ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ R. R. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Έφεση Αρ. 23/25, 20/11/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ R. R. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Έφεση Αρ. 23/25, 20/11/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 23/25)

 

 

 20 Νοεμβρίου, 2025

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 185/2025.

 

ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ R. R. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΩΣ ΑΝΩ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΖΑΚΑΚΙ ΛΕΜΕΣΟΥ ΚΑΙ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21.6.2025, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155.

Ε. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΕΦΡΑΙΜ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτηση για τη χορήγηση άδειας για καταχώριση δια κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης του Εφεσείοντος και του εντάλματος έρευνας της οικίας του και του οχήματος που χρησιμοποιούσε, αμφότερων ημερ. 21.6.2025.

Τα εντάλματα είχαν εκδοθεί σε σχέση με τη διερεύνηση των αδικημάτων της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων, κατά παράβαση του άρθρου 63Β του Κεφ. 154, αδικημάτων κατά παράβαση των άρθρων 5, 7, 8, 15 και 30 του περί Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας και Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2019, Ν.75(Ι)/2019 και της κατασκοπείας, κατά παράβαση του άρθρου 50Γ του Κεφ. 154.

Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση των ενταλμάτων, γινόταν αναφορά στη λήψη άκρως απόρρητης πληροφορίας, υψηλής αξιοπιστίας, ότι ο Εφεσείων βρισκόταν στην Κύπρο από τον Απρίλιο του 2025 και λάμβανε πληροφορίες για την παρουσία ξένης στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο και ότι ενδέχετο να διοργάνωνε άμεση τρομοκρατική επίθεση. Σύμφωνα πάντα με την πληροφορία, ο Εφεσείων βρισκόταν σε επαφή με τους φρουρούς της επανάστασης του Ιράν (IRGC). Στον όρκο γινόταν επίσης αναφορά σε φυσική παρακολούθηση του Εφεσείοντος που ακολούθησε και περιγραφή των κινήσεων του,  η οποία κατ’ ισχυρισμό επιβεβαίωνε αυτές τις πληροφορίες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η μαρτυρία και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου, καθιστούσαν δικαιολογημένη και αιτιολογημένη την έκδοση των αιτούμενων ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας.

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτή η δικαιοδοσία ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, κατά προνόμιο, όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση βρίσκεται στους ώμους του αιτητή. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση Ευδόκας (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018.

        Ο Εφεσείων αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένη αξιολόγηση της ενώπιον του τεθείσας μαρτυρίας, καθότι έλαβε υπόψη «μη επαληθεύσιμη πληροφορία από τρίτη χώρα» και υιοθέτησε «κυκλική συλλογιστική» αντί «δικαστικό έλεγχο νομιμότητας». Αποτέλεσε εισήγηση του Εφεσείοντος πως η Ευρωπαϊκή νομολογία επιβάλλει αυξημένο αποδεικτικό έλεγχο και ανεξάρτητη επιβεβαίωση της ακρίβειας και αξιοπιστίας των μυστικών και ανώνυμων πληροφορίων, κάτι το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να πράξει στην υπό κρίση περίπτωση.

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια ολοκληρωμένη παραπομπή των νομικών αρχών που αφορούν στην έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας. Ειδικότερα, παρέπεμψε στο άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 το οποίο παρέχει την εξουσία έκδοσης εντάλματος σύλληψης. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Κυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 355/2019, ημερ. 16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257, για να εκδοθεί ένα ένταλμα σύλληψης, αφού το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη υποψία πως το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα διέπραξε αδίκημα, θα πρέπει να θεωρήσει τη σύλληψη του υπόπτου εύλογα αναγκαία.  Όταν εγείρεται ζήτημα αναγκαιότητας, υπεισέρχεται και η αρχή της αναλογικότητας η οποία εξετάζεται με βάση τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διερευνώνται, τη φύση τους και τις συνθήκες που τα περιβάλλουν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στο άρθρο 27 του Κεφ. 155 το οποίο διέπει την έκδοση εντάλματος έρευνας. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Συνδέσμου για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, λέχθηκε ότι για να εκδοθεί ένα ένταλμα έρευνας θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας, συναρτώμενης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση, ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως. Στην υπόθεση Σιακαλλής (Αρ. 1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 282, τονίστηκε ότι το άρθρο 27 του Κεφ. 155 επιτακτικά συνδέει τα αντικείμενα τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι για σκοπούς έκδοσης εντάλματος σύλληψης, «η αποδεικτική αξία του μαρτυρικού υλικού που τίθεται υπόψιν του Δικαστηρίου, δεν αποτιμάται σε αυτό το στάδιο. Περί υπονοιών ο λόγος (CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 652 και Σιμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160)». Αντίστοιχη ήταν και η αναφορά του στο ένταλμα έρευνας, ήτοι πως και για αυτό δεν απαιτείται «η καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο», αλλά «περί εύλογων υπονοιών και υποψίας ο λόγος … (Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094 και Αντωνίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 656)».

Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), στην οποία αναφέρθηκε ο Εφεσείων, δεν αφορά στο τι απαιτείται για την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας, ως επεξηγείται ανωτέρω. Επομένως, αυτή κρίνεται άστοχη και μη βοηθητική για τον Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, η υπόθεση Kvasnica v. Slovakia, Αίτηση Αρ. 72094/2001, ημερ. 9.6.2009, αφορούσε άδεια Δικαστηρίου για παρακολούθηση του τηλεφώνου του εκεί αιτητή, δικηγόρου, στην οποία κρίθηκε πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη διαταγή και εκτέλεση της παρακολούθησης δεν ήταν προς συμμόρφωση με το σχετικό νόμο, ούτε και αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία και επομένως υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική επικοινωνία το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η υπόθεση Othman (Abu Qatada) v. The United Kingdom, Αίτηση Αρ. 8139/2009, ημερ. 17.1.2012, αφορούσε τη μαρτυρία αναφορικά με τις εγγυήσεις του κράτους αποδοχής του αιτητή, την Ιορδανία, σε περίπτωση έκδοσης του εκεί. Η Texeira de Castro v. Portugal, Αίτηση αρ. 44/1997/828/1034, ημερ. 9.6.1998, αφορούσε παγίδευση στη διάπραξη του αδικήματος εμπορίας ναρκωτικών. Εκεί το ΕΔΔΑ ανέφερε πως η ΕΣΔΑ δεν αποκλείει την επίκληση, κατά το στάδιο των ερευνών και εκεί όπου η φύση του αδικήματος το επιτρέπει, πηγών όπως ανώνυμων πληροφοριοδοτών, αλλά πως η μεταγενέστερη χρήση αυτών των δηλώσεων από το Δικαστήριο κατά τη δίκη για σκοπούς καταδίκης είναι ξεχωριστό ζήτημα. Σαφώς αυτές οι υποθέσεις δεν αφορούν στη μαρτυρία που απαιτείται για να δικαιολογήσει την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τις νομικές αρχές και υπό το φως αυτών των νομικών αρχών εξέτασε το υπό κρίση ζήτημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια ορθή εκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου. Αρχικά επεσήμανε πως στον όρκο δεν καταγραφόταν πως η πληροφορία προήλθε από τρίτη χώρα, αλλά από «ξένη συνεργαζόμενη Υπηρεσία». Επιπλέον, ορθά επεσήμανε ότι το ζητούμενο δεν ήταν η προέλευση της πληροφορίας, αλλά το κατά πόσο αυτή «διαθέτει εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να επιτρέψουν στο Δικαστήριο που επιλαμβάνεται σχετικού αιτήματος, να καταλήξει ότι στοιχειοθετείται η εύλογη υπόνοια και υποψία», ως απαιτείται από τη νομοθεσία και σύμφωνα με τη νομολογία. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε τόσο στη ληφθείσα πληροφορία, η οποία αναφερόταν κατά συγκεκριμένο τρόπο στην εμπλοκή του Εφεσείοντος με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, τον τρόπο δράσης και αντίδρασης του, και γενικά στη συμπεριφορά και τον ρόλο του σε αυτά. Πέραν από τις πληροφορίες, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως αυτές οι πληροφορίες επιβεβαιώθηκαν και κατά τη φυσική παρακολούθηση του Εφεσείοντος που ακολούθησε σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο από τις Υπηρεσίες της Δημοκρατίας. Επομένως η υπάρχουσα μαρτυρία δεν προερχόταν μόνο από πληροφορίες αλλά και από φυσική παρακολούθηση του Εφεσείοντος από τις Κυπριακές Αρχές. Η συμπεριφορά και οι κινήσεις του Εφεσείοντος κατά την εν λόγω παρακολούθηση δημιουργούσαν εύλογη υποψία για σύνδεση του Εφεσείοντος με τα αδικήματα. Αυτή η μαρτυρία ορθά κρίθηκε, στο σύνολο της, από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ικανή να στοιχειοθετήσει εύλογη υπόνοια για την σύνδεση του Εφεσείοντος με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

Αντίστοιχα κρίθηκε πως η εν λόγω μαρτυρία δημιούργησε εύλογη υπόνοια ότι τα περιγραφόμενα στον όρκο αντικείμενα θα μπορούσαν να βρίσκονται στην οικία και υποστατικά όπου διέμενε ο Εφεσείων ή στο όχημα ενοικίασης που χρησιμοποιούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Άλλωστε, ήταν εύστοχη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν αμφισβήτησε την πιθανή διασύνδεση των αντικειμένων με το διαμέρισμα στο οποίο διέμενε και το όχημα που χρησιμοποιούσε.

Η αναφορά στον όρο «IRGC» δεν παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας και το δικαίωμα στον σεβασμό στην ιδιωτική ζωή, ως εισηγείται ο Εφεσείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια θεώρηση της μαρτυρίας για να καταλήξει κατά πόσο αυτή ήταν ικανή να δικαιολογήσει την έκδοση των υπό κρίση ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας, χωρίς με οποιονδήποτε τρόπο να δεχθεί ή έστω να αφήσει να νοηθεί πως δέχθηκε τον όρο αυτό.

Τέλος, η εισήγηση του Εφεσείοντος πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την αρχή της αναλογικότητας, δεν κρίνεται βάσιμη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρχε ανάγκη έκδοσης του εντάλματος σύλληψης του Εφεσείοντος για παρεμπόδιση της συνέχισης διάπραξης των υπό διερεύνηση αδικημάτων, αλλά και επιπλέον ότι ήταν ορατός ο κίνδυνος διαφυγής του Εφεσείοντος από την Κύπρο και επέμβασης του στο έργο της δικαιοσύνης και στο ανακριτικό έργο, μέσω της καταστροφής τεκμηρίων. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πλήρως δικαιολογημένη και αιτιολογημένη την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας από το κατώτερο Δικαστήριο, θεωρώντας έτσι πως ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση αυτών. Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια ολοκληρωμένη και ορθή εκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας και αξιολόγησε κάθε σχετικό στοιχείο για να καταλήξει ότι ήταν δικαιολογημένη η έκδοση των ενταλμάτων.

Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, καταλήγουμε πως δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στην πρωτόδικη απόφαση.

Η Έφεση απορρίπτεται.

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

         

                                                                             Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

         

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο