ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 114/2017)
23 Οκτωβρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΑΘΗΝΟΥΛΑ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ
Εφεσείουσα/Εναγομένη.
ν.
ΣΑΒΒΑ ΓΡΗΓΟΡΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥΣ ΣΑΒΒΑ
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
ν.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΟΥΜΠΑΡΟΥ
Εφεσίβλητης/Τριτοδιαδίκου
_________________________
Γ. Ζαχαρίου (κα), για Ανδρέας Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα/Εναγομένη.
Χρ. Αργυρού (κα), για Αργυρού & Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο/Ενάγοντα.
Χρ. Ζίκκου (κα), για Αντώνης Α. Παπαλλής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη/Τριτοδιάδικο.
Ι. Τσιντίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Γενικό Εισαγγελέα.
_________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Σε τροχαίο δυστύχημα που έλαβε χώρα στις 23.9.2009, στην επαρχία Λάρνακας, τραυματίστηκε σοβαρά η Κυριακού Σάββα, ηλικίας 64 ετών, ύπανδρη και μητέρα τριών ενήλικων τέκνων. Δυστυχώς, αυτή απεβίωσε στις 14.12.2009 καθ΄ ον χρόνο νοσηλευόταν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας όπου είχε μεταφερθεί από το Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας. Η αποβιώσασα ήταν συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής KLQ 755, που οδηγούσε η Κυριακή Κουμπάρου, κατά μήκος της Λεωφόρου Ελλάδος στην Αραδίππου, το οποίο συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής KQC 463, που οδηγούσε επί της ίδιας Λεωφόρου η Αθηνούλα Παπαπέτρου, αλλά στην αντίθετη κατεύθυνση. Η τελευταία, στην προσπάθεια της να στρίψει δεξιά, ανέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε η Κυριακή Κουμπάρου.
Ο διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης, με αγωγή που κατέθεσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, αξίωσε αποζημιώσεις εναντίον της Αθηνούλας Παπαπέτρου, την οποία θεωρούσε υπαίτια για την πρόκληση του τροχαίου δυστυχήματος και κατ΄ επέκταση υπεύθυνη για τον θάνατο της Κυριακούς Σάββα.
Στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρίστηκε στη συνέχεια, είχαν δικογραφηθεί οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το τροχαίο δυστύχημα. Ακολούθησαν συγκεκριμένες λεπτομέρειες αμέλειας και/ή παράβασης «θέσμιων καθηκόντων της εναγομένης». Στο δικόγραφο είχαν επίσης καταγραφεί λεπτομέρειες της νοσηλείας και περίθαλψης που έτυχε η τραυματισθείσα πριν αυτή καταλήξει. Τέλος, είχαν καταγραφεί λεπτομέρειες ειδικών ζημιών, οι οποίες αξιώθηκαν, όπως επίσης αξιώθηκαν γενικές αποζημιώσεις και αποζημιώσεις λόγω απώλειας (bereavement).
Η Εναγόμενη με το δικόγραφο της αρνήθηκε ότι είχε οιανδήποτε ευθύνη για το συγκεκριμένο δυστύχημα. Ήταν η θέση της πως αυτό οφείλετο «στην αμέλεια και/ή παράβαση νόμιμων καθηκόντων της οδηγού του οχήματος KLQ 755 εναντίον της οποίας θα καταχωρηθεί διαδικασία Τριτοδιαδίκου περαιτέρω δε ισχυρίζονται ότι ο θάνατος επήλθε συνεπεία αμέλειας και/ή παράβασης νομίμων καθηκόντων από ιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό του νοσοκομείου Λάρνακας για τα οποία ευθύνεται η Κυπριακή Δημοκρατία και ως εκ τούτου εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα θα καταχωρηθεί διαδικασία Τριτοδιαδίκου.»
Πράγματι στη συνέχεια η Εναγόμενη εξασφάλισε άδεια για έκδοση και επίδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου στην οδηγό του αυτοκινήτου KLQ 755 (Τριτοδιάδικος 1) και στον Γενικό Εισαγγελέα (Τριτοδιάδικος 2). Με την Έκθεση Απαίτησης της εναντίον των Τριτοδιαδίκων, καταλόγιζε στην οδηγό του πιο πάνω αυτοκινήτου συγκεκριμένες λεπτομέρειες αμέλειας και παράβασης των εκ του Νόμου και Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων της, οι οποίες αφορούσαν στον τρόπο που αυτή οδηγούσε το αυτοκίνητο KLQ 755. Η αμέλεια και παράβαση καθηκόντων που καταλογιζόταν στον Τριτοδιάδικο 2, αφορούσε στην περίθαλψη και θεραπεία της τραυματισθείσας. Ήταν η θέση της πως αυτή απεβίωσε «συνεπεία της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας και/ή παράλειψης των νομίμων καθηκόντων και/ή της πλημμελούς θεραπείας και περίθαλψης της από τους ιατρούς και/ή το νοσηλευτικό προσωπικό των Γενικών Νοσοκομείων Λάρνακας και/ή Λευκωσίας».
Οι Τριτοδιάδικοι με ξεχωριστά δικόγραφα αρνήθηκαν τα όσα η εναγόμενη τους είχε καταλογίσει. Ο Τριτοδιάδικος 2, λίγους μήνες μετά την καταχώριση του δικογράφου του, καταχώρισε Αίτηση διά κλήσεως με την οποία ζητούσε διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραμερίζεται η διαδικασία Τριτοδιαδίκου σε σχέση με αυτόν. Καταχωρίστηκε ένσταση εκ μέρους της Εναγομένης και η Αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του, ημερ. 18.6.2014, αποφάσισε να ασκήσει, και άσκησε, τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του παραμερισμού της εν λόγω διαδικασίας αφού βρήκε πως «η προσθήκη του τριτοδιάδικου 2 δεν εξυπηρετεί οποιονδήποτε από τους σκοπούς της Δ.10 θ.1».
Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση, χωρίς πλέον ο Γενικός Εισαγγελέας να είναι διάδικος. Η Εναγομένη, ως είχε κάθε δικαίωμα, δεν κατέθεσε και δεν κάλεσε μάρτυρες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του, προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας και στη βάση αυτών, σε ευρήματα γεγονότων. Αφού αναφέρθηκε στο αστικό αδίκημα της αμέλειας, με παραπομπή στο άρθρο 51(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, και σε αρκετές αποφάσεις, βρήκε ότι την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα είχε η εναγόμενη. Βρήκε ακόμη ότι ο θάνατος της τραυματισθείσας «ήταν αποτέλεσμα των τραυμάτων που υπέστη κατά το τροχαίο ατύχημα». Για να προσθέσει, πως «Η δε υπεράσπιση που είχε προβληθεί ότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα αμελούς ιατρικής περίθαλψης δεν επιτυγχάνει».
Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση προς όφελος του ενάγοντα και εναντίον της εναγόμενης για τα πιο κάτω ποσά, πλέον τόκους, πλέον έξοδα:
«(α) €2.415,68 ως ειδικές αποζημιώσεις
(β) €17.086 ως αποζημιώσεις λόγω απώλειας (bereavement)
(γ) €80.000 ως γενικές αποζημιώσεις.»
Υπό το φως της κατάληξης του ότι η Τριτοδιάδικος δεν είχε ευθύνη, απέρριψε την απαίτηση της Εναγομένης εναντίον της Τριτοδιαδίκου, με έξοδα υπέρ της τελευταίας.
Η Εναγόμενη δεν έμεινε ικανοποιημένη ούτε από την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 18.6.2014 αλλά ούτε και από την τελική, εξού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης. Με δεδομένο ότι οι λόγοι έφεσης 4-7 προσβάλλουν την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η έφεση γνωστοποιήθηκε και στον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος και παρέθεσε τις θέσεις του.
Θεωρούμε σκόπιμο να επιληφθούμε αρχικά των λόγων έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται η ορθότητα της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης. Κατ΄ αρχάς, διαφωνούμε με τον προσήκοντα σεβασμό, ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε αναιτιολόγητη απόφαση» (έκτος λόγος έφεσης). Μελετώντας την πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση, την οποία προσεγγίζουμε ως ενιαίο σύνολο, διαπιστώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έθεσε ενώπιον του τις θέσεις και των δύο πλευρών και αφού αναφέρθηκε στη Δ.10, θ.7(3), των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία «The third party proceedings may at any time be set aside by the Court or Judge», αποφάσισε για συγκεκριμένους λόγους που καταγράφει να παραμερίσει τη διαδικασία Τριτοδιαδίκου σε σχέση με τον Γενικό Εισαγγελέα. Η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση κρίνεται δεόντως αιτιολογημένη και κατ΄ επέκταση δεν τίθεται θέμα παράβασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Όσον αφορά στους υπόλοιπους λόγους έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται η ενδιάμεση απόφαση ημερ. 18.6.2014, θα αρκεστούμε να αναφέρουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά τον σκοπό της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου και προς τούτο παρέπεμψε στη Νικήτα ν. Medcon Constr. Ltd κ.ά. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 646. Ορθά σημείωσε με αναφορά στην Asimenos v. Paraskeva (1982) 1 C.L.R. 145, πως το θέμα παραμερισμού της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου, είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, αφού συνυπολόγισε κάθε σχετικό στοιχείο και παράγοντα, ακόμη και αυτό της καθυστέρησης στην καταχώριση της Αίτησης, που όντως υπήρχε, αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του παραμερισμού της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου σε σχέση με τον Γενικό Εισαγγελέα. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε:
«Στην παρούσα περίπτωση, όπως αποκρυσταλλώθηκε τελικώς με την καταχώριση της Υπεράσπισης του Τριτοδιάδικου 2, διακρίνω ότι δεν υπάρχει καμία συνάφεια μεταξύ της βάσης αγωγής του Ενάγοντα και της απαίτησης που η Εναγόμενη εγείρει εναντίον του Τριτοδιάδικου 2. Εάν η Εναγόμενη επιτύχει να καταδείξει ότι η αιτία θανάτου της αποβιώσασας ήταν ιατρική αμέλεια και όχι η όποια αμέλεια της στο επίδικο τροχαίο ατύχημα τότε αυτό συνιστά πλήρη υπεράσπιση στην αγωγή για την Εναγόμενη αφού δεν θα υπάρχει πλέον η απαραίτητη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του τροχαίου ατυχήματος και του θανάτου της αποβιωσάσας. Εάν δε αποτύχει και η κατάληξη του Δικαστηρίου στην αγωγή είναι ότι ο θάνατος οφειλόταν στην αμελή οδήγηση της Εναγόμενης τότε δεν τίθεται κανένα θέμα διεκδίκησης συνεισφοράς ή κάλυψης ή άλλης θεραπείας για την Εναγόμενη από τον Τριτοδιάδικο 2.»
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην πιο πάνω προσέγγιση του. Για ό,τι αξίζει, να σημειώσουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά την εκδίκαση της αγωγής κατά πόσο ο θάνατος οφειλόταν στην αμέλεια της Eφεσείουσας ή σε άλλη αιτία (Novus Actus Interviniens), ως η δικογραφημένη θέση της Eφεσείουσας, θέμα στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Οι λόγοι έφεσης 4-7 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως «αυθαίρετο, αβάσιμο, υπερβολικό και πλήρως αναιτιολόγητο» το ποσό των €80.000 που επιδικάστηκε ως γενικές αποζημιώσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, και δικαιολογημένα, πως δεν είχε εντοπίσει άλλη υπόθεση «τα δεδομένα της οποίας να συναρτώνται ακριβώς με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης». Πράγματι, δεν υπάρχει υπόθεση που τα γεγονότα αυτής να είναι ακριβώς τα ίδια με τα γεγονότα άλλης. Προηγούμενες αποφάσεις προσφέρουν μόνο καθοδήγηση και δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο.
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από άλλες αποφάσεις, στις οποίες και παρέπεμψε, για τις οποίες σημείωσε ότι είχαν κάποιες ομοιότητες με την υπό εκδίκαση υπόθεση. Αφού έλαβε υπόψη του κάθε σχετικό στοιχείο και παράγοντα, όπως τη φύση, έκταση των τραυμάτων της αποβιωσάσης, τον πόνο και ταλαιπωρία που αυτή είχε υποστεί, την αγωνία της για το αν θα αναρρώσει/επιβιώσει ή όχι, τη θεραπευτική αγωγή στην οποία υπεβλήθη, τον χρόνο κατά τον οποίο νοσηλεύτηκε, και ότι είχε υποβληθεί σε τέσσερις χειρουργικές επεμβάσεις, έκρινε δικαιολογημένο το πιο πάνω ποσό. Μάλιστα δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι «η θανούσα δικαιούται σε γενικές αποζημιώσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τις €100.000. Όμως, είμαι αναγκασμένη να μειώσω το ποσό των γενικών αποζημιώσεων που θα επιδικάσω ώστε η απόφαση μου να μην υπερβεί τη δικαιοδοσία μου.»
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Eφεσείουσας υποστήριξε πως «ακόμη και αν κριθεί ότι έπρεπε να επιδικαστούν γενικές αποζημιώσεις αυτές δεν θα έπρεπε να υπερβαίνουν το ποσό των €3.000». Και τούτο γιατί, ως ανέφερε, σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία «η αποβιώσασα ευρίσκετο σε καταστολή από την ημέρα που εισήλθε στην εντατική του Νοσοκομείου Λάρνακας και ότι ακριβώς το πρόβλημα της ήταν ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει και να επανέλθει για να αποσυνδεθεί από τα μηχανήματα».
Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία δεν προσβάλλονται.
«(στ) Όταν η θανούσα μεταφέρθηκε στο Τμήμα Α' Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας εξετάστηκε από τον ΜΕ6 ο οποίος διαπίστωσε ότι ήταν πολυτραυματίας, με εκχυμώσεις στο σώμα, έντονο κοιλιακό άλγος και ταχυκαρδία. Ο ΜΕ6 διενήργησε εξέταση με υπερήχους στην κοιλιακή χώρα. Κατά την εξέταση διαπίστωσε ότι υπήρχε εσωτερική αιμορραγία. Η εσωτερική αιμορραγία απειλούσε την ζωή της ασθενούς και έπρεπε να αντιμετωπιστεί επειγόντως χειρουργικά. Ειδοποιήθηκε το χειρουργικό τμήμα του Νοσοκομείο στο οποίο παραδόθηκε η ασθενής περί τα 50 λεπτά μετά την άφιξη της στο Τμήμα Α' Βοηθειών.
(ζ) Η ασθενής παραλήφθηκε από τον Δρ. Χατζηχάρο (ΜΕ7), χειρούργο του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας και υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση το ίδιο βράδυ. Κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης διαπιστώθηκε ότι είχε ρήξη στο συκώτι μήκους περί τα 12 εκατοστά, στον αριστερό λοβό, η οποία αιμορραγούσε. Η ρήξη αποκαταστάθηκε χειρουργικά. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η ασθενής είχε πλήρη ρήξη του εντέρου μεταξύ του δωδεκαδάκτυλου και της νύστιδας η οποία επίσης αποκαταστάθηκε. Από τη ρήξη αυτή είχε διαφύγει στο εσωτερικό της κοιλιακής χώρας περιεχόμενο του εντέρου.
(η) Διαπιστώθηκε περαιτέρω η ύπαρξη αιματώματος οπισθοπεριτωναϊκά, στην περιοχή του παγκρέατος και του δωδεκαδάκτυλου Το αιμάτωμα αξιολογήθηκε από τον ΜΕ6 ο οποίος δεν διαπίστωσε ενδείξεις για ρήξη μεγάλου αγγείου και δεν διαπίστωσε διαφυγή του περιεχομένου του δωδεκαδάκτυλου. Έκρινε επομένως ότι δεν υπήρχε διάτρηση του δωδεκαδάκτυλου.
(θ) Κατά την χειρουργική επέμβαση αναρροφήθηκε επίσης ελεύθερο υγρό, αίμα και θρόμβοι αίματος που βρισκόταν στην κοιλιακή χώρα. Τοποθετήθηκε σωλήνας παροχέτευσης για αποσυμφόρηση της κοιλιακής χώρας. Ακολούθως χορηγήθηκε ενδοφλέβια διπλή αντιβίωση στην ασθενή αποτελούμενη από ένα γενικό αντιβιοτικό και ένα αντιβιοτικό ειδικό για περιεχόμενο εντέρου.
(ι) Τα όσα έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης ημερομηνίας 23.9.2009 καταγράφονται και αποτυπώνονται στο Operation Report που αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 14.
(ια) Ο ΜΕ7 παρακολούθησε την ασθενή μέχρι και τις 25.9.2009. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα η κατάσταση της υγείας της ήταν ικανοποιητική και εξελισσόταν κανονικά. Η ασθενής ήταν απύρετη. Με οδηγίες του ΜΕ7 η ασθενής εξήλθε της εντατικής μονάδας θεραπείας στις 24.9.2009 και μεταφέρθηκε στον χειρουργικό θάλαμο. Κατά τη μεταφορά της η ασθενής δεν ήταν διασωληνωμένη και είχε τις αισθήσεις της.
(ιβ) Μετά την χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε η ασθενής στις 23.9.2009, διενεργήθηκε εξέταση αξονικής τομογραφίας. Η εξέταση αυτή απέκλεισε το ενδεχόμενο να είχε υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση.
(ιγ) Μετά τις 25.9.2009 η ασθενής άρχισε να παρουσιάζει χαμηλούς πυρετούς και οι θεράποντες ιατροί άλλαξαν την αντιβίωση που λάμβανε ενώ διενεργήθηκε εξέταση με αξονική τομογραφία στην κοιλιακή χώρα με σκιαγραφικό υλικό. Η εξέταση αυτή έδειξε ότι υπήρχε διαρροή από το δωδεκαδάκτυλο και κρίθηκε αναγκαία η διενέργεια δεύτερης χειρουργικής επέμβασης.
(ιδ) Στις 28.09.2009 πραγματοποιήθηκε δεύτερη χειρουργική επέμβαση από τον ΜΕ9 στην ασθενή κατά τη διάρκεια της οποίας διαπιστώθηκε οπισθοπεριτοναϊκή συλλογή λόγω ρήξης δωδεκαδάκτυλου, νεκρός ιστός και υγρά στην περιοχή. Έγινε πυλωρικός αποκλεισμός, γαστροεντεροαναστόμωση, κατευθυνόμενο συρίγγιο δωδεκαδάκτυλου καθώς και νηστοδοστομία και τοποθετήθηκε δεξιός σωλήνας θωρακοστομίας. Η ασθενής διασωληνώθηκε και μεταφέρθηκε στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Παρέμεινε στην εντατική και δεν καθίστατο δυνατό να αποσυνδεθεί από τον αναπνευστήρα. Για το λόγο αυτό κρίθηκε ότι έπρεπε να μεταφερθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου υπήρχαν πιο εξειδικευμένοι ιατροί.
(ιε) Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας και πριν να υποβληθεί στη 2η χειρουργική επέμβαση, η κα Κυριακού Σάββα είχε τις αισθήσεις της, είχε συναίσθηση του τι είχε συμβεί και είχε επικοινωνία με τα συγγενικά της πρόσωπα στα οποία εκφραζόταν ότι πονούσε, ότι δεν θα αντέξει και από τους οποίους ζητούσε να προσέχουν τον σύζυγο της και τα εγγόνια της.
(ιστ) Η ασθενής μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στις 2.10.2009 λόγω αδυναμίας αποδέσμευσης της από τον αναπνευστήρα. Στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας τηρείτο φάκελος όπου βρίσκονταν όλα τα έγγραφα που ήταν σχετικά με τη νοσηλεία της ασθενούς (Τεκμήριο 19).
(ιζ) Από τις 2.10.2009 μέχρι τις 14.12.2009 η κατάσταση της ασθενούς, η εξέλιξη της υγείας της και η κλινική της εικόνα, οι εξετάσεις και θεραπείες που της παρασχέθηκαν και η κατάληξη της ήταν ως αναγράφεται στην ιατρική έκθεση Τεκμήριο 18. Έχω ήδη παραθέσει ανωτέρω μια σύνοψη του περιεχομένου του Τεκμηρίου 18. Δεν θα την αναπαράγω για σκοπούς αποφυγής επανάληψης, αποτελεί όμως μέρος των ευρημάτων μου στο σύνολο του περιεχομένου της
(ιη) Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, η κα Κυριακού Σάββα είχε σε κάποια χρονικά διαστήματα τις αισθήσεις της και ήταν σε θέση να επικοινωνήσει με τους συγγενείς και θεράποντες ιατρούς της. Η επικοινωνία αυτή συνίστατο σε λέξεις, ψιθύρους, νεύματα και χειρονομίες, Με τον τρόπο αυτό εκφραζόταν ότι πονούσε, ότι δεν θα άντεχε, ότι δεν θα ξεπερνούσε τα προβλήματα υγείας της και ζητούσε από τους συγγενείς της να προσέχουν τον σύζυγο της και τα εγγόνια της.»
[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]
Τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν υποστηρίζουν, με τον προσήκοντα σεβασμό, τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας ότι «η αποβιώσασα ευρίσκετο σε καταστολή από την ημέρα που εισήλθε στην εντατική του Νοσοκομείου Λάρνακας και ότι ακριβώς το πρόβλημα της ήταν ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει και να επανέλθει για να αποσυνδεθεί από τα μηχανήματα». Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση και σε αυτό το μέρος, δέχθηκε πως το ποσό που επιδικάσθηκε είναι μεν γενναιόδωρο, όχι όμως έκδηλα υπερβολικό που να δικαιολογεί την παρέμβαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.
Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα γνωστά, ότι ο καθορισμός των αποζημιώσεων επαφίεται στην κρίση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου και ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Όπως επαναλήφθηκε πρόσφατα στη Συμβούλιο Κεντρικού Σφαγείου ν. Σωτήρη Δημητρίου, Πολ. Έφεση Αρ. 36/2015, ημερ. 22.9.2023:
«Όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον καθορισμό του ύψους των αποζημιώσεων, εκτός εάν η επιδικασθείσα αποζημίωση είτε βασίστηκε σε λανθασμένες νομικές αρχές είτε είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Προεστός v. Προδρόμου κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 326/2011, ημερ. 12.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:A140, ECLI:CY:AD:2017:A140, Κυριάκου v. Σβανά (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1810 και Χαραλάμπους v. Χριστοφόρου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2812.»
Αφού λάβαμε υπόψη τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και ειδικότερα το γεγονός ότι η σοβαρά τραυματισθείσα, για όχι ευκαταφρόνητο χρονικό διάστημα, παρέμενε κλινήρης στα νοσοκομεία υποβληθείσα σε χειρουργικές επεμβάσεις, τον πόνο και την ταλαιπωρία που αυτή είχε υποστεί πριν καταλήξει, την αγωνία και ανησυχία της για το αν θα τα καταφέρει τελικά να επιβιώσει ή όχι αφού είχε επίγνωση της δεινής κατάστασης της υγείας της και του επερχόμενου θανάτου, και χωρίς να αγνοούμε τη συνεχή μείωση της αξίας του χρήματος (Jamal v. Αντωνίου κ.ά. (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 347), καταλήγουμε πως το επιδικασθέν ποσό, αν και γενναιόδωρο, δεν είναι τόσο γενναιόδωρο ή για να το θέσουμε διαφορετικά, δεν είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό, ώστε να συνιστά λανθασμένο υπολογισμό για να δικαιολογείται η παρέμβαση μας (Ιακώβου ν. Παπαδάκη κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2079, 2098).
Ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Προχωρούμε να εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο «Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η Τριτοδιάδικος δεν ευθυνόταν καθόλου για το ατύχημα». Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης γίνεται αναφορά ότι «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ η μαρτυρία του ΜΕ2 αστυνομικού ήταν ότι η ορατότητα και από την πλευρά της τριτοδιαδίκου προς το σημείο σύγκρουσης ήταν εξίσου καλή, δηλαδή περί τα 500 μέτρα και η μαρτυρία της τριτοδιαδίκου ΜΕ13 ήταν ότι είδε το όχημα της εναγομένης να στρίβει δεξιά από 150 μέτρα συνέχισε κανονικά την πορεία της υπολογίζοντας ότι η εναγομένη θα σταματούσε για να την αφήσει να περάσει θεώρησε ότι η τριτοδιάδικος δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη».
Δεν αμφισβητείται ότι η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η ενέργεια της Εφεσείουσας να προβεί σε «ελιγμό για να στρίψει δεξιά» ανακόπτοντας έτσι την ελεύθερη πορεία του οχήματος της Τριτοδιαδίκου στο οποίο ήταν συνεπιβάτης η αποβιώσασα. Διατείνεται η Εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να καταλογίσει στην Τριτοδιάδικο ευθύνη τουλάχιστον 40%. Με τον προσήκοντα σεβασμό διαφωνούμε. Ανατρέξαμε στα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά την ακρόαση της αγωγής. Η Τριτοδιάδικος, η οποία κατέθεσε ως μάρτυρας, στην κυρίως εξέταση της υιοθέτησε το περιεχόμενο γραπτής κατάθεσης που έδωσε στην Αστυνομία λίγες ημέρες μετά το τροχαίο δυστύχημα. Στην εν λόγω κατάθεση είχε αναφέρει τα ακόλουθα:
«Όταν επλησίασα την διασταύρωση εκεί που βρίσκονται οι αποθήκες του Λάζου στα δεξιά όπως επήγαινα, σε απόσταση 150 μέτρα πρόσεξα από την απέναντι κατεύθυνση να έρχεται προς το μέρος μου δηλ. να οδηγείται στο αντίθετο ρεύμα από εμένα ένα αυτοκίνητο σαλούν χρώματος καφέ. Ταυτόχρονα το καφέ αυτοκίνητο πήρε την τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας σύμφωνα με την πορεία του για να στρίψει δεξιά για να πάει στη Βεργίνα. Εγώ συνέχισα κανονικά την πορεία μου υπολογίζοντας ότι με είδε και θα σταματούσε και θα με άφηνε να περάσω να συνεχίσω κανονικά την πορεία μου. Ενώ όμως εγώ ήμουν σε απόσταση πέντε-έξι μέτρα είδα αυτό το καφέ αυτοκίνητο να συνεχίζει κανονικά την πορεία του, να στρίβει δεξιά και να μου κόφκει τον δρόμο. Λόγω της τόσο κοντινής απόστασης που είχαμε μεταξύ μας δεν πρόλαβα να πατήσω στόπερ ούτε να παίξω την πουρού και κτυπήσαμε».
Αντεξεταζόμενη επέμενε πως «Ήταν τόσο κοντά η απόσταση που έφτασα για να σταματήσει να περάσω. Δεν πρόλαβα να κάμω τίποτε. Εμπήκε όπως τον άνεμο». Όταν της υποβλήθηκε ότι η ίδια συνέχισε «εγωϊστικά γιατί ήταν η πορεία της» και ότι ουδέν μέτρο έλαβε για να προστατεύσει τον εαυτό της, η απάντηση που έδωσε ήταν και πάλι «Τι να πω; Ακολουθούσα την πορεία μου κανονικά. Εμπήκε μπροστά μου όπως τον άνεμο.» Η Τριτοδιάδικος κρίθηκε αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εύρημα που δεν προσβάλλεται, ενώ για ό,τι αξίζει να επαναλάβουμε ότι η Εφεσείουσα δεν κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη.
Ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Μόνο όπου ο καταμερισμός αντιστρατεύεται τα ευρήματα του Δικαστηρίου ή είναι έκδηλα εσφαλμένος ή εφαρμόστηκε εσφαλμένη αρχή δικαίου, παρέχεται πεδίο για παρέμβαση από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε την πλούσια νομολογία που αφορά σε ξαφνικό κίνδυνο και σε κίνδυνο που μπορούσε έγκαιρα να είχε διαπιστωθεί, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχει η δυνατότητα λήψης μέτρων προς αποφυγή του. Εν προκειμένω, η Τριτοδιάδικος, η οποία οδηγούσε επί του κυρίου δρόμου, αντιλήφθηκε την πρόθεση της Εφεσείουσας να στρίψει δεξιά όταν αυτή είχε εισέλθει στη συγκεκριμένη λωρίδα κυκλοφορίας. Εκείνο όμως που δεν θα μπορούσε λογικά να είχε προβλέψει, ήταν ότι η Εφεσείουσα δεν θα σταματούσε, ως όφειλε, και ότι θα «εισερχόταν μπροστά της όπως τον άνεμο», με αποτέλεσμα να της ανακόψει την ελεύθερη πορεία. Ο κίνδυνος εν προκειμένω ήταν απρόσμενος και δεν μπορεί να τίθεται θέμα δυνατότητας λήψης μέτρων προς αποφυγή του. Τα δικαιολογημένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα πρωτογενή γεγονότα, δεν δικαιολογούσαν απόδοση αμέλειας στην Τριτοδιάδικο.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν υπήρχε θέμα αμελούς περίθαλψης και ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα των τραυμάτων αποκλειστικά». Στην αιτιολογία καταγράφεται μεταξύ άλλων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη «ότι υπήρξε αμέλεια τρίτων προσώπων που επέδρασε στην πρόκληση του θανάτου (Novus Actus Interveniens)». Να σημειώσουμε εδώ ότι η Εφεσείουσα ανεπίτρεπτα στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, κάνει αναφορά και σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Ε.15 και Μ.Ε.11. Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι «δεν είναι επιτρεπτή η διεύρυνση του λόγου μέσα από την αιτιολογία του, που στοχεύει και περιορίζεται στην αιτιολόγηση των όσων ο ίδιος ο λόγος έφεσης εγείρει» (Κατερίνα Γεωργίου κ.ά. ν. Νικόλα Αργυρίδη, Έφεση Αρ. 2/2024, ημερ. 17.12.2024). Ως εκ τούτου, θα περιοριστούμε σε εκείνο το μέρος της αιτιολογίας το οποίο αφορά μόνο στα όσα εγείρονται με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης.
Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά για τη νομική αρχή Novus Actus Intervinens. Αυτή αναλύεται στην Σπύρου κ.ά. ν. Ανδρέου-Λανίτου κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1538, από τον Κωνσταντινίδη, Δ. Θα αρκεστούμε να παραπέμψουμε στη Γιουσελής ν. Γιωργάλλα, Πολ. Έφεση Αρ. 501/2012, ημερ. 14.5.2019, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Υπενθυμίζουμε ότι, για να στοιχειοθετηθεί η αρχή του novus actus interveniens, όπως τίθεται στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts 18 η έκδοση παράγραφος 2-55 στη σελ. 76, «only medical treatment so grossly negligent as to be a completely inappropriate response to the injury inflicted by the defendant should operate to break the chain of causation».
Εν πρώτοις, θα πρέπει να σημειώσουμε πως στο δικόγραφο της Υπεράσπισης, η εφεσείουσα είχε αρκεστεί σε μία γενική και αόριστη αναφορά ότι «ο θάνατος επήλθε συνεπεία αμέλειας και/ή παράβασης νομίμων καθηκόνων από ιατρούς και νοσηλευικό προσωπικό του νοσοκομείου Λάρνακας για τα οποία ευθύνεται η Κυπριακή Δημοκρατία». Με άλλα λόγια, δεν είχε συγκεκριμενοποιηθεί αυτή η αμέλεια και αυτή η παράβαση των «νομίμων καθηκόντων από ιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό του Νοσοκομείου Λάρνακας». Όπως εύστοχα τέθηκε στη Νεάρχου ν. Στεφανίδη κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 351, «η επίκληση της πιο πάνω αρχής για σκοπούς υπεράσπισης προϋποθέτει προβολή του σχετικού ισχυρισμού στα δικόγραφα με την ίδια λεπτομέρεια που απαιτείται σε κάθε περίπτωση περιγραφής αμέλειας». Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε καθότι η ιατρική μαρτυρία που προσκομίστηκε μόνο από τον εφεσίβλητο, και την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη, επέτρεπε σε αυτό να καταλήξει «ότι ο θάνατος της κας Κυριακούς Σάββα ήταν αποτέλεσμα των τραυμάτων που υπέστη κατά το τροχαίο ατύχημα. Η δε υπεράσπιση που είχε προβληθεί ότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα αμελούς ιατρικής περίθαλψης δεν επιτυγχάνει».
Και αυτός ο λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται προς όφελος του Εφεσίβλητου/Ενάγοντα και εναντίον της Εφεσείουσας €3.000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει. Το ίδιο ποσό επιδικάζεται και προς όφελος της Εφεσίβλητης/Τριτοδιαδίκου.
Επιδικάζονται όμως έξοδα έφεσης και υπέρ του Γενικού Εισαγγελέα και εναντίον της Εφεσείουσας, ο οποίος, ως ελέχθη, εμφανίστηκε στην έφεση μόνο σε σχέση με την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 18.6.2014. Τα έξοδα αυτά καθορίζονται σε €1.000.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο