ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ.308/2016
23 Οκτωβρίου, 2025
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
1. ΙΩΑΝΝΗ ΤΑΝΗ
2. ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΡΑΣΑΡΗ
Εφεσειόντων/Εναγομένων
ν.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΑΓΡΟΤΙΚΗΣΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 26/01/2022
1. ΙΩΑΝΝΗ ΤΑΝΗ
2. ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΡΑΣΑΡΗ
Εφεσειόντων/Εναγομένων
ν.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
………………………………………………………
Ολ. Λάμπρου (κα) για Ανδρέα Θ. Μαθηκολώνη, για τους εφεσείοντες.
Ρ. Καραμάνη (κα) για Χριστόφορος Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσίβλητη.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί
από το Δικαστή Δαυίδ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, οι εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (εφεξής «πρωτόδικο Δικαστήριο»), ημερ. 17.06.2016, που εξεδόθη εναντίον τους στο πλαίσιο της αγωγής Αρ.1449/2010, η οποία καταχωρήθηκε στις 25.05.2010, από την τότε Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγροτικής Ανάπτυξης.
Μέσω του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος που καταχώρησε η ως άνω Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία, αξίωνε συγκεκριμένο ποσό, ως υπόλοιπο στη βάση συμφωνίας παροχής δανείου και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων με τη μορφή τρεχούμενου λογαριασμού, πλέον τόκο, ως επίσης την έκδοση διατάγματος για την πώληση ενυπόθηκων κτημάτων.
Παρεμβάλλεται ότι, στις 21.01.2014, η ως άνω Σ.Π.Ε. Αγροτικής Ανάπτυξης, συγχωνεύτηκε με την Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας – Λάρνακας - Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ, ενώ οι εφεσείοντες, με αίτηση τους, ημερομηνίας 29.11.2021, την οποία καταχώρισαν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ζήτησαν και έλαβαν στις 26.01.2022, άδεια του Ανώτατου Δικαστηρίου για τροποποίηση του τίτλου της έφεσης, προκειμένου να παρουσιάζεται σε αυτόν ως εφεσίβλητη η «Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ» (εφεξής «εφεσίβλητη»).
Οι εφεσείοντες, μέσω της Υπεράσπισης που από κοινού καταχώρισαν, αμφισβήτησαν τις αξιώσεις της εφεσίβλητης, προβάλλοντας ταυτόχρονα επιμέρους διαζευκτικούς ισχυρισμούς. Μεταξύ άλλων, υποστήριξαν ότι τα αξιούμενα ποσά προέρχονται από παράνομες χρεώσεις και ανατοκισμούς, ότι ουδεμία συμβατική σχέση ή έγκυρη συμφωνία δανείου υφίσταται μεταξύ των διαδίκων, ότι τα ήδη καταβληθέντα ποσά υπερβαίνουν τα διεκδικούμενα, ότι δεν αποδείχθηκαν παραβάσεις που να θεμελιώνουν τις αξιώσεις της εφεσίβλητης, ότι το ζητούμενο ως οφειλόμενο ποσό είναι υπερβολικό, ότι ουδέποτε παρέλαβαν τις επιστολές παράβασης και τερματισμού του δανείου και ότι η Έκθεση Απαίτησης περιέχει αντιφατικούς και ασαφείς ισχυρισμούς.
Προς απόδειξη των δικογραφημένων θέσεων και ισχυρισμών της, η εφεσίβλητη κάλεσε τέσσερις μάρτυρες, οι οποίοι και αντεξετάστηκαν από τους εφεσείοντες δια των συνηγόρων τους. Εκ μέρους των εφεσειόντων δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, σε συνδυασμό θεωρούμενη με το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του, κατέληξε ότι οι ως άνω μάρτυρες ήταν αξιόπιστοι και μάρτυρες της αλήθειας, μεταφέροντας στο Δικαστήριο γεγονότα και πληροφόρηση που προερχόταν από προσωπική τους γνώση και χειρισμό, εμπλοκή τους με τα επίδικα θέματα και από έγγραφα που περιήλθα στην γνώση και κατοχή τους, τα οποία και παρουσίασαν. Στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας των ως άνω μαρτύρων και υπό το φως του περιεχομένου του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του, έκρινε πως η εφεσίβλητη απέδειξε τις αξιώσεις της εναντίον των εφεσειόντων, εκδίδοντας υπέρ της την προσβαλλόμενη απόφαση για το μειωμένο, όπως προωθήθηκε εν τέλει, ποσό των €118.011,44 μείον το ποσό των €370 που καταβλήθηκε μετά τον τερματισμό της συμφωνίας, πλέον τόκους, και έξοδα, καθώς και διάταγμα πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων, προς ολική ή/και μερική εξόφληση του ως άνω εξ αποφάσεως χρέους.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με εννέα λόγους έφεσης. Ωστόσο, κατά την ακρόαση της έφεσης, η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσειόντων απέσυρε τον 1ο και 6ο λόγους έφεσης, οι οποίοι και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.
Μέσω του 7ου λόγου έφεσης, προβάλλεται από τους εφεσείοντες πως «το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα παρέλειψε να εξετάσει τη θέση των Εφεσειόντων ότι υπάρχει κενό όσο αφορά την απόδειξη του νομικού καθεστώτος της Εφεσίβλητης». Αποτελεί θέση των εφεσειόντων πως η ενάγουσα στην αγωγή ήταν η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγροτικής Ανάπτυξης και ότι αυτή, σύμφωνα με τη μαρτυρία των ιδίων των εφεσιβλήτων, δεν υφίσταται πλέον ως νομική οντότητα. Ως εκ τούτου, υποστηρίζουν, η αγωγή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί, ενόψει του ότι δεν απεδείχθη ότι η εφεσίβλητη είναι υπαρκτό νομικό πρόσωπο.
Προκαλεί εντύπωση η προώθηση της πιο πάνω θέσης, με δεδομένο ότι στο πιστό αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης, που οι εφεσείοντες επισύναψαν στην Ειδοποίηση Έφεσης, αναγράφεται στον τίτλο ότι ενάγουσα είναι η «Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας - Λάρνακας - Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ». Τούτο, προφανώς, δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι τέθηκε υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Τεκμήριο 1), σχετική ειδοποίηση για την συγχώνευση και μετονομασία της ενάγουσας στην αγωγή, δυνάμει του άρθρου 49ΣΤ του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985, Ν.22/1985, ως ίσχυε. Εν πάση περιπτώσει, το ατελέσφορο της προώθησης του ζητήματος, σφραγίζει η παράλειψη των εφεσειόντων, στην περίπτωση που θεωρούσαν ότι η ενάγουσα δεν ήταν υπαρκτό νομικό πρόσωπο, να δρομολογήσουν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκεκριμένη διαδικασία για τη διαγραφή της και τον τερματισμό της διαδικασίας. Η παράλειψη τους να πράξουν τούτο, ουσιαστικά τους εμποδίζει, σε αυτό το στάδιο, να εγείρουν το ζήτημα (βλ. Μαρία Χαραλάμπους ν. B2KAPITAL CYPRUS LTD, Πολ. Έφ. 296/2016, ημερομηνίας 30.01.2025 και Lioufis and Co Ltd v. Ανδρονίκου κ.α. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 773).
Συνακόλουθα, ο 7ος λόγος έφεσης ως ανεδαφικός, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Ο 2ος, 3ος, 4ος και 5ος λόγοι έφεσης αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους. Προβάλλουν ζητήματα απόδειξης του διεκδικούμενου ως οφειλόμενου υπολοίπου, δια της αποδοχής των Τεκμηρίων 11 και 12 στη διαδικασία, ήτοι της αναλυτικής και της αναδομημένης αντίστοιχα κατάστασης λογαριασμού (λόγοι έφεσης 2 και 3), ως επίσης, της αξιολόγησης και της αποδοχής της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.4, υπαλλήλων της εφεσίβλητης, σε συνάρτηση με τις ως άνω καταστάσεις λογαριασμού (λόγοι έφεσης 4 και 5).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημειώνοντας ότι οι εφεσείοντες δεν κατάφεραν, μέσω της αντεξέτασης των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.4, να κλονίσουν τη μαρτυρία των τελευταίων και ως προς τις πιο πάνω καταστάσεις λογαριασμού (Τεκμήρια 11 και 12), ούτε προσήγαγαν μαρτυρία ή έθεσαν οποιοδήποτε υπόβαθρο που να καταδεικνύει το αβάσιμο των προβαλλόμενων θέσεων εκ μέρους της εφεσίβλητης, κατέληξε ότι οι εν λόγω καταστάσεις λογαριασμού, ως παρουσιάστηκαν, πληρούσαν τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9. Η συνδρομή δε των προϋποθέσεων του άρθρου 22, οδηγούσε, ως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων στους ως άνω λογαριασμούς.
Πάγια και καλά εδραιωμένη είναι η νομολογία των Δικαστηρίων μας επί του ζητήματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά, εξ αντικειμένου κρινόμενα, φαίνονται ανυπόστατα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα ή βρίσκονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή μέρη αυτής ή είναι καταφανώς εσφαλμένα. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο άλλωστε είχε και την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Παπακόκκινου κ.ά. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254, και Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφ. Αρ.94/2013, ημερ. 30/6/2022), ECLI:CY:AD:2022:D288.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σταθμίζοντας τα ενώπιον του στοιχεία, στο σύνολο τους, κατά τρόπο που συνάδει με σχετική επί του ζητήματος νομολογία, έκρινε ότι:
«Οι μάρτυρες (Μ.Ε.1, 3 και 4) οι οποίοι κατάθεσαν από πλευράς της ενάγουσας μου προκάλεσαν εξαιρετική εντύπωση και κρίνονται ως μάρτυρες της αλήθειας. Σε κανένα σημείο της αντεξέτασης τους δεν κλονίστηκε η αξιοπιστία τους και όσα ανάφεραν ή επεξήγησαν προέρχονταν είτε από την προσωπική τους γνώση λόγω χειρισμού από τους ίδιους είτε από τα έγγραφα - τεκμήρια τα οποία κατάθεσαν. Δεν διέκρινα ότι διακατέχονταν από οποιανδήποτε εμπάθεια ή από προσωπικό συμφέρον (βλ. Phipson on Evidence, 16η έκδοση, σελ. 333). Οι απαντήσεις που έδιδαν ήταν πειστικές και σε καμιά περίπτωση δεν διέκρινα τάση υπεκφυγής. Κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία τους για την εξαγωγή των δικών μου συμπερασμάτων.»
Η πρωτόδικη αξιολόγηση και η διαπίστωση των ανάλογων ευρημάτων, ως έχει αποτυπωθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να εκθεμελιωθεί. Διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τους μάρτυρες εντός των καλά καθιερωμένων αρχών προς τούτο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας τους, αντιπαραβάλλοντας την προς το περιεχόμενο άλλης προφορικής και έγγραφης μαρτυρίας στη δίκη. Δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε παρέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου.
Οι υπό αναφοράν καταστάσεις λογαριασμού, (Τεκμήρια 11 και 12), στην απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής αμφισβήτησής τους, ως ανωτέρω σημειώθηκε, συνιστούσαν ικανοποιητική μαρτυρία δυνάμενη να οδηγήσει σε απόδειξη των σχετικών ισχυρισμών της εφεσίβλητης στοιχειοθετώντας και αποδεικνύοντας τη χρηματική της αξίωση (βλ. Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 ΑΑΔ 479, Ιωαννίδης κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 ΑΑΔ 1491 και Τράπεζα Κύπρου ν. Εφόρου Εταιρειών κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. 246/2013, ημερ. 11.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A523). Δυνάμει των προνοιών του άρθρου άρθρο 22 του Κεφ.9 και του μαχητού τεκμηρίου που αυτό δημιουργεί, το βάρος απόδειξης ως προς το λανθασμένο των χρεοπιστώσεων που εμφανίζονται στους σχετικούς λογαριασμούς μετατέθηκε στους ώμους των εφεσειόντων. Με δεδομένο ότι οι τελευταίοι δεν προσέφεραν οποιαδήποτε σχετική ή περί του αντιθέτου μαρτυρία, ως ανωτέρω σημειώθηκε, απέτυχαν να το αποσείσουν. Ως προσέθεσε δε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι προϋποθέσεις των άρθρων 22 και 35 του Κεφ. 9, ικανοποιούνταν «αφού καταδείχθηκε με επάρκεια ότι αποτελεί μέρος του αρχείου της τράπεζας αφού όλο τα αρχείο της τράπεζας που αφορούν την υπόθεση αυτή όπως ανέφεραν οι Μ.Ε. 1 και 4 βρίσκεται στην κατοχή τους και υπό τον χειρισμό τους αφού είναι τα εξουσιοδοτημένα άτομα και οι υπεύθυνες να διαχειρίζονται τον λογαριασμό που αφορά την παρούσα υπόθεση».
Παρεμβάλλεται ότι η παρουσίαση και η αποδοχή της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού (Τεκμήριο 12), έγινε χωρίς οιαδήποτε ένσταση η προβολή θέσης περί μη πλήρωσης των προϋποθέσεων του Κεφ. 9. Όπως καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμ. 12), βρίσκω ότι είναι ορθή, έχει ελεγχθεί τόσο από την Μ.Ε. 1 η οποία και την ετοίμασε αλλά και από την Μ.Ε.4 η οποία είναι συνυπεύθυνη να διαχειρίζεται τον λογαριασμό της παρούσας υπόθεσης η οποία επίσης την ήλεγξε και έχουν καταλήξει ακριβώς στα ίδια συμπεράσματα, ως εκ τούτου και χωρίς να υπάρχει περί του αντιθέτου διαφορετική μαρτυρία, κρίνω ότι είναι αληθινή και η κάθε εγγραφή και το κάθε ποσό που αναγράφεται σε αυτή την κατάσταση και αντιστοιχεί σε αποδείξεις και άλλα έγγραφα τα οποία αποτελούν τραπεζικά έγγραφα και τα οποία επιβεβαιώνουν και αποδεικνύουν πλήρως κάθε εγγραφή και κάθε ποσό που εμφαίνεται στην κατάσταση λογαριασμού, σε συνδυασμό δε με την προφορική μαρτυρία που παρουσίασε προς υποστήριξη της αξίωσης της η ενάγουσα η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμ. 12) αντικατοπτρίζει τις ορθές χρεοπιστώσεις που έγιναν από την ενάγουσα κατά τον επίδικο χρόνο και αποδίδει το ακριβές οφειλόμενο υπόλοιπο.»
Δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το τελευταίο, στηριζόμενο στην ακλόνητη και αξιόπιστη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.4, προέβη στα ως άνω ευρήματα. Οι τελευταίοι βεβαίωσαν, αφού ήλεγξαν τις εγγραφές, ότι αποτελούν πιστή αντιγραφή του τραπεζικού βιβλίου που τηρεί η εφεσίβλητη, ενώ με την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού διορθώθηκε λάθος που προέκυψε στον υπολογισμό των τόκων δια της αφαίρεσης σχετικών χρεώσεων. Αποτέλεσμα τούτου, η εφεσίβλητη αξίωσε μειωμένο ποσό στη βάση της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού, γεγονός που αποτελεί μια διαδεδομένη και θεμιτή πρακτική των τραπεζών, αφού δια της αφαίρεσης χρεώσεων και επιτοκίων, προς ικανοποίηση των πελατών τους, ενθαρρύνεται η προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης (βλ. Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238, Καραγιάννης v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ Πολ. Έφ.70/2014, ημερ.17.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:A528 και Ματολής v. Societe Generale Bank - Cyprus Ltd Πολ. Έφ.362/19, ημερ.10.7.2024).
Συνακόλουθα των πιο πάνω, ο 2ος, 3ος, 4ος και 5ος λόγοι έφεσης, αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Με τον 8ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες διατείνονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τους ισχυρισμούς τους περί ακυρότητας της Σύμβασης και Δήλωσης Υποθήκης, Υποστηρίζουν, επί τούτου, ότι όφειλε να ακυρώσει την επίδικη υποθήκη, αφού δεν υπήρχε τρόπος προσδιορισμού του τόκου και του ποσού με το οποίο χρεωνόταν, κατά παράβαση των προϋποθέσεων του άρθρου 21(1)(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965).
Το πιο πάνω ζήτημα, ως ορθά υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, δεν προβλήθηκε στις δικογραφημένες θέσεις των εφεσειόντων. Ούτε ως υπερασπιστική γραμμή, ούτε ως ανταπαίτηση. Αυτό που οι εφεσείοντες προέβαλαν σε σχέση με την εν λόγω υποθήκη, μέσω των δικογραφημένων θέσεων τους, ήταν πως αυτή δεν δόθηκε προς εξασφάλιση του δανείου που αναφερόταν στην Έκθεση Απαίτησης. Ομοίως, κατά την εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας, δεν ηγέρθη το ζήτημα ούτε οι μάρτυρες αντεξετάστηκαν επί τούτου. Επίκλησης του ζητήματος και προβολή του έγινε μόνο στο πλαίσιο της τελικής αγόρευσης των εφεσειόντων.
Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, ζήτημα που δεν ηγέρθη πρωτόδικα δεν μπορεί να εξεταστεί κατ’ έφεση (βλ. Παπαργυρού ν. Μιχαηλίδη (Αρ.1) (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 144 και Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024). Εφόσον το ζήτημα δεν είχε δεόντως εγερθεί και απασχολήσει πρωτόδικα, δεν μπορεί να απασχολήσει στην παρούσα.
Συνακόλουθα και ο 8ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ομοίως, με δεδομένο ότι ο 9ος λόγος έφεσης, μέσω του οποίου προβάλλεται ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων». πάσχει εμφανώς από αοριστία και γενικότητα, ως τέτοιος απορρίπτεται, χωρίς να δύναται, εκ των πραγμάτων, να απασχολήσει περεταίρω το Δικαστήριο.
Αναπόδραστη κατάληξη όλων των πιο πάνω, είναι ότι η υπό συζήτηση έφεση, στο σύνολό της, δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων έξοδα, ύψους €3.500, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο