην τιμή που αυτός είχε δικογραφήσει, αλλά σε πολύ χαμηλότερη τιμή. Όσον αφορά στα κατ΄ ισχυρισμόν προβλήματα, η δικογραφημένη της θέση ήταν ότι το πωληθέν αυτοκίνητο «παρουσίασε κάποιες συνήθεις και ασήμαντες δυσλειτουργίες», όχι όμως τον Απρίλιο του 2008, αλλά αργότερα. Κατά την ίδια, οι εν λόγω δυσλειτουργίες ήταν μεμονωμένες και δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν «επιπτώσεις στο όχημα ή τη χρήση του». Όπως συγκεκριμένα είχε δικογραφήσει, «εντελώς μεμονωμένα στην εξάτμιση του οχήματος παρουσιάστηκε άσπρος καπνός και ο κινητήρας, σε μεμονωμένες και πάλιν περιπτώσεις, είχεν μειωμένες αποδόσεις, χωρίς να παρεμποδίζεται και επηρεάζεται η χρήση του».

 

Σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής της να αντιμετωπίζει τους πελάτες της με μεγάλη κατανόηση, και παρόλο που η δυσλειτουργία που παρουσίαζε το αυτοκίνητο μπορούσε να αποκατασταθεί χωρίς επιπτώσεις σε αυτό, εισηγήθηκε στον εφεσίβλητο την αντικατάσταση ολόκληρης της μηχανής του αυτοκινήτου, σε μια προσπάθεια της να ικανοποιήσει από κάθε άποψη τον πελάτη της. Ο τελευταίος αρνήθηκε και αξίωσε αντικατάσταση του αυτοκινήτου με καινούργιο. Ήταν ακόμη η δικογραφημένη της θέση ότι ήταν πρόθυμη να τιμήσει τις εγγυήσεις που είχε δώσει στον εφεσείοντα σε σχέση με την αποκατάσταση μηχανικών βλαβών ή αντιμετώπιση άλλων προβλημάτων που ήθελον παρουσιαστεί στο πωληθέν αυτοκίνητο. Η εφεσείουσα είχε επίσης δικογραφήσει ότι το αυτοκίνητο «στα δύο έτη που ακολούθησαν την αγορά του, διήνυσε πέραν των 45.000 χλμ και σήμερα έχει υπερβεί τις 65.000 χλμ». 

 

Αρνήθηκε ως σκέψη εκ των υστέρων τη θέση του εφεσίβλητου ότι κατήγγειλε τη συμφωνία πώλησης, και ισχυρίστηκε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είχε προβληθεί «ψευδώς, αναληθώς και υστερόβουλα για πρώτη φορά με την τροποποιημένη Έκθεση Απαιτήσεως, για να δημιουργηθεί το υπόβαθρο για την υποβολή των απαιτήσεων του». Τέλος, αξιώνοντας απόρριψη της αγωγής, είχε δικογραφήσει πως ο εφεσίβλητος «συνεχίζει να κατέχει και χρησιμοποιεί το όχημα με τον εύλογα αναμενόμενο τρόπο, χωρίς προβλήματα και/ή δυσκολίες».

 

Καταγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι «Προς απόδειξη της υπόθεσης του ο ενάγοντας κάλεσε πέντε μάρτυρες. Μαρτυρία έδωσε και ο ίδιος. Για την υπεράσπιση κλήθηκαν δύο μάρτυρες. Συνολικά καθ΄ όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατατέθηκαν 35 τεκμήρια.»  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην προσβαλλόμενη απόφαση του, η οποία καταλαμβάνει 113 δακτυλογραφημένες σελίδες, παρέθεσε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του.  

 

Η προσαχθείσα μαρτυρία αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο σύνολο της. Η αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας καταλαμβάνει 37 δακτυλογραφημένες σελίδες. Για λόγους που καταγράφει, απεδέχθη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, τον οποίο έκρινε αξιόπιστο μάρτυρα, χωρίς βεβαίως να παραλείψει να σημειώσει, και ορθά, ότι «το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις όποιες τοποθετήσεις του ενάγοντα σε σχέση με νομικά θέματα, για τα οποία τελικός κριτής παραμένει το Δικαστήριο, αφού βεβαίως λάβει υπόψη το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας, όπως επίσης και τις τοποθετήσεις των διαδίκων στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων.»  Aξιόπιστη έκρινε και τη μαρτυρία των άλλων μαρτύρων που ο εφεσίβλητος κάλεσε, χωρίς να παραλείψει να σημειώσει, ειδικά για τον Μ.Ε.5, πρώην ιδιοκτήτη και κάτοχο αυτοκινήτου «Lexus», ίδιου μοντέλου με αυτό που ο εφεσίβλητος αγόρασε, ότι η μαρτυρία του δεν ήταν σχετική με τα επίδικα θέματα.

 

Για συγκεκριμένους λόγους, που καταλαμβάνουν 15 δακτυλογραφημένες σελίδες, έκρινε αναξιόπιστο τον Μ.Υ.1, ο οποίος ήταν ο Γενικός Διευθυντής και ο υπεύθυνος για τη λειτουργία του  Τμήματος της εφεσείουσας, το οποίο πωλεί, συντηρεί και επιδιορθώνει αυτοκίνητα  «Lexus», για τα οποία ο μάρτυρας ανέφερε ότι «είναι από τα καλύτερα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν παγκόσμια, αν όχι και τα καλύτερα».  Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε τη μαρτυρία που έδωσε, αφού το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης.              

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε ορθά τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του. Πρόκειται για τους Μ.Ε.2, Μ.Ε.4 και Μ.Υ.2. Για τον τελευταίο σημείωσε πως η μαρτυρία του στο σύνολο της δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί αξιόπιστη ώστε να στηριχθεί σε αυτή για να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα επί των αμφισβητούμενων ζητημάτων. Εν ολίγοις, δεν απεδέχθη τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα που η εφεσείουσα κάλεσε, και δεν χρειάζεται να κάνουμε αναφορά ούτε σε αυτή, αφού ούτε και αυτό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με λόγο έφεσης.

 

Απεδέχθη όμως τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων που είχαν κληθεί από τον εφεσίβλητο. Συγκεκριμένα, για τον Μ.Ε.2, σημείωσε ότι «από τους επανειλημμένους οδηγικούς ελέγχους που έκανε στο αυτοκίνητο παρατήρησε αυτό να έχει χαμηλή απόδοση στην εκκίνηση και στις εναλλαγές σε 2η και 3η ταχύτητα, συνοδευόμενη κάποτε από τον ονομαζόμενο δισταγμό, και σε δύο περιπτώσεις το αυτοκίνητο έσβησε ενώ ήταν σε θέση αναμονής. Με τις παρατηρήσεις του αυτές ο ΜΕ2 δέχομαι ότι επί της ουσίας επαλήθευσε τις παρατηρήσεις και/ή τα παράπονα του ενάγοντα. Επίσης ο ΜΕ2 παρατήρησε και ο ίδιος μετά από κάποια επίμονη και συνεχές οδήγηση την εξαγωγή πυκνού καπνού από το μέρος εξαγωγής καυσίμων.»       

 

Όσον αφορά στη μαρτυρία του Μ.Ε.4, Εκτιμητή, σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι «δέχομαι από τη μαρτυρία του Μ.Ε.4 ότι η αλλαγή μηχανής σε ένα παλαιό αυτοκίνητο σίγουρα θα βοηθήσει στην αγοραία αξία του, σε αντίθεση με την αλλαγή μηχανής σε ένα καινούργιο αυτοκίνητο ...»   

 

Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με τέσσερις λόγους έφεσης επιδιώκει την ανατροπή της. Οι λόγοι έφεσης (χωρίς την αιτιολογία τους), παρατίθενται αυτολεξεί:

 

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως διατυπώνεται ειδικά στις σελίδες 99 και 100 της απόφασης του σύμφωνα με την οποία το όχημα που επώλησαν οι Εφεσείοντες στον Εφεσίβλητο «δεν είχε την συνήθη ποιότητα που ανεμένετο και δεν ήταν αξιόπιστο και κατάλληλο για την χρήση που επροορίζετο, λόγω των ελαττωμάτων και/ή προβλημάτων και των δυσλειτουργιών του», είναι λανθασμένη, καθ΄ότι αντίκειται στην προσαχθείσα μαρτυρία, τα πραγματικά δεδομένα, την υφισταμένη Νομοθεσία και τις Νομολογιακά καθιερωμένες Αρχές, οι οποίες καθορίζουν τον τρόπο που κρίνεται και αποφασίζεται η ελαττωματικότητα και/ή η ακαταλληλότητα ενός προϊόντος.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην σελίδα 110 της απόφασης του λανθασμένα και/ή πεπλανημένα αποφάσισε ότι ο Εφεσίβλητος ορθά κατάγγειλε την συμφωνία αγοράς του οχήματος την 9ην/6/2009, δυνάμει του άρθρου 12(2) του Περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου.

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή πεπλανημένα και κατά παράβαση των επικρατούντων Νομικών Αρχών απεφάσισε στην σελίδα 112 της απόφασης του ότι ο Εφεσίβλητος δικαιούται στην επιστροφή του ποσού αγοράς του οχήματος.

 

 

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως διατυπώνεται στην σελίδα 111 της απόφασης του σύμφωνα με την οποία δεν τυγχάνει εφαρμογής η υποχρέωση του Εφεσίβλητου να λάβει μέτρα για περιορισμό της ζημίας του, ήτοι ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε υποχρέωση να λάβει τέτοια μέτρα, είναι πεπλανημένη, εσφαλμένη και παραβιάζει θεμελιώδεις Αρχές του Νόμου και του Δικαίου.»

 

Όσον αφορά στην αιτιολογία των λόγων έφεσης, την οποία επίσης έχουμε μελετήσει, θα πρέπει να πούμε πως με αυτήν επιχειρείται η διεύρυνση των λόγων έφεσης, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό, αφού η αιτιολογία στοχεύει και περιορίζεται στην αιτιολόγηση των όσων έκαστος λόγος έφεσης εγείρει. Ως εκ τούτου, θα προσεγγίσουμε την αιτιολογία και των τεσσάρων λόγων έφεσης, υπό το φως των όσων προβάλλονται στους λόγους έφεσης.

 

Ξεκινούμε από τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο οποίος εγείρει θέμα λήψης μέτρων εκ μέρους του εφεσίβλητου για περιορισμό των ζημιών του. Είναι γνωστή η αρχή ότι ο ζημιωθείς δεν μπορεί να απαιτεί αποζημιώσεις για ζημιές τις οποίες μπορούσε να περιορίσει, εάν ελάμβανε προς τούτο λογικά μέτρα (Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 176).  Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης, καταγράφεται ότι «Ο Εφεσίβλητος όφειλε να λάβει εκείνα τα εύλογα αναμενόμενα μέτρα για περιορισμό της ζημιάς του. Όποια κι αν ήταν αυτή. Από την μαρτυρία του προέκυψε ότι όχι μόνο δεν έλαβε αυτά τα μέτρα, αλλά δεν είχε καμιά πρόθεση να τα λάβει.»  Ενώ σε άλλο μέρος της αιτιολογίας, καταγράφεται ότι «Σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες Αρχές που καθιερώνει ο Νόμος και η Νομολογία, ο Εφεσίβλητος είχεν υποχρέωση μετά την καταγγελία της συμφωνίας να λάβει το κάθε εύλογο μέτρο για περιορισμό της ζημιάς του.»

 

Πέρα από τη γενικότητα των πιο πάνω, θα πρέπει να πούμε πως ο εφεσίβλητος, αφού κατήγγειλε τη σύμβαση πώλησης και προθυμοποιήθηκε να επιστρέψει το πωληθέν αυτοκίνητο, αξίωσε  επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος. Με τον προσήκοντα σεβασμό, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς εν προκειμένω έχει εφαρμογή η πιο πάνω αρχή. Ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο οποίος φαίνεται να προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αυτό καταγράφεται στις σελίδες 99 και 100 της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο παραθέτουμε αυτολεξεί:

 

«Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω θεωρώ ότι το αυτοκίνητο που αγόρασε ο ενάγοντας δεν είχε τη συνήθη ποιότητα που αναμένετο βάσει και της περιγραφής και των προδιαγραφών του, χωρίς επίσης τις ανάλογες επιδόσεις οι οποίες περιγράφονται και στο διαφημιστικό βιβλιαράκι – τεκμήριο 1, το οποίο μεταξύ άλλων κάνει αναφορά στις επιδόσεις του αυτοκινήτου, στο δυναμισμό του, τη μηχανική του βελτίωση, τον ομαλό κινητήρα, την ομαλή και ακριβή μετάδοση ισχύος στο δρόμο, άνεση, ασφάλεια κ.ο.κ. Το συγκεκριμένο αυτοκίνητο θεωρώ ότι, ενόψει και των προβλημάτων και ή ελαττωμάτων και ή δυσλειτουργιών που δέχομαι ότι υπήρχαν, δεν ήταν αξιόπιστο και κατάλληλο για τη χρήση που προορίζετο. Πέραν τούτων έχει ήδη αποδειχθεί κατά την κρίση μου και η αδυναμία των εναγομένων μέσω των τεχνικών τους για τελική και ή διεξοδική αποκατάσταση  τους. Κατά συνέπεια θεωρώ ότι οι εναγόμενοι παρέδωσαν αυτοκίνητο στον ενάγοντα κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 4 του Ν.7(1)/2000.»    

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των ευρημάτων αξιολόγησης, προέβη σε ευρήματα γεγονότων σύμφωνα με τα οποία το πωληθέν αυτοκίνητο παρουσίασε δύο μήνες περίπου μετά την αγορά και παράδοση του «μία δυσλειτουργία», δηλαδή «πρόβλημα διακοπών στον κινητήρα, το οποίο εμφανίζετο περιοδικά. Σε κάποιες δε περιπτώσεις το αυτοκίνητο σταματούσε τελείως». Σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος ενημέρωσε την εφεσείουσα για το πιο πάνω πρόβλημα, το οποίο ενώ εντοπίστηκε από την τελευταία, αυτή δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Στην πορεία εμφανίστηκε και άλλο πρόβλημα, που αφορούσε στην εκπομπή άσπρου καπνού. Η εφεσείουσα εισηγήθηκε στον εφεσίβλητο την αντικατάσταση του κινητήρα, δηλαδή της μηχανής του αυτοκινήτου, χωρίς όμως να δέχεται ότι αυτό επιβαλλόταν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά για να ικανοποιήσει τον εφεσίβλητο πελάτη της.

 

Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η εφεσείουσα ένα και πλέον έτος μετά την πώληση και παράδοση του αυτοκινήτου και μέχρι την ημερομηνία που ο εφεσίβλητος κατήγγειλε τη συμφωνία, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει μια τελική και/ή ασφαλή διάγνωση, και κατ΄ επέκταση λύση στα σοβαρά προβλήματα που παρουσίαζε το πωληθέν αυτοκίνητο.

 

Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή το περιεχόμενο του πιο πάνω λόγου έφεσης και έχοντας θέσει ενώπιον μας την επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα συγκεκριμένα ευρήματα στη βάση της μαρτυρίας που έκρινε ως αξιόπιστη (J. Aristodemou Ideal Houses Ltd ν. Γλυκή (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 266). Στη βάση δε των διαπιστωθέντων προβλημάτων και/ή ελαττωμάτων, και της διαπιστωθείσας παρατεταμένης δυσλειτουργίας που παρουσίασε το πωληθέν αυτοκίνητο, μαζί με τη διαπιστωθείσα αδυναμία της εφεσείουσας «για τελική και διεξοδική αποκατάσταση των προβλημάτων», ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ότι το πωληθέν αυτοκίνητο «δεν ήταν αξιόπιστο και κατάλληλο για τη χρήση που προορίζετο». Και ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή πεπλανημένα αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος ορθά κατήγγειλε τη συμφωνία αγοράς του αυτοκινήτου δυνάμει του άρθρου 12(2) των περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμων του 1994 έως 1999, Ν.10(Ι)/1994 (ο εν λόγω Νόμος κατήργησε τον προηγούμενο περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμο, Kεφ. 267).  To άρθρο 12 προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«Ουσιώδης όρος και εγγυητική διαβεβαίωση

 

12.-(1) Ρήτρα σε σύμβαση πώλησης σχετικά με αγαθά που αποτελούν το αντικείμενο αυτής δύναται να αποτελεί ουσιώδη όρο ή εγγυητική διαβεβαίωση της σύμβασης.

(2) Ουσιώδης όρος είναι ρήτρα βασική για την επίτευξη του κύριου σκοπού της σύμβασης, παράβαση της οποίας παρέχει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας.

(3) Εγγυητική διαβεβαίωση είναι ρήτρα συμπληρωματική για την επίτευξη του κύριου σκοπού της σύμβασης, παράβαση της οποίας δημιουργεί αξίωση για αποζημιώσεις, δεν παρέχει όμως δικαίωμα απόρριψης των αγαθών και καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας.

(4) Το κατά πόσο ρήτρα σε σύμβαση πώλησης είναι ουσιώδης όρος ή εγγυητική διαβεβαίωση εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από την ερμηνεία της σύμβασης. Η ρήτρα δυνατό να είναι ουσιώδης όρος έστω και αν καλείται στη σύμβαση εγγυητική διαβεβαίωση.»

 

Στη βάση του αδιασάλευτου ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το πωληθέν αυτοκίνητο δεν ήταν αξιόπιστο και κατάλληλο για τη χρήση που προοριζόταν, και στη βάση του αδιασάλευτου ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα αδυνατούσε να αποκαταστήσει τα προβλήματα που αυτό παρουσίαζε, ο εφεσίβλητος ενομιμοποιείτο να καταγγείλει τη συμφωνία και να προσφέρει στην εφεσείουσα το πωληθέν αυτοκίνητο, πράγμα που έπραξε. Μάλιστα, σύμφωνα με εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν προσβάλλεται, ο εφεσίβλητος μετέβη στα γραφεία της εφεσείουσας, σε χρόνο που δεν μπορούσε να προσδιοριστεί, για να επιστρέψει το αυτοκίνητο, αλλά η τελευταία αρνείτο να το παραλάβει. Και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι ο εφεσίβλητος εδικαιούτο σε επιστροφή του τιμήματος. Με τον προσήκοντα σεβασμό, διαφωνούμε.  Με δεδομένο ότι o εφεσίβλητος δικαιολογημένα κατήγγειλε και/ή ακύρωσε τη συμφωνία απορρίπτοντας το πωληθέν αυτοκίνητο, ενομιμοποιείτο να ζητήσει επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος (Μ. Moulettaris Machinery Co. Ltd v. Ζήνωνος (1999) 1(Γ) 1960). Όπως επαναλαμβάνεται και στη μεταγενέστερη απόφαση Airtec Airconditioning Ltd v. Παπακόκκινου (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1746, 1763, «Για να διατασσόταν η επιστροφή ολόκληρου του τιμήματος αγοράς, θα έπρεπε να υπήρχε ισχυρισμός για ολική αποτυχία της αντιπαροχής ή να καταγγελθεί η σύμβαση και να προσφερθεί η επιστροφή της συσκευής», κάτι που εν προκειμένω, έγινε. 

 

Δυο λόγια και για την αναφορά στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης, ότι «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή πεπλανημένα και προφανώς αντίθετα με τις επικρατούσες Αρχές προσέδωσε την θεραπεία επιστροφής του τιμήματος, η οποία θεραπεία δεν εδιεκδικείτο με τα Δικόγραφα του Εφεσιβλήτου ως αυτόνομη θεραπεία, αλλά αντίθετα το ποσό της αγοράς του οχήματος εδιεκδικείτο υπό μορφή αποζημιώσεων με βάση τον ισχυρισμό του Εφεσιβλήτου ότι το όχημα είχε μηδενική αξία λόγω των προβλημάτων του.»

 

Στην Έκθεση Απαίτησης γινόταν ρητή αναφορά σε παράβαση ουσιωδών όρων της Συμφωνίας, σε καταγγελία και/ή υπαναχώρηση του εφεσίβλητου από τη Συμφωνία και σε ρητή αναφορά ότι αυτός ζήτησε από την εφεσείουσα να του επιστρέψει το ποσό που κατέβαλε για την αγορά του αυτοκινήτου καλώντας την «όπως παραλάβει το όχημα και/ή θέτοντας το εις τη διάθεση της». Αυτά τα δικογραφημένα γεγονότα, επέτρεπαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο να χορηγήσει τη θεραπεία που αφορούσε  σε επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος (Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χριστοδούλου (2016) 1(Β) 1779). Και ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Εν κατακλείδι, όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με €2.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου.

 

 

                                                      Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                               Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                               Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου         

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο