ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 264/2025)
19 Νοεμβρίου, 2025
[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Β. Α. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08/10/2025, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. 4135 Κ. ΜΑΡΚΟΥ ΤΟΥ ΤΑΕ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΑ 17, 18 ΚΑΙ 44
Β. Ακάμας μαζί με O. Γρηγορίου (κα), για Βίκτωρ Φ. Ακάμας Δ.Ε.Π.Ε. για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το ένταλμα σύλληψης ημερ. 8.10.2025 το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του.
Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι ότι το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας καθότι δεν στοιχειοθετείτο εύλογη υποψία περί εμπλοκής του Αιτητή στα υπό διερεύνηση αδικήματα, ούτε και υπήρχε η αναγκαιότητα σύλληψης του, καθώς επίσης ότι αυτό εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
Στην Έκθεση και στην ένορκη δήλωση οι οποίες συνοδεύουν την Αίτηση, αναφέρονται τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση του προσβαλλόμενου εντάλματος σύλληψης και αναλύονται οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά γίνεται στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018, στην οποία επαναλήφθηκε ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ. 116, ο σκοπός των διαταγμάτων certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’ εξαίρεση όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του προσβαλλόμενου εντάλματος σύλληψης, τα υπό διερεύνηση αδικήματα αφορούσαν συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών και πυροβόλου όπλου κατηγορίας Α, απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες και παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία, τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ 3.7.2025 και 7.10.2025. Σύμφωνα πάντα με τον όρκο, στις 3.7.2025 και στις 03:20 σημειώθηκε έκρηξη στα γραφεία της εργοληπτικής εταιρείας που ανήκει στον παραπονούμενο, X., προκαλώντας ζημιές ύψους €800. Από εξετάσεις, διαπιστώθηκε πως η έκρηξη οφείλετο σε πυροδότηση αυτοσχέδιου πλαστικού εκρηκτικού αντικειμένου, το οποίο τοποθετήθηκε εκεί. Στις 7.10.2025 και ώρα 03:50 ρίχθηκαν πυροβολισμοί εναντίον των γραφείων της ίδιας εταιρείας. Από εξετάσεις, διαπιστώθηκε ότι για τους πυροβολισμούς χρησιμοποιήθηκε πυροβόλο όπλο τύπου Α (αυτόματο στρατιωτικό τυφέκιο). Το ύψος της προκληθείσας ζημιάς δεν έχει ακόμα υπολογιστεί. Όπως αναφέρεται στον όρκο, στις 8.10.2025 λήφθηκε κατάθεση από τον Χ. ο οποίος εξέφρασε υποψίες αποκλειστικά εναντίον του Αιτητή. Ο Χ. ανέφερε πως ο Αιτητής τού δάνεισε το ποσό των €400.000 κατά τα έτη 2021-2022 και θα έπρεπε να του επιστρέψει συνολικά €1εκ. με τους τόκους, μέχρι τις 31.12.2023. Ο Χ. τού πλήρωσε το ποσό των €600.000 και εκείνος ζητούσε επιπλέον €800.000, τις οποίες ο Χ. δεν αποδέχθηκε ότι του όφειλε. Στις 29.12.2023 ο Αιτητής επιτέθηκε εναντίον του Χ. και εναντίον του πρώτου εκκρεμεί υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για αδικήματα, μεταξύ άλλων, απαίτησης χρημάτων με απειλές με σκοπό την κλοπή και απειλή και τοκογλυφίας. Έκτοτε ο Χ. έγινε δέκτης κατά καιρούς πληροφοριών από φιλικά του πρόσωπα, ότι ο Αιτητής απειλεί συνεργάτες και φίλους του (Χ.) ότι αν δεν τον πληρώσει θα διακόψει συνεργασίες μαζί τους και τους ζήτησε να πιέσουν τον Χ. να του δώσει τα χρήματα, αλλιώς θα έκανε ζημιά στις επιχειρήσεις τους. Ο Χ. ανέφερε πως στις 22.9.2025 τον επισκέφθηκε συγκεκριμένο πρόσωπο και του είπε ότι ο Χ. ανέθεσε σε κάποιο πρόσωπο να δολοφονήσει τον Αιτητή. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Χ., στις 7.10.2025 ο Αιτητής περηφανεύτηκε σε πρόσωπα, τα οποία ο Χ. αρνήθηκε να κατονομάσει, πως αυτός έβαλε κάποιους να πυροβολήσουν τα γραφεία. Σύμφωνα με τον Χ., ο Αιτητής είναι το μοναδικό πρόσωπο που υποψιάζεται, λόγω του ότι είναι το μοναδικό πρόσωπο με το οποίο έχει οικονομικές διαφορές και εναντίον του εκκρεμεί και η ποινική υπόθεση. Στον όρκο αναφέρεται πως έγιναν προσπάθειες εντοπισμού του Αιτητή για να προσέλθει στα γραφεία του ΤΑΕ Λεμεσού, αλλά δεν κατέστη δυνατή η επικοινωνία μαζί του. Γι’ αυτό η Αστυνομία αιτείτο την έκδοση εντάλματος σύλληψης του, ως αναγκαία και ανάλογη για την αποτελεσματική διερεύνηση των αδικημάτων.
Στο ένταλμα αναγράφονταν τα ακόλουθα:
«Με βάση το περιεχόμενο του όρκου του Αστ. 4135 Κωνσταντίνου Μάρκου του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, έχω ικανοποιηθεί λογικά ότι ο ύποπτος συνδέεται με εύλογες υποψίες με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος με βάση το Σύνταγμα, τον Νόμο και την Νομολογία.
… Έχω ικανοποιηθεί λογικά από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του Αστ. … για το λογικό και την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.»
Η εξουσία έκδοσης εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Κυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 355/2019, ημερ. 16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257, για να εκδοθεί ένα ένταλμα σύλληψης, αφού το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη υποψία πως το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα διέπραξε αδίκημα, θα πρέπει να θεωρήσει τη σύλληψη του υπόπτου εύλογα αναγκαία. Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Παναγιώτου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1094 επίσης προσφέρει μια διαφωτιστική ανάλυση των πιο πάνω προϋποθέσεων.
Η ικανοποίηση περί της ύπαρξης εύλογης υποψίας δεν δύναται να υφίσταται γενικά και αόριστα στη διάπραξη αδικήματος, αλλά θα πρέπει να αφορά στα αδικήματα τα οποία προσδιορίζονται στον όρκο, όπως προκύπτει και από τα άρθρα 18(1) και 27(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Όταν εγείρεται ζήτημα αναγκαιότητας, υπεισέρχεται και η αρχή της αναλογικότητας η οποία εξετάζεται με βάση τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διερευνώνται, τη φύση τους και τις συνθήκες που τα περιβάλλουν.
Στην υπό κρίση περίπτωση, διαφαίνεται πως η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου και αφορούσε τον Αιτητή, προερχόταν από τη γραπτή κατάθεση του Χ. ο οποίος εξέφρασε την υποψία του εναντίον του Αιτητή λόγω της χρηματικής τους διαφοράς και της εκκρεμούσας ποινικής υπόθεσης εναντίον του. Πέραν της υποψίας, ο Χ. φέρεται να αναφέρθηκε σε διάφορες πληροφορίες που είχε λάβει. Αυτές αφορούσαν τις «απειλές» από τον Αιτητή προς συνεργάτες του Χ. πως θα προκαλούσε ζημιά στις επιχειρήσεις τους αν δεν πίεζαν τον Χ. να πληρώσει τον Αιτητή, σε πιο πρόσφατη πληροφόρηση από συγκεκριμένο πρόσωπο ότι ο Αιτητής θεωρούσε πως ο Χ. ανέθεσε σε κάποιο πρόσωπο να τον δολοφονήσει και τέλος, σε άλλη ακόμη πιο πρόσφατη πληροφόρηση από πρόσωπα στα οποία ο Αιτητής φέρεται να ομολόγησε ότι αυτός έδωσε εντολή για τον πυροβολισμό των γραφείων.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.D.S., Πολ. Έφεση Αρ. 340/2021, ημερ. 6.7.2023, λέχθηκαν τα εξής:
«Όσον αφορά στη μη αποκάλυψη της πηγής γνώσης του πληροφοριοδότη, σχετική είναι και η Αίτηση του Ι. ΧΧΧ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 114/20, ημερ. 20.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:D356, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Πρέπει να λεχθεί ακόμη πως ανεξαρτήτως αν καλώς χρησιμοποιείται η λέξη «πληροφορία», σημασία έχει ότι ουδέποτε και πουθενά στον όρκο, η πληροφορία δεν συγκεκριμενοποιείται σε κάτι απτό. Ακόμη και αν δεν κατονομάζεται ο πληροφοριοδότης (κάτι τέτοιο δεν απαιτείται) θα πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους τεκμηρίωση, από πού και με ποίον τρόπο η πληροφορία οδήγησε στα καταληκτικά συμπεράσματα. Στην πράξη, επί του όρκου, μόνο συμπεράσματα καταγράφονται.
Η ανάγκη παρουσίασης ενός είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, βεβαίως δεν σημαίνει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. (Βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα Πολ. Εφ. 219/14, 29.2.2016). ΄Εστω και σε χαμηλό επίπεδο όμως, πρέπει να δοθούν στοιχεία και όχι απλά συμπεράσματα ή καταλήξεις, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.»
Για την επάρκεια του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον Δικαστηρίου για να μπορέσει το ίδιο το Δικαστήριο να διαμορφώσει την δική του κρίση, παραπέμπουμε και στην Βαρνάβα (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1143.
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Εν προκειμένω, έστω και αν χρησιμοποιείται η λέξη πληροφορία στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι περισσότερο, αφού η πληροφορία αυτή αξιολογήθηκε αφενός και αφετέρου ‘τοποθετεί’ τα ναρκωτικά στον επίδικο χώρο με την κατ΄ ισχυρισμό εμπλοκή του αιτητή», με κάθε σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους και δεν θα μπορούσε να είχε καταλυτική επίδραση στη μονομερή αίτηση του Εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, η αναφορά στην ένορκη δήλωση πως η δοθείσα πληροφορία αξιολογήθηκε θετικά από την Αστυνομία και καταχωρίστηκε στα Αστυνομικά Μητρώα, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να μην αρκεί, αφού δεν είχε αποκαλυφθεί τί είχε θέσει ενώπιον της η Αστυνομία για να αξιολογήσει θετικά την εν λόγω πληροφορία. Στο τέλος της ημέρας, ως ελέχθη, είναι το ίδιο το κατώτερο Δικαστήριο, και όχι η Αστυνομία, που θα αποφασίσει και θα κρίνει κατά πόσο προέκυπταν, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του, εύλογες υπόνοιες ότι στη συγκεκριμένη οικία/υποστατικά και μηχανοκίνητα οχήματα φυλάττονται ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α΄ και Β΄ (Παναγιώτου (Αρ. 2) (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1957, 1969).»
Στο στάδιο της μονομερούς αίτησης, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία ούτε εξετάζει την υπόθεση σε βάθος – βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, Αναφορικά με την Αίτηση του Άνθιμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και Base Metal trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535.
Για σκοπούς της παρούσας Αίτησης, θεωρώ ότι η τεθείσα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία δεν περιορίζεται σε απλή υποψία ούτε και σε γενική και αόριστη μαρτυρία, ως η θέση του Αιτητή. Η τεθείσα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία αφορά σε συγκεκριμένες πληροφορίες από συγκεκριμένα πρόσωπα, έστω και αν κάποιο εξ αυτών δεν κατονομάζεται (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ ΧΧΧΧ, Πολ. Αίτηση Αρ. 114/2020, ημερ. 20.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:D356), περί εκβιασμού σε συνεργάτες του Χ. από τον Αιτητή ο οποίος ακόμη απαιτεί την πληρωμή του από τον Χ., περί πεποίθησης του Αιτητή ότι ο Χ. επιθυμεί να τον δολοφονήσει και περί παραδοχής του Αιτητή σε συγκεκριμένο πρόσωπο ότι αυτός έδωσε εντολή για τους πυροβολισμούς στα γραφεία της εταιρείας του.
Σαφώς δεν πρόκειται για κάποιες γενικές και αόριστες πληροφορίες, αλλά για πληροφορίες οι οποίες προέρχονται από συγκεκριμένα πρόσωπα και αφορούν συγκεκριμένο περιεχόμενο το οποίο συνδέει τον Αιτητή τόσο με κίνητρο, όσο και με συμμετοχή στα υπό διερεύνηση αδικήματα, μάλιστα με δική του ρητή παραδοχή. Η «έστω και προκαταρκτική επιβεβαίωση» αυτών των πληροφοριών, όπως εισηγείται ο Αιτητής, δεν απαιτείται για σκοπούς δημιουργίας εύλογης υποψίας (στο στάδιο αυτό) περί εμπλοκής του στα υπό διερεύνηση αδικήματα. Η ανωτέρω γραπτή και συγκεκριμένη μαρτυρία είναι ικανή, για σκοπούς πάντοτε της έκδοσης εντάλματος σύλληψης, να στοιχειοθετήσει την εύλογη υπόνοια σύνδεσης λογικά του Αιτητή με τα αδικήματα. Υπενθυμίζεται ότι στο συγκεκριμένο στάδιο το κατώτερο Δικαστήριο δεν καλείται να αξιολογήσει τη μαρτυρία που τίθεται ενώπιον του για να προβεί σε εύρημα ότι όντως το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση εντάλματος σύλληψης, διέπραξε τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Περί υπονοιών ο λόγος. Το περιεχόμενο του όρκου που συνόδευε και υποστήριζε το αίτημα για έκδοση του εντάλματος σύλληψης, συνολικά θεωρούμενο, σε αντίθεση με όσα προβάλλει η πλευρά του Αιτητή, κρίνεται ότι παραθέτει γεγονότα τέτοιας έκτασης και μορφής, επαρκή για κατάδειξη του στοιχείου της εύλογης υπόνοιας για ανάμιξη του Αιτητή στη διάπραξη των σοβαρών αδικημάτων που η Αστυνομία διερευνούσε. Η όποια επιβεβαίωση της εν λόγω μαρτυρίας ξεπερνά αυτό το στάδιο και προχωρεί στην αναζήτηση μαρτυρίας προς ενδεχόμενη καταχώριση υπόθεσης και απόδειξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, θεωρώ ότι το κατώτερο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο ότι υπήρχε μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογη υποψία περί σύνδεσης του Αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Ακολούθως το κατώτερο Δικαστήριο κατέληξε ότι όχι μόνο υπήρξε ανάγκη έκδοσης του αιτούμενου εντάλματος, αλλά και ότι η έκδοση του ήταν αναλογική υπό τις περιστάσεις.
Χωρίς να διαφεύγει την προσοχή του παρόντος Δικαστηρίου ο χρόνος που παρήλθε από τη φερόμενη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και την έκδοση του εντάλματος σύλληψης και τη σύλληψη του Αιτητή, σημειώνεται ότι η τελευταία πληροφορία που έφερε τον Αιτητή να δηλώνει παραδοχή για τη διάπραξη των αδικημάτων προέκυψε την προηγούμενη μόλις μέρα της αίτησης και έκδοσης του εντάλματος σύλληψης του. Με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν καθόλα εύλογη η σύνδεση του Αιτητή σε εκείνο το χρονικό στάδιο και η έναρξη των ερευνών της Αστυνομίας.
Η Αστυνομία είχε αναζητήσει τον Αιτητή ο οποίος και δεν εντοπιζόταν, επομένως η σύλληψη του ορθά κρίθηκε αναγκαία για τη διερεύνηση των προαναφερόμενων αδικημάτων. Η διευκόλυνση των ανακρίσεων δεν είναι λόγος άγνωστος για την έκδοση εντάλματος σύλληψης (Αναφορικά με την Αίτηση του Cook (Αρ. 2) (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268).
Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε να καταδείξει επαρκή λόγο για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο