Χ.Χ. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Αίτηση Αρ. 27/2025, 18/9/2025
print
Τίτλος:
Χ.Χ. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Αίτηση Αρ. 27/2025, 18/9/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν. 33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

 

(Αίτηση Αρ. 27/2025)

                                                        

                                                       

18 Σεπτεμβρίου, 2025

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY Χ.Χ.

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 127/2025, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/06/2025, ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Μεταξύ:

 

 

Χ.Χ.

 

 

Εφεσείοντα στο Εφετείο,

 

ΚΑΙ

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

 

Εφεσίβλητης στο Εφετείο.

 

______________________________________________

 

    Ε. Ευσταθίου, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.

 

 Η. Ζησίμου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ’ης η Αίτηση.

______________________________________________________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

______________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής/Εφεσείων στην Έφεση αρ. 127/2025, στην οποία εκδόθηκε Απόφαση από το Εφετείο στις 10/6/2025, καταχώρισε την υπό κρίση Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, επιζητώντας άδεια για να υποβάλει αίτηση δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων 1964 έως (3) του 2023 (εφεξής «ο Νόμος»).

 

Η πιο πάνω Απόφαση εκδόθηκε σε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου, ημερ. 7/5/2025, δια της οποίας διετάχθη η κράτηση του Αιτητή εκκρεμούσης της δίκης επί τη βάσει του κινδύνου φυγοδικίας και διάπραξης νέων αδικημάτων.

 

Το Εφετείο με την Απόφαση του απέρριψε τους έντεκα Λόγους Έφεσης που είχαν προβληθεί εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι πρώτοι πέντε Λόγοι Έφεσης αφορούσαν τη διαταγή κράτησης λόγω του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων και οι υπόλοιποι έξι τον κίνδυνο φυγοδικίας. Κρίνεται στο σημείο αυτό σκόπιμη η αναφορά σε κάποιους από τους Λόγους Έφεσης.

 

Με τους πρώτους τρεις λόγους έφεσης εγείρονταν θέματα νομιμότητας και νομικής ερμηνείας σε σχέση με την πληροφόρηση των Κυπριακών Αρχών για το ποινικό μητρώο του Εφεσείοντος και την ημερομηνία αποκατάστασης του σε σχέση με τις  προηγούμενες  του καταδίκες. Ειδικότερα, με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβάλλετο ότι με δεδομένο το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι πλέον κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα έπρεπε να επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών σε σχέση με προηγούμενες καταδίκες προσώπου, καθότι αφορούσαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Με τον 7ο Λόγο Έφεσης προβάλλετο ζήτημα εσφαλμένης εφαρμογής της Συμφωνίας Εμπορίου και Συνεργασίας, γνωστή ως TACA (Trade and Cooperation Agreement) μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΣΔΑ σε σχέση με την αποδεκτότητα της μαρτυρίας την οποία παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή, το οποίο κατά τον Αιτητή έπληττε την πιθανολόγηση καταδίκης. Ενώ με τον 8ο Λόγο Έφεσης εγείρετο ζήτημα παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη την αρχή της διαδικαστικής αυτονομίας, όπως αυτή αναγνωρίζεται από το ΔΕΕ, «η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να οργανώσουν τα νομικά τους συστήματα και τους διαδικαστικούς τους κανόνες, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων κατά τρόπον αυτόνομο και να μην δεσμεύονται από δικαστικές διαδικασίες τρίτων χωρών».

 

Μετά την έκδοση της Απόφασης του Εφετείου ακολούθησε η καταχώριση από τον Αιτητή της παρούσας Αίτησης, με την οποία ζητά άδεια για την εκδίκαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου, νομικών θεμάτων που, όπως αναφέρεται, προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου.

 

Η Καθ’ης η Αίτηση καταχώρισε Ένσταση στη βάση του ότι δεν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις παροχής άδειας προς ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.

 

Το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο: 

 

«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

 

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

 

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Zutphen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30/1/2024:

 

«Προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι η δικαιοδοσία αφορά στην επίλυση νομικών θεμάτων. Τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου.  Περαιτέρω, τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να συναρτώνται:

 

-   με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή

-   με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή

-   με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή

-   ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή

-   ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου. 

 

Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.» 

 

 

Η πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα Νομικά Θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν. Τα πιο πάνω δε σε άμεση αντιπαραβολή και συνάρτηση με τους συγκεκριμένους και αυστηρά προσδιορισμένους λόγους που προβάλλονται στο εν λόγω Άρθρο.

 

Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια καταγράφονται τέσσερα «Νομικά Ζητήματα», τα οποία συνοδεύονται από αιτιολογία. Κρίνεται σκόπιμη η μεταφορά των εν λόγω «Νομικών Ζητημάτων», αυτούσια, χωρίς την αιτιολογία που τα συνοδεύει:

 

«1ο Νομικό Ζήτημα

Περί του κατά πόσο παραβιάστηκε η δίκαιη δίκη και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την χρήση και/ή από την λήψη από το Εφετείο εθνικό και/ή αποδεικτικών μέσων και/ή ποινικού μητρώου χωρίς προηγούμενο δικονομικό ή νομικό έλεγχο με βάση της διαδικαστικής/δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών της».

 

 

 

 

«2ο Νομικό Ζήτημα

Παράλειψη Υποχρεωτικής Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) κατά Παράβαση του Άρθρου 267(3) ΣΛΕΕ».

 

 

«3ο Νομικό Ζήτημα

Το παρόν ζήτημα σχετίζεται με το 1ο νομικό ζήτημα περί του κατά πόσο η αποδοχή άνευ ελέγχου των πληροφοριών και/ή των αποδεικτικών στοιχείων από το ΗΒ παραβιάζει την Αρχή της Διαδικαστικής Αυτονομίας των Κρατών Μελών την οποία επιβάλλει το ενωσιακό δίκαιο».

 

 

«4ο Νομικό Ζήτημα

Παραβίαση του Δικαιώματος στην Προστασία Προσωπικών Δεδομένων και Ανεπαρκής Έλεγχος Συμμόρφωσης με το Άρθρο LAW.GEN.4 της TCA».

 

 

Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις παροχής άδειας στη βάση του Άρθρου(3)(γ) του Νόμου. Έχουμε προς τούτο με προσοχή εξετάσει τις θέσεις, αναφορές και εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών, όπως αυτές προωθήθηκαν μέσω των Γραπτών τους Αγορεύσεων.

 

Εν πρώτοις θα πρέπει να επισημανθεί ότι καθόσον αφορά το 2ο Νομικό Ζήτημα και το 4ο Νομικό Ζήτημα με τον τρόπο που αυτά έχουν διατυπωθεί, δεν καταγράφεται οποιοδήποτε νομικό θέμα το οποίο χρήζει επίλυσης. Γίνεται, απλώς, επίκληση κάποιας «παράλειψης», στην πρώτη περίπτωση, και κάποιας «παραβίασης», στη δεύτερη περίπτωση. Οπωσδήποτε δεν είναι έργο του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ανιχνεύσει ποιο θα μπορούσε να ήταν το νομικό θέμα που ο Αιτητής θα ήθελε να εγείρει ή που θα ήγειρε, εφόσον η προσοχή του εφιστάτο σε αυτό και να το διαμορφώσει. (Βλ. Stephen Van κ.ά., Αίτηση Αρ. 2/2023, ημερ. 30/1/2024).

 

Κατά δεύτερο, όπως έχουν διατυπωθεί τα «Νομικά Θέματα» στην Αίτηση, εγείρονται ισχυρισμοί για σφάλματα και παραβάσεις της Απόφασης υπό μορφή λόγων έφεσης και συνοδεύεται από αιτιολογία ένας έκαστος, λαμβάνοντας έτσι η αίτηση σαφώς τη μορφή μιας περαιτέρω έφεσης σε τρίτο βαθμό. Δεν είναι, όμως, αυτή η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είναι χαρακτηριστικές στην αιτιολογία που δίδεται στο 3ο Νομικό Ζήτημα οι ακόλουθες αναφορές:

 

«….το Εφετείο εν προκειμένω παρέκαμψε πλήρως τις αναφορές του Αιτητή κατά την ακρόαση της έφεσης και το προβλεπόμενο εθνικό πλαίσιο ελέγχου αποδεικτικών στοιχείων προερχόμενων τα οποία συλλέγονται στην αλλοδαπή, αποδεχόμενο αποδεικτικά στοιχεία πληροφορίες και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, χωρίς να εξετάσει εάν πληρούνται οι απαιτήσεις του απαιτήσεις της δίκαιης δίκης όπως αυτές απορρέουν από το Χάρτη Θεμελιωδών αρχών της ΕΕ και την ΕΣΔΑ και οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα της Συμφωνίας Εμπορίου και Ενέργειας μεταξύ ΕΕ και ΗΒ.

 

Αυτή η προσέγγιση ουσιαστικά αναιρεί την εθνική διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών και στερεί από τον αιτητή την προστασία την οποία ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας παρέχουν υποβαθμίζοντας την έννοια του κράτους δικαίου και της ενωσιακής δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών. Περαιτέρω το ζήτημα αφορά και στην παραβίαση των Αρχών της Ισοδυναμίας και της Αποτελεσματικότητας ως αυτή επιβάλλεται από το ενωσιακό δίκαιο.»

 

 

Αναφορές οι οποίες αποκαλύπτουν μορφή συγκεκαλυμένης έφεσης αποτελούν και οι πιο κάτω αναφορές στην αιτιολογία του 4ου Νομικού Ζητήματος:

 

«Τα επίδικα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψιν το Εφετείο περιλαμβάνουν προσωπικά δεδομένα του Αιτητή τα οποία διαβιβάστηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς να διασφαλιστεί κατά πόσο η επεξεργασία τους πληροί τα ελάχιστα πρότυπα προστασίας του ενωσιακού δικαίου. Το Εφετείο δεν προέβη σε ουσιαστική αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ΗΒ με το άρθρο LAW.GEN.4 της Συμφωνίας Εμπορίου και Συνεργασίας, ούτε εφάρμοσε τα κριτήρια επάρκειας της Οδηγίας 2016/680 για τη διαβίβαση δεδομένων σε τρίτες χώρες.

 

Η παράλειψη αυτή συνιστά σοβαρή προσβολή του δικαιώματος του Αιτητή στην προστασία προσωπικών δεδομένων, κατά τα άρθρα 8 ΧΘΔΕΕ, 8 ΕΣΔΑ και 15 του Συντάγματος. Περαιτέρω, η απόρριψη του σχετικού λόγου έφεσης χωρίς αιτιολογία υπονομεύει τις θεσμικές εγγυήσεις του άρθρου 47 ΧΘΔΕΕ περί αποτελεσματικής έννομης προστασίας.»

 

Στο πλαίσιο προβολής των λόγων για τους οποίους, κατά τον Αιτητή, θα πρέπει να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια, γίνεται απλώς αναφορά σε «Παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία (Άρθρα 6 ΕΣΔΑ και 47 ΧΘΔΕΕ)[1]», σε «Παραβίαση του δικαιώματος προστασίας προσωπικών δεδομένων (Άρθρο 8 ΧΘΔΕΕ και Ενωσιακό Δίκαιο)», σε «Παραβίαση αρχών δικονομικής αυτονομίας, ισοδυναμίας και αποτελεσματικότητας, και ευρύτερο ζήτημα δημοσίου συμφέροντος». Όπως, δε, θα διαφανεί στη συνέχεια, προς το σκοπό τεκμηρίωσης των πιο πάνω λόγων διάχυτη είναι και εδώ, όπως και στην αιτιολογία των «Νομικών Ζητημάτων» ως πιο πάνω έχει επεξηγηθεί, η επιχειρηματολογία του Αιτητή περί διάπραξης σφαλμάτων από το Εφετείο. Ειδικότερα, σε σχέση με τον πρώτο λόγο για τον οποίο, ως προβάλλεται, πρέπει να χορηγηθεί η άδεια, ό,τι αναφέρεται είναι πως έγινε χρήση από το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο αποδεικτικών στοιχείων που λήφθηκαν από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, «κατά παράβαση των διατάξεων περί δίκαιης δίκης και θεμελιωδών εγγυήσεων της ποινικής διαδικασίας, των κανόνων νομιμότητας της αποδεικτικής διαδικασίας και των αρχών της δίκαιης δίκης και της αναλογικότητας και οδήγησαν στη στέρηση της ελευθερίας του Αιτητή κατά παράβαση του άρθρου 5, 6 ΕΣΔΑ, των άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος και του άρθρου 47, 48, 52(1), 53 και 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, καθώς και στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ».

 

Στον ίδιο λόγο ρητώς αναφέρεται αφενός ότι «το Εφετείο παρέλειψε να εξετάσει και να αξιολογήσει κατά πόσο τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση αποδεικτικών στοιχείων που συλλέχθηκαν από τις αρχές τρίτης χώρας, ήτοι του Ηνωμένου Βασιλείου, … χωρίς να έχουν προηγουμένως εξετάσει το νόμιμο και παραδεκτό των εν λόγω στοιχείων με βάση το Κυπριακό Δίκαιο ..» και αφετέρου ότι «το Εφετείο δεν προέβη σε καμία αξιολόγηση της αποδεκτότητας των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέχθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της δίκαιης δίκης, της ισότητας των όπλων και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως αυτά προστατεύονται από το Ενωσιακό Δίκαιον».

 

Σε σχέση δε με το δεύτερο λόγο για τον οποίο, ως προβάλλεται, θα πρέπει να χορηγηθεί άδεια, ό,τι καταγράφεται είναι ότι «το Εφετείο αγνόησε παντελώς την υποχρέωση του να εξετάσει» αν το Ηνωμένο Βασίλειο «παρέχει επαρκές επίπεδο προστασίας» των προσωπικών δεδομένων «όπως απαιτεί η Οδηγία 2016/680 και ο Γενικός Κανονισμός 2016/679 (GDPR), παραβιάζοντας το άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ».

 

Σε ό,τι δε αφορά τον τρίτο λόγο για τον οποίο ο Αιτητής θεωρεί ότι πρέπει να χορηγηθεί άδεια, ό,τι, μεταξύ άλλων, καταγράφεται είναι ότι, ενώ είχαν εγερθεί κρίσιμα ερωτήματα για την ερμηνεία και εφαρμογή της Συμφωνίας Εμπορίου και Συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου, καθόσον αφορά τη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών, την προστασία του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και την αποδοχή αποδεικτικών στοιχείων που προέρχονται από τρίτες χώρες, «το Εφετείο», ως προβάλλεται, «δεν εξέτασε το ζήτημα, ούτε προχώρησε στην απαιτούμενη αιτιολόγηση για τη μη παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, παραβιάζοντας έτσι ευθέως τη διάταξη του άρθρου 267(3) ΣΛΕΕ[2]».

 

Δεδομένων των πιο πάνω, είναι προφανές πως ό,τι επιχειρείται και ό,τι αξιώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο είναι νέα κρίση και μια δεύτερη ευκαιρία επί των γεγονότων της υπόθεσης, ζήτημα το οποίο σαφώς δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του, όπως αυτή καθορίζεται από το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως ό,τι βασικά προβάλλεται από τον Αιτητή είναι μία σειρά σφαλμάτων από μέρους του Εφετείου, καθώς και παράλειψη του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τα ζητήματα που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Δεν είναι, όμως, αυτή η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορά αποκλειστικά και μόνο νομικά σημεία, όπως αυτά προκύπτουν ξεκάθαρα μέσα από την απόφαση του Εφετείου και όχι κατ’ ισχυρισμό λάθη του Εφετείου. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3/6/2024, «Η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσο μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης». Ομοίως στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Hassan Farhat Aρ. 27/2024, ημερ. 19/11/2024 επαναλήφθηκε ότι: «Η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν αποσκοπεί στο να διορθώνει λάθη του Εφετείου, αλλά να εξετάζει νομικά θέματα που προκύπτουν ξεκάθαρα από την απόφαση του Εφετείου, ως καθορίζεται στο άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου».

 

Όπως τονίσθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Αίτηση Αρ. 2/2023, Αναφορικά με την Αίτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. ΕΔΔ 04/19, ημερ. 31/1/2024 και στο πλαίσιο εξέτασης αιτήματος για άδεια με βάση το αντίστοιχο προς το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου, Άρθρο 9(2)(γ)[3], η παροχή άδειας στη βάση του εν λόγω Άρθρου δεν συναρτάται με το εσφαλμένο ή μη της Απόφασης που εξεδόθη από το Εφετείο. Ούτε και άπτεται του κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο εναρμονίζεται ή όχι με την κρίση του Εφετείου. Εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του εν λόγω Άρθρου.

 

Είναι, παράλληλα, σημαντικό να σημειωθεί πως τα όσα εγείρει ο Αιτητής δεν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις αυστηρές προϋποθέσεις που το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου εξαντλητικά καταγράφει. Κατ' ακρίβεια, τα αναφερόμενα ως «Νομικά Θέματα» ουδόλως συναρτήθηκαν με διαφοροποίηση της υφιστάμενης νομολογίας, ορθή ερμηνεία νομοθεσίας και ζητήματα γενικής δημόσιας σημασίας και συμφέροντος. Ως εκ τούτου δεν εντοπίζεται, στην υπό συζήτηση περίπτωση,   αλλά ούτε και προσδιορίστηκε από τον ίδιο τον Αιτητή, οποιαδήποτε διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, οποιαδήποτε πρωτογενής ή δευτερογενής ουσιαστική νομοθετική διάταξη η οποία χρήζει ερμηνείας, ούτε και μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.

 

Συμπλέοντας με την προσέγγιση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Καθ΄ης η Αίτηση, διαπιστώνουμε ότι η υπό κρίση Αίτηση, ουσιαστικά, συνιστά προσπάθεια του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσης και, ως ήδη πιο πάνω έχει επισημανθεί, δεύτερη ευκαιρία προκειμένου να τεθούν προς κρίση τα ίδια ζητήματα και νομικό πλαίσιο. 

 

Ως αποτέλεσμα, είναι η κατάληξη μας ότι δεν τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας για σκοπούς ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου. 

 

Η Αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2000.

 

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.



[1] Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[2] Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[3] (γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων από την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία:  [….]

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο