ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 104/2017)
17 Νοεμβρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
VECTRONIX AG
Εφεσείoντες,
v.
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED
Εφεσίβλητων.
......................
Α. Δαμιανού, για Α. Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χαραλάμπους, για Γεωργιάδης & Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Οι Εφεσείοντες είχαν εγείρει την αγωγή υπ’ αρ. 1889/2014 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία ζητούσαν διατάγματα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal από τους Εφεσίβλητους, ως «αθώο τρίτο μέρος», αναφορικά με κατ’ ισχυρισμό απάτη η οποία έλαβε χώρα εις βάρος τους. Παράλληλα οι Εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει και μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν τα ίδια διατάγματα καθώς επίσης και διάταγμα φίμωσης. Το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς τα αιτούμενα διατάγματα τα οποία επιδόθηκαν στους Εφεσίβλητους. Οι Εφεσίβλητοι, με τη σειρά τους, συμμορφώθηκαν με αυτά, καταχωρώντας δύο ένορκες δηλώσεις με τις αιτούμενες πληροφορίες και σχετικά έγγραφα.
Οι Εφεσείοντες χρησιμοποίησαν τις αποκαλυφθείσες πληροφορίες και ήγειραν την αγωγή υπ’ αρ. 501/2015 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εναντίον των Εφεσίβλητων, καταλογίζοντας στους τελευταίους συμμετοχή στην κατ’ ισχυρισμό απάτη και αποδίδοντας σε αυτούς αμέλεια, παράβαση των νομίμων καθηκόντων τους και της σχέσης εμπιστοσύνης και των υποχρεώσεων αυτών, παρέχοντας σχετικές λεπτομέρειες. Εξού και αξιώνουν το ποσό των €1.432.200 ως ποσό «που αντιπροσωπεύει τα κλοπιμαία κεφάλαια». Οι Εφεσίβλητοι, με την υπεράσπιση τους, αρνούνται όλους τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, ισχυριζόμενοι ότι ουδεμία εμπλοκή, γνώση ή ανάμειξη έχουν στις αποδιδόμενες σε αυτούς δραστηριότητες, ενέργειες και επικοινωνίες. Με την απάντηση τους οι Εφεσείοντες απορρίπτουν τις θέσεις των Εφεσίβλητων και επαναλαμβάνουν τους δικούς τους ισχυρισμούς.
Ακολούθησε η καταχώριση από τους Εφεσίβλητους αίτησης με την οποία ζητούσαν τον παραμερισμό, τη διαγραφή και ή την απόρριψη της αγωγής εναντίον τους, «λόγω παραβιάσεως της εξυπακουόμενης υποχρέωσης της Ενάγουσας να μην χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες και/ή λεπτομέρειες και/ή έγγραφα τα οποία έλαβε από την Εναγόμενη στα πλαίσια συμμόρφωσης της» με το διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal το οποίο εκδόθηκε στην αγωγή 1889/2014 «και/ή με βάση συγκεκριμένη παραδοχή της Ενάγουσας, η οποία έγινε στα πλαίσια της Πολιτικής Αγωγής με τον αριθμό 1889/2014 ότι η Εναγόμενη ενεπλάκη στη σχετική απάτη ως αθώο τρίτο μέρος» και ή καθότι η αγωγή είναι σκανδαλώδης και ή ενοχλητική και ή ότι αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, παρατίθενται οι πληροφορίες οι οποίες αποκαλύφθηκαν σε συσχετισμό με τους ισχυρισμούς στην έκθεση απαίτησης, καθιστώντας σαφές πως η απαίτηση των Εφεσειόντων στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου στις αποκαλυφθείσες πληροφορίες.
Οι Εφεσείοντες καταχώρισαν ένσταση στην αίτηση ισχυριζόμενοι πως αρχικά οι Εφεσίβλητοι φαίνονταν να είχαν εμπλακεί ως «αθώο τρίτο μέρος», όμως, μετά την αποκάλυψη, διεφάνη ότι έφεραν και οι ίδιοι αστική ευθύνη έναντι τους, και ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ρητή ή εξυπακουόμενη υποχρέωση απαγόρευσης χρήσης των αποκαλυφθεισών πληροφοριών έναντι του προσώπου που προέβη στην αποκάλυψη τους δυνάμει δικαστικού διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal. Προβάλλουν επίσης πως κατά την έκδοση του διατάγματος το Δικαστήριο δεν επέβαλε οποιουσδήποτε όρους ή περιορισμούς στη χρήση των πληροφοριών, και επομένως είχαν κάθε νόμιμο δικαίωμα να εγείρουν την εν λόγω αγωγή εναντίον των Εφεσίβλητων στη βάση των αποκαλυφθεισών πληροφοριών που εμπλέκουν τους τελευταίους στην κατ’ ισχυρισμό απάτη.
Κατόπιν ακρόασης της αίτησης, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (το πρωτόδικο Δικαστήριο) ανέφερε τα εξής:
«Σε οποιαδήποτε διαδικασία ένας διάδικος διατάσσεται να προβεί σε αποκάλυψη, το πρόσωπο προς όφελος του οποίου γίνεται η αποκάλυψη τελεί υπό την εξυπακουόμενη υποχρέωση να μην χρησιμοποιεί έγγραφα και πληροφορίες που λαμβάνει ως αποτέλεσμα της αποκάλυψης για οποιοδήποτε παράπλευρο ή απώτερο σκοπό (collateral or ulterior purpose), ήτοι για σκοπό άλλο από αυτόν για τον οποίο εξασφαλίστηκε το διάταγμα αποκάλυψης.»
Πρόσθεσε πως εάν ο διάδικος που λαμβάνει την αποκάλυψη επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τα έγγραφα για οποιοδήποτε «παράπλευρο ή απώτερο σκοπό», τότε οφείλει να λάβει, είτε τη συγκατάθεση της άλλης πλευράς, είτε την άδεια του Δικαστηρίου για άρση και τροποποίηση της εξυπακουόμενης υποχρέωσης, ούτως ώστε να του επιτραπεί να χρησιμοποιήσει τα έγγραφα για συγκεκριμένο σκοπό. Όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εάν διάδικος που έλαβε την αποκάλυψη προβεί σε χρήση των εγγράφων κατά παράβαση της ρητής ή εξυπακουόμενης υποχρέωσης, τότε είναι ένοχος παρακοής διαταγής του Δικαστηρίου και κατάχρησης της διαδικασίας, και το πρόσωπο που προέβη στην αποκάλυψη μπορεί να επιλέξει να κινήσει διαδικασίες στη βάση ενός εκ των δύο αυτών αποτελεσμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως οι Εφεσείοντες εξασφάλισαν διατάγματα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal αναφέροντας στην αίτηση για την έκδοση των διαταγμάτων αποκάλυψης, ότι τα χρειάζονταν για να εντοπίσουν τα πρόσωπα που τους εξαπάτησαν και για να ιχνηλατήσουν τα χρήματα τους, καθώς επίσης και ότι οι Εφεσίβλητοι εμπλέκονταν στην εις βάρος τους απάτη ως αθώο μέρος. Στην αίτηση δεν αναφερόταν ως λόγος για το αίτημα έκδοσης των διαταγμάτων, η διαπίστωση τυχόν αμέλειας, παράβασης εμπιστεύματος ή καθηκόντων που απορρέουν από σχέση εμπιστοσύνης ή αδικαιολόγητου πλουτισμού εκ μέρους των Εφεσίβλητων. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι Εφεσείοντες έκαναν χρήση εγγράφων και πληροφοριών που αποκόμισαν από τους Εφεσίβλητους, μέσω της διαδικασίας αποκάλυψης, για «σκοπό παράπλευρο και ή απώτερο (collateral and/or ulterior)» από αυτόν για τον οποίο εκδόθηκαν και ότι η αγωγή ήταν καταχρηστική και είχε καταχωριστεί χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου εξέδωσε διάταγμα για τον παραμερισμό και την απόρριψη της αγωγής.
Οι Εφεσείοντες δεν έμειναν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα, εξού και καταχώρισαν την παρούσα Έφεση. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλουν ότι η απόφαση είναι εσφαλμένη και μη δεόντως αιτιολογημένη. Με τον δεύτερο και τρίτο λόγο εισηγούνται ότι η απόφαση περί ύπαρξης εξυπακουόμενης υποχρέωσης είναι λανθασμένη και τίθεται γενικά και αόριστα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντίστοιχα. Με τον τέταρτο λόγο αποδίδεται ως εσφαλμένη από το πρωτόδικο Δικαστήριο η εφαρμογή των νομικών αρχών που διέπουν την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal. Ο πέμπτος λόγος αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως το αιτούμενο στην αγωγή 1889/2014 διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal δεν ζητείτο για να διαπιστωθεί τυχόν αμέλεια ή ευθύνη των Εφεσίβλητων. Με τον έκτο λόγο οι Εφεσείοντες θεωρούν ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τυχόν χρήση των πληροφοριών κατά παράβαση της εξυπακουόμενης υποχρέωσης καθιστά τους Εφεσείοντες ενόχους παρακοής διαταγής του Δικαστηρίου. Ο έβδομος λόγος αφορά στο ότι είναι λανθασμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως για να αρθεί η εξυπακουόμενη υποχρέωση θα πρέπει να δοθεί η συγκατάθεση της άλλης πλευράς ή η άδεια του Δικαστηρίου. Με τον όγδοο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρεί πως η αναφορά στην εμπλοκή των Εφεσίβλητων ως αθώου μέρους συνιστά παραδοχή εκ μέρους των Εφεσειόντων ως προς την ανάμειξη των Εφεσίβλητων, η οποία αποτρέπει τη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον των τελευταίων. Ο ένατος λόγος έφεσης αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι συγκατατέθηκαν στην παροχή των αιτούμενων πληροφοριών χωρίς να ζητήσουν όρους και ή περιορισμούς ως προς τη χρήση αυτών.
Ενόψει της συνάφειας των λόγων έφεσης, αυτοί θα εξεταστούν μαζί και όχι με τη σειρά που προβάλλονται.
Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε αυτούσιο το αιτητικό της αίτησης και τη νομική της βάση. Αναφέρθηκε στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, με ειδική παραπομπή στις ακόλουθες παραγράφους:
«6(ii). Οι σκοποί των ζητούμενων Παρεμπιπτόντων Διαταγμάτων ήταν συγκεκριμένοι και, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 27(v) της Ένορκης Δήλωσης του κύριου Νικολαΐδη ημερομηνίας 03/04/2014, ήταν οι ακόλουθοι:
(α) «[Η] διαπίστωση της ταυτότητας των προσώπων που εμπλέκονται σε απάτη που διαπράχθηκε εις βάρος της Ενάγουσας»
(β) «[Η] ιχνηλάτηση (tracing) και [ο] εντοπισμό[ς] χρηματικών ποσών που αποσπάστηκαν από την Ενάγουσα δολίως και ως αποτέλεσμα πλαστοπροσωπείας και ψευδών παραστάσεων.»
……………………........................................................................
6(xi). Είναι δε πολύ σημαντικό για την παρούσα διαδικασία το γεγονός ότι ο κύριος Νικολαΐδης στην παράγραφο 27(iii) της Ένορκης Δήλωσής του, αναφέρει αυτολεξεί ότι: «Είναι σαφές ότι η Ελληνική Τράπεζα ενεπλάκη στη σχετική απάτη ως αθώο τρίτο μέρος…»
Ακολούθως αναφέρθηκε στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση η οποία εξειδικεύει τους 24 λόγους ένστασης τους οποίους και παρέθεσε αυτούσιους. Ανάμεσα στους λόγους ένστασης, περιλαμβάνονται οι ισχυρισμοί πως μεταξύ των σκοπών για τους οποίους είχε ζητηθεί η έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης ήταν «η διαπίστωση της ταυτότητας των προσώπων που εμπλέκονταν στην απάτη που διαπράχθηκε εις βάρος των ιδίων, η ιχνηλάτηση και ο εντοπισμός των χρηματικών ποσών που αποσπάστηκαν από τους Ενάγοντες / Καθ’ ων η Αίτηση ως επίσης και η διαπίστωση των λόγων για τους οποίους οι Εναγόμενοι / Αιτητές φέρονται να αρνήθηκαν σε δύο περιπτώσεις να πιστώσουν στο λογαριασμό της εταιρείας …. χρηματικά ποσά που εμβάστηκαν από τους Ενάγοντες / Καθ’ ων η αίτηση στη βάση «οδηγιών» που δόθηκαν από τα πρόσωπα που διέπραξαν την απάτη, ήτοι τους αδικοπραγήσαντες».
Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε θέσει υπόψη του το σύνολο της μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένων όλων των θέσεων και ισχυρισμών των Εφεσειόντων, που τέθηκε ενώπιον του στο πλαίσιο της αίτησης. Το γεγονός ότι στην απόφαση δεν γίνεται ρητή αναφορά σε καθεμιά των θέσεων και ισχυρισμών των Εφεσειόντων δεν συνεπάγεται παράλειψη εξέτασης αυτών, κυρίως εφόσον, όπως θα διαφανεί κατωτέρω, οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου απαντούσαν σε καθεμιά εξ αυτών. Έχει νομολογιακά αναγνωρισθεί ότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης μιας δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται, αλλά σημασία έχει εάν, μέσω της απόφασης, μεταδίδεται η δικαστική κρίση και η διεργασία της υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης αμφισβήτησης (βλ. Φακοντής κ.ά. v. Κακούτη (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367, Καϊλής κ.ά. v. Κώστας Μιχαήλ Λειβαδιώτης Λτδ κ.ά. (2017) 1(Γ) 3034 και Bitonic Ltd v. Bank of Moscow-Bank Joint Stock Company, Πολ. Έφ. Αρ. 117/2018, ημερ. 16.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A113).
Τα διατάγματα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal αναγνωρίστηκαν στην Κύπρο, υιοθετώντας την Αγγλική υπόθεση Norwich Pharmacal Co. v. Commissioners of Customs and Excise [1973] 2 All E.R. 943, η οποία καθιέρωσε την αρχή για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων με βάση τις αρχές του δικαίου της επιείκειας. Λόγω του ότι στο αγγλικό δίκαιο υπάρχουν πλέον δικονομικές πρόνοιες που διέπουν την εξασφάλιση τέτοιων διαταγμάτων, ακόμα και πριν την έγερση αγωγής, στην Κύπρο η αξίωση έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων αποτελεί αυτοτελή βάση σε αγωγή και το Δικαστήριο έχει ευχέρεια να επιβάλει όρους ως προς τη χρήση των πληροφοριών. Η έκδοση τους διέπεται από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960 και τις αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) EWHC 625 (βλ. Αθανασίου κ.ά. v. Οντόνι (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2669, Penderhill Holdings Ltd κ.ά. v. Abramchyk κ.ά. (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 118 και Avila Management Services Ltd κ.ά. v. Frantisek Stepanek κ.ά. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1403).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε αγγλική νομολογία προς υποστήριξη των συμπερασμάτων του ως προς την ύπαρξη της εξυπακουόμενης υποχρέωσης, πότε αυτή μπορεί να αρθεί και ποιες οι συνέπειες παραβίασης της. Κατ’ αρχάς το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε την αρχή πως η χρήση στοιχείων, πληροφοριών και εγγράφων που αποκαλύπτονται στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας όπου δίδονται οδηγίες για αποκάλυψη και ή εκδίδονται διατάγματα για αποκάλυψη δεν είναι επιτρεπτή για συγκεκριμένους λόγους. Έκαστο μέρος δεσμεύεται τόσο έναντι του μέρους που προέβη στην αποκάλυψη όσο και έναντι του Δικαστηρίου να μην χρησιμοποιήσει τα αποκαλυφθέντα στοιχεία και ή πληροφορίες και ή έγγραφα για οποιοδήποτε «αθέμιτο (improper) παράπλευρο και αλλότριο σκοπό (collateral and ulterior purpose)» και ή για σκοπό άλλο από αυτόν για τον οποίο διατάχθηκε η αποκάλυψη. Προς υποστήριξη αυτής της θέσης, παρέπεμψε στην υπόθεση Riddick v. Thames Board Mills Ltd (1977) 3 All E.R. 677 (C.A.), η οποία αφορούσε διάταγμα τύπου Anton Piller, και στην οποία καθιερώθηκε η αρχή πως η εξυπακουόμενη υποχρέωση μη χρήσης των στοιχείων, πληροφοριών και εγγράφων αποκαλύψεων για σκοπούς άλλους από αυτούς που δίδονται, αφορά, όχι μόνο διατάγματα τύπου Anton Piller, αλλά όλα τα διατάγματα γενικής αποκάλυψης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παρέθεσε τόσο την ανωτέρω νομική αρχή όσο και την εφαρμογή της στα διατάγματα αποκάλυψης Norwich Pharmacal. Αυτή η αρχή είχε επαναληφθεί στην υπόθεση Ashworth Hospital Authority v. MGN Ltd (2002) UKHL 29, η οποία αφορούσε σε διάταγμα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
«… an applicant for disclosure was required to identify the purposes for which disclosure would be used and the use of the disclosed material would then be restricted expressly or implicitly to those stated purposes unless the court otherwise permitted.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«… ο αιτών αποκάλυψη απαιτείτο να προσδιορίσει τους σκοπούς για τους οποίους θα χρησιμοποιείτο η αποκάλυψη και η χρήση του αποκαλυφθέντος υλικού θα περιοριζόταν τότε ρητώς ή εξυπακουομένα σε εκείνους τους καθορισμένους σκοπούς εκτός εάν το δικαστήριο ήθελε επιτρέψει διαφορετικά.»
Η εφαρμογή αυτής της αρχής μέσα από την υπόθεση Ashworth (ανωτέρω) αναφέρεται και στα αγγλικά συγγράμματα. Συγκεκριμένα, στο σύγγραμμα Disclosure of Information: Norwich Pharmacal and Related Principles, Simon Bushell and Gary Milner-Moore, 2η έκδοση, σελ. 188, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Since the nature of Norwich Pharmacal relief means that it cannot be undone, an interlocutory order is a drastic one. It will give the applicant essentially all that he is seeking.
That said, the court can impose restrictions on the use of the information or documents provided. There is in any event an implied undertaking restricting their use to the purposes put forward on making the application.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Εφόσον η φύση της θεραπείας Norwich Pharmacal σημαίνει ότι δεν μπορεί να ανατραπεί, τέτοια ενδιάμεση διαταγή είναι δραστική. Βασικά παρέχει στον αιτητή όλα αυτά που αναζητεί.
Τούτου λεχθέντος, το δικαστήριο δύναται να επιβάλει περιορισμούς ως προς τη χρήση των πληροφοριών ή εγγράφων που αποκαλύπτονται. Υπάρχει εν πάση περιπτώσει μια εξυπακουόμενη υποχρέωση η οποία περιορίζει τη χρήση τους για τον σκοπό ο οποίος προβάλλεται κατά την υποβολή της αίτησης.»
Και στο σύγγραμμα Disclosure, Paul Matthews and Hodge M. Malek, 6η έκδοση, σελ. 94, παρ. 3-30, αναφέρονται τα εξής:
«The question arises whether any implied undertaking as to collateral use is owed by an applicant who succeeds in getting, for example, documents from the respondent to an application for Norwich Pharmacal relief. … In Ashworth the House of Lords stated that an order for disclosure should not be made unless the claimant has identified clearly the wrongdoing on which he relies in general terms and identifies the purpose for which the disclosure will be used when it is made. The use of the material will then be restricted expressly or implicitly to the disclosed purpose unless and until the court permits it to be used for another purpose.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Εγείρεται η ερώτηση κατά πόσο μια εξυπακουόμενη υποχρέωση για ένα παράπλευρο σκοπό οφείλεται από κάποιον αιτητή που επιτυγχάνει στο να εξασφαλίσει, για παράδειγμα, έγγραφα από τον καθ’ ου η αίτηση σε μια αίτηση για θεραπεία Norwich Pharmacal. … Στην Ashworth η Βουλή των Λόρδων ανέφερε πως μια διαταγή αποκάλυψης δεν θα έπρεπε να δίδεται εκτός εάν ο αιτητής έχει προσδιορίσει σαφώς την αδικοπραξία στην οποία στηρίζεται σε γενικές γραμμές και προσδιορίζει τον σκοπό για τον οποίο η αποκάλυψη θα χρησιμοποιηθεί όταν αυτή γίνει. Η χρήση του υλικού θα περιορίζεται τότε ρητώς ή εξυπακουόυμενα στον αποκαλυφθέντα σκοπό εκτός και μέχρι που το δικαστήριο επιτρέψει τη χρήση του για οποιονδήποτε άλλο σκοπό.
Στις σελ. 527 και 531-532, παρ. 19-01 και 19-12, αναφέρονται και τα ακόλουθα:
«The English courts have long recognised that any party on whom a list of documents is served or to whom documents are produced on discovery or pursuant to an order of the court impliedly undertakes to the court that he will not use them or any information derived from them for a collateral or ulterior purpose, without the leave of the court or consent of the party providing such discovery.
………………………………………………………………………….....
At common law the undertaking covers not only documents disclosed on discovery, but also any other documents disclosed by a party under compulsion of court process. .....................................................................………………………
The undertaking also applies to information supplied under the Norwich Pharmacal procedure.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Τα αγγλικά δικαστήρια έχουν προ πολλού αναγνωρίσει πως ένα διάδικο μέρος στο οποίο μια λίστα από έγγραφα επιδόθηκε ή στο οποίο έγγραφα παρουσιάζονται δυνάμει αποκάλυψης ή διαταγής του δικαστηρίου έχει εξυπακουόμενη υποχρέωση προς το δικαστήριο ότι δεν θα χρησιμοποιήσει αυτά ή οποιαδήποτε πληροφορία δυνάμει αυτών για παράπλευρο ή απώτερο σκοπό, χωρίς την άδεια του δικαστηρίου ή τη συγκατάθεση του διάδικου που προβαίνει σε τέτοια αποκάλυψη.
……………………………………………………………………………..
Στο κοινοδίκαιο η υποχρέωση καλύπτει όχι μόνο έγγραφα που αποκαλύπτονται δυνάμει αποκάλυψης, αλλά και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα αποκαλύπτονται από ένα διάδικο δυνάμει υποχρέωσης από δικαστική διαδικασία.
.....................................................................………………………
Η υποχρέωση επίσης καλύπτει και πληροφορίες οι οποίες παρέχονται μέσω της διαδικασίας Norwich Pharmacal.»
Με βάση τις πιο πάνω υποθέσεις, καθίσταται σαφές πως στην Κύπρο, όπου υιοθετήθηκαν και εφαρμόζονται οι αγγλικές αρχές που διέπουν τα διατάγματα αποκάλυψης Norwich Pharmacal, εφαρμόζεται και ισχύει και η αρχή περί της ύπαρξης εξυπακουόμενης υποχρέωσης ότι οι αποκαλυφθείσες πληροφορίες και στοιχεία θα χρησιμοποιηθούν μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν.
Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε σε νομολογία η οποία αφορούσε μόνο την «απλή αποκάλυψη» η οποία διατάσσεται στο πλαίσιο αγωγής, ως ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες. Ούτε και η εισήγηση τους πως θα πρέπει να εφαρμοστεί καναδική νομολογία ευσταθεί, από τη στιγμή που ακολουθείται η αγγλική νομολογία επί του θέματος.
Ενόψει δε του ότι η εξυπακουόμενη υποχρέωση ενυπάρχει στα διατάγματα Norwich Pharmacal όπως και στα διατάγματα απλής αποκάλυψης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς παρέπεμψε και σε σχετική αγγλική νομολογία σύμφωνα με την οποία η εξυπακουόμενη υποχρέωση δύναται να αρθεί είτε με τη συγκατάθεση του προσώπου που προέβη στην αποκάλυψη είτε κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου.
Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τις γενικές αρχές που διέπουν το ζήτημα, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών παράβασης της εξυπακουόμενης υποχρέωσης, δεν οδηγεί αφ’ εαυτού στο αποτέλεσμα το οποίο εισηγείται η πλευρά των Εφεσειόντων, ήτοι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τους Εφεσείοντες ενόχους για παρακοή διατάγματος. Αντιθέτως, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως στην υπό κρίση περίπτωση η συμπεριφορά των Εφεσειόντων αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας, εξού και θεώρησε δικαιολογημένη τη διαδικασία που ακολούθησαν οι Εφεσίβλητοι με την καταχώριση της αίτησης για διαγραφή και ή παραμερισμό της αγωγής.
Είναι γεγονός πως, ενώ στην παράθεση των λόγων ένστασης, γίνεται αναφορά στο ότι οι Εφεσείοντες προέβαλαν ως λόγο για την αιτούμενη αποκάλυψη να πληροφορηθούν γιατί οι Εφεσίβλητοι αρνήθηκαν σε δύο περιπτώσεις να πιστώσουν στον λογαριασμό της εταιρείας την οποία αφορά η κατ’ ισχυρισμό απάτη, χρηματικά ποσά στη βάση των οδηγιών από τους αδικοπραγήσαντες, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ρητή αναφορά σε αυτόν κατά το στάδιο που ασχολείται με τους λόγους τους οποίους οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι προωθούν στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Περιορίζεται στη ρητή αναφορά στο ότι οι λόγοι αφορούν τη διακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων που εμπλέκονται στην απάτη και την ιχνηλάτηση των χρημάτων.
Παρά ταύτα, η παράλειψη ρητής αναφοράς σε αυτόν τον λόγο τελικώς δεν ενέχει σημασία εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επισημαίνει πως εν πάση περιπτώσει οι Εφεσείοντες θεωρούσαν τους Εφεσίβλητους ως εμπλεκόμενους στην κατ’ ισχυρισμό απάτη ως «αθώο τρίτο μέρος». Ακολούθως αντιπαραβάλλει την ίδια την έκθεση απαίτησης της υπό κρίση αγωγής με την οποία αποδίδεται αμέλεια, παράβαση εμπιστεύματος και ή σχέση εμπιστοσύνης και ή αδικαιολόγητος πλουτισμός «με την έννοια ότι υποχρεούνται να αποκαταστήσουν (Restitute) τη ζημιά που έχει προκύψει» στους Εφεσείοντες, κάτι το οποίο σαφώς δεν συνάδει με τον ισχυρισμό ότι οι Εφεσίβλητοι ήταν ένα αθώο τρίτο μέρος.
Η στάση των Εφεσίβλητων να συμμορφωθούν με τα διατάγματα αποκάλυψης δεν οδηγεί, από μόνη της, σε οποιαδήποτε συγκατάθεση τους στη χρήση των πληροφοριών εναντίον τους, επειδή δεν ζήτησαν όρους και περιορισμούς στα διατάγματα. Από τη στιγμή που υπήρχε η εξυπακουόμενη υποχρέωση, οι Εφεσίβλητοι δικαιούνται να απαιτούν συμμόρφωση εκ μέρους των Εφεσειόντων.
Από τη στιγμή που ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως με την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal υπάρχει η εξυπακουόμενη υποχρέωση, και στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσείοντες ζητούσαν τις πληροφορίες από τους Εφεσίβλητους ως το «αθώο τρίτο μέρος», ορθά κατέληξε πως οι Εφεσείοντες είχαν εξυπακουόμενη υποχρέωση να μην χρησιμοποιήσουν τις αποκαλυφθείσες πληροφορίες για σκοπούς άλλους πέραν από αυτούς για τους οποίους ζητήθηκε και εκδόθηκε το διάταγμα. Επομένως, δεν δικαιούνταν να τις χρησιμοποιήσουν σε αγωγή εναντίον των Εφεσίβλητων αποδίδοντας τους εμπλοκή στην απάτη και προβάλλοντας αξίωση από αυτούς. Αυτή η στάση τους αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας, η οποία ορθά ανακόπηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια ολοκληρωμένη εξέταση των ζητημάτων που προέκυπταν από την αίτηση και στην ορθή κατάληξη και όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.
Η Έφεση απορρίπτεται.
€5.500 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο